ΑΠΟΦΑΣΗ
Πιτσιλάδη και Βασιλέλλης κατά Ελλάδας της 06.06.2023 (αρ. προσφ. 5049/14 και 5122/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντεςείναι Έλληνες υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1978 και 1963 και ζουν στη Λέσβο.
Η υπόθεση αφορούσε την αδυναμία πρόσβασής τους σε τραπεζικό λογαριασμό που περιείχε χρήματαπου θα χρησιμοποιούνταν για τη νοσοκομειακή περίθαλψη του γιου τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Μάιο του 2000, το τοπικό τηλεοπτικό κανάλι αλλά και άλλα κανάλια ανακοίνωσαν ότι η οικογένεια χρειαζόταν οικονομική βοήθεια και έκανε έκκληση για δωρεές. Στις 13 Ιουνίου 2000 η τράπεζα δέσμευσε τον τραπεζικό λογαριασμό. Στις 4 Δεκεμβρίου 2000 το νοσοκομείο δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι ο Π.Β. είχε λάβει την κατάλληλη θεραπεία, είχε παρατηρηθεί τοπική υποτροπή και ότι ήταν πολύ πιθανό οι μεταστάσεις να εξαπλωθούν σύντομα αλλού. Στις 15 Φεβρουαρίου 2001, ο Ν. 2889/2001 όρισε ότι κατ’ εξαίρεση ο Υπουργός Υγείας μπορούσε να εγκρίνει, με αιτιολογημένη απόφαση, την είσπραξη κεφαλαίων και την συνολική ή μερική μεταφορά των εισπραχθέντων ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς που ανοίγονται στο όνομα ατόμων με σοβαρά προβλήματα υγείας. Την ίδια ημέρα που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος, ήτοι στις 2 Μαρτίου 2001, με την υπ’ αριθμ. 664 Υπουργική απόφαση, ο Υπουργός Υγείας ενέκρινε την είσπραξη κεφαλαίων από τον τραπεζικό λογαριασμό που ανοίχτηκε στο όνομα των προσφευγόντων και την μεταφορά ποσού 102.714,60 ευρώ. για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και άλλων εξόδων του Π.Β. στο εξωτερικό.
Στις 16 Φεβρουαρίου 2001, έχοντας παρατηρηθεί αρκετές μεταστάσεις, ο Π.Β. μεταφέρθηκε από την Αθήνα στο νοσοκομείο της Λέσβου. Στις 4 Μαρτίου 2001 απεβίωσε.
Επικαλούμενοι το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για την αδυναμία πρόσβασης στον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό ώστε να μπορέσουν να μεταφέρουν χρήματα στο νοσοκομείο των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε ο γιος τους να λάβει την κατάλληλη θεραπεία. Ισχυρίστηκαν ότι η εν λόγω αδυναμία οδήγησε στο θάνατό του.
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσεύπαρξη δυσλειτουργίας που να προέκυπτε από παράλειψη του κράτους να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να θεσπίσει κανονιστικό πλαίσιο.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι γονείς του ανήλικου Π.Β. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1999, ο Π.Β. ηλικίας τότε ενός έτους και οκτώ μηνών, διαγνώστηκε με νευροβλάστωμα στο δεξιό επινεφρίδιο στο τέταρτο στάδιο. Νοσηλεύτηκε στο δημόσιο νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία στην Αθήνα όπου παρέμεινε για οκτώ μήνες. Στις 14 Ιανουαρίου 2000 υποβλήθηκε σε εγχείρηση και στις 18 Μαΐου 2000 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Ενώ ο Π.Β. νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, ο Δήμος Γέρακα, όπου διέμεναν οι προσφεύγοντες, χορήγησε στην οικογένεια οικονομική ενίσχυση 587 ευρώ και αποφάσισε να οργανώσει έρανο. Στις 4 Μαΐου 2000 ο Δήμαρχος ενημέρωσε τον ιδιοκτήτη τηλεοπτικού καναλιού στη Λέσβο για τα προβλήματα υγείας του Π.Β. Στις 5 Μαΐου 2000 ο Ε.Π., υπάλληλος του τηλεοπτικού καναλιού, άνοιξε κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου στο όνομα των προσφευγόντων και του γιου τους σε τράπεζα (Εθνική Τράπεζα Ελλάδος) με ταυτόχρονη κατάθεση 293 ευρώ στον εν λόγω λογαριασμό. Τον Μάιο του 2000, το τοπικό τηλεοπτικό κανάλι και άλλα κανάλια ανακοίνωσαν ότι η οικογένεια χρειαζόταν οικονομική βοήθεια και έκανε έκκληση για δωρεές. Η αντίδραση του κοινού, που συνέβαλε στις δωρεές, ήταν πολύ θετική. Οι προσφεύγοντες χρηματοδότησαν επίσης τον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό και έκαναν αναλήψεις. Στις 13 Ιουνίου 2000 το ποσό που συλλέχθηκε στον λογαριασμό ήταν 296.291,16 ευρώ.
Στις 13 Ιουνίου 2000 η τράπεζα δέσμευσε τον τραπεζικό λογαριασμό, θεωρώντας ότι ήταν αντίθετος με τον Ν. 5101/1931 περί εράνων – λαχείων ή φιλανθρωπικών αγορών κλπ. που δεν επέτρεπε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, να οργανωθεί η συγκέντρωση δωρεών προς όφελος ιδιωτών, αλλά μόνο για ορισμένους συλλόγους, ιδρύματα και επιτροπές. Ειδικότερα, η τράπεζα βασίστηκε σε επιστολή του Υφυπουργού Υγείας, της 19 Οκτωβρίου 1999, η οποία υπενθύμιζε στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών ότι το άνοιγμα λογαριασμών για τη συλλογή κεφαλαίων για λογαριασμό συλλόγων, ιδρυμάτων και επιτροπών, απαιτούσε τη χορήγηση της άδειας με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας. Επιπλέον, σύμφωνα με εγκύκλιο της τράπεζας της 8Φεβρουαρίου 2000, η τελευταία θα συνέχιζε να δέχεται αιτήσεις για άνοιγμα λογαριασμών με σκοπό την άντληση κεφαλαίων προς όφελος νομικών ή φυσικών προσώπων, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι παρείχαν την απαραίτητη εξουσιοδότηση.
Επίσης, στις 13 Ιουνίου 2000, ο δεύτερος προσφεύγων κλήθηκε από την τράπεζα να υπογράψει την τραπεζική σύμβαση και, μετά από οδηγίες της τελευταίας, απέστειλε στον Υπουργό Υγείας αίτημα για εξουσιοδότηση ανάληψης χρηματικού ποσού από τον λογαριασμό.
Μετά από υποτροπή της κατάστασης της υγείας του Π.Β., που σημειώθηκε στα νοσοκομεία στα τέλη Οκτωβρίου και αρχές Νοεμβρίου 2000, οι προσφεύγοντες διαβίβασαν τον ιατρικό φάκελο του παιδιού στο νοσοκομείο The Royal Mardsen στο Ηνωμένο Βασίλειο και ζήτησαν από την τράπεζα την εκταμίευση κεφαλαίων για την κάλυψη τυχόν εξόδων. Η τράπεζα αρχικά αρνήθηκε να ξεμπλοκάρει τον εν λόγω λογαριασμό, αλλά στις 29 Νοεμβρίου 2000 ο πρώτος προσφεύγων έλαβε τελικά το ποσό των 35.216 ευρώ, ποσό που φέρεταιως δωρεά από την τράπεζα εν αναμονή τροποποίησης του νομοθετικού πλαισίου. Ωστόσο, στις 4 Δεκεμβρίου 2000 το νοσοκομείο δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι ο Π.Β. είχε λάβει την κατάλληλη θεραπεία, είχε παρατηρηθεί τοπική υποτροπή και ότι ήταν πολύ πιθανό οι μεταστάσεις να εξαπλωθούν σύντομα αλλού. Οι πιθανότητες ανάκαμψης ήταν σχεδόν ελάχιστες και ότι δεν θα υπήρχαν πολλά περισσότερα να γίνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο που δεν θα μπορούσαν να γίνουν στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες επικοινώνησαν με το Κέντρο Καρκίνου MemorialSloanKettering στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο τους έστειλε στις 22 Δεκεμβρίου 2000 ένα πληροφοριακό έγγραφο σχετικά με ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα θεραπείας που εκτελούσε το νοσοκομείο για τη θεραπεία του νευροβλαστώματος. Από τον Δεκέμβριο του 2000 έως τον Ιανουάριο του 2001 ο Π.Β. υποβλήθηκε σε ακτινοθεραπεία στο ιδιωτικό Νοσοκομείο Ιασώ στην Αθήνα. Τον Ιανουάριο του 2001 το MemorialSloanKetteringCancerCenter ενημέρωσε τους προσφεύγοντες ότι τα ιατρικά αρχεία του Π.Β. ήταν υπό εξέταση και στις 25 Ιανουαρίου 2001 ενημέρωσε ότι είχε προγραμματιστεί ένα ιατρικό ραντεβού για τις 5 Φεβρουαρίου 2001 για να αξιολογηθεί η κατάσταση του Π.Β. και να ξεκινήσει η θεραπεία. Ζήτησε προκαταβολή 95.000 $. Ωστόσο, η τράπεζα απέρριψε και πάλι το αίτημα των προσφευγόντων για μεταφορά του απαιτούμενου ποσού. Στις 13 Φεβρουαρίου 2001, το Δημόσιο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα Αθηνών εξέτασε τον Π.Β. και διαπίστωσε υποτροπή της κατάστασης της υγείας του.
