ΑΠ 1684/2022. Ναρκωτικά. Διακίνηση κατ΄ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ. Στοιχεία που καταδεικνύουν την υποδομή (χρησιμοποίηση περισσοτέρων οικημάτων, εντός των οποίων αποκρύπτονταν οι ναρκωτικές ουσίες, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών υψηλής οικονομικής αξίας, (…) επιμερισμένες σε μερικότερες σχεδόν ισομερείς ποσότητες (…), ύπαρξη τριών ηλεκτρονικών ζυγαριών ακρίβειας και ανεύρεση υψηλού ανευρεθέντος χρηματικού ποσού, 67.700 ευρώ). Για τον προσδιορισμό του ποσού των 75.000 ευρώ δεν λαμβάνεται υπόψη το κόστος κτήσης αυτών. Δήμευση των ανευρεθέντων χρηματικών ποσών, ως σχετιζομένων με τις πράξεις της διακίνησης.
Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, ειδικότερα δε κήρυξε αυτόν ένοχο του ότι: «(…) κατά τους παρακάτω αναφερομένους τόπους και χρόνους, ενεργώντας από πρόθεση και χωρίς να έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών και να μην μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις, διακίνησε παράνομα ποσότητες ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα κατείχε, έχοντας την φυσική εξουσίαση, ώστε ενεργώντας, να μπορεί ανά πάσα στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη και κατά την βούλησή του να διαθέτει πραγματικά, ποσότητες ναρκωτικών ουσιών κατά την έννοια του Ν. 4139/2013, δηλαδή ουσιών με διαφορετική χημική δομή και διαφορετική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα την μεταβολή της θυμικής κατάστασης του χρήστη και την πρόκληση εξάρτησης διαφορετικής φύσης, ψυχικής ή και σωματικής και ποικίλου βαθμού, καθώς και την ανακούφιση των χρονίως πασχόντων από τα συμπτώματα συγκεκριμένης νόσου, για την οποίαν αυτές κρίνονται ιατρικά επιβεβλημένες, που περιλαμβάνονται στον Πιν. Α’ αριθμ. 6 και Πιν. Β’ αριθμ. 3, της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3459/2006 και ειδικότερα, στην Θεσσαλονίκη κατά τους παρακάτω αναφερομένους χρόνους κατελήφθη να κατέχει: 1) Εντός της αποθήκης, ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται επί της οδού … στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης, στην οποίαν αυτός διέθετε απεριόριστη και απρόσκοπτη πρόσβαση, στις 14-2-2019, μία νάιλον συσκευασία περιέχουσα ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης μικτού βάρους (1.050) γραμμαρίων και μία νάιλον συσκευασία περιέχουσα ποσότητα κοκαΐνης μικτού βάρους (52) γραμμαρίων, 2) εντός της αυτής ως άνω αποθήκης, ιδιοκτησίας του, στην οδό … στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης, στην οποίαν όπως ήδη αναφέρθηκε, διέθετε απεριόριστη και απρόσκοπτη πρόσβαση, στις 15-2-2019, τέσσερα νάιλον δέματα, περιέχοντα ποσότητες ακατέργαστης κάνναβης μικτού βάρους (1.072), (961), (1.012) και (1.000) γραμμαρίων αντίστοιχα, 3) εντός οικίας (διαμέρισμα 1ου ορόφου) στην οδό … στην Νεάπολη Θεσσαλονίκης, στην οποίαν επίσης αυτός διέθετε απεριόριστη και απρόσκοπτη πρόσβαση, στις 15-2-2019, δυο νάιλον δέματα, περιέχοντα ποσότητες ακατέργαστης κάνναβης μικτού βάρους (1.052) και (1.062) γραμμαρίων αντίστοιχα και μία χάρτινη συσκευασία περιέχουσα ποσότητα ακατέργαστης κάνναβης μικτού βάρους (12) γραμμαρίων, 4) σε μονοκατοικία, ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στ … Θεσσαλονίκης, στην οποίαν διέθετε απεριόριστη και απρόσκοπτη πρόσβαση, στις 15-2-2019, έντεκα (11) συσκευασίες ηρωίνης, μικτού βάρους (521), (510), (513), (502), (504), (505), (503), (107), (102), (101) και (33) γραμμαρίων αντίστοιχα και τρία νάιλον δέματα, περιέχοντα ποσότητες ακατέργαστης κάνναβης μικτού βάρους (1.097), (1.196) και (1.092) γραμμαρίων αντίστοιχα. Τις ανωτέρω ποσότητες ναρκωτικών ουσιών κατείχε όχι για δική του αποκλειστικά χρήση, αλλά για την εντεύθεν παράνομη εμπορία και την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακίνησή τους, ενώ είναι πρόσωπο που κατ’ επάγγελμα διακινεί ναρκωτικές ουσίες, καθώς από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αλλά και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της εν λόγω πράξης (χρησιμοποίηση περισσοτέρων οικημάτων, εντός των οποίων απέκρυπτε τις ναρκωτικές ουσίες, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών υψηλής οικονομικής αξίας και ορισμένες εξ αυτών επιμερισμένες σε μερικότερες σχεδόν ισομερείς ποσότητες, ύπαρξη τριών ηλεκτρονικών ζυγαριών ακρίβειας, υψηλό ανευρεθέν χρηματικό ποσόν), προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ το προσδοκώμενο όφελος του από την διακίνηση των παραπάνω ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών υπερβαίνει το χρηματικό ποσόν των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000,00€)», καταδίκασε δε αυτόν (αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο) σε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας (Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο III νομική σκέψη, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με τη μορφή της κατοχής αυτών, με προσδοκώμενο όφελος μεγαλύτερο των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000,00 €), κατ’ επάγγελμα, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, έγκλημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, τις οποίες ορθά εκτίμησε χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 12, 13 περ. στ’, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α’, 27 παρ. 1, 51, 52, 79 και 463 παρ. 4 του Π.Κ., 20, 23 παρ. 2 περ. α’, 40, 41 του Ν. 4139/2013 και 1 παρ. 1 και 2 πιν. Α’ αρ. 6, Πιν. Β’ αρ. 3 του Ν. 3459/2006, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, L.T. του S., το Δικαστήριο της ουσίας εκθέτει στην ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφασή του, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως έκρινε ότι αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, με βάση τα οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου, ειδικότερα δε την παρ. 2 περ. α’ του άρθρου 23 Ν. 4139/2013, με την οποία προβλέπεται η ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της ενέργειας του δράστη κατ’ επάγγελμα με προσδοκώμενο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000,00 €), αναφορικά με την κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, καθόσον περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο δράσης του, καθώς και την υποδομή που είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ανωτέρω παράνομης και αξιόποινης πράξης [«χρησιμοποίηση περισσοτέρων οικημάτων, εντός των οποίων απέκρυπτε τις ναρκωτικές ουσίες, μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών υψηλής οικονομικής αξίας, (…) επιμερισμένες σε μερικότερες σχεδόν ισομερείς ποσότητες (…) από την ύπαρξη τριών ηλεκτρονικών ζυγαριών ακρίβειας και την ανεύρεση υψηλού ανευρεθέντος χρηματικού ποσού (67.700 ευρώ)»), αιτιολογία που αυτοτελώς στηρίζει την κρίση του περί τέλεσής της κατ’ επάγγελμα, απορριπτομένης ως αλυσιτελούς της αιτίασης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο IV νομική σκέψη, ότι στην πληττόμενη απόφαση δεν περιγράφονται πράξεις επανειλημμένης τέλεσής της για την θεμελίωση της επιβαρυντικής περίστασης ότι ενεργούσε κατ’ επάγγελμα. Περαιτέρω δε με αιτιολογική επάρκεια προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το προσδοκώμενο όφελος από τη διακίνηση των ανωτέρω ναρκωτικών ουσιών, που υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000,00 €), έχοντας συνεκτιμήσει τις μεγάλες ποσότητες αυτών, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το κόστος κτήσης τους, λαμβανομένου υπόψη ότι για την στοιχειοθέτηση της ανωτέρω επιβαρυντικής περίστασης της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών ο νόμος αρκείται στην κατ’ επάγγελμα τέλεσή της και το προσδοκώμενο όφελος από τη διακίνηση αυτή να υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000,00€), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος κτήσης των διακινούμενων ναρκωτικών ουσιών. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας με αιτιολογική επάρκεια κατέληξε στην κρίση ότι συντρέχει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, L.T. του S., η ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση της τέλεσης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με τη μορφή της κατοχής αυτών, με προσδοκώμενο όφελος άνω των εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000,00 €), κατ’ επάγγελμα, απέδωσε στο νόμο την πραγματική του έννοια και υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 περ. α’ του Ν. 4139/2013, χωρίς ουδόλως να παραβιάσει αυτήν ευθέως ή εκ πλαγίου. Οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου L.T. του S., για έλλειψη της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με το ύψος του προσδοκώμενου οφέλους από την ανωτέρω διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών και την συνδρομή της κατ’ επάγγελμα διακίνησης αυτών, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησής του, με τις οποίες επιχειρεί να θεμελιώσει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικό λόγο, είναι αβάσιμες και επομένως απορριπτέες.
