ΑΠΟΦΑΣΗ
Aktürkκ.α. κατά Τουρκίας της 13.06.2023 ( αριθ. προσφ. 16757/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο πατέρας των προσφευγόντων αγόρασε από τον δήμο ακίνητο το οποίο κατείχε ήδη για 30 χρόνια. Πριν την ολοκλήρωση της εγγραφής του τίτλου στο αρμόδιο κτηματολόγιο απεβίωσε. Εν τω μεταξύ η πώληση κηρύχθηκε άκυρη γιατί η Γενική Διεύθυνση Πολιτικής Ασφάλειας και Διαχείρισης Κρίσεων της Άγκυρας ζήτησε την εν λόγω έκταση με σκοπό την ανέγερση κατοικιών για θύματα φυσικών καταστροφών. Οι εγχώριες αρχές απέρριψαν τις προσφυγές των κληρονόμων για ακύρωση της απόφασης ανέγερσης κατοικιών. Ακολούθως προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο ήταν προς το δημόσιο συμφέρον και συνίστατο κυρίως στη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να αντιμετωπίζει τον απροσδόκητο και βίαιο χαρακτήρα φυσικών φαινομένων όπως οι πλημμύρες.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διοικητικές αρχές είχαν ενεργήσει αμέσως για να ακυρώσουν την πώληση για επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, πριν καν εγγραφεί η αγοραπωλησία στο κτηματολόγιο στο όνομα των προσφευγόντων.Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες δεν είχαν υποστεί ατομική και υπερβολική επιβάρυνση. Η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των προσφευγόντων και του δημοσίου συμφέροντος της κοινότητας δεν είχε διαταραχθεί.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι έξι Τούρκοι υπήκοοι που γεννήθηκαν μεταξύ 1956 και 1968. Ζουν στην Άγκυρα και την Καισάρεια. Τον Φεβρουάριο του 2017, ο AliAktürk, αποθανών συγγενής των προσφευγόντων, υπέβαλε στο γραφείο του Επαρχιακού Κυβερνήτη Polatlı (Άγκυρα) αίτηση αγοράς για ακίνητο εκτάσεως 9.000 τ.μ. (σε οικόπεδο συνολικής επιφάνειας 22.870 τ.μ.) το οποίο κατείχε συνεχώς από το 1966.Η επίμαχη έκταση βρισκόταν σε περιοχή η οποία είχε κηρυχθεί ως αντιπλημμυρική ζώνη λόγω έντονων βροχοπτώσεων, ιδίως το 2014. Αφού έγινε δεκτή η αίτησή του, κατέβαλε το ποσό των 4.050 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο και εκδόθηκε πιστοποιητικό ιδιοκτησίας από τις διοικητικές αρχές. Απεβίωσε περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα.
Τον Απρίλιο του 2017, η Γενική Διεύθυνση Πολιτικής Ασφάλειας και Διαχείρισης Κρίσεων ζήτησε από το γραφείο του περιφερειακού κυβερνήτη Polatlı να της μεταβιβάσει το επίμαχοακίνητο, με σκοπό την ανέγερση κατοικιών για θύματα φυσικών καταστροφών. Διευκρίνισε ότι 21 οικογένειες έπρεπε να στεγαστούν επειγόντως και ότι εχρειάζετο ολόκληρο το οικόπεδο, συμπεριλαμβανομένου του ακινήτου που είχε πωληθεί στον AliAktürk, το οποίο δεν είχε ακόμη εγγραφεί στο κτηματολόγιο στο όνομά του. Τον Οκτώβριο του 2017, το γραφείο του περιφερειακού κυβερνήτη Polatlı, το οποίο δεν γνώριζε ότι ο AliAktürk είχε αποβιώσει, του έστειλε επιστολή ζητώντας τα τραπεζικά του στοιχεία, ώστε να του επιστραφεί το ποσό που είχε καταβάλει για την αγοράτου ακινήτου. Ένας από τους γείτονες του Akturk έλαβε αυτή την επιστολή.
Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες προσέφυγαν στα δικαστήρια, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του γραφείου του Επαρχιακού Κυβερνήτη. Η προσφυγή τους απορρίφθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία έκριναν ότι οι διοικητικές αρχές είχαν διεκδικήσει την επίμαχη έκταση προς το δημόσιο συμφέρον –ήτοι για την κατασκευή κατοικιών για οικογένειες που είχαν πληγεί από πλημμύρες– και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το δημόσιο συμφέρον υπερίσχυε του συμφέροντος των ιδιωτών. Οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο την απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη. Τον Απρίλιο του 2022 η προγραμματισμένη κατασκευή κατοικιών για τις πληγείσες οικογένειες συμπεριλήφθηκε από τον τουρκικό δημόσιο φορέα που είναι αρμόδιος για τη διαχείριση φυσικών καταστροφών (AFAD) στο επενδυτικό του πρόγραμμα για το 2022. Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η άρνηση των τουρκικών αρχών να τους επιτρέψουν να αγοράσουν τη γεωργική γη που ο αποθανών συγγενής τους είχε καταλάβει συνεχώς από το 1966 είχε παραβιάσει το δικαίωμά τους στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας τους. Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Σύμβασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση των διοικητικών αρχών να μην οριστικοποιήσουν την πώληση του οικοπέδου με την εγγραφή του στα ονόματα των προσφευγόντων στο κτηματολόγιο, ως αποτέλεσμα του χαρακτηρισμού της συγκεκριμένης έκτασης για χρήση δημοσίου συμφέροντος, συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά τους στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας τους κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Παρατήρησε ότι η απόφαση είχε τη νομική της βάση στον Ν. 6292 και ότι είχε επίσης βασιστεί στον Ν. 7269 σχετικά με τα μέτρα πρόληψης και ανακούφισης σε περίπτωση φυσικών καταστροφών που επηρεάζουν τη δημόσια ζωή. Επιπλέον, στόχος της παρέμβασης ήταν η κατασκευή κατοικιών για θύματα φυσικών καταστροφών. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι φυσικές καταστροφές είναι γεγονότα εκτός του ελέγχου των κρατών και ότι η πρόληψή τους μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με τη θέσπιση μέτρων για τη διατήρηση των καταστροφικών επιπτώσεών τους στο ελάχιστο. Έτσι, το πεδίο εφαρμογήςτης υποχρέωσης πρόληψης συνίστατο κυρίως στη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να αντιμετωπίζει τον απροσδόκητο και βίαιο χαρακτήρα τέτοιων φυσικών φαινομένων. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόληψη περιελάμβανε κατάλληλο χωροταξικό σχεδιασμό και ελεγχόμενη αστική ανάπτυξη. Εν προκειμένω, το επίμαχο ακίνητο βρισκόταν σε ζώνη που είχε κηρυχθεί ζώνη πλημμύρας από τις διοικητικές αρχές, οι οποίες στη συνέχεια αποφάσισαν να μεταβιβάσουν το ακίνητο στη Γενική Διεύθυνση Πολιτικής Ασφάλειας και Διαχείρισης Κρίσεων της Άγκυρας, προκειμένου αυτή να κατασκευάσει κατοικίες για τα θύματα των πλημμυρών. Λαμβάνοντας υπόψη το «περιθώριο εκτίμησης» που απολαμβάνουν οι εγχώριες αρχές σε αυτόν τον τομέα, το Δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να αμφιβάλλει ότι το επίμαχο μέτρο ήταν προς το δημόσιο συμφέρον.
Όσον αφορά το εάν η εν λόγω παρέμβαση είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο αποθανών συγγενής των προσφευγόντων είχε αποκτήσει το οικόπεδο σύμφωνα με το Ν. 6292. Ωστόσο, η πώληση ουδέποτε οριστικοποιήθηκε από τις διοικητικές αρχές και η γη δεν είχε καταχωρηθεί στο κτηματολόγιο στο όνομα των προσφευγόντων, δεδομένου ότι αυτή είχε διεκδικηθεί από τη Γενική Διεύθυνση Πολιτικής Ασφάλειας και Διαχείρισης Κρίσεων της Άγκυρας με σκοπό την κατασκευή κατοικιών για θύματα φυσικών καταστροφών.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές να αποφασίσουν σχετικά με το είδος των μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν για την πρόληψη των φυσικών κινδύνων και την ανακούφιση που πρέπει να παρασχεθεί σε όσους θίγονται από αυτούς, τα μέτρα αυτά ανήκουν, κατ’ εξοχήν, στους τομείς στους οποίους παρεμβαίνει το κράτος. Τα μέτρα αυτά αφορούσαν αναμφισβήτητα το γενικό συμφέρον, το οποίο αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοσίας τάξης, καθόριζε τον σκοπό της και στηριζόταν στη νομιμότητά της. Αυτό το γενικό συμφέρον ήταν ακριβώς αυτό που απαιτούσε από το κράτος να επιδιώκει σκοπούς δεσμευτικούς για την κοινότητα στο σύνολό της, πέρα και πάνω από τα ατομικά τους συμφέροντα.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διοικητικές αρχές είχαν ενεργήσει άμεσα για να ακυρώσουν την πώληση για επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, πριν καν εγγραφεί η αγοραπωλησία στο κτηματολόγιο στο όνομα των προσφευγόντων. Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν είχαν αφεθεί σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την τύχη τουεπίμαχου περιουσιακού στοιχείου. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες είχαν ακόμη τη δυνατότητα να ζητήσουν από τις αρχές να επιστρέψουν το ποσό που κατέβαλε ο αποθανών συγγενής τους, πλέον τόκων υπερημερίας με το νόμιμο επιτόκιο. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες δεν είχαν υποστεί ατομική και υπερβολική επιβάρυνση ως αποτέλεσμα της άρνησης των διοικητικών αρχών να ολοκληρώσουν την πώληση με την καταχώριση του εν λόγω οικοπέδου στο κτηματολόγιο στο όνομά τους. Επομένως, η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των προσφευγόντων και του γενικού συμφέροντος της κοινότητας δεν είχε διαταραχθεί.
Κατά συνέπεια, το ΕΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης(επιμέλεια echrcaselaw.com).