Τοποθέτηση κεφαλαίων σε άληκτους υβριδικούς τίτλους τράπεζας -. Η ζημία συνίσταται στα χρηματικά ποσά που διέθεσαν οι ενάγοντες και επήλθε κατά τον χρόνο αγοράς των τίτλων συνεπεία της πλημμελούς πληροφόρησης, συμβουλής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εκδότριας τράπεζας. Η ίδια η αγορά των επενδυτικών προϊόντων είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του σφάλματος της τράπεζας. Χρονική σύμπτωση μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και προκληθείσας εξ αυτού ζημίας. Εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς. Η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι ενάγοντες τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Πρόδηλη πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ’λλων Ιδρυμάτων» και τα κατʼ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της τράπεζας σε εξυγίανση και την μετατροπή των τίτλων σε μετοχές. Τα γεγονότα του 2013 αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της τράπεζας προκάλεσε την κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια.
Αριθμός 1182/2021
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY APEΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Μαρία Ανδρικοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου, είναι νομίμως εγκαταστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη και Μαρία Φερφέλη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) 18) . Οι πέμπτος, έκτη και δέκατος όγδοος αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ενώ άπαντες οι λοιποί αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Μιχαήλ Μαρκουλάκο και Φλώρα Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-7-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1470/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 4507/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-2-2019 αίτησή της και τον από 25-9-2020 πρόσθετο αυτής λόγο.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και του προσθέτου αυτής λόγου, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο ʼρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη, και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο ʼρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από την με ημερομηνία 24.10.2019 σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών επί του σώματος της αίτησης αναίρεσης, που προσκομίζει η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 12.2.2019 αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσας και κλήση προς παράσταση κατ’ αυτή, επιδόθηκε με επιμέλεια των αναιρεσίβλητων νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσείουσα. Επίσης νόμιμα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε από την αναιρεσείουσα στους αναιρεσίβλητους και το από 25.9.2020 δικόγραφο πρόσθετου λόγου (βλ. τηνι με αριθμό .Δ/30.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ). Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο ούτε κατέθεσαν κατʼ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση μη παράστασης κατά τη δικάσιμο αυτή, οι πέμπτος, έκτη και δέκατος όγδοος εκ των αναιρεσβλήτων. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία των ως άνω σαν να ήταν και αυτοί παρόντες.
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πρόσθετο αυτής λόγο προσβάλλεται η 4507/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 24/7/2017 έφεση της εναγόμενης-εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 1470/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε απορρίψει την από 17/5/2014 αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων (μη διαδίκους) και την είχε δεχθεί ως προς την πρώτη εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους τα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά, για την ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράβαση των υποχρεώσεών της που απέρρεαν από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 914 ΑΚ και 25 του ν. 3606/2007. Η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αυτής, πρέπει να συνεκδικαστούν μεταξύ τους λόγω της συνάφειας αυτών και να εξεταστεί το παραδεκτό της άσκησής τους και η ουσιαστική βασιμότητα αυτών.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (γενεσιουργός λόγος ευθύνης), επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντικείται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή, να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης, Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος, και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να, προκύψεις είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν ή πράξη ή η παράλειψή του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 813/2019, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 949/2015). Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς, συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατʼ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις, παραβιάζονται, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός, να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού Τράπεζα. Εξ άλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό την συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές, θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση τόσο λόγω αδικοπραξίας όσο και λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζάς χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» και στις τράπεζες την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή. Πρέπει, εξ άλλου, να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών (ΑΠ 974/2018, AΠ 865/2017). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα “perpetual bonds”, δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας” ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη, κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι όμως και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του, προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας, μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα, της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες, τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά, προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως, αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, πλασματική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους (ΑΠ 244/2016). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατʼ ουσία (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του αριθμού 19 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη, επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού, δικαίου, που εφαρμόστηκε, ή αν συνέτρεχαν, οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση, της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική, αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μονό το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006). Οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται μ’ αυτούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο. Τέλος, οι εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττουν την απόφαση, γιατί παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή για έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά στην πραγματικότητα (υπό το πρόσχημα είτε ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου είτε ότι περιέχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες) να πλήττουν αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον ʼρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 1350/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 4507/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον την αναίρεση μέρος, τα ακόλουθα: «Η εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ» και το διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ», που εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου και εκπροσωπείται νόμιμα και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, διατηρούσε στην τελευταία Υποκαταστήματα έως το έτος 2013. Ο 1ος ενάγων και ήδη, 1ος εφεσίβλητος (…}, άγαμος, κατοικεί με τον πατέρα του στο Νεοχωράκι Φλώρινας και ασχολείται με αγροτικές εργασίες. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε τον Απρίλιο του έτους 2008, όταν άνοιξαν σε Υποκατάστημα αυτής στη Φλώρινα, κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχους τον ίδιο και τον πατέρα του, καταθέτοντας το συνολικό ποσό των 174.000,00 ευρώ, ενώ, έκτοτε και έως το Μάϊο του έτους 2009 τοποθέτησε τα χρήματά τους σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας ενός έτους. Ο 2ος ενάγων και ήδη, 2ος εφεσίβλητος (…), συνταξιούχος εκπαιδευτικός, είναι έγγαμος με την 3η ενάγουσα και ήδη 3η εφεσίβλητη (…), δημοτική υπάλληλο. Κατοικούν στον Λούρο Πρεβέζης και έχουν μια ενήλικη θυγατέρα: Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το Μάρτιο του έτους 2005, όταν άνοιξαν σε Υποκατάστημα αυτής στην Πρέβεζα, κοινό- λογαριασμό ταμιευτηρίου, καταθέτοντας, αρχικά, το συνολικό ποσό των 15.500.00 ευρώ και στη συνέχεια, το ποσό των 28.500.00 ευρώ, ενώ, έκτοτε και έως το Μάιο του έτους 2009 τοποθετούσαν τα χρήματά τους σε προθεσμιακές, καταθέσεις διάρκειας ενός έτους, έξι μηνών ή τριών μηνών. Ο 4ος ενάγων και ήδη, 4ος εφεσίβλητος (…), οπωροπώλης, έγγαμος με τρία τέκνα, κατοικεί στην Κατερίνη. Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε τον Ιούνιο του έτους 2009. όταν επισκέφθηκε το Κατάστημα αυτής στην Κατερίνη, για να καταθέσει το ποσό του δανείου, που είχε λάβει για την επισκευή κατοικίας και ο διευθυντής του ως άνω καταστήματος του πρότεινε να τοποθετήσει τα χρήματά του σε ένα νέο προϊόν της εναγομένης, τύπου προθεσμιακής κατάθεσης (Μ.Α.Κ.). Ο 5ος ενάγων και ήδη, 5ος εφεσίβλητος (…), έγγαμος με την 6η ενάγουσα και ήδη, 6η εφεσίβλητη ( ), κατοικούν στο Νέοχωράκι Φλώρινας και έχουν δύο ενήλικα τέκνα. Εργάστηκαν στη Γερμανία ως ανειδίκευτοι εργάτες και ο ανωτέρω 5ος ενάγων συνταξιοδοτήθηκε από τη Γερμανία, ενώ η ανωτέρω 6η ενάγουσα ανέμενε να λάβει τη σύνταξή της. Η συνεργασία τους με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2008,: όταν άνοιξαν σε Υποκατάστημα αυτής στη Φλώρινα, κοινό καταθετικό λογαριασμό και στη συνέχεια τοποθέτησαν τα χρήματά τους σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας ενός έτους. Ο 7ος ενάγων και ήδη, 7ος εφεσίβλητος ( ), συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος, έγγαμος με την 8η ενάγουσα και ήδη, 8η εφεσίβλητη ( ), συνταξιούχο δημόσια υπάλληλο, κατοικούν στο Βόλο και έχουν τρία ενήλικα τέκνα. Ή συνεργασία τους με την εναγομένη1 ξεκίνησε τον Νοέμβριο του έτους 2005, όταν η ανωτέρω 8η ενάγουσα άνοιξε σε Υποκατάστημα της εναγόμενης στο Βόλο λογαριασμό μισθοδοσίας και κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 (ήτοι μετά τη συνταξιοδότηση του ανωτέρω 7ου ενάγοντος) μετέφεραν τα χρήματα, που ο τελευταίος έλαβε λόγω εφάπαξ και. άλλες αποταμιεύσεις, που είχαν συγκεντρώσει, συνολικού ποσού 200.000,00 ευρώ, σε κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, που άνοιξαν στην εναγόμενη, ενώ, έκτοτε και έως το Μάιο του έτους 2009 τοποθετούσαν τα χρήματά τους σε προθεσμιακές καταθέσεις. Ο 9ος ενάγων και ήδη, 9ος εφεσίβλητος ( ), καθηγητής φυσικής αγωγής, έγγαμος με τρία ανήλικα τέκνα, κατοικεί με την οικογένεια του σε ένα χωριό σε απόσταση 12 χλμ από τη Λαμία. Η συνεργασία του με την εναγόμενη ξεκίνησε το Φεβρουάριο του έτους 2005, όταν άνοιξε σε Υποκατάστημα αυτής στη Λαμία, κοινό καταθετικό λογαριασμό με συνδικαιούχους τον ίδιο και τη μητέρα του και το Φεβρουάριο του έτους 2007 μετέφερε στο ίδιο Υποκατάστημα σε κοινό με τη σύζυγο του λογαριασμό τις αποταμιεύσεις του, τις οποίες, στη συνέχεια, τοποθετούσαν σε προθεσμιακές καταθέσεις. Η 10η ενάγουσα και ήδη, 10η εφεσίβλητη ( ), δημόσια υπάλληλος, είναι έγγαμη με τον 11,° ενάγοντα και ήδη, 11°, εφεσίβλητο ( ), συνταξιούχο στρατιωτικό. Κατοικούν στη Θεσσαλονίκη και έχουν τρία ενήλικα τέκνα. Η συνεργασία τους με την εναγομένη, ξεκίνησε το έτος, 2005, όταν άνοιξαν σε Υποκατάστημα αυτής στη Θεσσαλονίκη, κοινό λογαριασμό μισθοδοσίας, και στη συνέχεια τοποθετούσαν τα χρήματά τους σε προθεσμιακές καταθέσεις .διάρκειας έως ενός έτους. Ο 12ος ενάγων και, ήδη 12ος εφεσίβλητος ( ), συνταξιούχος του Πυροσβεστικού Σώματος, είναι χήρος με τρία ενήλικα τέκνα, μεταξύ των οποίων είναι η 13η ενάγουσα, και ήδη 13η εφεσίβλητη ( ), Αρχιρμηνίας .της Πολεμικής Αεροπορίας και ο 14ος. ενάγων και ήδη, 14ος εφεσίβλητος ( ), άνεργος. ʼπαντες από το 12° έως 14ο κατοικούν στην Καλαμάτα. Η συνεργασία τους με την εναγόμενη ξεκίνησε το έτος 2006, όταν ο ανωτέρω 12ος ενάγων άνοιξε σε Υποκατάστημα της εναγόμενης στην Καλαμάτα λογαριασμό μισθοδοσίας και στη συνέχεια, τοποθέτησε μέρος των χρημάτων, που έλαβε, ως εφάπαξ, κατά τη συνταξιοδότησή του σε προϊόν της εναγομένης (Μ.Α.Κ.), το οποίο, όπως ενημερώθηκε, ήταν παρόμοιο με προθεσμιακή κατάθεση και διάρκειας πέντε (5) ετών, στην οποία ορίστηκαν, ως δικαιούχοι η ανωτέρω 13η ενάγουσα και ο ανωτέρω 14ος ενάγων. Ο 15ος ενάγων και ήδη, 15ος εφεσίβλητος ( ), ιδιωτικός υπάλληλος, έγγαμος με ένα ανήλικο τέκνο, κατοικεί στον ʼγιο Δημήτριο Ν. Αττικής. Η συνεργασία του με την εναγόμενη ξεκίνησε το έτος 2004, όταν άνοιξε σε Κατάστημα αυτής, καταθετικό λογαριασμό και το έτος 2007 απέκτησε κάποιες μετοχές της, μέσω προγράμματος, που η εργοδότρια εταιρεία του είχε με την εναγόμενη. Η 16η ενάγουσα και ήδη, 16η εφεσίβλητη ( ) λαμβάνει σύνταξη χηρείας και έχει υιό τον 17° ενάγοντα και ήδη 17° εφεσίβλητο ( ), άγαμο. Κατοικούν στα Βριλήσσια Ν. Αττικής Η συνεργασία τους με την εναγόμενη ξεκίνησε το έτος 2009 όταν η ανωτέρω 16η ενάγουσα ζήτησε στο Υποκατάστημα της εναγόμενης στα Βριλήσσια Ν. Αττικής να πληροφορηθεί περί των επιτοκίων των προθεσμιακών καταθέσεων και της προτάθηκε να τοποθετήσει τα χρήματά της σε ένα νέο προϊόν της εναγομένης (Μ.Α.Κ.), το οποίο όπως ενημερώθηκε, είχε την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης. Ο 18ος: ενάγων και ήδη, 18ος εφεσίβλητος ( ), δημόσιος υπάλληλος, έγγαμος με πέντε ενήλικα τέκνα, κατοικεί στην Πάτρα. : Η συνεργασία του με την εναγομένη ξεκίνησε το έτος 2008, όταν μετέφερε σε Υποκατάστημα αυτής στην Αγυιά τη μισθοδοσία του και μέρος των αποταμιεύσεών του, προερχομένων από το εφάπαξ, που έλαβε, κατά τη συνταξιοδότησή του και από πώληση της οικίας του, τα οποία (χρήματά του) τοποθετούσε σε προθεσμιακές καταθέσεις διαρκείας τριών μηνών ή έξι μηνών. Ενόψει όλων των ανωτέρω προέκυψε ότι όλοι οι ενάγοντες επεδίωκαν την “ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία και αποτελούσαν προϊόν αποταμίευσης, ενώ άλλωστε, όσοι από αυτούς επένδυαν και σε μετοχές, το έκαναν σε μικρό βαθμό και με περιορισμένο αριθμό, ήτοι ήταν μικροεπενδυτές και δη, ο 15ος ενάγων είχε επενδύσει σε μετοχές, μέσω προγράμματος, που η εργοδότρια εταιρεία του είχε με την εναγομένη. Κανένας από αυτούς δεν ήταν επαγγελματίας πελάτης, ο οποίος να διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει τους κινδύνους που ενέχουν οι επενδυτικές υπηρεσίες και τα επενδυτικά προϊόντα, όπως αυτά περιγράφονται αμέσως κατωτέρω. Στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι τον Ιούνιο του έτους 2009, η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, με την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ)» και προέβη σε δημόσια προσφορά σαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών 645.327.822 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα. Τα Μ.Α.Κ. είχαν σταθερό ετήσιο επιτόκιο 5,5 % για τα πρώτα πέντε έτη μέχρι τις 30-6-2014, το οποίο έπειτα μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Eutibor 6 μηνών, που θα ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3%, τα οποία μπορούσαν, κατ’ επιλογή της τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολό τους, στην ονομαστική τους αξία, μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους στις 30-6-2014 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου ακολουθούσε, κατόπιν έγκρισης της. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν παρότρυνσης και επιμονής των κατωτέρω αναφερομένων υπαλλήλων της εναγόμενης, 1) ο 1ος ενάγων αγόρασε 142.051 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 142.051,00 ευρώ, 2) ο 2ος και η 3η των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 83.526 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 83.526,00 ευρώ, 3) ο 4ος ενάγων αγόρασε 17.050 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 17.050,00 ευρώ, 4) ο 5ος και η 6η των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 21.500 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 21.500,00 ευρώ, 5) ο 7ος και η 8η των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 44.509 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 44.509,00 ευρώ, 6) ο 9ος ενάγων αγόρασε 10.000 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 10 000,00 ευρώ, 7) ο 10ος και η 11η; των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 4.000 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 4.000,00 ευρώ, 8) ο 12ος η 13η και ο 14ος των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 28.902 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 28.902,00 ευρώ, 9) ο 15ος ενάγων αγόρασε 2.500 Μ.Α:Κ: ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα ήτοι συνολικής αξίας 2:500,00 ευρώ/ 10) η 16η και ο17ος των εναγόντων αγόρασαν από κοινού 48.410 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολικής αξίας 48.410,00 ευρώ και 11)ο 18ος ενάγων αγόρασε 4.509 Μ.Α.Κ. ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, ήτοι συνολική 44.509,00 ευρώ. Στη συνέχεια, το Μάιο του έτους 2011, η εναγομένη εξέδωσε ένα νέο επενδυτικό προϊόν, με την ονομασία .«Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου Μ.Α.Ε.Κ.». Τα εκδοθέντα Μ.Α.Ε.Κ. αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγομένης στο άρτιο, διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ το καθένα, είχαν σταθερά επιτόκιο 6.5:% ετησίως για τις πρώτες 10 περιόδους τόκων μέχρι τις 30-6-2016, το οποίο για τον μετέπειτα χρόνο μετατρεπόταν σε κυμαινόμενο, ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών, που θa ίσχυε στην αρχή κάθε περιόδου τόκου, πλέον 3 %. Επίσης, το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με τους περιληπτικούς όρους έκδοσής του, όπως διαλαμβάνονταν στο από 5-4-2011 Ενημερωτικό Δελτίο, που εξέδωσε η εναγομένη, αφορούσε σε αξίες αόριστης διάρκειας και δη χωρίς ημερομηνία λήξης, ελάσσονος προτεραιότητας προς τις αξιώσεις τον πιστωτών της τράπεζας, μεταξύ των οποίων και των καταθετών και ίσης προτεραιότητας προς τις αξιώσεις τον κατόχων μετατρέψιμων αξιόγραφων κεφαλαίου, δυνάμενες, κατ’ επιλογή του κατόχου τους, να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές της Τράπεζας, κατά τις περιόδους μετατροπής στην καθορισθείσα τιμή μετατροπής, ενώ μπορούσαν, κατ’ επιλογή της τράπεζας, να εξαγοραστούν στο σύνολο τους στην ονομαστική τους αξία μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους στις 30-6-2016,ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής, τόκου, που ακολουθούσε. Προέβλεπαν, επιπλέον, την προαιρετική, κατά την κρίση της Τράπεζας, επιλογή ακύρωσης πληρωμής τόκων, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και, την οικονομική της κατάσταση και την υποχρεωτική ακύρωση πληρωμής τόκων, σε περίπτωση, που η τράπεζα δεν πληρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας όπως ορίζονταν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Ακόμη, προέβλεπαν όρους υποχρεωτικής μετατροπής του προϊόντος σε συνήθεις μετοχές, σε περίπτωση «γεγονότος έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου» ή «γεγονότος βιωσιμότητας». Γεγονός έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου θεωρείτο ότι είχε επισυμβεί (i) όταν η τράπεζα έδινε σχετική ειδοποίηση είτε πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συστήματος κεφαλαιακής μέτρησης (Basel Capital Accord) Βασιλεία III, όπου παρουσιάζονταν κανονιστικά πρότυπα, που αφορούσαν την κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα των τραπεζών, όπως αυτή θα είχε υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το ύψος των βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων της ήταν χαμηλότερο του 5 % ή κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας III, το ύψος των κοινών πρωτοβαθμίων κεφαλαίων ήταν χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσοστό, που θα είχε καθοριστεί είτε (ii) όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθόριζε, ότι η τράπεζα βρίσκεται σε μη συμμόρφωση με τα απαιτούμενα κανονιστικά όρια του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, όπως καθορίζονταν στους Σχετικούς Εφαρμοστέους Τραπεζικούς Κανονισμούς, ενώ γεγονός βιωσιμότητας οριζόταν (i) οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έκρινε, ότι η υποχρεωτική μετατροπή των ΜΑΕΚ και άλλων αξιών, που με βάση τους όρους του, δυνατόν να μετατραπούν σε συνήθεις μετοχές σε γεγονός βιωσιμότητας, ήταν αναγκαία για βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας και θα συνέβαλε στη διατήρηση της φερεγγυότητας της ή (i) η Κεντρική Τράπεζα της ***** έκρινε ότι η Τράπεζα θα χρειαστεί έκτακτη κρατική βοήθεια για τη διατήρηση της φερεγγυότητάς η ή την αποφυγή ενδεχομένου πτώχευσής της ή δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών της ή σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Επομένως, επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακύρωσης της πληρωμής τόκων; η εναγόμενη δεν θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της, που θα λογίζονταν, ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο. Τα ως άνω προϊόντα, τα οποία αποτελούσαν ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής, ως προς τον τρόπο, με τον οποίο θα προωθούνταν από την εναγομένη, ώστε να εξασφαλίζονταν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Γνωρίζοντας, λοιπόν, η εναγομένη τη σπουδαιότητα της επιτυχούς κάλυψης της έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ., στο σύνολό τους, εκμεταλλεύτηκε την πληροφόρηση, που είχε για την περιουσιακή κατάσταση των εναγόντων, αφού γνώριζε τις καταθέσεις αυτών των πελατών της και με ελλιπή και παραπλανητική ενημέρωση και σύσταση, τούς έπεισε μέσω των αρμόδιων υπαλλήλων της, οι οποίοι αναφέρονται, ειδικότερα, κατωτέρω, δολίως (τους ενάγοντες) να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους στα Μ.Α.Ε.Κ., χωρίς, όμως, να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο συμβατότητας αυτών με τα συγκεκριμένα προϊόντα. Συγκεκριμένα, η Διοίκηση της εναγομένης, με στόχο την καλύτερη και αποδοτικότερη προώθηση των εν λόγω προϊόντων, συνέστησε στους αρμοδίους για την προώθηση των εν λόγω προϊόντων υπαλλήλους της να απευθυνθούν σε πελάτες των καταστημάτων, μετόχους της εναγομένης ή μη αλλά και στους προθεσμιακούς καταθέτες. Ακολούθησε η αποστολή στα κατά τόπους Καταστήματα κάποιων απαραίτητων ενημερωτικών εγγράφων με συχνές, ερωτήσεις και απαντήσεις, σε σχέση με την έκδοση του μετατρέψιμου ομολόγου, καθώς και με τα επιχειρήματα πώλησης αυτού, ενώ ταυτόχρονα, προγραμματίστηκαν συναντήσεις και ενημερώσεις με τηλεδιάσκεψη μέσω της εφαρμογής, Centra; που επιτρέπει τη σύγχρονη διάδραση των συμμετεχόντων με ήχο και βίντεο. Στις ενημερώσεις αυτές δινόταν έμφαση στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου προϊόντος για τους πελάτες, καθώς και στο προφίλ των πελατών, που θα έπρεπε να προσεγγίσουν, όπως επενδυτές και καταθέτες, που θα δέχονταν γα δεσμεύσουν τα χρήματά τους για κάποια χρόνια, προκειμένου να έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις, από τις συνήθεις καταθέσεις, όπως για παράδειγμα επιτόκιο 6,5%. Επιπλέον αναφέρθηκε στους αρμοδίους, υπαλλήλους της εναγομένης ότι αυτοί θα έπρεπε να τονίζουν στους υποψήφιους αγοραστές εκείνα τα πλεονεκτήματα του προϊόντος, που θα τους οδηγούσαν στην αγορά του, όπως το γεγονός ότι αυτοί θα απολάμβαναν την ασφάλεια της προθεσμιακής κατάθεσης, με υψηλό επιτόκιο και την εξάμηνη απόληψη των τόκων. Ακόμη, τους είχαν δώσει σαφείς οδηγίες να «σπάνε» τις προθεσμιακές καταθέσεις, χωρίς ποινή, για όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και δεν είχε λήξει η προθεσμιακή τους κατάθεση. Στα πλαίσια της ως άνω ακολουθούμενης πολιτικής, τον Μάιο του έτους 2011, οι ενάγοντες προσεγγίστηκαν από τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης, με τους οποίους ο καθένας από αυτούς (τους ενάγοντες) συναλλασσόταν μέχρι τότε προκειμένου να ανταλλάξουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν, ήδη, αγοράσει, με το νεότερο προϊόν τα Μ.Α.Ε.Κ., για την προώθηση του οποίου υποδεικνυόταν το υψηλότερο συγκριτικά με τα Μ.Α.Κ επιτόκιο. Συγκεκριμένα, ο 1ος ενάγων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά, αφενός, μεν, κατά τα τέλη Μαΐου του 2009 από τον (ήτοι το διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στη Φλώρινα), προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής κατάθεσής τους σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου περί τις αρχές Μαίου του έτους 2011 από την (υπάλληλο του ως άνω Υποκαταστήματος), προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχε ήδη αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο 2ος και η 3η των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά, αφενός μεν από τη (ήτοι την προϊσταμένη του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην Πρέβεζα) προκειμένου να τοποθετήσουν οποιοδήποτε μέρος της προθεσμιακής κατάθεσής τους σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μαίου του έτους 2011 από την ίδια ως άνω προϊσταμένη, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ: Ο 4ος «ενάγων» αφενός μεν, ειδοποιήθηκε από τον (ήτοι τον διευθυντή του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην Κατερίνη), προκειμένου να τοποθετήσει οποιοδήποτε μέρος των αποταμιεύσεων του σε :Μ.Α:Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μαΐου του έτους 2011 ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω διευθυντή, προκειμένου- να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο 5ος και η 6η των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά, αφενός, μεν, από το (ήτοι το διευθυντή του Υποκαταστήματος της εναγομένης στη Φλώρινα), προκειμένου να τοποθετήσουν μέρος της προθεσμιακής κατάθεσης τους σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μαΐου του έτους 2011 από τον ίδιο ως άνω διευθυντή, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. ο 7ος και η 8η των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από τη (ήτοι την υποδιευθύντρια του Υποκαταστήματος της εναγόμενης στον Βόλο) και συζήτησαν διεξοδικά και με το Σωτήρη Υφαντή (διευθυντή του εν λόγω Υποκαταστήματος), προκειμένου να τοποθετήσουν μέρος της προθεσμιακής κατάθεσης τους σε Μ.Α.Κ. και περί τις αρχές του έτους Μαίου του έτους 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από την ίδια ως άνω Υποδιευθύντρια, προκειμένου να. μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο 9ος ενάγων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά αφενός, μεν, από τον (υπάλληλο του Υποκαταστήματος της εναγόμενης στη Λαμία), προκειμένου να τοποθετήσει μέρος της προθεσμιακής κατάθεσής του σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μαΐου του έτους 2011 από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο, προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο 10ος και η 11η των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά, αφενός, μεν, από τον (ήτοι τον προϊστάμενο του Υποκαταστήματος της εναγόμενης στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης), προκειμένου να τοποθετήσουν μέρος της προθεσμιακής κατάθεσής τους σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μαΐου του έτους 2011 από τον ίδιο ως άνω προϊστάμενο, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο 12ος 13η και ο 14ος των εναγόντων ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά, αφενός, μεν, από την (υπάλληλο του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην Καλαμάτα), προκειμένου να τοποθετήσουν μέρος της προθεσμιακής κατάθεσης του 12ου ενάγοντος σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μαΐου του έτους 2011 από την ίδια ως άνω υπάλληλο, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. που είχαν, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο 15ος ενάγων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά, αφενός, μεν, από τη (υπάλληλο του Υποκαταστήματος της εναγόμενης στον ʼγιο Δημήτριο Ν. Αττικής), προκειμένου να τοποθετήσει μέρος του κεφαλαίου του σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μάιου του έτους 2011 από την ίδια ως άνω υπάλληλο, προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε, ήδη; αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Η 16η και ο 17ος των εναγόντων ενημερώθηκαν από τον (υπάλληλο του Υποκαταστήματος της εναγόμενης στα Βριλήσσια Ν. Αττικής), προκειμένου να τοποθετήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου, περί τις αρχές Μαίου του έτους 2011 ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικά από τον ίδιο ως άνω υπάλληλο, προκειμένου να μετατρέψουν τα Μ.Α.Κ. πού είχαν ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Ο 18ος ενάγων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά, αφενός μεν από την (Υποδιευθύντρια του Υποκαταστήματος της εναγομένης στην Αγυιά), προκειμένου να τοποθετήσει μέρος της προθεσμιακής του κατάθεσής του σε Μ.Α.Κ. και αφετέρου περί τις αρχές Μαίου του έτους 2011 από την ίδια ως άνω υπάλληλο, προκειμένου να μετατρέψει τα Μ.Α.Κ. που είχε, ήδη, αγοράσει σε Μ.Α.Ε.Κ. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παρουσίασαν στους ενάγοντες Μ.Α.Ε.Κ. ως ένα ιδιαίτερα επωφελές γι’ αυτούς προϊόν, ενημερώνοντας τους, συνοπτικά, ότι δεν θα τους επιβαλλόταν από την εναγόμενη ποινή εξαιτίας της πρόωρης μερικής εξόφλησης των προθεσμιακών καταθέσεων τους και αφετέρου ότι το νέο αυτό τραπεζικό προϊόν ήταν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5%, με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, πού είχε, ως συνέπεια να υπονοείται, ότι ανταποκρίνεται στο προαναφερόμενο και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό προφίλ των εναγόντων. Κατόπιν αυτών και δεδομένου ότι ο καθένας των εναγόντων είχε αναπτύξει σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με τον αντίστοιχο από τους ανωτέρω υπαλλήλους της εναγόμενης, με τον οποίο και συναλλασσόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ενάγοντες πείσθηκαν από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις των ως άνω υπαλλήλων της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς χαρακτήρα του εν λόγω νέου τραπεζικού προϊόντος (Μ.Α.Ε.Κ.) και, χωρίς να έχουν κατανοήσει τους κινδύνους – οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτό, αφού τεχνηέντως δεν τους επισημάνθηκαν – θεώρησαν ότι το, προϊόν αυτό αποτελούσε: ένα νέο είδος προθεσμιακής κατάθεσης, το οποίο ανταποκρινόταν στο συντηρητικό επενδυτικό τους προφίλ, και αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματά τους, ανταλλάσσοντας τα Μ.Α.Κ. που είχαν, ήδη, αγοράσει με αυτά (ήτοι τα Μ.Α.Ε..Κ.). Για το λόγο αυτό κατήρτισαν με την εναγόμενη, στις 4-5-2011 ο 1ος ενάγων, στις 17-5-2011, οι 2ος, 3η, 12ος, 13η και 14ος των εναγόντων, στις 16-5-2011, οι 4ος, 5ος και 6η των εναγόντων, στις 6-5-2011, οι 7ος και 8η των εναγόντων, στις 12-5-2011, ο 9ος ενάγων, στις 11-5-2011, οι 10η και 11ος των εναγόντων, στις 13-5-2011 ο 15ος ενάγων, στις αρχές Μαΐου του 2011, οι, 16η και 17ος των εναγόντων και στις 9-5-2011, ο 18ος ενάγων, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και παρεπομένου υπηρεσιών, υπογράφοντας έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και αίτηση δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών στο Σύστημα Αύλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και εξουσιοδότηση χρήσης τους. Τα παραπάνω έγγραφα είχαν επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εναγομένης υπογράφει από τον αρμόδιο υπάλληλο ή και το Διευθυντή κάθε Υποκαταστήματος κατά περίπτωση, προκειμένου να επακολουθήσει, η σύναψη της σύμβασης αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από τους ενάγοντες. Κατά τις ίδιες ως άνω ημερομηνίες άπαντες οι ενάγοντες, εκτός από τη 10η και τον 11ο των εναγόντων, με ημερομηνία 13-5-2011, κατήρτισαν, παράλληλα, συμβάσεις συμμετοχής τους στην έκδοση από την εναγόμενη των προδιαληφθέντων Μ.Α:Ε.Κ.. με τον τίτλο «ΈΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΚΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» μέσω των οποίων αυτοί αγόρασαν από την εναγόμενη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 142.041.00 ευρώ ο 1ος ενάγων, 83.526.00 ευρώ, οι 2ος και 3η ενάγοντες, 17.050.00 ευρώ ο 4ος ενάγων 21.500.00 ευρώ, οι 5ος και 6η ενάγοντες 44.509.00 ευρώ οι 7ος και 8η ενάγοντες 40.000.00 ευρώ η 10η ενάγουσα 16.000.00, οι 10η και 11ος ενάγοντες, 28.902.00 ευρώ, οι 12ος, 13η και 14ος ενάγοντες 2.500.00 ευρώ ο 15ος ενάγων 48.410.00 οι 16η και 17ος ενάγοντες και 44.509.00 ο 18ος ενάγων. Το αιτούμενο κεφάλαιο καλύφθηκε για τον 9° ενάγοντα κατά το ποσό των 10.000.00 ευρώ από τη ρευστοποίηση των Μ.Α.Κ., που. ήδη; διέθετε και κατά το ποσό των 30.000.00 ευρώ από προϊόν κλειστού προθεσμιακού λογαριασμού, που άνοιξε, χωρίς οικονομική επιβάρυνσή του για τους 10η και 11° ενάγοντες (όσον αφορά την αγορά 16.000 Μ.Α.Ε.Κ.. από κοινού) από προϊόν κλειστού προθεσμιακού λογαριασμού, που άνοιξε χωρίς οικονομική επιβάρυνσή τους, και για όλους τους λοιπούς ενάγοντες εξ ολοκλήρου από τη ρευστοποίηση των Μ.Α.Κ. που ήδη κατείχαν. Προς πιστοποίηση της συνάψεως των ως άνω συμβάσεων αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από μέρους των εναγόντων εκδόθηκαν από την εναγόμενη τα αντίστοιχα αποδεικτικά συμμετοχής τους στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ. στα οποία διαλαμβανόταν το επενδυθέν εκεί από τον κάθε ενάγοντα κεφάλαιο. Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο των συμβάσεων αυτών, όπου όμως, δεν μνημονεύονταν οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσης των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύνανται οι ενάγοντες να την αντιληφθούν, αναφερόταν, εντούτοις, ότι αυτοί βεβαίωναν, πως διαθέτουν τη γνώση, και τις ικανότητες να προβούν στην αξιολόγηση της επενδύσεως τους στα Μ.Α.Ε.Κ. και δήλωναν ότι αφενός αποδέχονται τους όρους έκδοσης και τους παράγοντες κινδύνου, που περιέχονται στο από 5-4-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου ότι δεν τους είχε παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την, εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α:Ε.Κ και την απόφαση των εναγόντων να υποβάλουν αίτηση εγγραφής σε αυτά. Όμως, στην πραγματικότητα, ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες το ως άνω ενημερωτικό φυλλάδιο (βλ. ιδίως ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόμενων ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), το οποίο, όμως, ακόμη και αν το είχαν οι ενάγοντες αναγνώσει προσεκτικά, δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη λειτουργία του εν λόγω επενδυτικού προϊόντος (Μ.Α.Ε.Κ.). Τούτο, δε, διότι, όπως προεκτέθηκε, τα εν λόγω ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, να αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, στον οποίο, σαφώς και δεν περιλαμβάνονταν οι ενάγοντες, οι οποίοι δεν είχαν χαρακτηρισθεί, ως επαγγελματίες επενδυτές και δεν αντελήφθησαν σε όλη της την έκταση τη νέα επένδυση, εμπιστευθέντες τις συμβουλές των υπαλλήλων της εναγομένης. Επομένως, η εναγόμενη, ως προμηθεύτρια; επενδυτικών υπηρεσιών, εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας παρά τα όσα αντίθετα ρητώς διαλαμβάνονταν στα ενημερωτικά δελτία προς αποφυγή συνεπειών, σαφώς, παρείχε μέσω των ανωτέρω προστηθέντων (υπαλλήλων των Υποκαταστημάτων) αυτής επενδυτική συμβουλή και σύσταση ;στους ενάγοντες, οι οποίοι διέθεταν στην προκειμένη περίπτωση και την ιδιότητα του καταναλωτή, ως τελικοί αποδέκτες της ;προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι αφενός τα επενδυθέντα απ’ αυτούς ποσά δεν ήταν, στην πλειονότητά τους, τόσο υψηλά και αφετέρου δεν υπήρχε συστηματική ενασχόληση των εναγόντων με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Αλλά και άτυπη συμβουλή να μην υπήρχε, ουδέποτε διενεργήθηκε εκ μέρους της εναγομένης ο επιβαλλόμενος έλεγχος συμβατότητας των συγκεκριμένων επενδυτών. Αποδείχθηκε, δε; ότι όλοι οι ενάγοντες, μολονότι επιζητούσαν την ασφάλεια των χρημάτων τους, δεν είχαν, επαρκώς, ενημερωθεί από την έχουσα προς τούτο υποχρέωση εναγόμενη τράπεζα, ότι τα επίδικα προϊόντα ΜΑΕΚ ήταν υψηλού ρίσκου, υποχρεωτικά μετατρέψιμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, άμεσα συνυφασμένα με την οικονομική κατάσταση και την επιχειρηματική στρατηγική της εναγομένης και συνεπώς, τα χρήματά τους δεν ήταν διασφαλισμένα, ότι ήταν αόριστης διάρκειας και υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, και ως εκ τούτου, η εναγόμενη δεν είχε καμία υποχρέωση απόδοσης των χρημάτων (προαιρετικό ήταν το δικαίωμα εξαγοράς εκ μέρους της εναγομένης στην πενταετία), ότι τα ΜΑΕΚ δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες και τους στόχους τους, ότι η εναγόμενη τους είχε εκμεταλλευτεί κακόπιστα, για να τους προωθήσει πλήρως ακατάλληλα και ιδιαιτέρως ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα, ότι η εναγόμενη απολάμβανε υπέρμετρα εξουσιαστικά δικαιώματα (λόγω της μειωμένης διασφάλισης,, της δυνατότητας ακύρωσης πληρωμής τόκων της υποχρεωτικής ακύρωσης πληρωμής τόκων και υποχρεωτικής μετατροπής σε μετοχές). Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την υπ’ αρ. 9/700/10.12.2014 απόφασή της η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της Ελλάδος, επέβαλε πρόστιμο στην εναγομένη «διότι κατά την προώθηση Μετατρέψιμων Αξιόγραφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) παρείχε επενδυτικές συμβουλές, χωρίς να έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητος επενδυτών και χωρίς να έχει συνάψει τις προβλεπόμενες προς τούτο συμβάσεις, κατά παράβαση του Ν. 3606/2007 και της υπ’ αριθ. 1/452/2007 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Περαιτέρω, με την από 28.4.2014 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγομένη για τις ελλιπείς πληροφορίες στο Ενημερωτικό Δελτίο των Μ.Α.Ε.Κ. 5-4-2011. Επίσης, ο Συνήγορος του Καταναλωτή προέβη στην υπ’ αρ. /25.2.2013 έγγραφη σύστασή του, αφού διαπίστωσε την παροχή επενδυτικών συμβουλών της τράπεζας προς τους επενδυτές πελάτες της χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το επενδυτικό τους προφίλ και χωρίς να προσφέρει αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση και χωρίς τις προαπαιτούμενες οδηγίες του Ν.3606/2007, αναφορικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Συνακόλουθα, η εκκαλουμένη απόφαση ορθά έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση, παρόλο, που η εκδότρια των τίτλων τους, διέθετε πρωτογενώς στην αγορά, εφαρμόζεται ο ν. 3606/2007, αφού, όπως πλήρως αποδείχθηκε, η εναγομένη προέβαινε και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, οι οποίες, σύμφωνα με τον αναλυτικό ορισμό, που εμπεριέχεται στην υπ’ αριθ. 1/452/1.11.2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, είναι «μια προσωπική σύσταση προς: ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως υφιστάμενου, ή; δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή, η οποία: α) παρουσιάζεται α: κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή να λαμβάνει υπόψη: την κατάσταση του προσώπου αυτού και β) αποτελεί σύσταση για βα) την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου». Επισημαίνεται και πάλι ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρξε ο αναγκαίος έλεγχος συμβατότητας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. πραγματώθηκαν, αν και η εναγόμενη, έως τις 31 -12-2011 είχε καταβάλει στους ενάγοντες τόκους ύψους 8.715,57 ευρώ στον 1° ενάγοντα, 5.124,76 ευρώ στους 2° και 3η, ενάγοντες, 1.046,1,1 ευρώ στον 4° ενάγοντα, 2.730,86 ευρώ στους 7° και 8η ενάγοντες, 1.562,82 ευρώ στον 9° ενάγοντα, 237,05 ευρώ στη 10η ενάγουσα, 64,6,79 ευρώ στους 10η και 11° ενάγοντες, 1.773,28 ευρώ. στους 12°, 13η και 14°, 153,39 ευρώ. στον 15° ενάγοντα, 2.970,21 ευρώ στους 16η και 17ο ενάγοντες και 2.730,86 ευρώ στον 18° ενάγοντα γι’ αυτά, στη συνέχεια, προέβη στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων, ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, εξαιτίας της οφειλομένης στην, ήδη, υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την προϊούσα στην Κύπρο οικονομική κρίση ελλείψεως κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας της. Τούτο, δε, οι ενάγοντες το αντελήφθησαν τον Ιούνιο του έτους 2012, οπότε και οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόμενης τους ενημέρωσαν ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι του τελευταίου εξαμήνου μετά από εντολή, που δόθηκε από τα κεντρικά γραφεία της εναγομένης. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι στις 29-3-2013, η εναγόμενη τέθηκε, δυνάμει του εκδοθέντος σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων, υπʼ αριθ. 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ως προς τη διάσωσή της, με ίδια μέσα, με καθεστώς εξυγιάνσεως, εξαιτίας της διεθνής οικονομικής της κατάστασης, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή της επάρκεια. Δυνάμει τον με αριθμό 103/29-3-2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν σε μετοχές. Δ’ Τάξης με τιμή μετατροπής 1 ευρώ (ήτοι στην ονομαστική τους αξία) και με ονομαστική αξία κάθε μετοχής στο (1) ευρώ για κάθε ένα (1) ευρώ των παραπάνω χρεών της Τράπεζας. Στη συνέχεια, επήλθε μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών Δ’. τάξης από 1 ευρώ σε 0,01 ευρώ εκάστη, για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της εναγομένης. Κάθε μία μετοχή Δ’ τάξης μετατράπηκε σε συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 0,01 ευρώ. Έπειτα κάθε 100 μετατραπείσες σε συνήθεις μετοχές αξίας 0,01 ευρώ εκάστη, που ήταν εγγεγραμμένες στον ίδιο μέτοχο ενώθηκαν σε μία συνήθη μετοχή ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ εκάστη. Οι μη ενοποιημένες μετοχές (αριθμός μετοχών μικρότερος των 100, που υπολείπονταν ανά μέτοχο) ακυρώθηκαν και το ποσό της ονομαστικής αξίας των ακυρωθεισών μετοχών χρησιμοποιήθηκε για τη διαγραφή των συσσωρευμένων ζημιών της Τράπεζας. Πλέον, όλες οι μετοχές αποτελούσαν μια ενιαία τάξη παρέχουσες δικαίωμα ψήφου και απόληψης μερισμάτων στους μετόχους. Οι προαναφερόμενες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης, με βάση την οποία οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά των Μ.Α.Ε.Κ., προκάλεσαν, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, την ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική πληροφόρηση των άπειρων εναγόντων από τους ελλιπώς ενημερωμένους στην παροχή των εν λόγω επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους ως άνω υπαλλήλους της εναγομένης, σχετικά με τα αγορασθέντα από τους ενάγοντες Μ.Α.Ε.Κ. Με τον τρόπο, δε, που ενήργησε η εναγομένη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παραβίασε τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται, σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγομένης ανάγεται στην καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007 και η οποία (αμελής συμπεριφορά) συνιστά το πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ. Επιπλέον, η εναγομένη υπέχει αδικοπρακτική ευθύνη έναντι των εναγόντων και για το λόγο ότι με την ως άνω περιγραφείσα απατηλή συμπεριφορά των προαναφερομένων οργάνων της, προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι ετύγχαναν συντηρητικοί πελάτες αυτής; και πάντως όχι επαγγελματίες, την απόφαση επένδυσης στα κρίσιμα Μ.