Αριθμός 1079/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή και Ανθή Γκάμαρη- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 9η Ιανουαρίου 2019 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1. Ά. Κ. του Α., 2. Α. – Κ. Κ. του Α., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Ειρήνη Παπακώστα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσίβλητων:1.Ε. χήρας Β. Κ., το γένος Α. Λ., κατοίκου …, 2.Ζ. Λ. του Γ. κατοίκου …, 3.Γ. Λ. του Α., κατοίκου …, 4.Α.-Μ. Λ. του Α., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Γούση με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-2-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 139/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 104/2018 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-4-2018 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου, από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης ; χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω σ’ αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, ο καθαρισμός η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, και αν πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή κληρονομιάς, η μεταγραφή της και η καταβολή των οικείων φόρων (ΑΠ 401/2018) Μόνη δε η σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων ή άλλων νομικών πράξεων ή η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, δεν αποτελεί πράξη νομής, εάν δεν συνδυάζεται και με άλλες εμφανείς πράξεις, νομής στο επίδικο.(ΑΠ 26/2015). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ, με το οποίο ορίζεται ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, συνάγεται ότι ο κληρονόμος, χωρίς να αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί των κληρονομιαίων πραγμάτων και, ακόμη, χωρίς να γνωρίζει την επαγωγή της κληρονομιάς και των αντικειμένων της αυτής, θεωρείται (κατά πλάσμα δικαίου) ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος ολόκληρη την έννομη σχέση της νομής και τα εξ αυτής δικαιώματα και με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο κληρονομούμενος είχε τη νομή κατά το χρόνο του θανάτου του, συνεπώς μπορεί να ασκήσει και τις αγωγές περί νομής (984 ΑΚ). Για να αποκτήσει ο κληρονόμος φυσική εξουσία επί κληρονομιαίου πράγματος πρέπει να καταλάβει το πράγμα σωματικά, ώστε η έννοια της ανωτέρω διάταξης (άρθρου 983 ΑΚ) είναι ότι στον κληρονόμο μεταβιβάζεται το δικαίωμα της νομής, δυνάμει του οποίου μπορεί πλέον αυτός να επιληφθεί του πράγματος και να ιδρύσει νέα φυσική εξουσία, ήτοι δική του νομή (ΑΠ 1526/2006). Εάν μετά το θάνατο του κληρονομουμένου τρίτος καταλάβει τη νομή κληρονομιαίου πράγματος, πριν ο κληρονόμος επιληφθεί αυτού, τότε ο μεν τρίτος αποκτά τη νομή του κληρονομιαίου πράγματος, ο δε κληρονόμος θεωρείται ότι την απώλεσε και έχει κατά του τρίτου την αγωγή περί αποβολής από τη νομή. Εάν, όμως ο κληρονόμος επιχειρήσει την εκ νέου ανάκτηση της νομής αυτογνωμόνως και χωρίς τη θέληση του τρίτου προσβάλλει παράνομα τη νομή που απέκτησε ο τρίτος, εκτός εάν το τρίτος είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα παρ’ αυτού εντός του τελευταίου έτους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 988 ΑΚ. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 980, 984 εδ α, 989 και 991 ιδίου Κώδικα προκύπτει, εκτός άλλων, ότι η προσβολή της νομής με διατάραξη, που τέτοια συνιστά κάθε θετική πράξη η παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του, (χωρίς ο τελευταίος να αποβάλλεται, αλλά διατηρεί τη νομή), αν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα, παρέχει στον τελευταίο αγωγή για παύση της διατάραξης και την παράλειψη της στο μέλλον. Η αγωγή αυτή, δεν μπορεί να αποκρουσθεί με ένσταση του εναγομένου ότι η προσβολή έγινε δυνάμει εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος, επί του επίδικου, £κτός αν το τελευταίο έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σε αυτόν και στον ενάγοντα (ΑΠ 2110/2009). Μπορεί βέβαια να αποκρουσθεί με ισχυρισμό ιδίας νομής στο πράγμα, που αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 585/2016,ΑΠ 1792/2005), επί τέτοιας δε αγωγής για προστασία της νομής δεν ενδιαφέρει η κυριότητα (106/2005),ενώ μπορεί στην εν λόγω αγωγή να σωρευθεί και αγωγή αναγνωριστική της νομής (ΑΠ 585/20016).
Περαιτέρω, από το άρθρο 68 και 556 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της αναίρεσης και των κατ’ ιδίαν αυτήν λόγων, θεμελιώνεται δε στη βλάβη που υφίσταται ο αναιρεσείων από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και με την άσκηση της αναίρεσης επιδιώκεται η ανατροπή της επιβλαβούς αυτής για τον αναιρεσείοντα συνέπειας. Έτσι, αν οι προσβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΑΠ 394/2012). Όπως, απορριπτέος ως αλυσιτελής είναι ο λόγος αναίρεσης που πλήττει αιτιολογία της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της ή προσάπτεται πλημμέλεια για παραδοχή της απόφασης, η οποία δεν επιδρά στο διατακτικό στηριζόμενο αυτοτελώς (και) σε άλλες παραδοχές, αφού υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1660/2012, ΑΠ 144/2015). Αλυσιτελείς, επίσης, είναι οι λόγοι αναίρεσης που πλήττουν πλεοναστικές αιτιολογίες (ΑΠ 755/2018, ΑΠ 1207/2017).
Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάργηση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Εντός του οικισμού … της τοπικής κοινότητας …, δημοτικής ενότητας … του δήμου …, κείται οικόπεδο, εμβαδού 518,26 τ.μ. οποίο υπάρχει κτισμένη παλαιά, διώροφη, λιθόκτιστη, πετροσκεπής οικία, με υπόγειο. Το οικόπεδο αυτό συνορεύει βορειοανατολικό εν μέρει, σε τεθλασμένη πλευρά, συνολικού μήκους 29,18 μέτρων, με ιδιοκτησία Α. Χ. και εν μέρει, σε πλευρά μήκους 4,40 μέτρων, με ιδιοκτησία Α. Χ. και με μονοπάτι, νοτιοανατολικά, σε πλευρό μήκους 13,27 μέτρων, με ιδιοκτησία Ε. Β., νοτιοδυτικά, σε τεθλασμένη πλευρά, συνολικού μήκους 44,53 μέτρων, με ιδιοκτησία Α. Ε. και βορειοδυτικά εν μέρει, σε τεθλασμένη πλευρά, συνολικού μήκους 9,96 μέτρων, με κοινοτική οδό και εν μέρει, σε τεθλασμένη πλευρά, συνολικού μήκους 25,61 μέτρων, με ιδιοκτησία Ν. Ρ.. Η διώροφη, λιθόκτιστη, πετροσκεπής οικία με υπόγειο που είναι κτισμένη στο ανωτέρω οικόπεδο, αποτελείται από τους εξής χώρους: Α. Από υπόγειο (κατώι), εμβαδού 78,67 τ.μ., Β. Από ισόγειο όροφο που αποτελείται από 4 δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους, συνολικού εμβαδού 78,67 τ.μ., και Γ. Από πρώτο όροφο που αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, εμβαδού 78,67 χμ. Η αξία του άνω ακινήτου προσδιορίζεται από τους ενάγοντες στο ποσό των 60.000 ευρώ περίπου και φέρεται όχι περιήλθε στους ενάγοντες ως εξής: α) Στην 1η ενάγουσα, Ε. χήρα Β. Κ., το γένος Α. και Β. Λ., η οποία γεννήθηκε στο χωριό … κατά το έτος 1926, φέρεται όχι περιήλθε σε ποσοστό 1/2 ή 4/8 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της μητέρας της, Β. χήρας Α. Λ., το γένος Κ. και Μ. Σ., η οποία απεβίωσε στις 13.06.1991, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Η 1η ενάγουσα αναμίχθηκε στην ανωτέρω κληρονομιά ως κληρονόμος αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας της, και την αποδέχθηκε με την υπ’ αριθμόν ….55/05.10.2012 πράξη αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Μ. Κ., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …65 και αριθμό …62 των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου …., β) Στον 2ο ενάγοντα, Ζ. Λ. του Γ. και της Ε., (ανεψιό της 1ης ενάγουσας από αδελφό), ο οποίος γεννήθηκε στο … στις 07.10.1958, φέρεται όχι περιήλθε κατά ποσοστό 1/4 ή 2/8 εξ αδιαιρέτου ως εξής: ι) Κατά ποσοστό 6/32 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του πατέρα του, Γ. Λ. του Α. και της Β., (αδελφού της 1ης ενάγουσας), ο οποίος απεβίωσε στο …. στις 21.3.2005, χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ο 2ος ενάγων αναμίχθηκε στην ανωτέρω κληρονομιά ως κληρονόμος αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του, στον οποίο φέρεται ότι είχε περιέλθει το ανωτέρω ακίνητο σε ποσοστό 1/2 ή 16/32 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της μητέρας του, Β. χήρας Α. Λ., το γένος Κ. και Μ. Σ., και ιι) Κατά ποσοστό 2/32 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της μητέρας του, Ε. χήρας Γ. Λ., το γένος Ζ. Ν., η οποία απεβίωσε στο Βόλο, στις 9.12.2005. Στη μητέρα του φέρεται ότι είχε περιέλθει σε ποσοστό 4/32 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του συζύγου της (και πατέρα του 2ου ενάγοντος), Γ. Λ. του Α. και της Β.. Τις ανωτέρω κληρονομιές, στις οποίες φέρεται ότι αναμίχθηκαν όλοι οι ανωτέρω κληρονόμοι αμέσως μετά τον θάνατο των κληρονομουμένων, αποδέχθηκε τελικά ο 2ος ενάγων με την υπ’ αριθμόν …59/25.10. 2012 πράξη αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Μ. Κ., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ….5 και αριθμό …55 των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου …. γ) Στον 3ο ενάγοντα, Γ. Λ. του Α. και της Ε., και στην 4η ενάγουσα, Α.-Μ. Λ. του Α. και της Ε., (εγγόνια αδελφού της 1ης ενάγουσας), φέρεται ότι περιήλθε το ανωτέρω ακίνητο σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου στον καθένα ως εξής: ι) Κατά ποσοστό 3/32 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομιά του παππού τους, Γ. Λ. του Α. και της Β., (αδελφού της 1ης ενάγουσας), ο οποίος απεβίωσε στο …, σας 21.3.2005, μετά τον θάνατο του γιου του (και πατέρα των ανωτέρω εναγόντων), Α., χωρίς να αφήσει διαθήκη. Οι ανωτέρω ενάγοντες φέρεται ότι αναμίχθηκαν στην ανωτέρω κληρονομιά κληρονόμοι αμέσους μετά τον θάνατο του παππού τους, στον οποίο φέρεται ότι είχε περιέλθει το ανωτέρω ακίνητο σε ποσοστό 1/2 ή 16/32 ε§ αδιαιρέτου από κληρονομιά της μητέρας του, Β. χήρας Α. Λ., το γένος Κ. και Μ. Σ., και 11). Κατά ποσοστό 1/32 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομιά της γιαγιάς τους, Ε. χήρας Γ. Λ., το γένος Ζ. Ν., η οποία απεβίωσε στο …., στις 9.12.2005, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και στην οποία φέρεται ότι είχε περιέλθει σε ποσοστό 4/32 ε§ αδιαιρέτου από κληρονομιά του συζύγου της (και παππού των ανωτέρω εναγόντων), Γ. Λ. του Α. και της Β.. Τις ανωτέρω κληρονομιές, στις οποίες φέρεται ότι αναμίχθηκαν όλοι οι ανωτέρω κληρονόμοι αμέσως μετά τον θάνατο των κληρονομουμένων, αποδέχθηκαν τελικά ο 3ος ενάγων και η 4η ενάγουσα με την υπ’ αριθμόν …64/05.11.2012 πράξη αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Μ. Κ., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ….65 και αριθμό …374 των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου …. Στη δικαιοπάροχο των εναγόντων, Β. χήρα Α. Λ., το γένος Κ. και Μ. Σ., η οποία απεβίωσε στις 13.6.1991, χωρίς να αφήσει διαθήκη, φέρεται ότι είχε περιέλθει το ανωτέρω ακίνητο κατά κυριότητα εξαιτίας έκτακτης χρησικτησίας, διότι αυτή το είχε στην κατοχή και νομή της επί 60 και πλέον έτη με διάνοια κυρίας και ασκούσε σε αυτό όλες τις πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν στον αληθή κύριο του ακινήτου και στη φύση του ακινήτου, με καλή πίστη και διάνοια κυρίας, αδιάκοπα, ανεπίληπτα και χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από κανένα. Ειδικότερα, η Β. χήρα Α. Λ. κατοικούσε μόνιμα στο ανωτέρω κτίσμα, το οποίο αποτελούσε την κύρια κατοικία της, το συντηρούσε, καλλιεργούσε κήπο στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, διατηρούσε τα ζώα της (κότες και κατσίκες) στο κατώι του κτίσματος, καθάριζε και διαμόρφωνε το οικόπεδο, επέβλεπε και φύλασσε το ακίνητο από τις αυθαίρετες καταλήψεις και τις προσβολές τρίτων προσώπων και κανείς, (ούτε οι εναγόμενοι ή οι δικαιοπάροχοι τους), δεν την ενόχλησε ποτέ ούτε παρακώλυσε την άσκηση της νομής της επί του ακινήτου. Το ανωτέρω ακίνητο υπήρξε στο απώτατο παρελθόν ιδιοκτησία του Σ. Λ., (παππού της 1ης ενάγουσας, πατέρα του πατέρα της, Α. Λ., και προπάππου των εναγομένων, πατέρα του παππού τους, Γ. Λ.), ο οποίος απεβίωσε περί το έτος 1900. Αργότερα, περί το έτος 1930, διενεργήθηκε μεταξύ των κληρονόμων του Σ. Λ. άτυπη διανομή της κληρονομιάς του και εξαιτίας αυτής της διανομής το ανωτέρω ακίνητο κατέληξε στη Β. χήρα Α. Λ., (μητέρα της 1ης ενάγουσας), η οποία κατοικούσε έκτοτε στο επίδικο οίκημα, αρχικά με τα δύο τέκνα της και κατόπιν μόνη, ως μόνη και αδιαφιλονίκητη κυρία, νομέας και κάτοχος του. Μεταξύ των έξι τέκνων και κληρονόμων του Σ. Λ. περιλαμβάνονταν: ι) Ο γιος του, Α. Λ., σύζυγος της Β. Λ.