Στις 15 Φεβρουαρίου 2001, ο Ν. 2889/2001 όριζε ότι κατ’ εξαίρεση ο Υπουργός Υγείας μπορούσε, με αιτιολογημένη απόφαση, να επιτρέψει την είσπραξη κεφαλαίων και τη συνολική ή μερική μεταφορά των εισπραχθέντων ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς που ανοίγονται στο όνομα ατόμων με σοβαρά προβλήματα υγείας. Την ίδια ημέρα που τέθηκε σε ισχύ ο νόμος, ήτοι στις 2 Μαρτίου 2001, με την υπ’ αριθμ. 664 απόφαση, ο Υπουργός Υγείας ενέκρινε την είσπραξη κεφαλαίων από τον τραπεζικό λογαριασμό που ανοίχτηκε στο όνομα των προσφευγόντων και τη μεταφορά του ποσού των 102.714,60 ευρώ. για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας και άλλων εξόδων του Π.Β. στο εξωτερικό.
Στις 16 Φεβρουαρίου 2001, έχοντας παρατηρηθεί αρκετές μεταστάσεις, ο Π.Β. μεταφέρθηκε από την Αθήνα στο νοσοκομείο Λέσβου. Στις 4 Μαρτίου 2001 απεβίωσε.
Στις 23 Μαρτίου 2001 οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή κατά της τράπεζας ζητώντας να αναγνωριστούν ως οι μοναδικοί κάτοχοι του λογαριασμού και να επιτύχουν τη μεταφορά του συνολικού ποσού των 296.291,16 ευρώ. Στην απόφασή του με αρ. 72/2006 το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης έκρινε ότι τα επίμαχα ποσά, ακόμη και αν είχαν καταβληθεί προς όφελος προσδιοριζόμενων προσώπων, αποτελούσαν από τη φύση τους συλλογή χρηματικών δωρεών δεδομένου ότι η συλλογή αυτή είχε οργανωθεί για ιδιωτικούς φιλανθρωπικούς σκοπούς, δηλαδή για την ιατρική περίθαλψη του γιου των προσφευγόντων. Διευκρίνισε ότι, ακόμη και αν η άντληση κεφαλαίων είχε γίνει μέσω τραπεζικού λογαριασμού, αποτελούσε συλλογή δωρεών απαγορευμένων βάσει του Ν. 5101/1931, σκοπός της οποίας ήταν η μη παραπλάνηση τρίτων και ότι τέτοια υπήρχε κίνδυνος στην περίπτωση των προσφευγόντων. Εξήγησε ότι, για να είναι έγκυρη η σύμβαση μεταξύ της τράπεζας και των καταθετών ποσών προς όφελος τρίτου, ήταν απαραίτητη η εξουσιοδότηση του Υπουργού Υγείας και η εν λόγω νομική πράξη δεν παράγει έννομα αποτελέσματα εάν δεν πληρούνταν αυτός ο όρος. Έτσι, έκρινε ότι οι προσφεύγοντες κατείχαν μόνο το ποσό των 102.714,60 ευρώ, η μεταφορά του οποίου είχε εγκριθεί με απόφαση του Υπουργού, και ότι η τράπεζα έπρεπε να τους καταβάλει αυτό το ποσό. Τέλος, πρόσθεσε ότι πριν από τη χορήγηση αυτής της εξουσιοδότησης, δεν υπήρχε καμία υποχρέωση της τράπεζας να μεταβιβάσει το περιεχόμενο του λογαριασμού στους προσφεύγοντες, ούτε δικαίωμα στους τελευταίους να προβαίνουν σε άμεσες χρεώσεις. Το δικαστήριο απέρριψε την παρεπόμενη παρέμβαση του Δημοσίου για τη στήριξη της τράπεζας.