Δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών η οποία δεν ελήφθη πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη χορήγηση της χρηματικής αποζημίωσης προκειμένου να περισταλούν οι δημόσιες δαπάνες – Βάρος απόδειξης της αδυναμίας λήψης άδειας
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 08.06.2023 προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας ΔΕΕ Tamara Ćapeta κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν τη νομισματοποίηση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δεν έχει ληφθεί κατά τη λήξη της σχέσης εργασίας.
Σύμφωνα με τη γεν. εισαγγελέα Ćapeta, They may impose conditions to encourage the taking of annual leave with the purpose of safeguarding the health of workers so long as certain conditions are met.
Ιστορικό της υποθέσεως
Ο BU, ενάγων της κύριας δίκης, κατείχε από τον Φεβρουάριο του 1992 έως τον Οκτώβριο του 2016 τη θέση του «Istruttore Direttivo Tecnico» (προϊσταμένου τεχνικής υπηρεσίας) ως δημόσιος υπάλληλος στον Δήμο Copertino.
Με επιστολή της 24ης Μαρτίου 2016 προς τον Δήμο Copertino, ο BU υπέβαλε αίτηση οικειοθελούς αποχώρησης λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης, και, ως εκ τούτου, αφυπηρέτησε την 1η Οκτωβρίου 2016. Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι ο BU είχε ήδη υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης το 2015. Εντούτοις, το Istituto nazionale della previdenza sociale [(Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ιταλία) (INPS)] τον ενημέρωσε τότε ότι η από 1η Ιουλίου 2015 αίτησή του για πρόωρη συνταξιοδότηση «δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης». Ως εκ τούτου, ο BU παρέμεινε στην υπηρεσία έως ότου συμπληρώσει το κανονικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης.
Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ο BU ισχυρίστηκε ότι, κατά την περίοδο μεταξύ 2013 και 2016, η μη ληφθείσα ετήσια άδειά του μετ’ αποδοχών ανήλθε σε 79 ημέρες. Επομένως, ζήτησε χρηματική αποζημίωση για τις ημέρες αυτές, διότι θεώρησε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει την εν λόγω ετήσια άδεια κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.
Ο Δήμος Copertino αντέτεινε ότι ο BU γνώριζε ότι υπείχε υποχρέωση να λάβει τις εναπομένουσες ημέρες άδειας και ότι δεν μπορούσε να τις μετατρέψει σε χρήμα. Προς τούτο, επικαλέστηκε τον κανόνα του άρθρου 5, παράγραφος 8, της ιταλικής πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95 (decreto-legge 6 luglio 2012, n. 95), ο οποίος προβλέπει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν υποχρεωτικά ετήσια άδεια κατά τα προβλεπόμενα στους κανόνες της υπηρεσίας στην οποία απασχολούνται και ότι σε καμία περίπτωση δεν δικαιούνται χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα ετήσια άδεια. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας λόγω κινητικότητας, παραίτησης, καταγγελίας ή συνταξιοδότησης.
Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η επίμαχη ρύθμιση ανήκε στη δέσμη μέτρων τα οποία θεσπίστηκαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο του προϋπολογισμού και την εξοικονόμηση δαπανών στον δημόσιο τομέα. Ο εν λόγω σκοπός επιβεβαιώνεται περαιτέρω από τον τίτλο «Μείωση των δημόσιων δαπανών» της μνημονευόμενης διάταξης, ήτοι του άρθρου 5 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95.
Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε επιπλέον ότι το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) με την απόφασή του 95/2016 (IT:COST:2016:95) απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5, παράγραφος 8, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95. Το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) προέβη σε ερμηνεία της επίμαχης διάταξης και έκρινε ότι, δεδομένης της ερμηνείας αυτής, η εν λόγω διάταξη δεν αντιβαίνει ούτε στο Ιταλικό Σύνταγμα ούτε στο εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η αποτροπή της ανεξέλεγκτης προσφυγής στη μετατροπή σε χρήμα επεδίωκε και άλλους σκοπούς πέραν της περιστολής των δημόσιων δαπανών. Μεταξύ των σκοπών αυτών περιλαμβάνεται η εκ νέου επιβεβαίωση της σημασίας της πραγματικής λήψης της ετήσιας άδειας και η ενθάρρυνση του ορθολογικού προγραμματισμού της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Υπό το πρίσμα αυτό, ο επίμαχος κανόνας ερμηνεύθηκε υπό την έννοια ότι απαγορεύει την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν δυνατός ο έγκαιρος προγραμματισμός της λήψης της άδειας, καλύπτοντας διάφορες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της παραίτησης.