υ, πατέρας της 1ης ενάγουσας, Ε. Κ.- Λ., παππούς του 2ου ενάγοντος, Ζ. Λ. του Γ., και προπάππος του 3ου και της 4ης εναγόντων, Γ. Λ. του Α. και Α.-Μ. Λ. του Α.. Ο ανωτέρω, Α. Λ. του Σ., απεβίωσε κατά το έτος 1930. ιι) Ο γιος του, Γ. Λ., απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων, ο οποίος απεβίωσε κατά το έτος 1924. Οι κληρονόμοι αυτού, (του Γ. Λ. του Σ.), ήτοι η σύζυγος του, Κ., και η θυγατέρα τους, Ε. Λ.υ, μητέρα των εναγομένων, πώλησαν το εξ αδιαιρέτου μερίδιο τους επί του ανωτέρω ακινήτου, (ποσοστού 1/6 εξ αδιαιρέτου), στον Γ. Λ. του Α., αδελφό της 1ης ενάγουσας, πατέρα του 2ου ενάγοντος και παππού των λοιπών εναγόντων, κατά το έτος 1948, και ως προς την πώληση αυτή συντάχθηκε το υπ’ αριθμόν …13/30.09.1948 συμβόλαιο πώλησης ενώπιον του συμβολαιογράφου Χ. Κ.. Το ουσιώδες περιεχόμενο αυτού του συμβολαίου είναι το εξής: (Ακολουθεί το περιεχόμενο του συμβολαίου).Από το περιεχόμενο του ανωτέρω συμβολαίου πώλησης, του οποίου δεν αμφισβητείται η γνησιότητα, συνάγονται αναμφίβολα τα εξής περιστατικά: ι) Στις 30 Σεπτεμβρίου 1948 η Ε. Γ. Λ., οικοκυρά, κάτοικος …, (μητέρα των εναγομένων), ενεργώντας για τον εαυτόν της ατομικά και ως πληρεξούσια και αντιπρόσωπος της μητέρας της, Κ. (ή Κ.) χήρας Γ. Λ., το γένος Σ. Μ., οικοκυράς, κατοίκου …, δήλωσε ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου Χρίστου Αποστόλου Κοντού ότι από κληρονομιά του πατέρα αυτής και συζύγου της μητέρας της, Γ. Λ. (του Σ.), αποβιώσαντος κατά το έτος 1924 άνευ διαθήκης περιήλθε σε αυτές, (δηλαδή στην Ε. και στην Κ. Λ.), κοινό και αδιαίρετα, ως μόνες κληρονόμους του θανόντος (Γ. Λ. του Σ.), το ένα έκτο εξ αδιαιρέτου (1/6) της ήδη επίδικης οικίας με τα παραρτήματα της και το οικόπεδό της, εμβαδού ενός στρέμματος, και ότι τα λοιπά 5/6 εξ αδιαιρέτου του ίδιου ακινήτου ανήκουν στους λοιπούς κληρονόμους του Σ. Λ., (απώτατου δικαιοπαρόχου όλων των διαδίκων), u) Το ανωτέρω ποσοστό (1/6 εξ αδιαιρέτου) του ακινήτου, το οποίο περιήλθε σε αυτές εξαιτίας κληρονομικής διαδοχής, ελεύθερο παντός βάρους, χρέους, υποθήκης, προσημείωσης, κατάσχεσης και τρίτου εκνίκησης, πώλησε, μεταβίβασε και παρέδωσε η Ε. Γ. Λ., (μετέπειτα σύζυγος Α. Κ., μητέρα των εναγομένων), ενεργώντας για τον εαυτόν της ατομικά και ως πληρεξούσια και αντιπρόσωπος της μητέρας της, στις 30.09.1948, προς τον αντισυμβαλλόμενό της, Γ. Α. Λ., (αδελφό της 1ης ενάγουσας, πατέρα του 2ου ενάγοντος και παππού των λοιπών εναγόντων), με όλα εν γένει τα δικαιώματά τους, προσωπικά και πραγματικά, και τις συναφείς αγωγές, τις οποίες εκχώρησε προς τον αγοραστή, αντί τιμήματος ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών, το οποίο έλαβε, και παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα κατοχής και κυριότητας και από κάθε ένσταση για διάρρηξη της σύμβασης εξαιτίας υπέρογκης βλάβης, βίας ή πλάνης, ιιι) Η πωλήτρια, ενεργώντας με τις ανωτέρω ιδιότητές της, κατέστησε τον αγοραστή, Γ. Λ. του Α., με ρητή δήλωσή της, κύριο, νομέα και κάτοχο του αντικειμένου της πώλησης, (δηλαδή του 1/6 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω ακινήτου που είχε περιέλθει στην πωλήτρια και στη μητέρα της).
Συνεπώς, στις 30.09.1948, οπότε διάνυε την ηλικία των 26 ετών και γνώριζε άριστα τα δικαιώματα του θανόντος πατέρα της, Γ. Λ. του Σ., στην κληρονομιά του δικού του πατέρα (και παππού της), Σ. Λ., η δικαιοπάροχος των εναγομένων, Ε. Γ. Λ., (μετέπειτα σύζυγος Α. Κ.): ι) Είχε την πεποίθηση ότι στον θανόντα πατέρα της, ως κληρονόμο του Σ. Λ., είχε περιέλθει (και ανήκε) το ένα έκτο (1/6 εξ αδιαιρέτου) του ήδη επίδικου ακινήτου, ιι) Το ποσοστό αυτό της κληρονομιάς (του Σ. Λ., το οποίο είχε περιέλθει στον πατέρα της) μεταβίβασε στον πρώτο εξάδελφο της, Γ. Λ. του Α. εξαιτίας πώλησης, και ιιι) Παρέδωσε αυθημερόν τη νομή του πωληθέντος ακινήτου στον αντισυμβαλλόμενο της. Έκτοτε, καμία από τις ανωτέρω δύο πωλήτριες (Ε. και Κ. Λ.) και κανένας από τους κληρονόμους συγγενείς τους δεν εμφανίστηκε στο ανωτέρω ακίνητο επί πάμπολλα έτη. Στη διάρκεια της δίκης τούτης δεν αποδείχθηκε αναμφίβολα ότι το ανωτέρω συμβόλαιο πώλησης (υπ’ αριθμόν …13/ 30.09.1948 του συμβολαιογράφου Χ. Α. Κ.) υποβλήθηκε σε μεταγραφή και, ιδίως, δεν αποδείχθηκε ο τόμος και ο αριθμός της μεταγραφής, (μολονότι στο άνω μέρος της εμπρόσθιας σελίδας του προσκομισθέντος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φωτοαντιγράφου του υπάρχει σχετική σημείωση εντελώς δυσδιάκριτη), αλλά το γεγονός αυτό (της μη απόδειξης μεταγραφής) δεν αίρει τις ανωτέρω έννομες συνέπειες που προκαλεί η κατάρτιση αυτού του εγγράφου. Επίσης, στο ανωτέρω ακίνητο δεν εμφανίστηκε και κανείς από τους λοιπούς κληρονόμους του Σ. Λ., στους οποίους είχαν περιέλθει τα λοιπά 4/6 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου, (αφαιρείται το 1/6 που είχε περιέλθει στον Α. Λ. του Σ., δικαιοπάροχο των εναγόντων, και το 1/6 που είχε περιέλθει στον Γ. Λ. του Σ., δικαιοπάροχο των εναγομένων). Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, ενώ η δικαστική τούτη διαμάχη των διαδίκων διαρκεί ήδη πέντε έτη περίπου και έγινε γνωστή μεταξύ των κοινών συγγενών τους και’ των κατοίκων του χωριού … …, δεν εμφανίστηκε κανείς από τους λοιπούς κληρονόμους του Σ. Λ., (πλην των εναγομένων), για να αμφισβητήσει τα δικαιώματα των εναγόντων στο επίδικο ακίνητο ή για να προβάλει δικά του δικαιώματα στο ακίνητο αυτό. Έτσι, τεκμαίρεται ως βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η δικαιοπάροχός τους, Β. χήρα Α. Λ., είχε την κατοχή και νομή της ολόκληρο το επίδικο ακίνητο, (οικόπεδο και οικία), επί πάμπολα έτη, (αν όχι επί 60 έτη, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, τουλάχιστον επί 43 έτη, δηλαδή από το έτος 1948 έως το έτος 1991, οπότε απεβίωσε), και ασκούσε σε αυτό όλες,τις πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν στον αληθή κύριο του ακινήτου και στη φύση του ακινήτου. Μετά τον θάνατο της Β. χήρας Α. Λ., δικαιοπαρόχου των εναγόντων, στο επίδικο ακίνητο υπεισήλθαν οι ενάγοντες και (πριν από αυτούς) οι αναφερόμενοι δικαιοπάροχοι τους, ως συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι αυτού, ιδίως, μάλιστα, η 1η ενάγουσα, η οποία διαμένει σχεδόν μόνιμα στον οικισμό των …, σε άλλη οικία, σε απόσταση 150 μέτρων περίπου από το επίδικο κτίσμα, και ενεργούσε για λογαριασμό της, ως κληρονόμος της μητέρας της, αλλά και για λογαριασμό των λοιπών εναγόντων, (ως αντιπρόσωπος αυτών), όλων κατιόντων της Β. χήρας Α. Λ., τους οποίους αναγνώριζε η 1η ενάγουσα ως συνιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, πράξεις νομής επί του ακινήτου, δηλαδή συντηρούσε το κτίσμα, καλλιεργούσε κήπο στο ακάλυπτο μέρος του οικοπέδου κάθε χρόνο, καθάριζε και διαμόρφωνε το χώρο, επέβλεπε και φύλασσε το ακίνητο από καταλήψεις και προσβολές τρίτων και, γενικά, έκανε όσα κάνει ο ιδιοκτήτης ακινήτου στο ακίνητο του, και κανείς, ούτε οι εναγόμενοι, δεν την ενόχλησε ποτέ ούτε παρακώλυσε την εκ μέρους της άσκηση πράξεων νομής επί του ακινήτου. Κάθε χρόνο, περί τις αρχές του καλοκαιριού, η 1η ενάγουσα αποθήκευε ξύλα για χη σόμπα της, (περί τους 2 τόνους), στο κατώι της επίδικης οικοδομής, όπου τοποθετούσε, επίσης, γεωργικά εργαλεία και σάκους με κοπριά για τα κτήματά της. Επίσης, κάθε χρόνο η 1η ενάγουσα και ο γιος της, Α.ς, φρόντιζαν για τον καθαρισμό του επίδικου οικοπέδου από τα χορτάρια, για να αποφεύγεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Περί τα τέλη Ιουλίου ή τις αρχές Αυγούστου του έτους 2012 η 1η ενάγουσα διαπίστωσε ότι κάποιος είχε παραβιάσει το παλαιό λουκέτο που υπήρχε τοποθετημένο στην είσοδο του επίδικου κτίσματος. (Το λουκέτο αυτό εικονίζεται σε φωτογραφία, την οποία προσκόμισαν οι ενάγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου, και διαπιστώνεται άμεσα ότι είναι ένα παμπάλαιο λουκέτο, ενδεχομένως προγενέστερο του έτους 1960). Η 1η ενάγουσα δεν έδωσε σημασία στο γεγονός, επισκεύασε το λουκέτο, το τοποθέτησα εκ νέου στη θέση του και αποχώρησε από το ακίνητο. Στη συνέχεια η 1η ενάγουσα και ο γιος της, Α.ς, επισκέφτηκαν αρκετές φορές το ακίνητο, για να το επιθεωρήσουν, και δεν διαπίστωσαν κάποια παραβίαση. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2012, ο γιος της 1ης ενάγουσας, Α.ς, επισκέφθηκε πάλι το επίδικο ακίνητο και διαπίστωσε ότι βρίσκονταν εκεί οι εναγόμενοι, οι οποίο είχαν αφαιρέσει το παλαιό λουκέτο και στη θέση του είχαν τοποθετήσει άλλο λουκέτο με αλυσίδα. (Το λουκέτο αυτό και η αλυσίδα εικονίζονται σε φωτογραφία, την οποία προσκόμισαν οι εναγόμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου, και διαπιστώνεται άμεσα ότι είναι λουκέτο και αλυσίδα της εποχής μας). Ο γιος της 1ης ενάγουσας, ενεργώντας αυτοδύναμα, προκειμένου να προστατεύσει τη νομή της μητέρας του, 1ης ενάγουσας, στο επίδικο ακίνητο, αφαίρεσε το λουκέτο των εναγομένων. Παρόμοιο περιστατικό έλαβε χώρα ένα μήνα αργότερα μεταξύ των εναγομένων και του γιου της 1ης ενάγουσας. Τα περιστατικά αυτά είχαν ως συνέπεια την πρόκληση διαπληκτισμών μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, (δηλαδή της 1ης ενάγουσας, του γιου της, Α., και των εναγομένων), και την υποβολή αμοιβαίων καταγγελιών ενώπιον της αρμόδιας αστυνομικής υπηρεσίας (Αστυνομικού Τμήματος Περιφέρειας ….). Στη συνέχεια οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από τις τοπικές υπηρεσίες του δήμου …. ότι οι εναγόμενοι είχαν εμφανιστεί ως ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου και κατέθεσαν στο δήμο … αίτηση, με την οποία ζήτησαν να τους χορηγηθούν έγγραφα, σχετικά με την κυριότητά τους στο επίδικο ακίνητο. Στις αρχές Νοεμβρίου 2012 κάποιος από τους εναγομένους (ή κάποιος συγγενής τους) κατέστρεψε τα κηπευτικά που είχε φυτέψει στο επίδικο ακίνητο η 1η ενάγουσα, και τοποθέτησε δική του κλειδαριά στο κατώι του επίδικου κτίσματος, με σκοπό να εμποδίζεται η πρόσβαση των εναγόντων εκεί. Εξαιτίας των ανωτέρω περιστατικών οι ενάγοντες σχημάτισαν τη γνώμη ότι οι εναγόμενοι αμφισβητούν το δικαίωμα της νομής τους επί του πιο πάνω ακινήτου και διαταράσσουν την άσκηση αυτού του δικαιώματός τους παράνομα. Προκειμένου να προστατεύσουν το δικαίωμα της νομής τους επί του ανωτέρω ακινήτου, οι ενάγοντες άσκησαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των εναγομένων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βόλου και το δικαστήριο εκείνο δέχτηκε την αίτηση τους με την υπ’ αριθμόν 5/2013 απόφαση του (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), απέρριψε την αντίθετη αίτηση των αντιδίκων τους, (ήδη εναγομένων). και υποχρέωσε τους καθ’ ων, ήδη εναγομένους, να παύσουν κάθε ενεστώσα διατάραξη της νομής των εναγόντων επί του ανωτέρω ακινήτου και να μην την επαναλάβουν στο μέλλον. Επίσης, το Ειρηνοδικείο Βόλου υποχρέωσε τους αιτούντες, ήδη ενάγοντες, να ασκήσουν τακτική αγωγή εναντίον των αντιδίκων τους, εντός προθεσμίας 45 ημερών από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης του, με αντικείμενο (της αγωγής) τα στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης κριθέντα προσωρινά”. Στη συνέχεια οι ενάγοντες άσκησαν την ήδη ένδικη αγωγή τους.
Στη διάρκεια της δίκης τούτης οι εναγόμενοι, προκειμένου να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς της, (σύμφωνα με τους οποίους είναι αποκλειστικοί συγκύριοι όλου του επίδικου ακινήτου, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, εξαιτίας κληρονομικής διαδοχής της μητέρας τους, Ε. χήρας Α. Κ., το γένος Γ. και Κ. Λ. – Λ.), προσκόμισαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (μεταξύ άλλων εγγράφων) τις εξής δύο πράξεις δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, ήτοι: 1) Την υπ’ αριθμόν 5.936/2001 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, η οποία έχει το εξής ουσιώδες περιεχόμενο: (Ακολουθεί το περιεχόμενο της πράξης).
2) Την υπ’ αριθμόν ….75/2009 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, η οποία έχει το εξής ουσιώδες περιεχόμενο: (Ακολουθεί το περιεχόμενο της πράξης).
Από το περιεχόμενο των ανωτέρω δύο δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς συνάγονται τα εξής: ι) Στις 19 Σεπτεμβρίου 2001 και στις 07 Ιουλίου 2009, οπότε η δηλούσα, Ε. χήρα Α. Κ., το γένος Γ. και Κ. Λ. – Λ.υ, (δικαιοπάροχος των εναγομένων), διάνυε την ηλικία των 79 και 87 ετών, αντίστοιχα, μετά παρέλευση 53 και 61 ετών, αντίστοιχα, από το έτος 1948, οπότε καταρτίστηκε η ανωτέρω σύμβαση πώλησης (που περιέχεται στο ανωτέρω πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό …13/1948), η δηλούσα δήλωσε περιστατικά, εντελώς διαφορετικά από όσα δηλώσει στις 30.09.1948 ενώπιον του συμβολαιογράφου Χ. Α. Κ. και είχαν περιληφθεί στο ανωτέρω πωλητήριο συμβόλαιο αυτού. Ειδικότερα, ενώ στις 30.09.1948 είχε δηλώσει ότι στον θανόντα πατέρα της, ως κληρονόμο του δικού του πατέρα, Σ. Λ., είχε περιέλθει το ένα έκτο (1/6) εξ αδιαιρέτου του ήδη επίδικου ακινήτου και ότι το ποσοστό αυτό της κληρονομιάς (Σ. Λ. και, μετέπειτα, Γ. Σ. Λ.) μεταβίβασε αυτή στον (πρώτο εξάδελφό της) Γ. Λ. του Α. εξαιτίας πώλησης και ότι παρέδωσε αυθημερόν τη νομή του πωληθέντος ακινήτου στον αντισυμβαλλόμενο της, στις ανωτέρω δύο δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς δήλωσε ότι ολόκληρο το επίδικο οικόπεδο είχε περιέλθει στον θανόντα πατέρα της από άτυπη δωρεά που έκανε ο δικός του πατέρας, Σ. Λ.ς, προς αυτόν περί το έτος 1890, και ότι ο πατέρας της (Γ.ς Λ. ή Λ. του Σ.) ανήγειρε επ’ αυτού του οικοπέδου, με δαπάνες του, την ανωτέρω (και ήδη επίδικη) οικία περί το έτος 1920 και έκτοτε κατείχε και νεμόταν το ακίνητο αυτό, (οικόπεδο και οικία), συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι τον θάνατό του που επήλθε στις 18.10.1924. ιι) Ότι με τις ανωτέρω πράξεις δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς η εμφανισθείσα, Ε. χήρα Α. Κ., το γένος Γ. και 1 (ή Κ. ή Κ.) Λ. – Λ.υ, αποδέχεται ολόκληρο το ήδη επίδικο ακίνητο (οικόπεδο και οικία) ως περιελθόν σε αυτή μετά τον θάνατο του αποβιώσαντος κατά το έτος 1924 πατέρα της, Γ. Λ. ή Λ. του Σ., και μετά τον θάνατο της μητέρας της, για τις αιτίες και κατά τα ποσοστά που εκτέθηκαν ανωτέρω, και παραγγέλλει τον αρμόδιο Υποθηκοφύλακα να μεταγράψει τις πράξεις αποδοχής κληρονομιάς, ιιι) Στις ανωτέρω πράξεις αποδοχής κληρονομιάς παραλείπεται ολοσχερώς να γίνει μνεία στο ανωτέρω πωλητήριο συμβόλαιο υπ’ αριθμόν …13/30.09.1948 του συμβολαιογράφου Χ. Α. Κ., στο οποίο είχε συμβληθεί η ήδη δηλούσα, (Ε. χήρα Α. Κ., το γένος Γ. και Κ. Λ.υ), ως πωλήτρια, ατομικά και ως πληρεξούσια (αντιπρόσωπος) της μητέρας της. Περαιτέρω, στη διάρκεια της δίκης τούτης οι εναγόμενοι, προκειμένου να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους, προσκόμισαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (μεταξύ άλλων εγγράφων) τις εξής δύο ένορκες βεβαιώσεις, ήτοι: 1) Την υπ’ αριθμόν 10.301/2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρας Δ. Θ. του Α., η οποία έχει το εξής ουσιώδες περιεχόμενο: (Ακολουθεί το περιεχόμενο αυτής).
2) Την υπ’ αριθμόν …73/2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα Κ. Ρ. του Δ., η οποία έχει το εξής ουσιώδες περιεχόμενο: (Ακολουθεί το περιεχόμενο αυτής).
3… “Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγομένων και το περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων τους αντικρούονται αποτελεσματικά από τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι από την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης (των εναγόντων) και από το περιεχόμενο των εγγράφων, (ιδίως των ένορκων βεβαιώσεων αρκετών συγχωριανών τους), τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι ενάγοντες στη διάρκεια της δίκης τούτης νόμιμα. Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, αποδείχθηκε αναμφίβολα (σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου τούτου) και το Δικαστήριο τούτο σχηματίστηκε δικανική πεποίθηση ότι αληθή περιστατικά είναι όσα εξέθεσε η Ε. Γ. Λ., μετέπειτα σύζυγος Α. Κ., (μητέρα των εναγομένων), στο ανωτέρω πωλητήριο συμβόλαιο υπ’ αριθμόν …13/30.09.1948 του συμβολαιογράφου Χ. Α. Κ., δηλαδή ότι από κληρονομιά του εν έτει 1924 αποβιώσαντος άνευ διαθήκης πατέρα της, Γ. Λ. του Σ., περιήλθε σε αυτή και στη μητέρα της, Κ. χήρα Γ. Λ., κοινά και αδιαίρετα, ως μόνες κληρονόμους του θανόντος, το ένα έκτο (1/6) εξ αδιαιρέτου μιας ανώγειας πεπαλαιωμένης οικίας, μεθ’ όλων των παραρτημάτων, του οικοπέδου της και της περιοχής της, δηλαδή το 1/6 του ήδη επίδικου ακινήτου, (οικοπέδου και οικίας), και ότι το ανήκον σε αυτές ένα έκτο 1 /6 εξ αδιαιρέτου της ως άνω οικίας (μετά του οικοπέδου της) η Ε. Γ. Λ., ενεργώντας ατομικά και ως πληρεξούσια της μητέρας της, Κ. (ή Κ. ή Κ.) χήρας Γ. Λ., πώλησε, μεταβίβασε και παρέδωσε στις 30.09.1948 προς τον αντισυμβαλλόμενό της, Γ. Α. Λ., με όλα εν γένει τα δικαιώματά τους και τις συναφείς αγωγές, αντί του συνομολογηθέντος μεταξύ τους ολικού τιμήματος του ενός εκατομμυρίου δραχμών, το οποίο τίμημα έλαβε η πωλήτρια από τον αγοραστή. Όσα περιλαμβάνονται στις ανωτέρω δύο δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς της Ε. χήρας Α. Κ., το γένος Γ. και Κ. Λ.υ, και στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων και εκτέθηκαν ανωτέρω ως προς τα ουσιώδη σημεία τους, αξιολογούνται ως παντελώς αβάσιμα. Αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν όσα εκτίθενται στα ανωτέρω έγγραφα και στα λοιπά έγγραφα και δικόγραφα που προσκόμισαν οι εναγόμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νόμιμα, η Ε. Λ.-Κ. και οι κατιόντες της δεν θα είχαν ανάγκη κατά τα έτη 2001 και 2009 να αναζητούν πληροφορίες ως προς την κληρονομιαία περιουσία του Γ. Σ. Λ., αφού τα περιστατικά αυτά θα τα γνώριζε άριστα η Ε. Λ.υ- Κ., ηλικίας 26 κατά το έτος 1948, και η μητέρα της,, Κ. χήρα Γ. Λ., η οποία φέρεται ότι έζησε στην επίδικη οικία μέχρι το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου, (ο οποίος τελείωσε επίσημα στις 02.09.1945, μια ημερομηνία που δεν συνηθίζεται να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα ως χρονικό ορόσημο). Περαιτέρω, αφού η Κ. χήρα Γ. Λ. και η θυγατέρα της, Ε. Λ.υ- Κ., θα γνώριζαν ότι το επίδικο ακίνητο (οικόπεδο και οικία) αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του δικαιοπαρόχου τους, συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, Γ. Λ. του Σ., η Ε. Γ. Λ., δικαιοπάροχος των εναγομένων, δεν θα είχε δηλώσει στις 30.09.1948 όσα δήλωσε και περιλήφθηκαν στο ανωτέρω πωλητήριο συμβόλαιο υπ’ αριθμόν …13/30.09.1948 του συμβολαιογράφου Χ. Α. Κ.. Ακόμη, αν η Ε. Λ.υ- Κ. και οι ήδη εναγόμενοι κατιόντες της επισκέπτονταν το επίδικο ακίνητο, όπως αναφέρεται στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις και στις έγγραφες προτάσεις των εναγομένων, και συμπεριφέρονταν ως κύριοι του επίδικου ακινήτου, το γεγονός αυτό θα είχε υποπέσει στην αντίληψη των κατοίκων της περιοχής και δεν θα βεβαιωνόταν από αυτούς στις πάμπολλες ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες προσκόμισαν οι ενάγοντες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι γνώριζαν ως κυρία του επίδικου ακινήτου τη Β. χήρα Α. Λ.. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στην άδεια οικοδομής με αριθμό πρωτοκόλλου 8.053 και αριθμό άδειας 71/15.01.1981, την οποία έλαβε η Κ. (σύζυγος) Ν. Ρ., (δηλαδή η ενόρκως βεβαιούσα υπέρ των εναγομένων στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση υπ’ αριθμόν 2.373/04.12.2013 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου), από το Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Νομού Μαγνησίας, προς ανέγερση ισόγειας οικίας στον οικισμό … …, το ακίνητο, προς το οποίο συνορεύει το οικόπεδο και η (τότε) μελλοντική οικία της Κ.