Αριθμός 1151/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα – Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Σταυρούλα Κουσουλού-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο σε δημόσια συνεδρίασή του στο ακροατήριο του, στις 16 Δεκεμβρίου 2021, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Θ. Α. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τσέγα, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ. 244/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κρήτης.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1.4.2021 αίτηση του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 452/2021.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη με αριθμό 166/6.7.2021, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:” Εισάγω στο Συμβούλιο Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ.1 περ. 2, 528 και 529 ΚΠΔ, την από 23/4/2021 αίτηση του Θ. Α. του Μ., κατοίκου …, οδός …, άνευ αριθμού, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοση της με αριθμό 244/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κρήτης και εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον εκείνου που καταδικάστηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα, μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό. Μεταξύ αυτών είναι και η περίπτωση 2 της παραγράφου 1 του άνω άρθρου, κατά την οποία η διαδικασία επαναλαμβάνεται, αν μετά την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Υπάρχει δε βαρύτερο έγκλημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν τροποποιείται ουσιωδώς ο χαρακτήρας της πράξεως και μεταβάλλεται το είδος αυτής, όχι δε όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχειρίσεως του υπαιτίου, λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ή άλλου λόγου μειώσεως της ποινής. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξάρτητα από το αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν μεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, αλλά και ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υπόθεσης, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή ότι καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Τα νέα, άγνωστα στους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν, πρέπει να αφορούν στα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης, τα οποία συγκροτούν το συλλογισμό του δικαστηρίου, με τον οποίο δέχεται αυτό ότι συντρέχουν οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί όροι τέλεσης ορισμένου εγκλήματος. Δεν είναι, όμως, νέα γεγονότα και δεν θεμελιώνουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή νόμου ούτε η εσφαλμένη εκτίμηση ή αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, όπως και παραλείψεις ή πλημμέλειες, που έλαβαν χώρα κατά την κύρια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Επίσης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επανάληψης της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν υπόψη τους, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο επανέλεγχος, από ουσιαστική και νομική πλευρά, της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι δικαστές που την εξέδωσαν, εφόσον η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 50/2019). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 528 και 529 του ίδιου Κώδικα, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υποβάλλεται από τον ίδιο τον καταδικασθέντα ή ορισμένους συγγενείς του, τον συνήγορο του ή τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από Πλημμελειοδικείο και τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε κάθε άλλη περίπτωση, ο οποίος την εισάγει στο (αρμόδιο) δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (σε συμβούλιο) που υπηρετεί, που αποφαίνεται σχετικά, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τον αιτούντα (καλούμενο προς τούτο). Κατά τις ίδιες διατάξεις ή αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν. Η προαναφερόμενη με αριθμό 244/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κρήτης έχει καταστεί αμετάκλητη μετά την απόρριψη με την με αριθμό 630/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου της αναίρεσης που άσκησε κατ’ αυτής ο αιτών. Το εκδόν την ανωτέρω με αριθμό 244/2016 απόφαση Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Κρήτης, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος, προέκυψαν τα εξής: “…βλ. σκεπτικό”. Στη συνέχεια κήρυξε τον αιτούντα ένοχο κλοπής ηλεκτρικού ρεύματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ και ειδικότερα κήρυξε αυτόν ένοχο με το ανωτέρω ελαφρυντικό του ότι: “…βλ. διατακτικό” και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη. Ο Θ. Α., με την κρινόμενη αίτηση, την οποία υπέβαλε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ο εξουσιοδοτηθείς προς τούτο, δυνάμει της από 28/3/2021 εξουσιοδοτήσεως, συνήγορος του Αθανάσιος Π. Θεοδώρου, δικηγόρος Αθηνών, ζητά την επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την με αριθμό 244/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κρήτης, επικαλούμενος συνοπτικά ότι δεν διέπραξε την αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε και ότι οι παραδοχές της ανωτέρω αμετάκλητης απόφασης είναι αποτέλεσμα ψευδομαρτυριών και επίκλησης απατηλών στοιχείων, τα οποία διαμόρφωσαν τη σχετική καταδικαστική κρίση. Έτσι ενδεικτικά αναφέρει ότι ο ελεγκτής, αν και γνώριζε ότι ο συγκεκριμένος μετρητής με τον οποίο λειτουργούσε η επιχείρησή του είχε δυνατότητες ελέγχου με ειδικό χειρισμό των κουμπιών του, χωρίς καν να χρειάζεται να ανοιχθεί το καπάκι από το κιβώτιο δοκιμών, προτίμησε να το ανοίξει χωρίς λόγο μόνος και χωρίς μάρτυρες, χωρίς τον ιδιοκτήτη ή εκπρόσωπο του, ιδία δε χωρίς την παρουσία αστυνομικού που θα εξασφάλιζε τη διαφάνεια της διαδικασίας, να επεμβαίνει σ’ αυτόν επί 20 λεπτά και μετά να καλέσει κάποιον υπεύθυνο του καταστήματος και τον προϊστάμενο του κατόπιν εορτής. Ότι η ΔΕΗ αρνήθηκε τον έλεγχο καταγραφής συμβάντων του μετρητή στο εργαστήριο ελέγχου της στην περιοχή Ρουφ του Αιγάλεω, που θα αποδείκνυε την αλήθεια, το δε Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό αίτημά του πραγματογνωμοσύνης. Ότι η μείωση της κατανάλωσης επήλθε γιατί προχώρησε σε διάφορες παρεμβάσεις- αλλαγές, όπως στην τοποθέτηση λαμπτήρων LED, στην αλλαγή και αντικατάσταση της ηλεκτρικής κουζίνας με κουζίνα φιαλών υγραερίου κλπ, όπως προκύπτει από την υπεύθυνη δήλωση του ηλεκτρολόγου που επικαλείται και προσκομίζει. Επικαλείται περαιτέρω προς επίρρωση των ισχυρισμών του διάφορα έγγραφα, τα οποία αναγνώστηκαν ως επί το πλείστον στο Δικαστήριο, όπως γνήσιο αντίγραφο του μετρητή GR-266A, που είναι ο μετρητής του, αντίγραφο του ΦΕΚ 654/2001, όπου θεσμοθετούνται οι προδιαγραφές των μετρητών, επιστολή του Ινστιτούτου Καταναλωτών προς την ΡΑΕ με αίτημα να αναγράφονται υποχρεωτικά οι οδηγίες χρήσης στη μέτρηση σε όλους τους μετρητές αυτής της σειράς για τη διευκόλυνση των υπαλλήλων, φωτοτυπικό αντίγραφο της οδηγίας 83 από την οποία προκύπτει η νομότυπη διαδικασία ελέγχου κλπ Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση αίτηση δεν περιέχει νέα γεγονότα και αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη του αιτούντος και ήταν άγνωστα στους δικάσαντες Δικαστές και που καθιστούν φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος για την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, ούτε όμως και κάποιον από τους άλλους λόγους επανάληψης της διαδικασίας που περιλαμβάνονται στο άρθρο 525 ΚΠΔ. Αναφέρεται ειδικότερα η υπό κρίση αίτηση σε γεγονότα που ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από τους Δικαστές και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και σε παραλείψεις και πλημμέλειες που έλαβαν χώρα κατά την κύρια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, επιδιώκεται δε με τις περιεχόμενες σ’ αυτήν αιτιάσεις ο “επανέλεγχος” από ουσιαστικής πλευράς της απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι Δικαστές που την εξέδωσαν. Επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί, και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 578 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω : 1) Να απορριφθεί η από 23/4/2021 αίτηση του Θ. Α. του Μ., κατοίκου …, οδός …, άνευ αριθμού, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοση της με αριθμό 244/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Κρήτης και 2) Να καταδικαστεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα.