VI.Κατά τη διάταξη του άρθρου 40 του Ν. 4139/2013, σε περίπτωση καταδίκης για παράβαση των άρθρων 20, 22 και 23 του παραπάνω νόμου, το δικαστήριο διατάσσει τη δήμευση όλων των πραγμάτων, τα οποία προήλθαν από την πράξη, του τιμήματος τους, των κινητών και ακινήτων που αποκτήθηκαν με το τίμημα αυτό ή από την αποδοχή και διάθεσή τους, καθώς και των μεταφορικών μέσων και όλων των αντικειμένων, τα οποία χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την τέλεση της πράξης είτε αυτά ανήκουν στον αυτουργό είτε σε οποιονδήποτε από τους συμμέτοχους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π.Κ., «Αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος, το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα, που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης, μπορούν να δημευθούν, αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους (….)», ομοίου δε περιεχομένου είναι η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 (Φ.Ε.Κ. 95/11-6-2019, τεύχος πρώτο) και ισχύει από 1-7-2019 (Α.Π. 884/2019). Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους επαφίεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (Α.Π. 238/2021). Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη σχετική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται με πλάγιο τρόπο, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιέχεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, ανάγεται δε στα στοιχεία θεμελίωσης και στην ταυτότητα του σχετικού εγκλήματος, υπάρχουν ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του ουσιαστικού ποινικού νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 1308/2020).
VII. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλόμενης υπ’ αρ. …/26-11-2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι αυτό δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι τα χρηματικά ποσά των: α) δύο χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα ευρώ (2.850,00 €), β) πενήντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα ευρώ (2.850,00 €) και γ) έξι χιλιάδων ευρώ (6.000,00 €), που βρέθηκαν στην κατοχή του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, …, και κατασχέθηκαν με την από 15-2-2019 έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά την ημέρα, που συντάχθηκε από τον ανθυπαστυνόμο του Τ.Α. …. Γ. Κ., όπως, κατά πιστή μεταφορά, αναγράφεται στην ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση: «σχετίζονται με το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών, για το οποίο ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε και έχουν προέλθει από την πράξη αυτή.», ακολούθως δε επικύρωσε την ανωτέρω κατάσχεση και διέταξε τη δήμευση και των ανωτέρω κατασχεθέντων χρηματικών ποσών. Με αυτές τις παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει ότι τα ως άνω χρηματικά ποσά σχετίζονται με το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών, για το οποίο ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος καταδικάστηκε, ακολούθως δε υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 68 του Π.Κ. και 40 του Ν. 4139/2013, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση, ως προς το κεφάλαιο αυτό (Α.Π. 483/2020). Συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος και τελευταίος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως προς την επικύρωση της κατάσχεσης και τη δήμευση των ανωτέρω κατασχεθέντων χρηματικών ποσών, είναι αβάσιμος.