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2006 οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση. Με την υπ’ αριθμ. 253/2007 απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2007 το Εφετείο Αιγαίου επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Στις 4 Οκτωβρίου 2010 οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση αναίρεση. Με την υπ’ αριθμ. 1406/2013 απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, το ΣτΕ απέρριψε το ένδικο μέσι και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ (ΑΡΙΘΜ. ΑΙΤΗΣΗ 5122/14)
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2003 οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή αποζημίωσης κατά της τράπεζας, του διευθυντή του υποκαταστήματος Μυτιλήνης, του περιφερειακού διευθυντή και του διευθυντή της τράπεζας για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστησαν μετά το θάνατο του γιου τους και για τον ηθική βλάβη που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της υποτιθέμενης βλάβης στη φήμη τους και στη μνήμη του αποθανόντος γιου τους. Υποστήριξαν ότι το παράνομο κλείδωμα του λογαριασμού και η άρνηση της τράπεζας να μεταφέρει το ποσό που είχε κατατεθεί σε αυτόν είχε καταστήσει αδύνατη τη θεραπεία του γιου τους στο εξωτερικό και οδήγησε στο θάνατό του. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η τράπεζα και οι προαναφερθέντες υπάλληλοι, αν και γνώριζαν την ανάγκη μεταβίβασης του Π.Β., δεν είχαν επιτρέψει την ανάληψη από τους προσφεύγοντες του χρηματικού ποσού που συγκεντρώθηκε και ότι ο Υπουργός Υγείας είχε διαβεβαιώσει τους ενδιαφερόμενους ότι θα ρυθμίζονταν, το Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 4689/2007 απόφαση της 17ης Ιουλίου 2007, διέταξε από κοινού την τράπεζα και τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους να καταβάλουν σε καθέναν από τους προσφεύγοντες 2.934,70 ευρώ για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστησαν μετά τον θάνατο του γιου τους. Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι οι τρεις τελευταίοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι επέλεξαν να προστατεύσουν άλλα νόμιμα περιουσιακά στοιχεία παραβιάζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα της ανθρώπινη αξιοπρέπεια και της ζωή, ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Π.Β. Έκρινε ότι η τράπεζα ήταν επίσης υπεύθυνη για τις παραλείψεις των υπαλλήλων της και έκρινε ότι το γεγονός ότι είχε στερήσει από τον Π.Β. τη μοναδική ελπίδα να τον σώσει, είχε προκαλέσει μεγάλο πόνο στους προσφεύγοντες.