ς Ρ. νοτιοανατολικά, εμφαίνεται ως “ιδιοκτησία των (κληρονόμων) Σ. Λ.” και όχι ως “ιδιοκτησία Ε. Λ.υ-Κ. που εκτίθεται στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση της Κ.ς Ρ.. Επίσης, αν η Ε. Λ.υ – Κ. και οι κατιόντες της επισκέπτονταν το επίδικο ακίνητο, έστω και λίγες φορές στη διάρκεια των τελευταίων ετών, (από το έτος 1991 έως το έτος 2012), θα είχαν αντιληφθεί έγκαιρα την ερείπωσή του εξαιτίας της εγκατάλειψης και των κακών καιρικών συνθηκών και θα είχαν φροντίσει ενωρίτερα για τη διάσωσή του, γεγονός που επιχείρησαν μετά το φθινόπωρο του έτους 2012 και, ιδίως, μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επίσης, αποδείχθηκε αναμφίβολα ότι μετά το έτος 1991, οπότε απεβίωσε η Β. χήρα Α. Λ., οι κατιόντες της, (ήδη ενάγοντες), εγκατέλειψαν το επίδικο ακίνητο, έπαψαν να το χρησιμοποιούν ως κατοικία και έπαψαν με το φροντίζουν με επιμέλεια. Φυσικά, αυτή η συμπεριφορά τους δεν μπορεί να θεωρηθεί από το Δικαστήριο τούτο ως εγκατάλειψη του δικαιώματος νομής που είχαν αποκτήσει στο επίδικο ακίνητο εξαιτίας της κληρονομικής διαδοχής της Β. χήρας Α. Λ., της οποίας η κατοχή και η διάνοια κυρίου ως προς το επίδικο ακίνητο θεωρείται από το Δικαστήριο τούτο ως αναμφίβολα αποδεδειγμένη. Άλλωστε, η άμεση υλική και λεκτική αντίδραση των εναγόντων και η προσφυγή τους στα δικαστήρια, όταν υπέπεσε στην αντίληψή τους ότι οι εναγόμενοι συγγενείς τους προβάλλουν δικαιώματα κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, αποτελεί βάσιμο τεκμήριο ότι οι ενάγοντες δεν παραιτήθηκαν ποτέ από το δικαίωμα νομής τους επί του επίδικου ακινήτου ούτε, φυσικά, θεωρούσαν ότι η δικαιοπάροχος τους, Β. χήρα Α. Λ., διέμενε στο επίδικο ακίνητο επί τόσα πολλά έτη με την ανοχή της Κ.ς χήρας Γ. Λ., της Ε. Λ.υ – Κ. και των κατιόντων αυτής εξαιτίας αισθημάτων φιλαλληλίας και φιλανθρωπίας αυτών. Η εγκατάλειψη και η ερείπωση του επίδικου ακινήτου υπέπεσε στην αντίληψη των εναγομένων περί το έτος 2000 και έκτοτε άρχισαν αυτοί να αναζητούν τρόπους, ώστε να αποκτήσουν την κυριότητα του ακινήτου αυτού, όταν όμως επιχείρησαν, για πρώτη φορά στη διάρκεια του έτους 2012, να διενεργήσουν πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίδραση των εναγόντων, οι οποίοι προσπάθησαν να διαφυλάξουν το δικαίωμα νομής τους επί του επίδικου ακινήτου. Η ένσταση των εναγομένων ότι η νομή των εναγόντων επί του επίδικου ακινήτου είναι επιλήψιμη και ότι, συνεπώς, η ένδικη αγωγή τους αποβαίνει απαράδεκτη, είναι νομικά βάσιμη, (βλ. άρθρο 990 ΑΚ), αλλά πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι στη διάρκεια της δίκης τούτης αποδείχθηκε αναμφίβολα ότι οι ενάγοντες απέκτησαν το δικαίωμα νομής επί του επίδικου ακινήτου νόμιμα, εξαιτίας κληρονομικής διαδοχής της δικαιοπαρόχου τους, Β. χήρας Α. Λ., νομέα του επίδικου ακινήτου επί πάμπολλα έτη, και όχι -επιλήψιμα, αποβάλλοντας τους εναγομένους από τη νομή του επίδικου ακινήτου, αλλά, αντίθετα, οι εναγόμενοι επιχείρησαν στη διάρκεια του έτους 2012 να αποκτήσουν επιλήψιμα τη νομή του επίδικου ακινήτου, αποβάλλοντας τους ενάγοντες από τη νομή αυτού του ακινήτου.
Ενόψει αυτών των περιστατικών το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η ένδικη αγωγή είναι ουσιαστικά βάσιμη, ήτοι ότι οι ενάγοντες είχαν κατά τον επίδικο χρόνο στην αποκλειστική συννομή και συγκατοχή τους, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου, το επίδικο ακίνητο ως κληρονόμοι της Β. χήρας Α. Λ., ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων πώλησαν το μερίδιό τους επί του ανωτέρω ακινήτου (1/6 εξ αδιαιρέτου) κατά το έτος 1948 και έκτοτε κανένας από αυτούς δεν εμφανίστηκε στο επίδικο ακίνητο και ότι, ενώ επικρατούσε αυτή η κατάσταση, στη διάρκεια του θέρους του έτους 2012 οι εναγόμενοι άρχισαν να αμφισβητούν τη νομή των εναγόντων επί του επίδικου ακινήτου και να διαταράσσουν τη νομή των εναγόντων παράνομα. Επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωριστούν οι ενάγοντες ως συννομείς του ανωτέρω ακινήτου κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου, να απαγορευθεί στους εναγομένους και σε οποιονδήποτε τρίτο έλκει τα δικαιώματα του από αυτούς ή ενεργεί στο όνομά τους, κάθε πράξη, παρούσα ή μελλοντική, η οποία τείνει στη διατάραξη της νομής των εναγόντων επί του ανωτέρω ακινήτου να διαταχθεί η παράλειψη κάθε τέτοιας πράξης στο μέλλον και να απειληθεί εναντίον καθενός εναγομένου προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή για κάθε διατάραξη της νομής των εναγόντων επί του επίδικου ακινήτου και για κάθε παράβαση της απόφασης τούτης”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή των αναιρεσιβλήτων (διατάραξης της νομής -συννομής επί του επίδικου ακινήτου με τη σωρευόμενη αγωγή αναγνωριστική της συννομής), αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, (μετά από παραδοχή ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της έφεσης των αναιρεσιβλήτων) η οποία είχε απορρίψει την αγωγή. Ειδικότερα, δέχθηκε, κατά τα όσα ενδιαφέρουν, ότι οι ενάγοντες απέκτησαν τη νομή του επίδικου ακινήτου, ήτοι οικοπέδου 518,26 τμ μετά της εντός αυτού παλαιάς, διώροφης, λιθόκτιστης, πετροσκεπούς οικίας με υπόγειο κατά τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου,4/8 η πρώτη,2/8 ο δεύτερος και 1/8 ο καθένας των λοιπών, με βάση τις αναφερόμενες κληρονομικές διαδοχές, με άμεση δικαιοπάροχο της πρώτης ενάγουσας και απώτερη των λοιπών, τη Β. χα Α. Λ. που πέθανε το 1991, η οποία νεμόταν ολόκληρο το επίδικο πάνω από 60 και σε κάθε περίπτωση 43 έτη, με την άσκηση σε αυτό των αναφερόμενων πράξεων νομής, με διάνοια κυρίας. Μετά το θάνατό της Β. Λ.υ, το νεμόταν η πρώτη ενάγουσα, για τον εαυτό της και για λογαριασμό των λοιπών συγκληρονόμων και, ακολούθως των λοιπών εναγόντων κατά τα ανήκοντα σε καθένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου με την άσκηση των επίσης αναφερόμενων πράξεων νομής με διάνοια κυρίου, μέχρι το θέρος του έτους 2012, οπότε οι εναγόμενοι, χωρίς μέχρι τότε να έχουν ασκήσει οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους περί δικής τους νομής και επιλήψιμης νομής εκ μέρους των εναγόντων, άρχισαν να αμφισβητούν τη νομή των εναγόντων στο επίδικο και να διαταράσσουν έκτοτε και μέχρι και τις αρχές Νοεμβρίου 2012 παράνομα τη συννομή τους σε αυτό με την παραβίαση, αφαίρεση και αντικατάσταση, ακολούθως, του λουκέτου της οικίας και την καταστροφή κηπευτικών.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της ευθείας παραβίασης των ουσιαρτιιςών διατάξεων των άρθρων 1033, 1192, 1194 παρ. 2 και 1198 ΑΚ, καθόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι η δικαιοπάροχος μητέρα των εναγομένων, ενεργώντας για τον εαυτόν της και για λογαριασμό της μητέρας της, με το …13/1948 συμβόλαιο του Συμ/φου … Χ. Κ., πώλησε στον απώτατο δικαιοπάροχο των εναγόντων Γ. Λ. το 1/6 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου και ότι ο τελευταίος κατέστη κύριος του εν λόγω ποσοστού επί του ακινήτου αυτού, χωρίς όμως να δέχεται και την απαιτούμενη για την κτήση κυριότητας μεταγραφή του εν λόγω συμβολαίου, η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται τη μη μεταβίβαση της κυριότητας.
Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι με αυτόν πλήττεται πλεοναστική αιτιολογία, αναφορικά με την κυριότητα ή μη του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων στο επίδικο κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, η οποία όμως (κυριότητα) είτε αυτού είτε των εναγόντων ή μη στο επίδικο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα ς σκέψη, δεν ενδιαφέρει και η παραπάνω αιτιολογία δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν στηρίζει αυτό, ενόψει του αντικειμένου της αγωγής περί νομής και των παραδοχών περί νομής-συννομής των εναγόντων στο επίδικο.
Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της διέλαβε σε αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της υπαγωγής των γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στους προαναφερόμενους στην αρχή της παρούσας εφαρμοστέους κανόνες δικαίου των άρθρων 974, 980, 984 εδ α, 983, 989 990 και 991 ΑΚ, ως προς το ουσιώδες ως άνω ζήτημα της νομής-συννομής των εναγόντων στο επίδικο ακίνητο κατά τον επίδικο χρόνο της διατάραξης και της άσκησης της αγωγής, που αποκτήθηκε με κληρονομικές διαδοχές και, ακολούθως, με την άσκηση ιδίας νομής-συννομής από καθένα των εναγόντων. Οι παραδοχές δε του Εφετείου ότι η πρώτη ενάγουσα, μετά το θάνατο της Β. Λ.υ το 1991,διαμένουσα πλησίον του επίδικου, ενεργούσε για λογαριασμό της και για λογαριασμό των λοιπών εναγόντων τις αναφερόμενες πράξεις νομής, δηλαδή συντηρούσε το κτίσμα, καλλιεργούσε κήπο στο ακάλυπτο μέρος του οικοπέδου κάθε χρόνο, καθάριζε και διαμόρφωνε το χώρο, επέβλεπε και φύλασσε το ακίνητο, χωρίς να ενοχληθεί από κανένα, ενώ επίσης κάθε χρόνο αποθήκευε ξύλα στο υπόγειο της επίδικης οικίας, όπου τοποθετούσε και γεωργικά εργαλεία, η ίδια δε και ο γιός της κάθε χρόνο φρόντιζαν για τον καθαρισμό του οικοπέδου για την αποφυγή πυρκαγιάς, δεν δημιουργούν ασάφεια, ανεπάρκεια, ούτε αντιφατικότητα με την επίσης στη συνέχεια / παραδοχή ότι μετά το έτος 1991,που απέβίωσε η Β. Λ.υ, “οι ενάγοντες εγκατέλειψαν το επίδικο ακίνητο, έπαψαν να το χρησιμοποιούν ως κατοικία και έπαψαν να το φροντίζουν με επιμέλεια, ώστε να εμφανίζει εικόνα εγκατάλειψης και ερείπωσης, χωρίς βέβαια η συμπεριφορά τους να μπορεί να θεωρηθεί ως εγκατάλειψη της συννομής τους σε αυτό”, καθόσον η τελευταία παραδοχή αναφέρεται αναμφίβολα στο κτίσμα και όχι στο όλο επίδικο ακίνητο. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559,που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Οι περαιτέρω διαλαμβανόμενες στους ίδιους λόγους (δεύτερο και τρίτο) αιτιάσεις με την επίκληση των ίδιων αναιρετικών πλημμελειών είναι απαράδεκτες, καθόσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά και επειδή αφορούν^ πλεοναστικές αιτιολογίες, ελλείψεις στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο,στη ν αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος και σε απλά πραγματικά και νομικά επιχειρήματα και δεν υπόκεινται στο έλεγχο του Αρείου Πάγου, (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ,η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά αφορούν £την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή 6την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, δηλαδή, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι, όμως, και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών η προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί, στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ’ άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 64/2017,ΑΠ 401/2018). Πρέπει, συναφώς, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποία συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση . Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφέρεται ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάστηκαν τα διδάγματα αυτά, καθώς και η, κατά τον αναιρεσείοντα, ορθή έννοια του κανόνα δικαίου, ο οποίος προκύπτει απ’ αυτά που το δικαστήριο, εσφαλμένα, χρησιμοποίησε (ΑΠ 64/2017, ΑΠ 401/2018).
Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ που συνίσταται στο ότι με το να δεχθεί η προσβαλλόμενη) ότι οι ενάγοντες συντηρούσαν, καλλιεργούσαν, φύλασσαν και καθάριζαν το επίδικο και η πρώτη από αυτούς αποθήκευε ξύλα κάθε χρόνο για τις ανάγκες θέρμανσης της δικής της οικίας, κείμενης σε απόσταση 150 μ. από το επίδικο, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, διότι είναι αδύνατη η μεταφορά ξύλων από και προς το επίδικο με φορτηγό ή άλλο μέσο ή και με τα χέρια, λόγω μη άμεσης επαφής με δρόμο, λόγω της έντονης κλίσης του επίδικου, λόγω της προχωρημένης ηλικίας της πρώτης ενάγουσας, λόγω του ότι ο περιβάλλων χώρος της κατοικίας της πρώτης ενάγουσας εφάπτεται σε κοινοτικό δρόμο όπου είναι δυνατή η εκφόρτωση και προμήθεια ξύλων, σε αντίθεση με το επίδικο, λόγω της μη ύπαρξης καμινάδας στην κατοικία της πρώτης ενάγουσας και, συνακόλουθα, της μη χρησιμοποίησης ξύλων και της μη αποθήκευσης στο επίδικο, και διότι είναι αδύνατο οι ενάγοντες να φροντίζουν και να χρησιμοποιούν το επίδικο και να καλλιεργούν τον κήπο, που εμφανίζει εικόνα εγκατάλειψης ενώ έχει διακοπεί η παροχή ύδρευσης και δεν υπήγαγε έτσι τα πιο πάνω πραγματικά γεγονότα στους κανόνες των άρθρων 974, 984 και 989 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως, διότι τα αναφερόμενα σε αυτόν, ως διδάγματα κοινής πείρας, πραγματικά περιστατικά, παρεκτός του ότι δεν συγκροτούν την έννοια τέτοιων διδαγμάτων, δεν αφορούν £την ερμηνεία ή £την εφαρμογή κανόνων ουσιαστικού δικαίου ή στην υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε αυτούς, αλλά αναφέρονται αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική πεποίθησή του, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ ΚΠολΔ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, το οποίο επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005). Εξάλλου, επί παραπόνου για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν με επίκληση, πρέπει για το παραδεκτό του λόγου αυτού, να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, να προσδιορίζεται το περιεχόμενο τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να καθορίζεται ο ισχυρισμός το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου Θα αποδεικνυόταν με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για τον έλεγχο όμως της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων που αφορά η σχετική αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με βάση το οποίο Θα ελεγχεί η μη λήψη τους από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 293/2016).