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη”.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός των άλλων περιπτώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο αυτό περιοριστικά, και “2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα – άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν – γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε”. Κατά την έννοια της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου “νέα γεγονότα ή αποδείξεις”, που είναι ταυτόσημες έννοιες, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν μεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, αλλά και ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή ότι καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Τα νέα, άγνωστα στους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις που αποκαλύφθηκαν, πρέπει να αφορούν τα πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως, τα οποία συγκροτούν το συλλογισμό του δικαστηρίου με τον οποίο δέχεται ότι συντρέχουν οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί όροι τελέσεως ορισμένου εγκλήματος. Αν όμως τα νέα γεγονότα ή αποδείξεις υποβλήθηκαν ρητά ή έμμεσα, στην κρίση του δικαστηρίου που καταδίκασε τον αιτούντα καν απορρίφθηκαν από αυτό, έστω και εσφαλμένα, τότε δεν θεωρούνται νέα και κατά συνέπειαν δεν μπορεί να αποτελέσουν την βάση για επανάληψη της διαδικασίας. Είναι όμως, ανεπίτρεπτη -μέσω της διαδικασίας της επαναλήψεως της διαδικασίας- η επιδίωξη του καταδικασθέντος να υπάρξει απλά ένας νέος ουσιαστικός επανέλεγχος της κατηγορίας. Τέλος, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 527 παρ. 1, 3 και 528 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας, υποβάλλεται από τον ίδιο τον καταδικασθέντα ή ορισμένους συγγενείς του, τον συνήγορο του ή τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε κάθε άλλη περίπτωση, ο οποίος την εισάγει στο (αρμόδιο) Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο) στο οποίο υπηρετεί, το οποίο αποφαίνεται σχετικά, αφού ακούσει τον Εισαγγελέα και τον αιτούντα (καλούμενο προς τούτο). Αρμόδιο δε να αποφασίσει για την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 528 παρ. 1 το συμβούλιο, αν δεχτεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο, εφόσον παραμένει αρμόδιο καθ’ ύλην. Στην αίτηση δε αυτή πρέπει να περιέχονται, με ποινή απαραδέκτου, με σαφήνεια οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η επανάληψη καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν (ΑΠ 357/2020 και ΑΠ 15/2017).
Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η υπό κρίση από 1-4-2021 αίτηση του Α. Θ. του Μ., κατοίκου … άνευ αριθμού, για επανάληψη, προς το συμφέρον αυτού της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ. αρ. 244/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Κρήτης ,η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’ αυτής αίτησης αναίρεσης με την υπ. αρ. 630/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα υπ’αρ. 244/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Κρήτης, ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, με το ελαφρυντικό του άρ.84παρ.2 περ. ε’ του ΠΚ για την αξιόποινη πράξη της κλοπής ηλεκτρικού ρεύματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ [8] μηνών ανασταλείσα επί τρία έτη. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν κατ’ έφεση Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: “… “Στις 6-9-2012 και περί ώρα 12.00 μ.μ., στην περιοχή Κουμ-Καπί, της πόλεως των Χανίων, συνεργείο της ΔΕΗ, αποτελούμενο από δύο άτομα της υπηρεσίας στα Χανιά (ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ/ΔΠΝ/Περιοχή Χανίων), πραγματοποιούσε ελέγχους στα καταστήματα της περιοχής στα πλαίσια τακτικών ελέγχων που γινόταν, λόγω της έξαρσης ρευματοκλοπών που είχαν παρατηρηθεί κατά την παραπάνω χρονική περίοδο. Αρμόδιος υπάλληλος της ΔΕΗ και εξειδικευμένος στις ρευματοκλοπές και προϊστάμενος του συνεργείου για τους ελέγχους ήταν ο μάρτυρας Σ. Μ. του Σ.. Για το λόγο αυτό έγινε έρευνα μεταξύ άλλων και στην επιχείρηση της Φ ΦΟΥΤ ΣΕΡΒΙΣΙΣ Α.Ε. (καφετέρια – μπάρ) που έδρευε στην …, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος. Η επιχείρηση αυτή είχε ηλεκτροδοτηθεί με την από την 16-7-2002 σύμβαση με τη ΔΕΗ με αριθμό παροχής …. Η παροχή αυτή κατατασσόταν στο νούμερο 6, ήταν δηλαδή μεγάλη (ενεργοβόρα) παροχή, ταυτόσημη με παροχές ξενοδοχείων . Κατά την είσοδο του στην επιχείρηση ο ως άνω υπάλληλος συνομίλησε με την υπάλληλο του καταστήματος στην οποία γνωστοποίησε τον λόγο της έλευσης του και αυτή με τη σειρά της τον οδήγησε στα κιβώτια παροχής που βρίσκονταν εντός μίας ντουλάπας. Εντός αυτής βρισκόταν το κιβώτιο με τις ασφάλειες και το κιβώτιο της ΔΕΗ. Ο υπάλληλος αυτός άνοιξε με το κλειδί του το κιβώτιο του μετρητή όπου εντός αυτού υπήρχε ο μετρητή< και κάτω απ’ αυτόν το κιβώτιο των δοκιμών. Σημειώνεται ότι κλειδιά τέτοιου τύπου- -κυκλοφορούν ευρέως στο εμπόριο για κάθε ενδιαφερόμενο και επομένως εύκολα μπορεί να έχει πρόσβαση στο κιβώτιο οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος. Ο ως άνω τεχνικός παρατήρησε λοιπόν ότι είχε παραβιαστεί η σφραγίδα του κιβωτίου δοκιμών και δη ότι τα ελάσματα ασφαλείας ήταν ταλαιπωρημένα και δη ξαναεπανατοποθετημένα και πειραγμένα. Αμέσως, λόγω και της εμπειρίας του, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά και ζήτησε από την παριστάμενη παραπάνω υπάλληλο να καλέσει τον υπεύθυνο του καταστήματος. Ταυτόχρονα ενημέρωσε και τον Προϊστάμενο του κ. Κ. , ο οποίος και αφίχθη σχεδόν αμέσως με τον υπεύθυνο του καταστήματος κ. Λ., στον οποίο επέδειξε την άνω σφραγίδα λέγοντάς του πως ήταν πειραγμένη και ενδεχομένως μπορεί να υπήρχε περίπτωση ρευματοκλοπής. Είναι χαρακτηριστικό το ότι με μια απλή κίνηση του άνω υπαλλήλου στη σφραγίδα αυτή , η τελευταία έπεσε κάτω. Στη συνέχεια προέβη σε έλεγχο με ειδικό όργανο (αμπεροτσιμπίδα) με βάση τον οποίο καταδείχθηκε ότι το ρεύμα, το οποίο προηγουμένως στο πρώτο κιβώτιο μετασχηματιζόταν, εισερχόταν στο κιβώτιο πλην όμως η μέτρηση σε δύο ελασματάκια ήταν μηδέν και κανονική μόνο στο ένα εκ των τριών. Τούτο συνέβη διότι ο κατηγορούμενος σε συνεργασία με ειδικό ηλεκτρολόγο, η ταυτότητα του οποίου δεν προέκυψε, είχαν παραβιάσει το κιβώτιο του μετρητού και στη συνέχεια άνοιξαν το κιβώτιο δοκιμής του μετρητού, άνοιξαν (ξεβιδώνοντας τις βίδες σύσφιξης) το λαμάκι της διέγερσης της έντασης του κιβωτίου της δεύτερης και τρίτης φάσης με αποτέλεσμα να μην καταγράφονται στο μετρητή (στον οποίο δεν οδεύονταν) τα 2/3 περίπου της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Όλες τις παραπάνω ενέργειες του αποτύπωσε σε φωτογραφίες και συνάμα ζήτησε από τον παριστάμενο εκπρόσωπο της ως άνω εταιρείας να καλέσει τον ηλεκτρολόγο του, με τον οποίο εν τέλει μίλησαν στο τηλέφωνο εξηγώντας του τον τρόπο με τον οποίο γινόταν ρευματοκλοπή και όταν ο τελευταίος αντιλήφθηκε ότι πράγματι είχε αποδειχθεί η πράξη της ρευματοκλοπής του έκλεισε το τηλέφωνο. Για την απόδειξη της κρίσης του ο εν λόγω υπάλληλος προέβη στη σύνδεση των λαμακίων και με τη χρήση της αμπεροτισμπίδας κατέδειξε ότι οι εντάσεις πλέον ήταν κανονικές και γινόταν καταγραφή. Στη συνέχεια σφράγισε το κιβώτιο, μετέβησαν στο μπαρ του καταστήματος όπου ανέφερε στο εκπρόσωπο της εταιρίας κ. Λ., ότι προκειμένου να αποφύγει την, κατά την οδηγία διανομής No 83 της ΔΕΗ, δέσμευση του μετρητικού συστήματος και τη μεταφορά του στα γραφεία της επιχείρησης και την ες αυτού του λόγου διακοπή της παροχής ρεύματος, η οποία θα είχε ως παραπέρα συνέπεια τη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησής τους με όλες της εξ αυτής δυσμενείς συνέπειες, όφειλε την επομένη να μεταβεί στα γραφεία της ΔΕΗ και να καταβάλει ένα ποσό έναντι της ρευματοκλοπής μέχρι να γίνει υπολογισμός της οφειλής και στη συνέχεια διακανονισμός. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία No 83 της ΔΕΗ αποτελεί μία εσωτερική οδηγία της ΔΕΗ για να προστατευθούν τα συμφέροντα της έναντι της κλοπής ρεύματος και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί, η τήρηση των εξ αυτής υποχρεώσεων, στοιχείο που κατατείνει σε υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ρευματοκλέπτη ή στοιχείο του υποστατού της δίωξης και τιμωρίας του υπευθύνου, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση ο ως άνω υπάλληλος τήρησε τις εξ αυτής υποχρεώσεις να καλέσει τον εκπρόσωπο του ιδιοκτήτη κατά την αυτοψία όπου παρουσία του έγινε επίδειξη της ρευματοκλοπής , δεν ήταν δε υποχρεωμένος να καλέσει επιτόπου και όργανο της τάξης, αφού η κλήση αυτού δεν είναι υποχρεωτική με βάση τις άνω διατάξεις της οδηγίας (“…γίνεται προσπάθεια να έλθει επιτόπου όργανο της τάξεως
… Εάν κατά την αυτοψία παρίσταται όργανο της τάξεως πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια για να πειστεί να εφαρμόσει…”), κατά την πρακτική δε, παγιώθηκε συμπεριφορά να μην καλείται όργανο της τάξης όταν δεν υπάρχουν , όπως εν προκειμένω συνέβη, αντεγκλήσεις και φασαρίες. Τέλος, ο ως άνω υπάλληλος πράγματι παρέβη την υποχρέωση του να προβεί σε δέσμευση του μετρητικού συστήματος και μεταφορά του στα γραφεία της επιχείρησης, τούτο όμως έγινε κατά τα προαναφερθέντα προς το συμφέρον του κατηγορουμένου, ώστε να μην διακοπεί η, παροχή ρεύματος στην επιχείρηση του και να του δοθεί η δυνατότητα να ρυθμίσει την οφειλή του και κατά την πάγια πρακτική να μην γίνεται διακοπή στις ενεργοβόρες, πλην όμως, επαγγελματικές συνδέσεις. Πράγματι, την επόμενη ημέρα, ο ως άνω εκπρόσωπος σε συνεννόηση με τον κατηγορούμενο μετέβη στα γραφεία της ΔΕΗ όπου κατέβαλαν έναντι της διαπιστωμένης ρευματοκλοπής το ποσό των 1.000 ευρώ. Στη σχετική απόδειξη, επειδή εκδιδόταν με μηχανογραφικό σύστημα εγκατεστημένο στην Αθήνα και ο τύπος των αποδείξεων πληρωμής ήταν πάγιος, συνδεόμενος με την καταβολή των οφειλόμενων από την κατανάλωση ρεύματος, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα μεταβολής του μηχανογραφικού τύπου της απόδειξης, η ένδειξη έναντι ρευματοκλοπής επ’ αυτής αναγράφηκε με το χέρι του Κ. Ζ. χωρίς νο υπάρξει οποιαδήποτε όμως αντίδραση ή στη συνέχεια επιφύλαξη ή διαμαρτυρία τόσο εκ μέρους του κ. Λ. όσο εκ μέρους, στη συνέχεια του κατηγορουμένου, μη αμφισβητώντας έτσι την καταλογιζόμενη σε βάρος του ρευματοκλοπή. Στη συνέχεια στις 11-9-2012 η ΔΕΔΔΗΕ υπολόγισε το ύψος της αφαιρεθείσας ενέργειας (υπολειπόμενα 2/3 της καταναλωθείσας ενέργειας που δεν καταγραφόταν) σε 759.920 KWH και 2144 KW με βάση τις καταναλώσεις της περιόδου 24-4-2008 έως 6-9-2012, υπολογίζοντας την οφειλή του κατηγορουμένου στο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 104.432,01 ευρώ για την οποία ενημερώθηκε τούτος και στις 27-9-2012 κλήθηκε να προχωρήσει στην συνολική εξόφλησή του ή στην προσκόμιση εγγυητικής επιστολής με κίνδυνο, σε περίπτωση μη ενέργειας τούτων, τη διακοπή της ρευματοδότησης. Μάλιστα για το χρονικό διάστημα από 24-9- 2008 έως 6-9-2012, για το οποίο απαγγέλθηκε εν τέλει! κατηγορία για τον κατηγορούμενο, η αξία της κλαπείσας ενέργειας ανέρχεται στο ποσό των 84.707,54 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου δε του ΦΠΑ στο ποσό των 95.719,54 ευρώ (βλ. αναγνωσθέν από 27-6-2013 και με αριθμ. … έγγραφο της ΔΕΗ με το συνημμένο σ’ αυτό πίνακα στον οποίο εμφαίνεται η κατά τα ειδικότερα μηνιαία περίπου περίοδο κατανάλωσης αξία της κλαπείσας ενέργειας) .Ειδικότερα η αξία της αφαιρεθείσας ενέργειας κατά τα ειδικότερα χρονικά διαστήματα ρευματοκλοπής εμφαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο της τέλεσης ρευματοκλοπής Επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο της τέλεσης ρευματοκλοπής ήταν και το γεγονός ότι οι καταναλώσεις ηλεκτρικής ενέργειας της επιχείρησης του κατηγορουμένου από 22-12-2006 ως 22-4-2008 ανερχόταν κατά μέσο όρο, σε μηνιαία περίπου περίοδο κατανάλωσης, σε 19.485 KWH, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 22-4-2008 έως 28-8-2012 (περίοδο ρευματοκλοπής) ανήλθε κατά μέσο όρο, σε μηνιαία περίπου περίοδο κατανάλωσης, σε 7.246,15 KWH, ήτοι στοιχείο αδιάψευστο της χωρίς αντάλλαγμα αφαίρεσης ηλεκτρικής ενέργειας. Ισχυρίστηκε βέβαια ο κατηγορούμενος ότι η βύθιση αυτή οφειλόταν σε εργασίες ενεργειακής αναβάθμισης της επιχείρησής του, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται παντελώς αβάσιμος και αδιάψευστο στοιχείο της κρίσης αυτής αποτελεί το γεγονός ότι και μετά την αποκατάσταση της διάταξης της ρευματοκλοπής, η κατανάλωση ενέργειας στην επιχείρηση του κατηγορουμένου ανήλθε κατά το χρονικό διάστημα από 24-9-2012 έως 24-12-2012 κατά μέσο όρο, σε μηνιαία περίπου περίοδο κατανάλωσης, στ¥1 μεγάλο ποσό των 12.213 KWH, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι μετά την αποκάλυψη της πράξης του δεν μπορεί να προκύψει με ασφάλεια η πραγματική κατανάλωση ενόψει και της υπεισέλευσης του παράγοντα ότι ο κατηγορούμενος είχε κάθε λόγο να θέλει να μειώσει και να περιορίσει τις καταναλώσεις του στα πλαίσια της υπεράσπισής του και αποφυγής μεγάλων χρεώσεων. Δράστης της άνω ρευματοκλοπής ήταν ο κατηγορούμενος, ο οποίος με τη συνεργασία ειδικού ηλεκτρολόγου προέβη με έντεχνο τρόπο στην άνω επέμβαση στο μετρητικό σύστημα, την οποία δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν οι καταμετρητές που κατά την επίσκεψή τους στην επιχείρηση ήλεγχαν μόνο τον μετρητή και όχι το κιβώτιο δοκιμών, πέραν του ότι δεν διέθεταν αμπεροτσιμπίδα που αποτελούσε το μοναδικό όργανο διαπίστωσης της ρευματοκλοπής. Στην κρίση αυτή οδηγείται το Δικαστήριο και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και ιδίως του μάρτυρα Σ. Μ., ο οποίος κατέθεσε μετά λόγου γνώσης για τα άνω περιστατικά εκφράζοντας την απόλυτη και χωρίς καμία αμφιβολία βεβαιότητά του για την πράξη της ρευματοκλοπής, την οποία επ’ ουδενί λόγο και αιτιολογημένα δεν απέδωσε σε αστοχία δήθεν υλικού ή χαλάρωση των στοιχείων συνδεσμολογίας λόγω φυσικών φαινομένων. Επίσης ο ίδιος μάρτυρας θεώρησε υπεύθυνο της πράξης τον κατηγορούμενο (“… Πιστεύω ότι ήταν εν γνώση του η ρευματοκλοπή..”) δεδομένου και ότι κατά τη διαδικασία του ελέγχου ο έτερος εκπρόσωπος της παραπάνω επιχείρησης εκδήλωσε έκπληξη (” … Δεν μου είπε τίποτα ο Λ. , πριν κάνω την αποκατάσταση μου είπε αν είναι δυνατόν και μετά το είδε και ο ίδιος ότι ερχόταν κανονικά το ρεύμα…”). Ενισχυτικό της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ο ίδιος, προδήλως αποδεχόμενος την ευθύνη του κατέληξε αργότερα, το Μάιο του έτους 2013, σε απόπειρα συμβιβασμού με την ΔΕΗ (μέσω του δικηγόρου της Μ. Βεργαναλάκη) παραδίδοντάς του τίτλους ακινήτου του περιουσιακού στοιχείου αποδεχόμενος να αναδεχθεί ατομικά το χρέος της επιχείρησης του και να εγγραφεί προσημείωση στο ακίνητο του και να καταρτιστεί στο τέλος πρακτικό συμβιβασμού ενώπιον Ειρηνοδίκη. Διαδικασία που εν τέλει δεν τελεσφόρησε δεδομένου ότι το ακίνητο ήταν ήδη βεβαρυμμένο, η δε επιχείρηση του κατηγορουμένου είχε μεγάλα χρέη σε τρίτους (τράπεζες και όφειλε μισθώματα στον εκμισθωτή, βλ αναγνωσθείσες διαταγές πληρωμής), γεγονός που καθιστούσε εν τέλει ασύμφορη ι για όλους μία τέτοια προσπάθεια συμβιβασμού. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι ο κατηγορούμενος όταν διαπίστωσε ότι το ποσό της χρέωσης της αφαιρεθείσας ενέργειας ανερχόταν σε 104.000 ευρώ κατέφυγε δικαστικά στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων με την από 29/7/2012 αίτησή του με την οποία ζητούσε να απαγορευθεί προσωρινά στην ΔΕΗ να αφαιρέσει το μετρητή και να διακόψει τη σύνδεση στην επιχείρησή του ισχυριζόμενος ότι δεν όφειλε το άνω ποσό διότι δεν έκαμε ρευματοκλοπή, επ’ αυτής δε εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 395/2012 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση (αν και είχε λάβει προσωρινή διαταγή απαγόρευσης αφαίρεσης του μετρητή). Στις 8-1-2013 έγινε διακοπή της παροχής ενώ επακολούθησαν αιτήματα του κατηγορουμένου για συμβιβαστικό διακανονισμό της οφειλής, τα οποία δεν ευοδώθηκαν (εφάπαξ καταβολή 25.000 ευρώ και στη συνέχεια μηνιαίες δόσεις με την πρώτη ποσού 11.421 ευρώ και τις λοιπές ισόποσες ποσού 8.000 ευρώ). Στις 7-8-2013 έγινε μεταφορά της οφειλής που αφορούσε το κατάστημα στην οδό … σε άλλο κατάστημα του κατηγορουμένου στην οδό Ακτής Ενώσεως, το οποίο όμως εν τέλει έκλεισε στις 24-8- 2013.Μάλιστα στις 2-8-2013 ο κατηγορούμενος υπέβαλε την με ιδία ημερομηνία αίτησή του προς τη ΔΕΔΔΗΕ με την οποία ζητούσε να του απαντήσει για την πρόταση διακανονισμού και αναφερόμενος στη φύση της οφειλής τη χαρακτήριζε ως προερχόμενη από ρευματοκλοπή, αποδεχόμενος έτσι έμμεσα την ευθύνη του. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι ο μετρητής είχε τη δυνατότητα να καταγράφει μια σειρά ενδείξεων ακόμη και τις επεμβάσεις σ’ αυτόν και στο κιβώτιο δοκιμών, τις οποίες μπορούσε να διατηρεί στην μνήμη του επί δέκα χρόνια και ότι εν όψει αυτού το Δικαστήριο διατάσσοντας τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης θα διαπίστωνε ότι δεν έγιναν επεμβάσεις σ’ αυτόν και θα αποδεικνυόταν η αθωότητά του για την ρευματοκλοπή. Επιπλέον προσκόμισε μία διακήρυξη της ΔΕΗ που αφορούσε τον διαγωνισμό για την προμήθεια μετρητών του έτους 2001, όπου γινόταν λόγος ότι οι προσφερόμενοι μετρητές θα έπρεπε να είχαν συγκεκριμένες δυνατότητες μεταξύ των οποίων και αυτές που θα εξασφάλιζαν τα προαναφερόμενα στοιχεία. Πλην όμως, αίτημα πραγματογνωμοσύνης δεν υπέβαλε στην αίτησή του ασφαλιστικών που προαναφέρθηκε (εκεί επιφυλάχθηκε να το ζητήσει στο μέλλον “…πιστεύομε δε ότι και με την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης την οποία θα ζητήσομε να γίνει θα Βοηθηθεί η εξεύρεση της αλήθειας..”), ούτε προέβη σε κατάθεση αίτησης συντηρητικής απόδειξης. Το αίτημα αυτό, λοιπόν, το οποίο υποβλήθηκε καθυστερημένα στον πρώτο βαθμό (αυτοτελώς στον Εισαγγελέα στις 19-2-2015 κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης και κατά τη διάρκεια της διακοπής της δίκης) υποβάλλεται και σήμερα κρίνεται προσχηματικό και αποτελεί προσπάθεια παραγραφής της υπόθεσης και για αυτό κρίνεται απορριπτέο. Και τούτο, πέραν του ότι όπως αποδείχθηκε, ο μετρητής της επιχείρησης του κατηγορουμένου αποτελεί μέρος από μία συγκεκριμένη παρτίδα που παραλήφθηκε το 2001-2002 και κατ’ απαίτηση της αρμόδιας τότε ΔΕΗ ΑΕ, είχαν μόνο τη δυνατότητα να καταγράφουν την ισχύ που καταναλωνόταν από τον πελάτη (γινόμενο εντάσεως και τάσεως) και δεν κατέγραφαν όμως αυτοτελώς την ένταση στην οποία εντοπιζόταν η επέμβαση του κατηγορουμένου και δεν υπήρχε τμήμα σ’ αυτόν (μετρητή), στο οποίο να απεικονίζεται ή από το οποίο να εξακριβώνεται η έλλειψη εντάσεως. Τέλος, στο μετρητή καταγραφόταν μόνο η άεργος ενέργεια, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα καταγραφής έντασης κάθε φάσης χωριστά, καταγραφής συμβάντων, αποσύνδεσης έντασης κάποιας φάσης και καμπυλών φορτίου και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η επέμβαση, αλλά και η ακριβής χρονική στιγμή που πραγματοποιήθηκε η παράνομη επέμβαση στη μετρητική διάταξη της επιχείρησης του κατηγορουμένου, η οποία μπορεί να προσδιορισθεί μόνο από τη μελέτη των καταναλώσεων όπως και πράγματι έγινε. Επομένως, το αίτημα πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέο και ως αλυσιτελές και άσκοπο. Συνακόλουθα, πρέπει, αφού απορριφθεί κάθε άλλος ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο τελευταίος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται, απορριφθέντος και του ισχυρισμού του που προέβαλε κατά την αγόρευσή του ο τρίτος εκ των πληρεξουσίων του δικηγόρων περί απαραδέκτου, ως αναιτιολογήτου, της έφεσης της εισαγγελέως, δεδομένου ότι, πέραν του ότι η έφεση αυτή είναι επαρκώς κατά τον νόμο αιτιολογημένη, το παραδεκτό αυτής ήδη έχει κριθεί με την υπ’ αριθμ. 367/07-10-2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία το δεσμεύει χωρίς να μπορεί να κρίνει σήμερα άλλως “. Με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτών “ως λόγους” επανάληψης της διαδικασίας προβάλλει ότι δεν διέπραξε την ανωτέρω πράξη για την οποία καταδικάστηκε από το ανωτέρω Δικαστήριο, ήτοι την κλοπή ηλεκτρικού ρεύματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση και ότι η καταδικαστική κρίση στηρίζεται στις ψευδείς καταθέσεις των τεχνικών υπαλλήλων – μαρτύρων κατηγορίας και στα εν γένει απατηλά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η παρασταθείσα ως πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ (ΔΕΔΔΗΕ) Α.Ε.”