Α.Ε.Κ., παριστάνοντας, εν γνώσει της, ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών και προκαλώντας στους ενάγοντες την κατά τα παραπάνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ. Ως εκ τούτου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την οποία ευθύνεται η εναγομένη, εφόσον, σύμφωνα, με το άρθρο 922 ΑΚ οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων προστηθέντων της εναγομένης, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία (θετική) τους, η οποία συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία), που έκαστος εξ αυτών κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα στο ποσό των 142.041,00 ευρώ, για τον 1° ενάγοντα, στο ποσό των 83.526,00 ευρώ για τους 2° και 3η ενάγοντες, στο ποσό των 17.050,00 ευρώ για. τον 4° ενάγοντα, στο ποσό των 21.500,00 ευρώ για τους 5° και 6η ενάγοντες, στο ποσό των 44.509,00 ευρώ για τους 7° και 8η ενάγοντες, στο ποσό των 40.000,00 ευρώ για τον 9° ενάγοντα, στο. ποσό των 4,000,00 ευρώ ,για τη 10η ενάγουσα, στο ποσό των 16.000,00 ευρώ για τους 10η και 11° ενάγοντες, στο ποσό των 28.902,00 ευρώ για τους 12°, 13η και 14° ενάγοντες, στο ποσό των 2.500,00 ευρώ για το 15° ενάγοντα, στο ποσό των 48.410,00 ευρώ για τους 16η και 17° ενάγοντες και στο ποσό των 44.509,00 ευρώ για το 18° ενάγοντα. Η δε ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης σε βάρος των εναγόντων πελατών της και καταναλωτών στα πλαίσια της χορήγησης σε αυτούς επενδυτικής συμβουλής και σύστασης για την αγορά των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ. αντί του προαναφερθέντος τιμήματος, συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία των εναγόντων, διότι η εναγόμενη, κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της, παρείχε εσφαλμένες, ελλιπείς και ακατάλληλες συμβουλές και πληροφορίες σε σχέση με τα ως άνω προϊόντα (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεως της, δημιουργώντας πεπλανημένες εντυπώσεις, που συντήρησε και επέτεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης επένδυσης, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις της, οι οποίες της επιβάλλονταν από το Ν. 3606/2007, το Ν. 3340/2005, αλλά και από την καλή πίστη. Η δε, προαναφερομένη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να θέσει δια του υπ’ αριθ. 103/2013 Διατάγματος της σε καθεστώς εξυγίανσης την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της, με ίδια μέσα και συνεπώς, την αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της εναγομένης, συνιστά «γεγονός βιωσιμότητας», κατά την έννοια του από 5-4-2011 ενημερωτικού δελτίου της, που αποτελεί όρο υποχρεωτικής μετατροπής των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές, αλλά δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων, ως αβασίμων των συναφών- τεσσάρων πρώτων λόγων της έφεσης (ήτοι των υπό στοιχεία 2 1, 2.2, 2.3 και 2.4) .». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού απέρριψε και τις προβληθείσες ενστάσεις της εναγομένης-εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, απέρριψε την έφεση της και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί ως προς αυτήν την αγωγή των εφεσίβλητων-αναιρεσίβλητων.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώνεται με το σχετικό σκέλος τού πρόσθετου λόγου της, η αναιρεσείουσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ και παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των ως άνω κανόνων αλλά και κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες αυτούς (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών της απόφασης για ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (559 αρ. 19 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα παραπονείται για σφάλμα του Εφετείου ως προς το ότι δεν δέχθηκε ότι η ψήφιση, στις 22/3/2013, του νόμου για την εξυγίανση των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων αποτέλεσε διακοπτικό γεγονός του αιτιώδους, συνδέσμου μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς των οργάνων της και της επελθούσας στους ενάγοντες ζημίας, ενώ όσον αφορά ειδικά τους όγδοο, ένατο και δέκατο όγδοο εκ των εναγόντων διακοπτικό γεγονός .αποτέλεσε η οικειοθελής μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, τον, Μάρτιο του 2012. Όμως, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά τις πιο πάνω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε δεχόμενο, ότι η ανωτέρω συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας αντίκειται στα χρηστά ήθη και στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 3606(2007 και, ως εκ τούτου είναι παράνομη, ότι μεταξύ αυτής της. συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας των εναγόντων -αναιρεσίβλητων υφίσταται αιτιώδης, υπό την έννοια, της πρόσφορης αιτιότητας, σύνδεσμος, αφού η αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης – αναιρεσείουσας, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία αυτή, την οποία, κατά τις ανέλεγκτες, περί τα πράγματα, ως άνω, παραδοχές του και επέφερε, στην συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση, η οποία (ζημία) δεν θα επερχόταν, αν οι προστηθέντες αυτοί υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Ορθά, επίσης, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε με την μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας με σκοπό την διάσωση της χειμαζόμενης Κυπριακής οικονομίας, ψήφισε σειρά νόμων, περιλαμβανόμενου και του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 (Ν. 17(Ι)/23.3.2013), ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας την ίδια ημέρα. Ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ως Αρχή Εξυγίανσης, άσκησε τις εξουσίες, που τις παρασχέθηκαν από το Ν.17(Ι)/2013, εξέδωσε δε, μεταξύ άλλων, και τη Διοικητική Πράξη (ΚΔΠ) ./29.3.2013, περί διάσωσης, όμως, με ίδια μέσα (bail in) της τράπεζας, προς τον σκοπό αποκατάστασης της; κεφαλαιακής της επάρκειας, με το ίδιο δε διάταγμα, σε συνδυασμό και με το νεότερο ΚΔΠ 278/2013 της 30/7/2013, τα ως άνω Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν υποχρεωτικά σε μετοχές Δ’ τάξεως και στη συνέχεια σε συνήθεις μετοχές της τράπεζας, με ονομαστική αξία εκάστης 0,01 ευρώ. Με βάση, ωστόσο, όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των εναγόντων και: τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευση της από τον μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της; 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ʼλλων Ιδρυμάτων» και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, τα οποία επομένως αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Στην προκείμενη επένδυση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή και θα απείχαν από την τοποθέτηση των χρημάτων τους. Δεν θα είχαν επενδύσει καθόλου και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν. Η αγορά των ένδικων ομολογιών αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής. Συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολογιών, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της αναιρεσείουσας τράπεζας. Επομένως, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι ενάγοντες τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσης τους. Όπως το Εφετείο δέχεται, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση, συμβουλή και αδικοπρακτική συμπεριφορά της τράπεζας, οι ενάγοντες δεν θα αγόραζαν τα ένδικα ΜΑΕΚ και δεν θα υφίσταντο την ζημία αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι υπό κανονικές συνθήκες οι επενδυτές δεν θα είχαν προχωρήσει στη συγκεκριμένη επένδυση και ότι συνεπώς η ζημία συνίσταται τελικά στα ίδια τα ποσά που επενδύθηκαν. Επομένως, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα ζημίωσε τους ενάγοντες «… παριστάνοντας, εν γνώσει της, ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούσαν ασφαλή τοποθέτηση όμοια με προθεσμιακή κατάθεση, σταθερό επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αποσιωπώντας τους ενσωματωμένους κινδύνους αυτών και προκαλώντας στους ενάγοντες την κατά τα παραπάνω μείωση της περιουσίας τους, καθώς επεδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας μέσω της αντλήσεως κεφαλαίων από τη διάθεση των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ.». Δέχεται επίσης ότι η πράξη της αυτή «… οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία (θετική) τους, η οποία συνίσταται στο ποσό (ονομαστική αξία), πού έκαστος εξ αυτών κατέβαλε για την αγορά των ως άνω επενδυτικών προϊόντων και συγκεκριμένα στο ποσό των 142.041,00 ευρώ για τον 1° ενάγοντα, στο ποσό των 83.526,00 ευρώ για τους 2° και 3η ενάγοντες, στο ποσό των 17.050,00 ευρώ για τον 4° ενάγοντα, στο ποσό των 21.500,00 ευρώ για τους 5° και 6η ενάγοντες στο ποσό των 44.509,00 ευρώ για τους 7o και 8η ενάγοντες, στο ποσό των 40.000,00 ευρώ για τον 9o ενάγοντα, στο ποσό των 4.000,00 ευρώ για τη 10η ενάγουσα, στο ποσό των 16.000,00 ευρώ για τους 10η και 11o ενάγοντες, στο ποσό των 28.902,00 ευρώ για τους 12o, 13η και 14o ενάγοντες, στο ποσό των 2.500,00 ευρώ για το 15o ενάγοντα, στο ποσό των 48.410,00 ευρώ για τους 16η και 17o ενάγοντες και στο ποσό των 44.509,00 ευρώ για το 18o ενάγοντα.». Εφόσον λοιπόν η ζημία των εναγόντων, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, δεδομένου ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης, οι ενάγοντες διέθεσαν στην αναιρεσείουσα τα (ισόποσα με τη ζημία τους) χρηματικά ποσά και έλαβαν ως αντιπαροχή, όχι αυτό που προσδοκούσαν, ήτοι προϊόντα με χαρακτηριστικά βέβαιης και ασφαλούς τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά άληκτους υβριδικούς τίτλους χωρίς καμία υποχρέωση της εναγομένης για εξαγορά τους, αφού μόνο προαιρετικό ήταν το δικαίωμα της αυτό, υπάρχει δηλαδή χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και ʼλλων Ιδρυμάτων», και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας, σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, που αποτελούν γεγονότα νομικά αδιάφορα ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε, την ως άνω κρατική, παρέμβαση, και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω απορριφθείς ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 1177/2018), δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε η όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 1305/2005). Τέλος, τα ίδια ως άνω ισχύουν και για το επικαλούμενο από την αναιρεσείουσα διακοπτικό γεγονός της οικειοθελούς μετατροπής των ΜΑΕΚ σε μετοχές, τον Μάρτιο του 2012, όσον αφορά τους όγδοο, ένατο και δέκατο όγδοο ενάγοντες.