Κατά το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο), η εν λόγω ερμηνεία συνάδει, εξάλλου, με τις αποφάσεις του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) και του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), οι οποίες αναγνωρίζουν στον εργαζόμενο το δικαίωμα αποζημίωσης για την άδεια που δεν έλαβε για λόγους που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του.
Το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκρινε αρχικά ότι η μετατροπή σε χρήμα εξαρτάται από την απόδειξη εκ μέρους του εργαζομένου ότι δεν μπόρεσε να κάνει χρήση του δικαιώματός του ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών λόγω «εξαιρετικών και δικαιολογημένων υπηρεσιακών αναγκών ή ανωτέρας βίας». Εν συνεχεία, έκρινε ότι ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι είχε παράσχει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει πράγματι το δικαίωμά του άδειας πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας και ότι είχε ενημερώσει επαρκώς τον εργαζόμενο για μια τέτοια συνέπεια, προειδοποιώντας τον ρητά για το ενδεχόμενο της εν λόγω απόσβεσης. Ειδικότερα, σε περίπτωση παραίτησης κατά τη λήξη της άδειας μητρότητας, το εν λόγω δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης, δεδομένου ότι, μολονότι η σχέση είχε κατ’ ουσίαν λυθεί κατόπιν οικειοθελούς απόφασης της εργαζομένης, εντούτοις, η εν λόγω εργαζόμενη ουδόλως μπόρεσε να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της περιόδου υποχρεωτικής αναστολής της σύμβασης εργασίας.
Στις αποφάσεις του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) σχετικά με το άρθρο 5, παράγραφος 8, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95, διαλαμβάνεται ότι ιατρικοί λόγοι, όπως αυτοί που απορρέουν από την ανικανότητα προς εργασία, δεν μεταβάλλουν το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών (IT:CDS:2010:7360SENT).
Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ερμηνεία που δόθηκε στη μνημονευόμενη διάταξη της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95 επιτρέπει τη μετατροπή της ετήσιας άδειας σε χρήμα μόνον εάν η εν λόγω άδεια δεν ελήφθη πράγματι για λόγους ανεξάρτητους από τη βούληση του εργαζομένου (παραδείγματος χάρη, λόγω ασθένειας). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι ο εργαζόμενος μπορεί να μη λάβει αντισταθμιστική αποζημίωση σε περίπτωση κατά την οποία η παύση της εργασίας ήταν προβλέψιμη, συμπεριλαμβανομένης της παραίτησης του εργαζομένου.
Το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι ακόμη και στην περίπτωση τέτοιας ερμηνείας, εξακολουθεί να υφίσταται δυνητική σύγκρουση μεταξύ, αφενός, του άρθρου 5, παράγραφος 8, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 95 και, αφετέρου, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Προς τούτο, παρέπεμψε συναφώς στην απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, job-medium, C‑233/20.
Το Tribunale di Lecce (πρωτοβάθμιο δικαστήριο περιφέρειας Lecce), διερωτώμενο κατά πόσον συνάδει η ιταλική ρύθμιση με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας (οδηγία 2003/88/ΕΚ), αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta πρότεινε στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunale di Lecce, ως εξής:
Πρώτον, το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ [οδηγίας σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας], δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την απαγόρευση μετατροπής σε χρήμα της μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, εφόσον:
– η απαγόρευση αξίωσης χρηματικής αποζημίωσης δεν καλύπτει το δικαίωμα ετήσιας άδειας που αποκτήθηκε κατά το έτος αναφοράς κατά το οποίο επέρχεται η παύση της εργασίας·
– ο εργαζόμενος είχε τη δυνατότητα να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τα προηγούμενα έτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης περιόδου μεταφοράς·
– ο εργοδότης έχει ενθαρρύνει τον εργαζόμενο να λάβει την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών·
– ο εργοδότης έχει ενημερώσει τον εργαζόμενο ότι η μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν μπορεί να σωρευθεί προκειμένου να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας.
Δεύτερον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ απαιτεί από τον εργοδότη να αποδείξει ότι παρείχε τη δυνατότητα στον εργαζόμενο και τον ενθάρρυνε να λάβει την άδεια, ότι τον ενημέρωσε ότι η μετατροπή σε χρήμα δεν είναι δυνατή κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας και ότι, παρά ταύτα, ο εργαζόμενος επέλεξε να μη λάβει την ετήσια άδεια. Σε περίπτωση που ο εργοδότης παρέλειψε τα ανωτέρω, θα πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση στον εργαζόμενο.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA