Αριθμός 1142/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη και Δημήτριο Μαζαράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Tου εκ των αναιρεσειόντων – καθού η κλήση, και ήδη μόνου αναιρεσείοντος … για τον εαυτό του και ως κληρονόμου της ήδη αποβιώσασας μητέρας του …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γραμματά Κουρτούκα.
Της αναιρεσιβλήτου-καλούσας: …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Μαλεβίτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-6-1985 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης – καλούσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12147/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 2855/2002 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι τότε αναιρεσείοντες με την από 14-2-2003 αίτησή τους. Την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση η καλούσα-αναιρεσίβλητη με την από 27-11-2006 κλήση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Μιτσιάλης ανέγνωσε την από 6-11-2006 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος Αρεοπαγίτη Γεωργίου Καπερώνη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος-καθού η κλήση ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης-καλούσας την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 εδ. α, 287 παρ. 1 και 291 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η βίαιη διακοπή της δίκης επέρχεται και από το θάνατο διαδίκου, ενώ η αναγκαστική επανάληψη της δίκης από τον αντίδικο του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης γίνεται με την κοινοποίηση σχετικού δικογράφου προς τον τελευταίο. Η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Θεσσαλονίκης, στις 30-7-2004 πέθανε στη …. η δεύτερη των αναιρεσειόντων …., η οποία, όπως προκύπτει από το αντίγραφο της … δημόσιας διαθήκης της συμ/φου Θεσσαλονίκης Μαίρης Αθανασιάδου, που δημοσιεύτηκε με το 1687/2004 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και τα 48355, 48356 και 48357/19-10-2006 πιστοποιητικά του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εγκατέστησε μοναδικό και αποκλειστικό κληρονόμο της τον πρώτο αναιρεσείοντα …. Η αναιρεσίβλητη συνομολογούσα τα ως άνω, με την από 27-11-2006 κλήση της, που κοινοποίησε στον πρώτο αναιρεσείοντα, με τη συνημμένη σ’αυτή πράξη του Προέδρου του Γ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου με την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 19-3-2008 της από 14-2-2003 αίτησης αναίρεσης, ζήτησε την επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης. Κατά την ως άνω δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο και έτσι παραδεκτώς προχωρεί η συζήτηση της υπόθεσης αυτής.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1840 περ. 5 ΑΚ, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα αν αυτός ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη, η αποκλήρωση, όμως, για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο. Άτιμη ή ανήθικη διαβίωση, κατά την έννοια της άνω διατάξεως, υπάρχει όταν, λόγω του επαγγέλματος, του εν γένει βίου ή της εξακολουθητικής συμπεριφοράς του κατιόντος προσβάλλεται η οικογενειακή τάξη ή αξιοπρέπεια. Το αν ο κατιών διάγει βίο άτιμο ή ανήθικο κρίνεται με βάση τις κρατούσες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες όμως συνάγονται από τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και όχι από τις αντίστοιχες αντιλήψεις του διαθέτη, η δε περί αυτού κρίση αφορά σε νομική έννοια και η υπαγωγή σ’ αυτή των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά, ελέγχεται αναιρετικώς. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Στις 30.7.1984 πέθανε στη …. ο …, πατέρας της ενάγουσας και του δευτέρου εναγομένου και σύζυγος της πρώτης εναγόμενης, κάτοικος εν ζωή …, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του κατέλιπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς τη σύζυγο του και τα δύο τέκνα του, δηλαδή τους διαδίκους. Αυτός, με την από 2.2.1983 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία με το υπ’ αριθ. 226/22.2.1985 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εγκατέστησε μοναδικούς κληρονόμους του κατ’ ισομοιρία τους δύο εναγομένους (σύζυγο και υιό), αποκλήρωσε δε την ενάγουσα θυγατέρα του. Ειδικότερα, ο διαθέτης με την διαθήκη του αυτή εγκατέστησε και ονόμασε κληρονόμους του τους εναγομένους, στους οποίους άφησε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία του, ενώ αποκλήρωσε με ρητή δήλωση περιεχόμενη στη διαθήκη την ενάγουσα θυγατέρα του, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή δύο λόγους. Συγκεκριμένα ως προς την ενάγουσα, ο διαθέτης όρισε στη διαθήκη του κατά λέξη τα εξής: “Την κόρη μου … αποστερώ εκ ταύτης, το μεν λόγω της αχαριστίας, ην επεδείξατο συνεχώς μέχρι σήμερον εις εμέ, υβρίζουσα, προπηλακίζουσα, εμπαίζουσα και αυθαδιάζουσα εν τω προσώπω μου, το δε ως υποβαθμίζουσα τας παραδεκτάς ηθικάς αρχάς και παραδόσεις χρηστής οικογενείας εις βαθμόν απαράδεκτον δια οικογένειαν με περίπου εκατόν ετών επιστημονικήν παράδοσιν”. Με την ανωτέρω διάταξη της διαθήκης του ο διαθέτης, πατέρας της ενάγουσας, της στέρησε το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας στην ακίνητη κληρονομιαία περιουσία του, για τους παραπάνω λόγους που αναφέρει σ’ αυτή (διαθήκη). Κατ’ αρχήν τα διαλαμβανόμενα στη διαθήκη ως άνω περιστατικά, διατυπούμενα γενικώς και αορίστως, δεν εμπίπτουν ευθέως σε κανένα από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ λόγους αποκληρώσεως [1) επιβουλή ζωής του διαθέτη κλπ, 2) πρόκληση με πρόθεση σωματικής βλάβης, 3) τέλεση κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη, 4) κακόβουλη αθέτηση της προς διατροφήν υποχρεώσεως και 5) άτιμος και ανήθικος βίος παρά τη θέληση του διαθέτη]. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι με τα εκτιθέμενα στη διαθήκη του ως άνω περιστατικά, δηλωτικά της επιλήψιμης συμπεριφοράς της ενάγουσας θυγατέρας του, ο διαθέτης εννοεί τους με αριθ. 3 και 5 λόγους αποκληρώσεως, δηλαδή την τέλεση εις βάρος του, του πλημμελήματος της εξύβρισης και τον άτιμο και ανήθικο βίο της ενάγουσας. Πλην όμως, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, προσέβαλε και μάλιστα σκαιά και βάναυσα την τιμή του πατέρα της, ώστε να θεωρηθεί ότι αυτή τέλεσε εις βάρος του το πλημμέλημα της εξύβρισης, το οποίο, ανάλογα με τον τρόπο τέλεσής του, μπορεί να χαρακτηρισθεί και σοβαρό… Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης του πατέρα της ζούσε άτιμο και ανήθικο βίο, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, δηλαδή ότι με τη συμπεριφορά, το επάγγελμα και την εν γένει ζωή της επιδείκνυε διαρκή άτιμη και ανήθικη διαγωγή, εξαιτίας της οποίας, κατά τις κρατούσες τότε κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις, προσάπτονταν στην οικογενειακή της τάξη ατιμωτική ντροπή. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο διαθέτης με την προαναφερόμενη διαθήκη του δεν προσάπτει στην ενάγουσα κόρη του κάποιες συγκεκριμένες εκδηλώσεις συμπεριφοράς της, που να μαρτυρούν άτιμη και ανήθικη, διαγωγή, αλλά, όπως προεκτέθηκε αναφέρει γενικά και αόριστα ότι η ενάγουσα “υποβάθμιζε τις παραδεκτές ηθικές αρχές και παραδόσεις χρηστής οικογένειας σε βαθμό απαράδεκτο για οικογένεια με περίπου εκατό ετών επιστημονική παράδοση”. Οι εναγόμενοι δε, που ως τιμηθέντες με τη διαθήκη φέρουν το βάρος απόδειξης της αλήθειας των λόγων αποκλήρωσης, το μόνο, που προσάπτουν στην ενάγουσα και θεωρούν ότι αποτέλεσε για το διαθέτη λόγο αποκλήρωσης αυτής, είναι ότι η τελευταία συνδέθηκε αισθηματικά με έναν άνδρα ο οποίος ήταν έγγαμος. Πλην όμως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ενώ ήταν ώριμη πλέον γυναίκα, συνδέθηκε με έναν άνδρα, χωρίς κατ’ αρχήν να γνωρίζει ότι αυτός ήταν έγγαμος. Ο δεσμός δε αυτός δεν ήταν περιστασιακός και με σκοπό την ακολασία, αλλά ήταν σταθερός δεσμός με προοπτική τον γάμο. Όταν δε η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι ο άνδρας με τον οποίο συνδέθηκε, αποβλέποντας στη σύναψη γάμου, ήταν έγγαμος, ύστερα από εξηγήσεις, που του ζήτησε, διέλυσε το δεσμό της αυτό. Άλλωστε, με τις αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας περί ηθικής και κοινωνικής ευπρέπειας, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης (1983), ο αισθηματικός δεσμός μιας γυναίκας με έναν άνδρα με προοπτική το γάμο δεν αποτελεί, από μόνος του, άτιμο και ανήθικο βίο, έστω και αν ο άνδρας αυτός, εν αγνοία κατ’ αρχήν της γυναίκας, είναι έγγαμος. Εξάλλου, κανείς από τους μάρτυρες δεν κατέθεσε ότι η ενάγουσα με τον πιο πάνω άνδρα, με τον οποίον συνδέθηκε αισθηματικά, ζούσε ζωή προκλητική, αντικοινωνική και σκανδαλώδη, ώστε να προκαλέσει την περιέργεια και τα δυσμενή σχόλια τρίτων. Απλώς αυτή και ο άνδρας, που συνδέθηκε, όπως κάθε ζεύγος με παρόμοιες συνθήκες, ζούσαν διακριτικά και αθόρυβα τη ζωή τους, με προοπτική το γάμο τους. Αν ο δεσμός αυτός είχε προκαλέσει όνειδος στον πατέρα της ενάγουσας, όπως υπονοούν οι εναγόμενοι, είναι βέβαιο, ενόψει και του χαρακτήρα του τελευταίου (όπως καταθέτουν όλοι οι μάρτυρες, ήταν άνθρωπος αυστηρών ηθικών αρχών), ότι αυτός θα διέκοπτε τη μακρά συνεργασία μαζί της και ενδεχομένως να έθετε θέμα απομάκρυνσης της από την οικογενειακή στέγη… Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο μάρτυρας των εναγομένων, …, στην κατάθεσή του αναφέρει ότι το δεσμό μιας γυναίκας με έναν έγγαμο άνδρα δεν τον θεωρεί κατ’ αρχήν άτιμο και ανήθικο… Το ότι ο παραπάνω δεσμός της ενάγουσας – κόρης του διαθέτη -, εκτός από μία εύλογη πικρία και διαφωνία, δεν πρέπει να προκάλεσε σ’ αυτόν, έστω και ως άνθρωπο αυστηρών ηθικών αρχών, που φέρεται ότι ήταν, όνειδος, τόσο μάλιστα μεγάλο, που να θεωρεί τη θυγατέρα του άτιμη και ανήθικη, ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτός ο ίδιος, όπως αποδείχθηκε, δε δυσανασχέτησε καθόλου όταν, όπως ομολογείται, ο γυιός του (δεύτερος εναγόμενος) συνδέθηκε κατ’ αρχήν ερωτικά με μία γυναίκα, με την οποία τέλεσε μνηστεία, μετά την διάλυση της οποίας συνδέθηκε ερωτικά με την αδελφή της πρώην μνηστής του, την οποία ακολούθως εγκατέλειψε και τέλεσε τελικά γάμο με την ήδη σύζυγο του (δεύτερη μάρτυρα των εναγομένων). Ενόψει των ανωτέρω δέχθηκε το Εφετείο, ότι η ενάγουσα, κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης του πατέρα της δεν ζούσε άτιμο και ανήθικο βίο και συνεπώς δεν υπήρχε τέτοιος λόγος αποκληρώσεώς της. Ύστερα από όλα τα πιο πάνω αποδειχθέντα περιστατικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέτρεχε κανένας από τους λόγους αποκλήρωσης κατιόντος, που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 1840 ΑΚ και ειδικότερα ο με αριθ. 3 (τέλεση κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος) και ο με αριθ. 5 (άτιμος και ανήθικος βίος) και συνεπώς η αποκλήρωση της ενάγουσας για τους λόγους που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διαθήκη του πατέρα της είναι ανίσχυρη (άκυρη). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αποδεικνύεται βάσιμη κατ’ ουσίαν η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη (αναγνώριση ακυρότητας της αποκλήρωσης της ενάγουσας)”. Στη συνέχεια, το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση των αναιρεσειόντων. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι, που έκρινε το Εφετείο, αφενός ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 1840 περ. 5 ΑΚ, για την οποία και μόνο γίνεται λόγος στην αναίρεση, αφού τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε, σχετικώς με την εν γένει διαβίωση της ενάγουσας – αναιρεσίβλητης δεν συνιστούν, κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, ανήθικο βίο, που να δικαιολογεί την αποκλήρωσή της και αφετέρου διέλαβε, στην προσβαλλομένη απόφασή του επαρκείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, σε σχέση με το ανωτέρω κρίσιμο και θιγόμενο με την αναίρεση ζήτημα. Επομένως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης. Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, μη περιέχουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το αμέσως πιο πάνω ζήτημα, παραβίασε αφενός μεν τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, αφετέρου δε τις διατάξεις των άρθρων 305 παρ. 4 και 340 εδ. β του ΚΠολΔ. Ενόψει όμως των προεκτεθέντων ο λόγος αυτός, κατά μεν το πρώτο τμήμα του είναι αβάσιμος, κατά δε το δεύτερο τμήμα του, προεχόντως, απαράδεκτος, αφού με αυτόν προβάλλεται παραβίαση όχι ουσιαστικών αλλά των πιο πάνω δικονομικών διατάξεων.
ΙΙΙ. Κατά διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την ανωτέρω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1373/1997). Έτσι, αποτελούν “πράγματα” και άρα η μη λήψη υπόψη αυτών ιδρύει τον ανωτέρω λόγον, μεταξύ άλλων, και η κύρια ή επικουρική βάση της αγωγής και τα προς θεμελίωση αυτών και των επιμέρους αιτημάτων περιστατικά (ΑΠ 1185/1993, ΑΠ 50/1992), περιστατικά συγκροτούντα ένσταση, οι λόγοι ανακοπής ή εφέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (Ολ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 1103/1998, ΑΠ 2/1995). Δεν αποτελούν δε “πράγματα” και συνεπώς δεν ιδρύεται ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, αν δεν ληφθούν υπόψη, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 469/1984, ΑΠ 1121/1998), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (ΑΠ 1274/1994) οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου (Ολ. ΑΠ 3/19971) οι αλυσιτελείς ισχυρισμοί, περιστατικά επουσιώδη (ΑΠ 578/1994), που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό, έστω και μαζί με άλλα, που λήφθηκαν υπόψη και κρίθηκαν ανεπαρκή ή περιστατικά, που εκ περισσού εκτίθενται, οι αποδείξεις (ΑΠ 301/1996) και τα περιστατικά που προκύπτουν από αυτές (ΑΠ 301/1996). Στην κρινομένη υπόθεση, οι αναιρεσείοντες, με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως, υποστηρίζουν ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ, διότι δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων – αναιρεσειόντων περί: α) της γεννήσεως, στις 27.2.1988, ενός θήλεος τέκνου, καρπού της προαναφερομένης εξώγαμης ερωτικής σχέσεως της ενάγουσας – αναιρεσείουσας και β) της μισθώσεως, από την ενάγουσα, διαμερίσματος προς συνεύρεση της με τον έγγαμο εραστή της. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι οι φερόμενοι ως αγνοηθέντες ισχυρισμοί αποτελούν επιχειρήματα των αναιρεσειόντων που αυτοί επικαλέστηκαν για την υποστήριξη των ισχυρισμών τους.
IV. Επειδή, τέλος, από την προμνημονευόμενη βεβαίωση του δικάσαντος Εφετείου ότι στο αποδεικτικό πόρισμά του κατέληξε, εκτός άλλων, και “από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι”, συνάγεται αδιστάκτως ότι το ανωτέρω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τα στον τέταρτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως αναφερόμενα έγγραφα (…. απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως και από 20.8.1981 μισθωτήριο). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.
V. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο πρώτος αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-2-2003 αίτηση των … κλπ. για αναίρεση της 2855/2002 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον πρώτο αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