Αριθμός 1432/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη – Εισηγητή, Χρήστο Τζανερρίκο και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της υπό εκκαθάριση τελούσας Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “FBB-ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Αθανασίου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) …. 5) … …
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/2015 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3969/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 456/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/11/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ.2, 498 παρ.1, 568 παρ.1, 2, 4 και 576 παρ.1 έως 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτήν κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Αν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της από 21-11-2018 αίτησης αναίρεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η πρώτη και η δεύτερη αναιρεσίβλητες δεν εκπροσωπήθηκαν με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν και κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην παρούσα δικάσιμο, όπως αυτό προκύπτει από τις 341Δ’/29-3-2019 και 342Δ’/29-3-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σ. Γ., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 134, 135 και 136 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να προχωρήσει η συζήτηση σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 456/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας τράπεζας κατά της 3969/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 10-6-2015 ανακοπή των αναιρεσίβλητων και είχε ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν 391/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 806, 807 και 361 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, είναι σύμβαση κοινού δανεισμού, με βάση την οποία η δανείστρια τράπεζα παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο δάνειο, καταβάλλοντας το δάνεισμα εφάπαξ ή τμηματικά και ο τελευταίος, για την κάλυψη αυτού του δανείου προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς την τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά ποσό. Το αποδιδόμενο μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου του δανείου καλείται χρεώλυτρο, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε κατόπιν άθροισης και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο. Το δάνειο χορηγείται υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Εάν η αίρεση πληρωθεί ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης, να την καταγγείλει προώρως, οπότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία (ΑΠ 751/2012, ΑΠ 747/2012, ΑΠ 1455/2007, ΑΠ 637/1997). Στην περίπτωση που λόγω της καταγγελίας του δανείου υπάρξει εξ αυτού οφειλή και ο δανειολήπτης δεν την πληρώνει, η τράπεζα μπορεί να υποβάλει αίτηση για την έκδοση σε βάρος του διαταγής πληρωμής για την απαίτησή της, υπό τους όρους των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, όλα δε τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση (ΑΠ 1349/2013). Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, που ως προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής αξιώνει την απόδειξη της απαίτησης και του οφειλόμενου ποσού με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, συνάγεται ότι διαδικαστικό απαράδεκτο δημιουργεί και η έκδοση διαταγής πληρωμής όταν το επικαλούμενο από τον αιτούντα έγγραφο δεν αποδεικνύει άμεσα την απαίτηση και το ποσό αυτής, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας απόδειξης αυτής με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 2206/1999, ΑΠ 412/1999). Εάν η απαίτηση ή το ποσό αυτής δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Ως έγγραφα για την απόδειξη της ύπαρξης της, από το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, απαίτησής της, η