. Αναφορικά δε με την εσφαλμένη κρίση του ως άνω δικάσαντος Δικαστηρίου, ο αιτών επικαλείται ως “νέα στοιχεία” που ήταν άγνωστα σ’ αυτό τα ακόλουθα, ήτοι ότι : 1) Ο έλεγχος της φερόμενης εκ μέρους του κλοπής ηλεκτρικού ρεύματος διενεργήθηκε εσκεμμένα από έναν υπάλληλο επί των μετρήσεων της Δ.Ε.Η., χωρίς όρους διαφάνειας ,άνευ δηλ. της παρουσίας του ιδίου [αιτούντος] ή εκπροσώπου του και αστυνομικού οργάνου ως ανεξαρτήτων μαρτύρων. 2) Ο ελεγκτής της Δ.Ε.Η. άνοιξε τον μετρητή κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος της επιχείρησης του, καίτοι γνώριζε ότι μπορούσε να τον ελέγξει με ειδικό χειρισμό των δύο πλήκτρων που διαθέτει, ενώ μπορούσε επίσης να τον ελέγξει με τη χρήση πρότυπου μετρητή ελέγχου, καθώς και με τη χρήση αμπεροτσιμπίδας. 3) Η Δ.Ε.Η. αρνήθηκε την μεταφορά του μετρητή κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος της επιχείρησής του στο εργαστήριο της στο Αιγάλεω Αττικής προς έλεγχο της μνήμης καταγραφής συμβάντων, που θα αποδείκνυε την αλήθεια. 4) Η μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα οφείλεται σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις στις οποίες αυτός προέβη στο χώρο της επιχείρησής του , όπως στην εγκατάσταση σ’ αυτήν θερμο-ηχομόνωσης, στην τοποθέτηση λαμπτήρων LED στα φωτιστικά, στην αντικατάσταση της ηλεκτρικής κουζίνας με κουζίνα υγραερίου, στην κατασκευή υδραυλικής οροφής, στην τοποθέτηση ρυθμιστών [dimers] έντασης και κατανάλωσης σε όλα τα συστήματα φωτισμού, στην μεταφορά όλων των μηχανών, ψυκτικών θαλάμων και των καταψύξεων της επιχείρησης σε κλιματιζόμενο χώρο, στην τοποθέτηση αισθητήρων κίνησης για την αυτόματη ενεργοποίηση του φωτισμού σε όλους τους βοηθητικούς χώρους, όπως τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την προσαγόμενη νέα υπεύθυνη δήλωση ηλεκτρολόγου. 5) Η απόρριψη του αιτήματος περί διεξαγωγής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης στην εσωτερική μνήμη του μετρητή του από το δικάσαν Δικαστήριο συνετέλεσε τα μέγιστα στην εκδοθείσα καταδικαστική απόφασή του. Περαιτέρω, προς επίρρωση των προαναφερθέντων ισχυρισμών του επικαλείται δέκα [10] έγγραφα, πολλά εκ των οποίων αναγνώστηκαν στο ανωτέρω Δικαστήριο, όπως γνήσιο αντίγραφο του μετρητή GR-266A που είναι ο μετρητής του, αντίγραφο του ΦΕΚ 654/2001 όπου θεσμοθετούνται οι προδιαγραφές των μετρητών GR-266A, επιστολή του Ινστιτούτου Καταναλωτών προς την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας με αίτημα να αναγράφονται υποχρεωτικά οι οδηγίες χρήσης στη μέτρηση σε όλους τους μετρητές της σειράς για τη διευκόλυνση των υπαλλήλων, φωτοτυπικό αντίγραφο της οδηγίας διανομής 83 από την οποία προκύπτει η νομότυπη διαδικασία ελέγχου, φωτογραφία του μετρητή με πινακίδιο επεξηγήσεων.
Από το ανωτέρω περιεχόμενο της εν λόγω αιτήσεως δεν προκύπτουν “νέα γεγονότα” ή “αποδείξεις”, άγνωστες, στους δικαστές που δίκασαν, κατά την έννοια του άρθρου 525§2 του ΚΠΔ, και οι οποίες από μόνες τους ή σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που έλαβε υπόψη του το ανωτέρω Δικαστήριο, καθιστούν φανερό, ότι ο αιτών είναι αθώος για την ανωτέρω πράξη για την οποία καταδικάστηκε, αλλά στην αίτηση περιέχονται ισχυρισμοί και επιχειρήματά του, που, εστιάζονται γύρω, από την κριτική της απόφασης και τις παραδοχές του Εφετείου, και γενικά γύρω από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων κατά την διάρκεια της δίκης, κατά την οποία καταδικάσθηκε, έτσι ώστε να καταφαίνεται η επιδίωξη του -δια της ως άνω διαδικασίας- να υπάρξει, ένας νέος ουσιαστικός επανέλεγχος της κατηγορίας, ο οποίος κατά τα προεκτεθέντα είναι ανεπίτρεπτος.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αιτούντος (άρθρ. 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1/4/2021 αίτηση του Α. Θ. του Μ., κατοίκου … άνευ αριθμού, για επανάληψη διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ’ αριθ. υπ. αρ. 244/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Κρήτης. ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2021.
ΕΚΔΟΘΗΚΕ, στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2021.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