Ως προς την ηθική βλάβη που υπέστησαν ως αποτέλεσμα της υποτιθέμενης βλάβης στη φήμη τους και στη μνήμη του θανόντος γιου τους, ανέβαλε την απόφασή του επί της αξίωσης αποζημίωσης μέχρι η απόφαση του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, η οποία αποφάνθηκε επί της πρώτης αγωγής των προσφευγόντων, να καταστεί τελεσίδικη.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2007, οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση. Το Εφετείο Αθηνών έκανε δεκτή την έφεση και με την υπ’ αριθμ. 2018/2010 απόφασή του της 22Απριλίου 2010 έκρινε ότι η υπ’ αριθμ. 253/2007 απόφαση που είχε εκδοθεί από το Εφετείο Αιγαίου, είχε ισχύ δεδικασμένου. Απέρριψε τα αιτήματα των προσφευγόντων για αποζημίωση, κρίνοντας ότι η τράπεζα αρνούμενη να μεταβιβάσει τα ποσά δεν είχε ενεργήσει παράνομα. Η συμπεριφορά των υπαλλήλων της ήταν σύμφωνη με το νόμο, οι οποίοι ενεργώντας διαφορετικά θα είχαν αναλάβει την ποινική και πειθαρχική τους ευθύνη. Στις 4 Οκτωβρίου 2010 οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση. Με την υπ’ αριθμ. 1407/2013 απόφαση της 27 Ιουνίου 2013, το ΣτΕ απέρριψε το ένδικο μέσο και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην παρούσα υπόθεση οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι αποκλείστηκε ο γιος τους από το να λάβει ιατρική περίθαλψη, η οποία κατά τα άλλα ήταν διαθέσιμη στην Ελλάδα, ούτε διαμαρτυρήθηκαν για την ποιότητα της θεραπείας που έλαβαν. Από το φάκελο προκύπτει ότι ο γιος τους ωφελήθηκε από την πρόσβαση στις ιατρικές εγκαταστάσεις και σε θεραπεία, ότι έλαβε κατάλληλη θεραπεία δωρεάν και διαθέσιμη σε εθνικά αλλά και ιδιωτικά νοσοκομεία, και ότι υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και μεταμόσχευση. Δεν υποστήριξαν ότι το κράτος έπρεπε να είχε χρηματοδοτήσει τη θεραπεία του γιου τους με το σκεπτικό ότι οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να επωμιστούν το κόστος. Δεν επέκριναν το κράτος για το ότι δεν είχαν πρόσβαση σε δημόσιους πόρους, δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια, τα ποσά που εισπράχθηκαν από τον τραπεζικό λογαριασμό που ανοίχτηκε προς όφελός τους δεν είχαν κατασχεθεί από τις εθνικές αρχές και επομένως δεν ανήκαν στο Κράτος. Επιπλέον, δεν επέκριναν την έλλειψη κανόνων στον τομέα της δημόσιας υγείας, αλλά μάλλον το περιεχόμενο των υφιστάμενων κανόνων σχετικά με τη συλλογή δωρεών, τους οποίους θεωρούν υπερβολικά περιοριστικούς. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου που συνοψίζεται ανωτέρω, επισημαίνεται ότι υπάρχουν θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 2 σε θέματα δημόσιας υγείας στο πλαίσιο ισχυρισμών περί ιατρικής αμέλειας ή σε εκείνον της άρνησης περίθαλψης. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι ο γιος τους δεν έλαβε ιατρική περίθαλψη. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρούσα υπόθεση δεν μπορούσε να ενταχθεί σε κανένα από τα πλαίσια άρνησης ιατρικής περίθαλψης που περιγράφονται παραπάνω.
Εξετάστηκε η καταγγελία των προσφευγόντων σχετικά με την ταχεία πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο είχαν κατατεθεί τα συγκεντρωθέντα ποσά από την άποψη των θετικών υποχρεώσεων του κράτους να θεσπίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία της υγείας των πολιτών του. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν κανόνες σχετικά με τη συγκέντρωση κεφαλαίων, για λαχεία ή φιλανθρωπικές αγορές και για τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε ποσά από τη συγκέντρωση κεφαλαίων με στόχο τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και την προστασία των συντελεστών, την καταπολέμηση φαινομένων απάτης και την αποφυγή εκμετάλλευσης του φιλανθρωπικού αισθήματος του κοινού. Διαπίστωσε έτσι τη νομιμότητα των επιδιωκόμενων σκοπών, δηλαδή την υπεράσπιση της τάξης και την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων. Θεώρησε ότι αυτό το κανονιστικό πλαίσιο δεν αφορούσε κατ’ αρχήν τον τομέα της δημόσιας υγείας και ότι το άρθρο 2 της Σύμβασης δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ότι απαιτεί να διέπεται κατά μία έννοια πρόσβασης στα ποσά που συλλέγονται από δωρεές.