τράπεζα μπορεί να επικαλεστεί και επισυνάψει στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αποσπάσματα ή αντίγραφα ή φωτοτυπίες από τα εμπορικά της βιβλία ή εκτυπώσεις από τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή των τηρούμενων μηχανογραφικά βιβλίων, αρχείων ή φακέλων που τηρεί η ίδια, όπως ειδικότερα τον τηρούμενο λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου, εφόσον, όμως, έχει ειδικά συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων ότι τα έγγραφα αυτά που σε περίπτωση λύσης της σύμβασης λόγω καταγγελίας της αποτυπώνουν την κίνηση και το υπόλοιπο στο οποίο ανέρχεται η οφειλή του δανειολήπτη προς την τράπεζα, θα επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου και συνεπώς θα αποτελούν πλήρη απόδειξη για την οφειλή και το ύψος της. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. του ίδιου Κώδικα, προβάλλοντας λόγους που αφορούν είτε το κύρος της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται για την έκδοσή της, κατ’ άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, είτε στην ουσιαστική ακυρότητα αυτής, με την έννοια ότι ο οφειλέτης αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές ενστάσεις για τη γένεση της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 573/2019, ΑΠ 332/2019, ΑΠ 1946/2017). Στη δίκη επί της ανακοπής η υπόθεση εξετάζεται μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής και των τυχόν πρόσθετων λόγων αυτής, με το περιεχόμενο των οποίων, σε συνδυασμό και με το αίτημα αυτής, οριοθετείται το αντικείμενο της δίκης. Αν ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός, όπως συμβαίνει με αυτόν της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και του ποσού αυτής, τότε αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και, κατά συνέπεια, της επ` αυτής δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 294/2014, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1347/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ, με τη σύμβαση της εγγύησης, ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγύησης είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρέωσης, απέναντι στον δανειστή, να εκπληρώσει την παροχή του οφειλέτη, αν δεν το κάνει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δανειστή, χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή συναίνεση του οφειλέτη (ΑΠ 1047/2010, ΑΠ 1261/ 2004, ΑΠ 238/1977). Ειδικότερα, η εγγύηση διαπλάστηκε ως θεσμός με χαρακτήρα αλτρουιστικό υπέρ του πρωτοφειλέτη και, σύμφωνα με αυτόν, ο εγγυητής αναλαμβάνει την εξασφάλιση και ενίσχυση μιας ξένης οφειλής χωρίς αντάλλαγμα. Το γεγονός αυτό επιβάλλει στο νομοθέτη τη φροντίδα για αυξημένη προστασία του εγγυητή, η οποία συνίσταται στη διαμόρφωση της ενοχής του ως ενοχής με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα απέναντι στον πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 1500/2008). Ο παρεπόμενος χαρακτήρας, που αποτελεί θεμελιώδες διακριτικό στοιχείο της έννοιας της εγγύησης και εκδηλώνεται κατά τη σύσταση, τη λειτουργία και την απόσβεση της σύμβασης, συνίσταται στο ότι η υποχρέωση του εγγυητή εξαρτάται από τη γένεση, το κύρος, την έκταση, τη δυνατότητα πραγμάτωσης και την απόσβεση της κύριας οφειλής. Ο εγγυητής ευθύνεται εάν, εφόσον και καθόσον ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης. Δεν νοείται παραίτηση από τον παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγύησης ούτε μπορεί ο χαρακτήρας αυτός να παρακαμφθεί με σύμβαση, (εκτός κι αν τα μέρη συμφωνήσουν ρητά ότι ο πρωτοφειλέτης και ο εγγυητής θα ευθύνονται εις ολόκληρον, οπότε όμως τότε δεν θα υφίσταται εγγύηση αλλά άλλου είδους ενοχική σχέση). Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850 παρ. 1 και 851 ΑΚ, η σύμβαση εγγύησης προϋποθέτει, λόγω του παρεπόμενου του χαρακτήρα της, την ύπαρξη οφειλής από κύρια σύμβαση, μετά της οποίας, προκειμένου να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγγυητή, αποτελεί ενιαία βάση της σχετικής αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, γεγονός που σημαίνει, ότι όχι μόνο η σύμβαση της εγγύησης αλλά και η κύρια σύμβαση οφειλής πρέπει να συγκεντρώνει όλες τις απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για τη δυνατότητα έκδοσης της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 102/2004, ΑΠ 1667/1995). Μία από τις προϋποθέσεις, αυτές είναι και η προαναφερόμενη απόδειξη της απαίτησης και του ποσού αυτής με τα επικαλούμενα από το δανειστή έγγραφα. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, κατά την οποία επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος με αυτή λόγος αναίρεσης αναφέρεται μόνο στις δικονομικές ακυρότητες, δηλαδή εκείνες που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων, όχι δε σε ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου, η παράβαση των οποίων ελέγχεται αναιρετικά με τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο (ΟλΑΠ 12/2000, ΟλΑΠ 1/1999). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα με την από 31-3-2015 αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των εταιρειών με την επωνυμία <<… >>, ως πρωτοφειλετών από τη μεταξύ τούτων και της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<… >>, της οποίας η αναιρεσείουσα είναι ειδική διάδοχος, καταρτισθείσας από 9-11-2010 σύμβασης δανείου και της από 1-11-2012 τροποποιητικής σύμβασης αυτής, καθώς και εναντίον των ήδη αναιρεσίβλητων, ως εγγυητών, με βάση τις σχετικές από 9-11-2010 και 15-3-2011 συμβάσεις, με τις οποίες εγγυήθηκαν, ως αυτοφειλέτες, την τήρηση των όρων της άνω σύμβασης δανείου. Η αναιρεσείουσα, με την από 2-7-2014 εξώδικη δήλωσή της, επιδοθείσα στους από τις ανωτέρω συμβάσεις οφειλέτες, κατάγγειλε την άνω σύμβαση δανείου, κήρυξε το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του, καθώς είχε δικαίωμα με βάση σχετικό όρο της σύμβασης και ζήτησε από αυτούς την καταβολή του ανεξόφλητου ποσού των 6.910.831,72 ευρώ. Για την έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκόμισε στο Δικαστή του Δικαστηρίου προς απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων έκδοσής της και συγκεκριμένα για την απόδειξη της απαίτησης, της αιτίας αυτής, του ύψους της και της ενεργητικής νομιμοποίησής της, τα ακόλουθα έγγραφα: α) την από 9-11-2010 σύμβαση δανείου και την από 1-11-2012 τροποποιητική αυτής, β) την από 9-11-2010 βεβαίωση εκταμίευσης κατά την ίδια ημέρα του συνολικού ποσού του δανείου από 11.923.521 ευρώ, γ) τις από 9-11-2010 και 15-3-2011 συμβάσεις εγγύησης, δ) την 6270 Γ’ /10-7-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Σ. Γ. της άνω εξώδικης δήλωσης καταγγελίας της σύμβασης δανείου, στο διορισμένο αντίκλητο των οφειλετών, ε) αποσπάσματα των μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας με πρωτότυπη εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση για την εκτύπωση των υπαλλήλων της που την ενήργησαν, για τους λογαριασμούς με αριθμούς …, που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση του επίδικου δανείου. Στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, η αναιρεσείουσα εξέθετε, προκειμένου να θεμελιώσει την απόδειξη με νόμιμα έγγραφα της απαίτησής της και του ύψους αυτής, και να προσδώσει στα προσκομισθέντα για το σκοπό αυτό αποσπάσματα των τηρηθέντων για την εξυπηρέτηση του δανείου λογαριασμών που είχαν εκτυπωθεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου, ότι σύμφωνα με τον όρο 8.04 της σύμβασης δανείου, συμφωνήθηκε ότι τα αποσπάσματα αυτά αποτελούν πλήρη απόδειξη δεσμευτική για τις εταιρείες που έλαβαν το δάνειο, ως προς την ύπαρξη και το εκάστοτε ανεξόφλητο ποσό κεφαλαίου, τόκων και άλλων οφειλών από τη σύμβαση δανείου. στ) το 1137/10-5-2013 ΦΕΚ Τεύχος Β’, στο οποίο είχε δημοσιευθεί η 73/1/10-5-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της άνω δανείστριας Τράπεζας