Περαιτέρω και αναφορικά με τις αιτιάσεις της αναιρεσείουσας σε σχέση με τις κρίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης: α) περί της κεφαλαιακής της επάρκειας και της φερεγγυότητάς της κατά τον χρόνο έκδοσης των Μ.Α.Ε.Κ. και τις επενδύσεις της σε ΟΕΔ και β) περί του ποιο είναι το ζημιογόνο γεγονός και ποια η ζημία, τα όσα επικαλείται η αναιρεσείουσα ανταποκρίνονται στην κατʼ αυτήν θεώρηση της ουσίας της υπόθεσης και στην εκδοχή που η ίδια υποστηρίζει, στην πραγματικότητα δε, υπό την προσχηματική επίκληση των επικαλούμενων αναιρετικών πλημμελειών, επιχειρεί να πλήξει την ανέλεγκτη από το Δικαστήριο εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο για: ευθεία παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και ο πρόσθετος λόγος κατά το αντίστοιχο σκέλος του. ‘Όσον αφορά δε την επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας ο λόγος είναι απαράδεκτος αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση (ΑΠ 164/2021, ΑΠ 704/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 222/2015). Εξάλλου, έτσι που έκρινε το Εφετείο, αναφορικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων θεμελίωσης ευθύνης της εναγομένης προς αποζημίωση των εναγόντων λόγω αδικοπραξίας, διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και της ζημίας των εναγόντων. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικώς πιο. πάνω αναφερόμενη) αμελής συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία, συνιστά παρανομία και η οποία (αμελής συμπεριφορά) κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμό, 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη την έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική της βάση στηρίζοντας το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 25/2003, 3/1997). Πράγματα κατά την παραπάνω έννοια αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, εφόσον όμως δεν έχουν αυτοτέλεια και η παραδοχή τους οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (ΑΠ 1057/2011, ΑΠ 570/2008). Αντίθετα λόγοι έφεσης πού αφορούν σε απλές αρνήσεις των διαδίκων ή σε επιχειρήματα και συμπεράσματά τους από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν έχουν αυτοτέλεια και η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει ειδικά σ’ αυτούς δεν ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Δεν στοιχειοθετείται δε ο λόγος αυτός αναίρεσης και αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 69/2016, ΑΠ 725/2012), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 1171996, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1386/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ γ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά επικαλέστηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 70/2008, ΑΠ 222/2008), προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών, δηλαδή νόμιμων ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 187472008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι, ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, ΑΠ 1072-3/2005, ΑΠ 798/2010). Έτσι, ο ανωτέρω, λόγος απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα ((ΑΠ 393/2018, ΑΠ 455/2014, ΑΠ 58/2008, ΑΠ 1573/2006, ΑΠ 1072/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, διότι δεν έλαβε υπόψη του και άφησε αναπάντητο προβληθέντα ισχυρισμό και αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε και προσκόμισε και ειδικότερα τον ισχυρισμό της ότι: οι ένατος, δέκατος, ενδέκατος και δέκατος πέμπτος, των εναγόντων είχαν λάβει υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων της Τράπεζας, την από 18.5.2009 επιστολή που περιείχε τους όρους των Μ.Α.Κ. και β) όλοι οι ενάγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως κατόχων των Μ.Α.Κ. είχαν λάβει: την από 20.4.2011 ενημερωτική επιστολή, που περιείχε τους όρους των Μ.Α.Ε.Κ. με τρόπο ευσύνοπτο και εύληπτο. Ωστόσο, ο ως άνω ισχυρισμός συνιστά αρνητικό ισχυρισμό της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας και όχι «πράγμα» υπό την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, που είχαν προσκομισθεί με επίκληση από τους διαδίκους, προκύπτει ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο άνω αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό δε και με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις ως άνω αναφερόμενες επιστολές. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος (όσον αφορά τον αριθμό 8) και αβάσιμος (όσον αφορά τον αριθμό 11).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας, νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα, μπορούν δε να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη, (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ.1 και 560 παρ. 1β ΚΠολΔ). Ο λόγος αυτός, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες, που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ’ αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Δεν ιδρύεται. δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί- ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής, πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 40/2020, ΑΠ 518/2017, ΑΠ 2086/2017).
Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στην θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμοί της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή:της (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 3/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής (ευθέως και εκ πλαγίου) των διατάξεων των άρθρων 914 και 922 ΑΚ (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) και της παράβασης των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των ως άνω κανόνων αλλά και την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες αυτούς, καθώς και έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών (559 αρ. 19 ΚΠολΔ) σε: σχέση με το ζήτημα της ελλιπούς και μη πλήρους ενημέρωσης των ενάγόντων από την Τράπεζα δια των προστηθέντων υπαλλήλων της. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, ενώ με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι οι συνεναγόμενοι της Τράπεζας , Γενικός Διευθυντής του εν Ελλάδι υποκαταστήματος της και Διευθυντής στη Διεύθυνση Χρηματιστηριακών Υπηρεσιών, Θεματοφυλακής και Επενδύσεων, δεν φέρουν ευθύνη από αδικοπραξία, καθώς έδωσαν ορθές και πλήρεις οδηγίες στο δίκτυο για την ενημέρωση των δυνητικών επενδυτών, κρίση την ορθότητα της οποίας αποδέχθηκε και η αναιρεσιβαλλόμενη, παράλληλα και αντιφατικά η τελευταία έκρινε ότι οι υπάλληλοι του δικτύου της ήταν ελλιπώς ενημερωμένοι για τα επίδικα προϊόντα και με οδηγίες της Τράπεζας τα παρουσίαζαν ως καταθετικά προϊόντα αποσιωπώντας τους κινδύνους τους.
Ότι, ως προς την κρίση της αυτή η απόφαση καθίσταται αντιφατική και ανεπαρκώς αιτιολογημένη αφού δεν εξηγεί πως οι προστηθέντες υπάλληλοι, εγώ είχαν πλήρως και επαρκώς ενημερωθεί από τους ανωτέρους τους για τους όρους των επίδικων προϊόντων και είχαν, εντολές να ενημερώνουν προσηκόντως τους επενδυτές γι’ αυτά, ήταν εν τέλει ελλιπώς ενημερωμένοι για τους όρους αυτούς και παρέβησαν τις οδηγίες των ανωτέρων τους εξαπατώντας τους επενδυτές, κρίση η οποία αντιβαίνει και στα διδάγματα κοινής πείρας που ορίζουν ότι οι τραπεζικοί υπάλληλοι υπακούν στις εντολές των ανωτέρων τους.
Με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω λόγος της αίτησης αναίρεσης όσον αφορά την παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι η επικαλούμενη παραβίαση δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) ενώ όσον αφορά την επικαλούμενη αντιφατικότητα είναι αβάσιμος καθώς η απαλλαγή των αρχικών συνεναγόμενων της αναιρεσείουσας δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ευθύνη της η οποία εστιάζεται σε ελλιπή ενημέρωση των εναγόντων επενδυτών από άλλους υπαλλήλους της. Σημειώνεται, επίσης, ότι η απαλλαγή των αρχικώς συνεναγόμενων της αναιρεσείουσας οφείλεται, κατά τις παραδοχές της απόφασης, όχι στο λόγο που αναφέρει η αναιρεσείουσα αλλά στο ότι δεν αποδείχθηκε η οποιαδήποτε συμμετοχή τους στην διαδικασία προώθησης των επίδικων προϊόντων.
Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γιʼ αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 551/2020, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015, ΑΠ 1673/2013).
Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης της η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια των αριθμών 1, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς της αποδίδει ότι παραβίασε τα διδάγματα κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ, και δεν έλαβε υπόψη της προταθέντα ισχυρισμό, άλλως έλαβε υπόψη της μη προταθέντα, ενώ στερείται και νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών για ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αναφορικά με την πρόκληση και την έκταση (μη περιορισμό) της ζημίας των εναγόντων επενδυτών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι α) ο ισχυρισμός που πρόβαλε, τόσο πρωτοδίκως όσο και στην κατ’ έφεση δίκη, ήταν ότι η αμέλεια (συνυπαιτιότητα) των εναγόντων συνίστατο όχι στην μη κατανόηση των όρων των επίμαχων προϊόντων, όπως εσφαλμένα εξέλαβε η αναιρεσιβαλλόμενη, αλλά στην μη επισκόπηση από τους ενάγοντες ούτε καν των τίτλων των εγγράφων που κρίθηκε ότι υπέγραψαν, β) το Εφετείο στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας για το κρίσιμο ζήτημα της συνυπαιτιότητας των εναγόντων: i) στην πρόκληση της ζημίας τους καθώς προκειμένου να απορρίψει την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στηρίχθηκε στα ίδια γεγονότα που θεώρησε ως αποδεδειγμένα για να στοιχειοθετηθεί η αδικοπραξία της και η συνεπεία αυτής αποζημιωτική της, ευθύνη και όχι σε αυτά που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και ii);στην έκταση της ζημίας τους αφού δεν εξηγεί γιατί οι ενάγοντες δεν έσπευσαν να ρευστοποιήσουν τους τίτλους τους από τις 31/12/2009 που έλαβαν έγγραφες ενημερώσεις (statements). Ως προς το ζήτημα της απόρριψης της ένστασης συνυπαιτιότητας το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι: «Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο της έφεσης (ήτοι υπό στοιχείο 2.5), η εκκαλoύσα επαναφέρει την υποβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος (συνυπαιτιότητας) των εναγόμενων (άρθρα 300, 330 Α.Κ.), σύμφωνα με την οποία οι εναγόμενοι είχαν ενημερωθεί προφορικά και εγγράφως από την εναγόμενη για τον κίνδυνο της ζημίας τους από την επένδυσή τους στα Μ.Α.Κ. και στη συνέχεια, στα Μ.Α.Ε.Κ. και δεν έπραξαν κάτι, ώστε να μειώσουν τη ζημία τους, όπως να είχαν πωλήσει στο Χρηματιστήριο τα Μ.Α.Ε.Κ. την 1-1-2010, δηλαδή, τότε, που για πρώτη φορά ενημερώθηκαν με την από 31-12-2009 έγγραφη ενημέρωση της τράπεζας (statement) για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους. Όπως αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, τα Μ.Α.Ε.Κ., ως μειωμένης διασφάλισης, άληκτα με όρους αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και μονομερώς υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου, κατάλληλα για τη διαφύλαξη των αποταμιεύσεων των εναγόντων. Αντιθέτως, ο προορισμός των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας και ή εξασφάλιση της βιωσιμότητάς της, όπως και σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έκδοσή τους έγινε. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι το εκδοθέν από την τράπεζα «ενημερωτικό δελτίο» ί(ήτοι το από :5-4-2011) περιείχε, μεν, κάποιες γενικές αναφορές στα ΜΑΕΚ και στους κίνδυνους της επένδυσης σε αυτά, αλλά το δελτίο τούτο κατελάμβανε 147 πυκνογραμμένες σελίδες, με τεχνικούς, οικονομικούς όρους, μη κατανοητούς σε άτομα που δεν είναι συστηματικοί έμπειροι επενδυτές, με εξειδικευμένες, μάλιστα, οικονομοτεχνικές γνώσεις. ’λλωστε, το ίδιο το ενημερωτικό δελτίο; στη σελίδα 41, θεωρούσε ότι τα εκδιδόμενα ΜΑΕΚ, λόγω της ιδιαιτερότητας τους, απευθύνονται στον επενδυτή, που κατέχει τη γνώση και την εμπειρία (είτε από μόνος του είτε με έναν οικονομικό – και νομικό (-αναφέρεται οι; άλλα σημεία του δελτίου) – σύμβουλο) για να αξιολογήσει. Η εναγομένη, όμως, (εκμεταλλευόμενη τις αναπτυχθείσες, ήδη, με πελάτες της σχέσεις εμπιστοσύνης), απευθύνθηκε σε απλούς καταθέτες και όχι σε έμπειρους επενδυτές, όπως όφειλε να πράξει, κοιτά την, ήδη, διακηρυγμένη στο ενημερωτικό δελτίο αναγκαιότητα και την εξ αυτής απορρέουσα αυτοδέσμευση της, ως καθήκον (χυτής, επιβαλλόμενο και από την καλή πίστη. Επίσης, η εναγομένη δεν ανέφερε σε κανένα σημείο του ενημερωτικού της δελτίου, την οικονομική της κατάσταση και την τρέχουσα αναγκαιότητα έκδοσης ΜΑΕΚ, αποκρύπτοντας από τους υποψηφίους επενδυτές, τη δυσχερή οικονομική κατάσταση, στην οποία, ήδη βρισκόταν, συνεπεία της συγκέντρωσης υψηλών κινδύνων από επένδυση σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), ύψους περί τα 2,3 δις ευρώ στις 5.4.2011, που είχαν, ήδη, χαρακτηρισθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ως μηδενικής αξίας και επειδή τα «ίδια κεφάλαιά της» (στοιχεία του ενεργητικού της, διαθέσιμη περιουσία της) ανέρχονταν στα 2,8 δις ευρώ στις 31.3.2011 και είχε δημιουργηθεί άμεση ανάγκη εισροής νέων κεφαλαίων, ώστε η τράπεζα να καταστεί φερέγγυα. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι και η προφορική ενημέρωση των εναγόντων, ήταν ελλιπής και επιλεκτική, ο, δε υπάλληλος, της εναγόμενης, που τους ενημέρωνε, τους υποχρέωνε να υπογράψουν στην αίτηση αγοράς τη δήλωση περί πλήρους κατανόησης των όρων ως «απαραίτητη τυπική διαδικασία», ενώ ο ίδιος (ο υπάλληλος) γνώριζε ότι τούτο ήταν αδύνατον, λόγω των γνώσεων και της απειρίας των εναγόντων και της πολύπλοκης και εξειδικευμένης φύσης των προϊόντων. Επίσης, ούτε συντρέχουσα αμέλεια, των εναγόντων μπορεί να καταλογιστεί, αφού η μη πρόσληψη επαγγελματία οικονομικού συμβούλου, που πιθανόν να είχε τις γνώσεις και τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, ώστε να προβεί στην αξιολόγηση των επίμαχων επενδύσεων, δεν είναι η συνήθης τακτική στις τραπεζικές συναλλαγές των ιδιωτών επενδυτών, ιδίως, της λιανικής τραπεζικής (Γβΐ3ϊίθ3ηκίηα). Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, όπως αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω, στόχος των εναγόντων ήταν η τοποθέτηση του κεφαλαίου τους σε εξίσου ασφαλές με την προθεσμιακή κατάθεση τραπεζικό προϊόν, πενταετούς διάρκειας και εξαμηνιαίας τοκοδοσίας και όχι η πώληση στο Χρηματιστήριο. Είναι, δε, αμφίβολο, αν και πόσοι από τους ενάγοντες γνώριζαν τη δυνατότητα πώλησης των εν λόγω προϊόντων στο Χρηματιστήριο, αφού η εμπιστοσύνη, που είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα τράπεζα και τους υπαλλήλους της, προκάλεσε στους ενάγοντες την πεποίθηση, ότι θα λάβουν τα χρήματά τους στην πενταετία, χωρίς να παρακολουθούν τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίδικων προϊόντων, καθώς αγνοούσαν τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους. Σημειωτέον, άλλωστε, ότι κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2012, οι 1ος, 2ος, 3η, 4ος, 5ος; 6η, 10η:, 11ος, 15ος, 16η, 17ός και 18ος ενάγοντες συνειδητοποίησαν-, ότι δεν τους είχαν καταβληθεί οι αναλογούντες σε αυτούς τόκοι από τα Μ.Α.Ε.Κ. και απευθύνθηκαν στον αρμόδιο υπάλληλο της εναγόμενης; με τον οποίο συναλλασσόταν ό καθένας- τους, εκδηλώνοντας τον προβληματισμό και την ανησυχία τους, για να λάβουν την απάντηση, ότι δεν επηρεάζεται η; ασφάλεια του κεφαλαίου τους και η επιστροφή του στο ακέραιο στη: λήξη της πενταετίας. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, οι ενάγοντες δεν είχαν επενδυτική εμπειρία και τις κατάλληλες γνώσεις, ώστε να προβλέψουν την επερχόμενη στο μέλλον ζημία τους σε ένα τόσο πρώιμο χρονικό στάδιο. Ως εκ τούτου, ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόμενων είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου, ως αβασίμου του σχετικού πέμπτου λόγου της έφεσης». Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή είτε με εσφαλμένη υπαγωγή είτε με παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, τις νομικές διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ. διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφαση του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων όσον αφορά τον ισχυρισμό περί έλλειψης, συνυπαιτιότητας των εναγόντων – αναιρεσίβλητων, τόσο ως προς την πρόκληση όσο και ως προς την έκταση της ζημίας τους. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις ως άνω παραδοχές της, αναφέρεται ότι οι ενάγοντες εξαπατήθηκαν αφού δεν ενημερώθηκαν για την πραγματική φύση των επίδικων προϊόντων, οι δε αναφερόμενοι όροι στο εκδοθέν από την πρώτη εναγομένη από 5.4.2011 .«ενημερωτικό. δελτίο» δεν ήταν κατανοητοί από κάποιον, που δεν διαθέτει επαρκείς και, εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, ενώ τους απεκρύβη η δυσχερής οικονομική κατάσταση στην; οποία η πρώτη εναγόμενη, ήδη βρισκόταν. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι, όταν οι ενάγοντες στις 31.12.2009, έλαβαν τις ενημερώσεις (statements), λόγω της εμπιστοσύνης, η οποία είχε αναπτυχθεί με την εκκαλούσα τράπεζα και τους υπαλλήλους της, εξακολούθησαν να έχουν την πεποίθηση ότι. θα λάβουν τα χρήματα τους στην πενταετία χωρίς ποτέ να εξετάσουν το ενδεχόμενο πώλησης των επίδικων προϊόντων, καθώς αγνοούσαν τη λειτουργία και τα χαρακτηριστικά τους όσοι, δε, από αυτούς απευθύνθηκαν στους υπαλλήλους, με τους, οποίους είχαν συνεργαστεί για την έκδοση των επιδίκων προϊόντων έλαβαν καθησυχαστική απάντηση. Επομένως, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της μη συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης περί συνυπαιτιότητας, τόσο στην πρόκληση όσο και στην έκταση της ζημίας των εναγόντων, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις και ανεπάρκεια στις αιτιολογίες αυτής σχετικά με το χαρακτηρισμό των προαναφερθέντων περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επίσης, δεν ήταν αναγκαία η παράθεση επιπλέον αιτιολογιών διότι οι ΐτιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν πλήρως την κρίση του Εφετείου για την αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας στην πρόκληση και έκταση της ζημίας των αναιρεσίβλητων, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά του αν οι τελευταίοι επισκόπησαν τους τίτλους των εγγράφων που υπέγραψαν, αφού από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει, εμμέσως, ότι αυτό δεν αρκούσε. Εξάλλου για την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ΑΚ 300 έχει σημασία ο νόμιμος λόγος ευθύνης και ο διαγνωσθείς βαθμός του πταίσματος του; ζημιώσαντος αφού το δικαστήριο ασκεί τη διακριτική: ευχέρεια που του παρέχει η ανωτέρω διάταξη λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων και τη βαρύτητα του πταίσματος αυτού και συνεπώς η κακοπιστία της αναιρεσείουσας δεν έχει αναλώσει τα αποτελέσματά της και το νομικό της ενδιαφέρον απλώς και μόνο στην στοιχειοθέτηση της παράνομης συμπεριφοράς της, όπως αβάσιμα η ίδια υποστηρίζει. Περαιτέρω, το Εφετείο διαλαμβάνει πλήρεις αιτιολογίες, όσον αφορά την αιτία της :μη ρευστοποίησης των τίτλων των εναγόντων κατά την παραλαβή των ενημερωτικών εγγράφων στις 31/12/2009. Επομένως, είναι αβάσιμος ο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ως προς αμφότερα τα σκέλη του, ενώ όσον αφορά την επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας είναι αόριστος καθώς δεν εξειδικεύεται ποιο είναι το δίδαγμα κοινής πείρας που παραβιάστηκε. Περαιτέρω, σε σχέση με την προβαλλόμενη πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ , ο λόγος είναι, κατά το πρώτο σκέλος του (μη επισκόπηση των τίτλων), απαράδεκτος καθώς δεν πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό αλλά για ένα αποδεικτικό επιχείρημα της αναιρεσείουσας συναπτόμενο με την εκτίμηση των αποδείξεων και κατά το δεύτερο (μη ρευστοποίηση) αβάσιμος, αφού η αναιρεσιβαλλόμενη έλαβε υπόψη της τον σχετικό ισχυρισμό και τον απέρριψε με τις προαναφερθείσες ανέλεγκτες παραδοχές της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη, πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016).
Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσής της η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή με εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε την ένσταση της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας ώστε να αφαιρεθεί από την τυχόν επιδικασθείσα σε κάθε ενάγοντα θετική ζημία η ωφέλεια που αποκόμισε από τους τόκους τους οποίους εισέπραξε για το χρονικό διάστημα που κατείχε τα επίδικα ομόλογα. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, απέρριψε την ως άνω ένσταση με την εξής αιτιολογία: «Στη συνέχεια, με τον έκτο λόγο της έφεσης (ήτοι υπό στοιχείο 2.6), η εκαλούσα παραδεκτά επαναφέρει την υποβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση περί συνυπολογιομού κέρδους και ζημίας (άρθρα 297; 300;Α.Κ.),;σύμφωνα με την οποία από την υποτιθέμενη ζημία των εναγόντων πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά των τόκων, που έλαβαν, κατά τη χρονική περίοδο από 30-6-2009 έως 31-12-2011 (όπως αυτά αναφέρονται αναλυτικά στις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης, όσο και στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης) καθώς, επίσης και η αξία των μετοχών, που κατέχουν οι ενάγοντες από τη μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ., όπως η αξία αυτή διαμορφώθηκε, κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στο Πρωτοβάθμιοι Δικαστήριο. Όμως τα επικαλούμενα από την εναγομένη (ήδη εκκαλούσα) ποσά των τόκων, που έλαβαν οι ενάγοντες δεν είναι κέρδος των τελευταίων από τη ζημία τους, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ αυτών και της εναγομένης σύμβασης με συγκεκριμένες απολήψεις. Καθίσταται, δε, φανερό ότι το κεφάλαιο των τόκων, ως κέρδος έχει αυτοτέλεια έναντι των εκ του νόμου συνεπειών του ζημιογόνου γεγονότος και συνεπώς, δεν συνυπολογίζεται με τη ζημία. ’λλωστε, οι τόκοι, που έλαβαν οι ενάγοντες είναι, μεν, κέρδος τους από την κυριότητα των εν λόγω τίτλων, αλλά το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από τη ζημία, που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εναγομένη, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με κάθε πρόσφορο τρόπο μπορούσε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους, καρπούς του στους ενάγοντες.