Το Δικαστήριο δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν στη διάθεσή τους ειδικούς κανόνες που θα μπορούσαν να ζητήσουν, ακολουθώντας τη διαδικασία ενώπιον των ειδικών υγειονομικών επιτροπών, της χρηματοδότησης της νοσηλείας του γιου τους στο εξωτερικό και ακόμη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πράγματι, η Υπουργική Απόφαση με αριθμό Φ7/οικ.15 της 7ης Ιανουαρίου 1997 προβλέπει αναλυτικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία πρέπει να υποβληθεί τέτοιο αίτημα στους κοινωνικούς φορείς προκειμένου να ληφθεί ευνοϊκή απόφαση μετά από αιτιολογημένη γνώμη από τις ειδικές υγειονομικές επιτροπές. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι προσέγγισαν θεράποντες γιατρούς και αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές που απέκλεισαν τη δυνατότητα χρηματοδότησης της θεραπείας του γιου τους στο εξωτερικό. Μολονότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να κάνει εικασίες σχετικά με την έκβαση ενός τέτοιου αιτήματος στην παρούσα υπόθεση, οι προσφεύγοντες δεν παρείχαν συγκεκριμένες πληροφορίες που να δείχνουν ότι ακολούθησαν τη διαδικασία που προβλέπει ηΥπουργική απόφαση. Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η προαναφερθείσα κατάσταση απαιτούσε την πρόβλεψη, ως προληπτικό μέτρο που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 2, μιας εξαίρεσης από την απαγόρευση οργάνωσης της συλλογής δωρεών με σκοπό τη χρηματοδότηση της ιατρικής θεραπείας.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι στην παρούσα υπόθεση οι εθνικές αρχές ενήργησαν καλόπιστα και ότι δεν αρνήθηκαν να λάβουν μέτρα με σκοπό την συμπλήρωση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με τη συλλογή δωρεών βάσει του οποίου καταγγέλλουν οι προσφεύγοντες. Στις 13 Ιουνίου 2000 οι τελευταίοι είχαν στείλει αίτημα εξουσιοδότησης για να μπορέσουν να μεταφέρουν το απαραίτητο χρηματικό ποσό και έτσι να καλύψουν τα έξοδα νοσηλείας του γιου τους. Ωστόσο, η απαιτούμενη εξουσιοδότηση απαιτούσε νομοθετική τροποποίηση η οποία έπρεπε να ψηφιστεί από το Κοινοβούλιο. Στις 29 Νοεμβρίου 2000, η τράπεζα μετέφερε το ποσό των 35.216 ευρώ, εν αναμονή της εξέτασης αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου. Στις 15 Φεβρουαρίου 2001, δηλαδή οκτώ μήνες μετά την υποβολή του εν λόγω αιτήματος, ψηφίστηκε ο Ν. 2889/2001 που τροποποιεί το σύστημα συλλογής δωρεών. Τέθηκε σε ισχύ στις 2 Μαρτίου 2001 και, την ίδια ημέρα, ο Υπουργός Υγείας χορήγησε αμέσως την εν λόγω άδεια. Οι ελληνικές αρχές δεν είχαν αρνηθεί να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να επιτρέψουν στους προσφεύγοντες τη πρόσβαση στα ποσά που συγκεντρώθηκαν, ώστε ο γιος τους να μπορέσει να παρακολουθήσει τη θεραπεία του.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να δοθεί αφηρημένη απάντηση στο ερώτημα αν η αδυναμία άμεσης πρόσβασης στη συλλογή χρηματικών δωρεών για τη χρηματοδότηση θεραπείας στο εξωτερικό, είτε εμπίπτει είτε όχι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, στο μέτρο που, ακόμη και αν υποθέτοντας ότι θα ίσχυε το τελευταίο, οι απαιτήσεις σχετικά με την προστασία της ζωής δεν έχουν παραβλεφθεί από το καθ’ ού κράτος.