Με τους έβδομο και όγδοο λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους στη δευτεροβάθμια δίκη, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για την απόδειξη της μη άσκησης νομής επί του επίδικου από τους αναιρεσίβλητους και της μη διατάραξης της νομής των τελευταίων από τους αναιρεσείοντες και, αντίθετα, της άσκησης νομής επί αυτού από τους αναιρεσείοντες και τους δικαιοπαρόχους τους και της διατάραξης της νομής τους από τους αναιρεσίβλητους και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη: 1) Τις δηλώσεις Ε2 για τα μισθώματα ακινήτων της μητέρας των αναιρεσειόντων Ε. Κ. για τα οικονομικά έτη 1999 ως και 2010, 2) Τη δήλωση Ε9 της ίδιας ως άνω Ε. Κ. οικ. έτους 2005, 3) το ΕΤΑΚ ετών 2008 και 2009 της ίδιας ως άνω Ε. Κ. 4) τις ….36/2001 και …75/2009 πράξεις αποδοχής κληρονομιάς του Συμ/φσυ Γ. Β., επίσης της Ε. Κ. μετά των πιστοποιητικών μεταγραφής, 5) Τις βεβαιώσεις Ε9 των αναιρεσειόντων για τα έτη 201! ως και 2016 6)Τις δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α των αναιρεσειόντων για το έτος 2016 7)Την …53/2010 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του Συμ/φου Γ. Β. των αναιρεσειόντων, 8) την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των αναιρεσειόντων Ι. Ρ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου 9) τις 10301/2013 και 2373/2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων Δ. Θ. και Κ. Ρ. αντίστοιχα ενώπιον Ειρηνοδίκη, όπως το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών αναφέρεται στο αναιρετήριο 10) φωτογραφίες, ήτοι πέντε παλαιές, επτά, με ημερομηνία 28-8-2012, οκτώ, με ημερομηνία 24-5-2016 και 26-5-2016, δύο, με ημερομηνία 23-5-2016, όπου απεικονίζεται κυρίως το επίδικο (οικία μετά του οικοπέδου), II) το με αρ.πρωτ. 2601/2016 έγγραφο του Τμήματος Προστασίας Νεώτερων Μνημείων κλπ με το αναφερόμενο περιεχόμενο 12) την από 19-5-2015 φωτογραφική αποτύπωση και μέσω δορυφόρου με ημερομηνία Νοεμβρίου 2011 της οικίας της πρώτης ενάγουσας, και 13) την 87/2013 απόφαση του Τριμελούς Στρατοδικείου Αάρισας με την οποία αθωώθηκε κατά πλειοψηφία ο Α. Κ. για αυτοδικία και φθορά ξένης ιδιοκτησίας, που φέρεται ότι τελέστηκε στις 5-11-2012, που αφορά στο επίδικο, λόγω αμφιβολιών ως προς την τέλεση των πράξεων από αυτόν.
Όπως όμως προκύπτει από την στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ενυπάρχουσα διαβεβαίωση ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους προσαχθέντα έγγραφα, μέχρι του πέρατος της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σε μερικά των οποίων γίνεται ιδιαίτερη αναφορά και σχολιασμός (ένορκες βεβαιώσεις, πράξεις αποδοχής κληρονομιάς, αλλά και φωτογραφίες), σε συνδυασμό και προς το σύνολο των αιτιολογιών της, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο κατέληξε στο πιο πάνω αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη και τα προαναφερόμενα έγγραφα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά και ουδεμία αμφιβολία δημιουργείται για τη συνεκτίμηση τους με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, οι πιο πάνω έβδομος και όγδοος λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, για τα οποία, αν παρά το νόμο λήφθηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύεται ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, αγωγής ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς (Ολ ΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού οι τελευταίοι αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (Ολ ΑΠ 469/1984), ούτε τέλος τα επιχειρήματα και συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών. Με τον πέμπτο, κατά το δεύτερο σκέλος, λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων ότι η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων δεν απέκτησε ποτέ την κυριότητα του επίδικου με έκτακτη χρησικτησία και ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν βρίσκονταν στη νομή του επίδικου κατά τα χρονικά διαστήματα που αναφέρουν στην αγωγή, αλλά αντίθετα στη νομή βρίσκονταν οι αναιρεσείοντες και οι δικαιοπάροχοι τους. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι δεν πρόκειται για “πράγματα” με την έννοια που προεκτέθηκε, αλλά για αρνητικούς ισχυρισμούς, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής.
Περαιτέρω, ο ίδιος πέμπτος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος, με τον οποίο αποδίδονται πλημμέλειες από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την επίκληση των αμέσως παραπάνω πραγματικών περιστατικών, της συγκυριότητας και συννομής των αναιρεσειόντων και της μητέρας τους στο επίδικο, με βάση τα αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και, αντίθετα, της μη συννομής των αναιρεσιβλήτων, ούτε της κυριότητας της δικαιοπαρόχου τους Β. Λ.υ με έκτακτη χρησικτησία, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι υπό το πρόσχημα της θεμελίωσής του στον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλά και επειδή οι αιτιάσεις αφορούν σε πλεοναστικές αιτιολογίες (κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία), σε ελλείψεις στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο, στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος και σε απλά πραγματικά και νομικά επιχειρήματα και δεν υπόκεινται στο έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 11α και β ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, που τέτοιες είναι και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου. Για το ορισμένο του πιο πάνω λόγου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 566, και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, πρέπει να καθορίζονται μεταξύ άλλων, ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο και το περιεχόμενό τους, ώστε να διαπιστωθεί η κρισιμότητα τους. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια από τον αριθ. 11α κατά το πρώτο μέρος (κατ’ ορθή υπαγωγή του αποδιδόμενου σφάλματος) και από τον αριθ. 11β κατά το δεύτερο μέρος του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη: α) τις 14852/2012, 14853/2012 και 33847/1998 ένορκες βεβαιώσεις των αναφερόμενων μαρτύρων των αναιρεσιβλήτων ενώπιον Συμ/φου, χωρίς κλήτευση των αναιρεσειόντων και β) τις …94/2015 και …86/2015 ένορκες βεβαιώσεις των αναφερόμενων μαρτύρων των αναιρεσιβλήτων ενώπιον Ειρηνοδίκη, χωρίς επίκληση με τις προτάσεις. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται, εκτός άλλων, τα παραπάνω στοιχεία, ήτοι ο ισχυρισμός προς απόδειξη η ανταπόδειξη του οποίου έχουν ληφθεί υπόψη οι ένορκες βεβαιώσεις και το περιεχόμενό τους, ώστε να διαπιστωθεί η κρισιμότητά τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠοΛΔ, όπως ισχύει και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες που ηττήθηκαν, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5.4.2018 αίτηση του Ά. Κ. κ.λ.π. για αναίρεση της 104/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Αυγούστου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1079/2019 Κατά το άρθρο 974 ΑΚ όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου
Προηγούμενο άρθροΧρέη στο Δημόσιο: Πότε και πώς η Εφορία προχωρά σε κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών
Επόμενο άρθρο Τέλος το χαρτοβασίλειο για τον φόρο κληρονομίας