Ούτως ή άλλως, η απόδοση των τόκων με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία των εναγόντων θα αντίκειντο στις αρχές της καλής πίστης, διότι, οι ενάγοντες τους έχουν, ήδη I εισπράξει και με το συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθείσα από το Δικαστήριο αποζημίωση. Επίσης, η αξία των εν λόγω μετοχών, που κατέχουν οι ενάγοντες από τη μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. δεν αποδείχθηκε από κανένα προσκομιζόμενο στοιχείο σε ποίο ακριβώς ποσό είχε διαμορφωθεί, κατά το ,χρόνο: συζήτησης της ένδικης αγωγής στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ήτοι στις 6-4-2016), ώστε να μπορούσε να αφαιρεθεί από τη ζημία των εναγόντων. Επομένως και η ένσταση περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Συνακόλουθα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αντικατασταθεί με την παρούσα απόφαση, κατά το άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ., δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου, ως αβασίμου του έκτου (ήτοι του υπό στοιχείο 2.6) λόγου της έφεσης». Με το να απορρίψει το Εφετείο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που ο κάθε ενάγων έλαβε ως απόδοση των επίδικων ομολόγων, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ. α, 914 ΑΚ, τις οποίες σωστά εφάρμοσε, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πράγματι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι ναι μεν τα ως άνω ποσά αποτελούν κέρδος του κάθε αναιρεσίβλητου από τους τίτλους που κατείχε, πλην όμως το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται),::δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου αυτού στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε αποδίδοντας τους: συμφωνημένους καρπούς του στους αναιρεσίβλητους και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογισθεί στη ζημία των τελευταίων. ’λλωστε,; ο προτεινόμενος (από την αναιρεσείουσα) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος, από το ζημιογόνο γεγονός), να: αποβεί σε ωφελεία του ζημιώσαντος. Εξάλλου το Εφετείο περιλαμβάνει σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν το νομικό έλεγχο ως προς το ζήτημα γιατί ή μείωση τής επιδικασθείσας αποζημίωσης αντίκειται στην καλή πίστη ενώ ουδεμία σύγχυση ή αντίφαση υφίσταται σχετικά με τις έννοιες του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο σχετικός πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα.
Αναίρεση επιτρέπεται, κατά το άρθρο 559 αριθμός 4 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Το πλαίσιο της δικαιοδοσίας των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, ήτοι της εξουσίας της Πολιτείας προς άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, καθορίζεται από τα άρθρα 1, 3, 22 επ. ΚΠολΔ και 94 παρ. 3 του Συντάγματος. Στην εξουσία αυτή της Πολιτείας, όπως οριοθετείται από το νόμο, υπάγονται όλες οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, το αντικείμενο της δίκης στα πολιτικά δικαστήρια είναι μόνο έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή αμφισβητήσεις ή έριδες των διαδίκων περί την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα. Υπέρβαση της δικαιοδοσίας αυτής υπάρχει, στις περιπτώσεις, που τακτικό πολιτικό δικαστήριο επιλήφθηκε υπόθεσης, μολονότι η συγκεκριμένη υπόθεση, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαιοδοτικού οργάνου (ποινικού ή διοικητικού) ή των διοικητικών αρχών ή στη διεθνή δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαστηρίου ή είχε υπαχθεί εγκύρως στη διαιτησία ή συνέτρεχε προνόμιο ετεροδικίας (ΑΠ 366/2020, ΑΠ 87/2013). Εξάλλου, κατά την έγνοια του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται έστω και αν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της πρότασης αυτής, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον τού Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000 ΑΠ 966/2017).
Με τον πρόσθετο λόγο αναίρεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού προβάλλεται, για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, από την αναιρεσείουσα η από το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ, αιτίαση, με την επίκληση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί θέματος που υπερβαίνει τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο έκρινε περί των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας πουκαθορίζουν την φερεγγυότητα της ζήτημα για το οποίο μόνες αρμόδιες να αποφανθούν είναι οι Διοικητικές Αρχές που την εποπτεύουν και δη η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κεντρικών Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και η Τράπεζα της Ελλάδος. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο περί υπερβάσης δικαιοδοσίας από το άρθρο 559: αρ. 4 ΚΠολΔ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος μπορεί, ως αφορών τη δημόσια τάξη, να προταθεί-για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 20/2008, ΑΠ 1983/2009) εφόσον, όμως τα προς θεμελίωση αυτού επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά- είχαν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και γίνεται επίκληση, (στο αναιρετήριο δικόγραφο) από τον αναιρεσείοντά της εν λόγω προβολής, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει στην: ένδικη περίπτωση αφού η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται με το αναιρετήριο δικόγραφο ότι τα προς θεμελίωση της προβαλλόμενης από το άρθρο 559 αρ. 4 ΚΠολΔ αιτίασης ως άνω πραγματικά περιστατικά είχαν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος είναι αβάσιμος αφού το Εφετείο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων καθώς το αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η αποζημίωση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων από την Τράπεζα, λόγω αντισυμβατικής, παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της τελευταίας, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, αντικείμενο που υπάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία σε κάθε περίπτωση έχουν δικαιοδοσία να αποφανθούν, έστω και παρεμπιπτόντως, επί κάθε θέματος, ακόμα και διοικητικής φύσης, το οποίο αποτελεί πρόκριμα και είναι αναγκαίο για την επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς που φέρεται ενώπιον τους (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 246/2019, ΑΠ 547/2016).
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο από αυτήν προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε ως αληθινά πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση η αντένσταση χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη γι’ αυτά ή όταν δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 242/2014, ΑΠ 273/11, ΑΠ 701/2008) χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογείται το καθένα χωριστά (ΑΠ 217/2016, ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 499/2007).
Με τον πρόσθετο, κατά το σχετικό του σκέλος, λόγο αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η, από το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, αιτίαση, με την επίκληση ότι, παρά το νόμο. η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ως αληθινή την αφερεγγυότητα της Τράπεζας χωρίς να διατάξει αποδείξεις. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος αφού, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, το αποδεικτικό πόρισμα αυτής διαμορφώθηκε με βάση τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις, μη δυνάμενη να θεμελιώσει τον προβαλλόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο (ούτε) η, μετά την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και εσφαλμένη, δικαστική κρίση, αφού η τελευταία, ως αναφερόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (πραγμάτων) είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, κατʼ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 865/2017).
Με τον πρόσθετο, κατά το σχετικό σκέλος του, λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι εσφαλμένα το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αρχές της Βασιλείας ΙΙ, τις Οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, του Νόμου 3601/2007 και την Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του 2006 έως το 2011, του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 39, του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 7 και των Κανονισμών 1606/2002 και 1126/2008. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθώς με όσα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκαν, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, με βάση τα απ’ αυτή γενόμενα δεκτά, αφού δεν έκρινε επί της φερεγγυότητας της αναιρεσείουσας με τον τεχνικό τρόπο που εκείνη παραθέτει στο δικόγραφο του προσθετού λόγου της αλλά με βάση την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του,: κατάληξε στο συμπέρασμα περί αφερεγγυότητας της αναιρεσείουσας. Οι επικαλούμενες δε από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις ανάγονται σε επιχειρήματα που πρόβαλε προς υποστήριξη της προβληθείσας από αυτήν εκδοχής, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Εφετείο, το οποίο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Με όλες δε τις αναφερόμενες στον παραπάνω αναιρετικό λόγο λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας επιχειρείται, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσης τους στο άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, να πληγεί η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθόσον ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, σχετικά με το πιο πάνω ουσιώδες ζήτημα. Ούτε, άλλωστε, αντιφατικές αιτιολογίες περιέχει η απόφαση ως προς τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, αν δηλαδή αυτή επήλθε το 2009 ή το 2011, καθώς επρόκειτο περί εξελισσόμενης ζημίας.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προδήλως διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 342 επ. του ΚΠολΔ, εγγράφου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει, ως προς το έγγραφο, σε σφάλμα ανάγνωσης του, όταν δηλαδή αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από αυτό που πράγματι έχει, δηλαδή, ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διάφορα από εκείνα που πράγματι προλαμβάνει και, στη συνέχεια, εξαιτίας της παραμόρφωσης αυτής, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα, ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, στηρίζοντας την κρίση του αποκλειστικά ή κυρίως στο έγγραφο που, κατά τον τρόπο αυτό, παραμορφώθηκε. Επομένως, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ αναγιγνώσκει ορθώς, όπως αυτό έχει, το περιεχόμενο του εγγράφου, εκτιμά ακολούθως αυτό κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό, αφού η εκτίμησή του αυτή είναι, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, αλλά ούτε και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, ακόμη και αν παραμόρφωσε το έγγραφο, περιορίσθηκε να το συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό για το σχηματισμό της κρίσης :του, χωρίς, δηλαδή, να στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε αυτό (ΑΠ 856/2019, ΑΠ 1915/2016, ΑΠ 472/2016). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά, πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 922/2018). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης για να είναι ορισμένος, θα πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται μεταξύ άλλων, α) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ως παραμρφωθέντος εγγράφου, κατά λέξη παρατιθέμενο, β) το περιεχόμενο που προσέδωσε σε αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ώστε: από τη: σύγκριση να καθίσταται εμφανές το διαγνωστικό σφάλμα της, γ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή την ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο και δ) το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξ αιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου (ΑΠ 194/2005). Παράλληλα, ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να προσκομίσει το έγγραφο, που φέρεται κατά τους ισχυρισμούς του ότι έχει παραμορφωθεί, προκειμένου να εκτιμηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 561 § 2 του ΚΠολΔ, το περιεχόμενό του, για τη διαπίστωση της βασιμότητας του ανωτέρω λόγου αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως αναπόδεικτος (ΑΠ 15/2021, ΑΠ 1167/2019, ΑΠ 1414/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το οικείο σκέλος του, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερόμενων στον αμέσως προηγούμενο λόγο αναίρεσης εγγράφων από τα οποία αποδεικνύεται ότι αυτή δεν ήταν αφερέγγυα. Ο λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος καθώς δεν αναφέρεται ποια ακριβώς είναι τα έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων παραμορφώθηκε και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραμόρφωση ούτε ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα στηριζόμενο αποκλειστικά ή κυρίως στα φερόμενα ως παραμορφωθέντα έγγραφα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολο της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας αναιρεσείουσας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12/2/2019 αίτηση και τον από 25/9/2020 πρόσθετο λόγο της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (Λ.Τ.Δ.)» και τον διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ» για αναίρεση της με αριθμό 4507/2018 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρασταθέντων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