Το Δικαστήριο γνώριζε βεβαίως την τραγική διάσταση που έλαβαν οι συνθήκες της υπόθεσης που του υποβλήθηκε και ο θάνατος του γιου των προσφευγόντων δύο ημέρες μετά τη λήψη της υπουργικής εξουσιοδότησης, δηλαδή στις 4 Μαρτίου 2001. Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 2 θα εφαρμοζόταν, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης και κυρίως του γεγονότος ότι μια διαδικασία που επιτρέπει την αίτηση χρηματοδότησης δεν αποκλείεται από το εθνικό δίκαιο, ότι δεν είναι σαφές ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι προσφεύγοντες είχε προκύψει προηγουμένως και ότι οι εθνικές αρχές δεν καθυστέρησαν σημαντικά στη λήψη μέτρων, το Δικαστήριο μπορούσε μόνο να επισημάνει την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που να υποδηλώνει ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει μια θετική υποχρέωση που τους είχε βάσει του άρθρου 2 της Σύμβασης.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις προαναφερθείσες περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συμπεράνει ότι υπάρχει δυσλειτουργία που προκύπτει από παράλειψη του κράτους να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να θεσπίσει κανονιστικό πλαίσιο. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να βρει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς των ελληνικών αρχών και της επέλευσης του θανάτου του Π.Β. Δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι το νοσοκομείο MemorialSloanKetteringCancerCenter προσέφερε ένα πρόγραμμα πρωτοποριακής θεραπείας για τη συγκεκριμένη περίπτωση του Π.Β., το οποίο, σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες, θα μπορούσε να παρατείνει στατιστικά τη ζωή των ασθενών. Ωστόσο, από το φάκελο προκύπτει ότι το νοσοκομείο είχε στείλει μόνο ένα ενημερωτικό έγγραφο για το πρόγραμμα θεραπείας και τις μεθόδους του, ενώ η εξατομικευμένη ιατρική αξιολόγηση του γιου τους επρόκειτο να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του προγραμματισμένου ραντεβού στο νοσοκομείο στις 5 Φεβρουαρίου 2001.
Εξάλλου, η υποτροπή της κατάστασης της υγείας του Π.Β. είχε διαπιστωθεί από τα εθνικά νοσοκομεία ήδη από τον Οκτώβριο του 2000. Στις 4 Δεκεμβρίου 2000 το Royal MardsenHospital δήλωσε ότι είχε παρατηρηθεί τοπική υποτροπή παρά το γεγονός ότι ο P.V. είχε υποβληθεί σε θεραπεία και θεωρούσε πολύ πιθανό ότι οι μεταστάσεις θα εξαπλώνονταν σύντομα και σε άλλα σημεία. Στις 13 Φεβρουαρίου 2001 σηµειώθηκε νέα υποτροπή (βλ. ανωτέρω σηµεία 9-10). Το ∆ικαστήριοεπισήμανε ότι η θεραπεία που προτάθηκε στις Ηνωµένες Πολιτείες δεν θα είχε σε καμία περίπτωση αρχίσει πριν από τις 5 Φεβρουαρίου 2001. Σηµείωσε δε ότι ο νόµος ψηφίστηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2001 και ότι η έγκριση του Υπουργού δόθηκε στις 2 Μαρτίου 2001. Ο Π.Β. πέθανε στις 4 Μαρτίου 2001. Δεδομένης της επισφαλούς υγείας του και της επιδείνωσης της κατάστασής του κατά τους δύο μήνες που προηγήθηκαν πριν από το ραντεβού της 5ης Φεβρουαρίου 2001 και οκτώ ημέρες μετά την ημερομηνία αυτή, προκύπτει ότι η κατάσταση στην παρούσα υπόθεση δεν είναι εκείνη κατά την οποία η θετική ενέργεια του κράτους θα είχε, από εύλογη άποψη, αναμφίβολα παρατείνει τη ζωή του Π.Β. και θα είχε μετριάσει τον κίνδυνο θανάτου.
Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΔΙΚΑΣΤΗ PAVLI
Η μειοψηφία δενσυμφωνεί με την πλειοψηφία ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση. Όπως και η πλειοψηφία, θεωρεί ότι το εναγόμενο κράτος συμμορφώθηκε δεόντως με τις θετικές του υποχρεώσεις να παρέχει επαρκείς υπηρεσίες στο πλαίσιο του δημόσιου συστήματος υγείας. Θεωρεί, ωστόσο, ότι οι κατηγορηματικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν από την προγενέστερηνομοθεσία είχαν ως αποτέλεσμα την επιβλαβή παρέμβαση στις προσπάθειες των ίδιων των προσφευγόντων να παράσχουν στον γιο τους την καλύτερη δυνατή ιατρική περίθαλψη.
Τα μέρη δεν συμφώνησαν σχετικά με την λύση που θα μπορούσε να προσφέρει στον γιο των προσφευγόντων η πειραματική θεραπεία που προσφέρθηκε στο αμερικανικό ίδρυμα. Κατά την μειοψηφούσα άποψή, αυτό αρκεί για να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 2 της Σύμβασης σε περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υπόθεσης. Ενώ τα κράτη δεν είναι πάντοτε σε θέση να χρηματοδοτήσουν έστω και βραχυπρόθεσμα, τις όλο και πιο εξελιγμένες και ακριβές μορφές θεραπείας που αναπτύσσει η σύγχρονη ιατρική, δεν θα πρέπει να στέκονται εμπόδιο στα άτομα και τις κοινότητες που βασίζονται στην αλληλεγγύη των συνανθρώπων τους για να σώσουν ζωές.
Το Δικαστήριο είχε ήδη αναγνωρίσει ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης περιλαμβάνει το δικαίωμα των ατόμων που βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση να αναζητούν διάφορες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης χωρίς αδικαιολόγητη παρέμβαση από το κράτος (βλ. Lacatus κατά Ελβετίας της 19.01.2021, αριθ. προσφ. 14065/15 §§ 56-60, στην οποία η πρακτική της επαιτείας στους δρόμους της Γενεύης υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις). Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο το ίδιο σκεπτικό δεν θα έπρεπε να ισχύει, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 2, όταν ένα πρόσωπο κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του ή όταν η υγεία του απειλείται σοβαρά: σίγουρα δεν θα ανεχόμασταν έναν νόμο που απαγορεύει στους ανθρώπους να βοηθήσουν κάποιον που πνίγεται (πράγματι, η παράλειψη να το πράξει μπορεί να θεωρηθεί αδίκημα σε ορισμένες έννομες τάξεις).
Η δυνατότητα των ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο να βασίζονται στην καλοσύνη των γειτόνων και των ξένων, στους κοινωνικούς δεσμούς και στην τοπική αλληλεγγύη, είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους μιας ελεύθερης κοινωνίας. Επιπλέον, υπήρχε πολύ πριν από τις κρατικές οργανώσεις. Ο πολλαπλασιασμός των εκστρατειών συμμετοχικής χρηματοδότησης, που δρομολογούνται για σκοπούς που κυμαίνονται από τους πιο αβλαβείς ή εκτιμώμενους έως τους λιγότερο δημοφιλείς στην άποψη της πλειοψηφίας, επιβεβαιώνει ότι τέτοιες πρακτικές παραμένουν σημαντικές στις σύγχρονες δημοκρατίες μας. Η εθνική νομοθεσία δεν πρέπει ούτε να εμποδίζει ούτε να απαγορεύει τέτοιες χειρονομίες αλληλεγγύης χωρίς επιτακτική αιτιολόγηση.
Αυτή η αιτιολόγηση είναι που, λείπει από τον ελληνικό νόμο του 1931, όπως ίσχυε πριν από την έκδοση των τροποποιήσεων της 2ας Μαρτίου 2001. Στην αρχική του εκδοχή, ο νόμος αυτός συνιστούσε αδίκημα για οποιοδήποτε πρόσωπο να οργανώνει εκστρατείες δωρεάς ή φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες κάθε είδους και/ή να είναι δικαιούχος τέτοιων εκστρατειών ή πρωτοβουλιών, εκτός εάν οι εκστρατείες ή οι πρωτοβουλίες αυτές είχαν ως σκοπό να ωφελήσουν συγκεκριμένα σωματεία και υπό την προϋπόθεση ότι ο Υπουργός Υγείας είχε δώσει προς τούτο την άδεια. Η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν δίνει λεπτομέρειες για το νομοθετικό ιστορικό αυτής της κατηγορηματικής απαγόρευσης ή τους λόγους για τους οποίους τη διατήρησε ως είχε επί πολλές δεκαετίες, δηλώνοντας μόνο ότι ήταν αναγκαίο «να αποφευχθεί η εκμετάλλευση του φιλανθρωπικού αισθήματος» μέσω παραπλανητικής ή δόλιας συγκέντρωσης κεφαλαίων.
Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρείται ότι υπήρξε αδικαιολόγητη παρέμβαση του κράτους στις προσπάθειες των προσφευγόντων στην παρούσα υπόθεση να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που συγκέντρωσαν ιδιώτες με σκοπό να λάβουν το συντομότερο δυνατό την καλύτερη δυνατή θεραπεία για την απειλητική για τη ζωή ασθένεια του γιου τους και ότι η παρέμβαση αυτή ισοδυναμεί με παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).