και της θέσης αυτής σε ειδική εκκαθάριση, καθώς και της 10/1/10-5-2013 απόφασης της Επιτροπής Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος περί εντολής μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων της δανείστριας Τράπεζας στην αναιρεσείουσα και ζ) η από 10-5-2013 σύμβαση της υπό ειδική εκκαθάριση ως άνω δανείστριας Τράπεζας για τη μεταβίβαση στην αναιρεσείπουσα των αναφερόμενων σ’ αυτήν στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της. Επί της αίτησης αυτής, εκδόθηκε η 391/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, ενόψει της επικαλούμενης από την αναιρεσείουσα μη καταβολής από τους οφειλέτες (πρωτοφειλέτριες και εγγυητές) των συμφωνημένων δόσεων, το ποσό των οποίων στις 19-6-2014 ανερχόταν σε 435.600 ευρώ και μέρους των ληξιπρόθεσμων τόκων της περιόδου από 10-2-2014 έως 9-5-2014 από ποσό 11.773,68 ευρώ, υποχρέωσε τους καθ’ ως αυτή στην καταβολή στην αναιρεσείουσα μέρους της συνολικής οφειλής και συγκεκριμένα του αιτηθέντος ποσού 500.000 ευρώ. Κατά της εκδοθείσας ως άνω διαταγής πληρωμής οι καθ’ ων αυτή, άσκησαν την από 1-6-2015 ανακοπή ο δε τέταρτος των ήδη αναιρεσίβλητων και τους από 18-12-2015 πρόσθετους λόγους ανακοπής, επιδιώκοντας την ακύρωσή της. Επί της ανακοπής αυτής και των πρόσθετων λόγων της, εκδόθηκε η 3969/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο τρίτος λόγος της ανακοπής και ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, κρίνοντας το Δικαστήριο ότι από τα προσκομιζόμενα από την αιτούσα ήδη αναιρεσείουσα ως άνω έγγραφα για την έκδοση αυτής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ύψος αυτής, καθόσον δεν αποδεικνύεται η επικληθείσα από αυτήν δικονομική συμφωνία να αποτελούν τα αποσπάσματα και φωτοαντίγραφα ή άλλες αναπαραγωγές από τα βιβλία και τα ηλεκτρονικά αρχεία από το λογαριασμό που τηρείται για την εξυπηρέτηση του δανείου, πλήρη περί αυτής απόδειξη, δεδομένου ότι το έγγραφο που επικαλείται για τη σχετική απόδειξη η αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής στο οποίο κατ’ αυτήν περιέχεται ο σχετικός όρος της σύμβασης, είναι κείμενο σε ξένη γλώσσα το οποίο δεν προσκομίζεται σε μετάφραση. Κατά της οριστικής ως άνω απόφασης, η αναιρεσείουσα άσκησε την από 11-9-2017 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν οι προβαλλόμενοι λόγοι της έφεσης. Ειδικότερα, το Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα: <<Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου της εκκαλουμένης απόφασης διότι αφενός η προσκόμιση αντιγράφων των λογαριασμών παρακολούθησης του δανείου (και άρα και η αναφορά στη δικονομική σύμβαση του όρου 8.04) δεν ήταν καν απαιτούμενη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά προσκομίστηκε εκ περισσού. Ισχυρίζεται δηλαδή, όπως εκτίθεται στο σχετικό λόγο ότι ναι μεν σύμφωνα με τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, θα πρέπει η απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, δηλαδή να προσδιορίζεται ως προς το ύψος της από έγγραφο ή συνδυασμό εγγράφων, δημοσίων ή ιδιωτικών αλλά ότι κάτι τέτοιο απαιτείται προκειμένου περί πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αφού ειδικά σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφές ότι η απαίτηση και το εκκαθαρισμένο αυτής μπορούν να προκύψουν και αποδειχθούν μόνον από τον αλληλόχρεο λογαριασμό, ο οποίος και αποτελεί τη βάση της σχετικής συμφωνίας των μερών, η οποία μπορεί να προκύπτει από μια έγγραφη σύμβαση πλαίσιο, επειδή, αυτό είναι το χαρακτηριστικό του αλληλόχρεου λογαριασμού, η συμφωνία των μερών να εισάγουν τις μεταξύ τους απαιτήσεις σε ένα λογαριασμό, υπό την μορφή πιστοχρεωστικών κονδυλίων, από τον οποίο, κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών, θα προκύψει ένα κατάλοιπο υπέρ του ενός ή του άλλου. Αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, επί τοκοχρεωλυτικού δανείου η απαίτηση και το εκκαθαρισμένο αυτής προκύπτουν και αποδεικνύονται από την ίδια τη σύμβαση, με μαθηματικούς υπολογισμούς, δεδομένου ότι σε αυτήν αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του οφειλόμενου ποσού, δηλαδή ο τρόπος και ο χρόνος εξόφλησης του κεφαλαίου, ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής των τόκων συμβατικών και υπερημερίας, το επιτόκιο καθώς και οι προϋποθέσεις κηρύξεως του δανείου ληξιπροθέσμου και απαιτητού κυρίως λόγω μη καταβολής των δόσεων και τόκων κατά τις οριζόμενες στη σχετική σύμβαση ημερομηνίες. Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης αποδείξεων διότι τελικά για την έκδοση διαταγής πληρωμής προσκομίστηκαν σε πλήρη μετάφραση οι εγγυητικές συμβάσεις οι οποίες περιελάμβαναν τον όρο 2.04 αναφορικά με την τρίτη των ήδη εφεσιβλήτων, τον 2.03 όρο αναφορικά με την ήδη τέταρτη των εφεσιβλήτων και τον όρο 4.01 όρο αναφορικά με τους 5ο, 6ο και 7ο των ήδη εφεσιβλήτων, ο οποίος έχει περιεχόμενο ταυτόσημα με το μη μεταφρασμένο όρο της σύμβασης του δανείου που δεν προσκομίστηκε σε μετάφραση και ότι δηλαδή: <<Δια της παρούσης ρητώς συμφωνείται και αναγνωρίζεται από τον Εγγυητή ότι αποσπάσματα ή φωτοτυπίες από τα βιβλία της Τράπεζας, ή μηχανογραφημένα αποσπάσματα των στοιχείων ή φακέλων της καθώς και αντίγραφα κινήσεως λογαριασμού ή μια βεβαίωση υπογεγραμμένη από αρμόδιο υπάλληλο της Τράπεζας χορηγούμενο κατά τα αναφερόμενα στη ρήτρα 19της Σύμβασης Δανείου θα αποτελούν αποκλειστική, δεσμευτική και πλήρη απόδειξη, εκτός προφανούς λάθους, για τον εγγυητή σχετικά με το εκάστοτε οφειλόμενο από τις Δανειζόμενες ποσό σύμφωνα με τη Σύμβαση Δανείου σε σχέση με το κεφάλαιο, τον τόκο και άλλες επιβαρύνσεις ή το ποσό το οποίο, εκάστοτε θα οφείλεται από τις Δανειζόμενες ή οποιονδήποτε άλλο Συμβαλλόμενο στα Έγγραφα Εξασφάλισης, την αξία των επιπρόσθετων εξασφαλίσεων σύμφωνα με τη ρήτρα 12.04 της Σύμβασης Δανείου, την πληρωμή ή μη πληρωμή οιουδήποτε ποσού και/ή την επέλευση οιουδήποτε άλλου Γεγονότος Υπερημερίας. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα δικαιούται να προβεί σε διαδικασία εκτέλεσης ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική ή εξώδικη διαδικασία επί τη βάση των προαναφερθέντων μέσων απόδειξης συμπεριλαμβανομένων αντιγράφου κινήσεως λογαριασμού ή βεβαίωσης της Τράπεζας>>. Επί των παραπάνω πρέπει να αναφερθεί ότι ο πρώτος λόγος εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ενδιαφέρει το αν το κατάλοιπο τοκοχρεωλυτικού δανείου μπορεί να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς από τα προσκομιζόμενα, αλλά η ύπαρξη ή μη της δικονομικής σύμβασης με την οποία καθίσταται αποδεικτικό μέσο που αποδεικνύει την ίδια την απαίτηση, το ύψος και το ληξιπρόθεσμο αυτής έγγραφο που έχει εκδώσει το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η εκκαλούσα εδώ συνομολογεί ότι δεν προσκομίστηκε σε μετάφραση ο σχετικός όρος 8 της σύμβασης του τοκοχρεωλυτικού δανείου από την οποία προέκυπτε πρωτίστως η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας και συνεπώς τα προσκομιζόμενα από αυτή στην αγγλική έγγραφα δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως προς την ίδια την ύπαρξη της απαίτησης (όχι μόνο το ύψος) και το ληξιπρόθεσμο αυτής, το οποίο θα αποδειχθεί από το συνδυασμό της δικονομικής αυτής συμβάσεως με άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα περί οχλήσεως κλπ. Δηλαδή το υπέρ της τράπεζας κατάλοιπο, με βάση την ανωτέρω σύμβαση μόνο έχει τέτοια αποδεικτική δύναμη και επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ακολούθως η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε με βάση τα παραπάνω μη προσκομιζόμενα σε μετάφραση έγγραφα ήταν άκυρη διότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Αναφορικά με το συναφή δεύτερο λόγο εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, ισχυριζόμενη ότι σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο της κατά τα ανωτέρω αναφερόμενης δικονομικής σύμβασης προέκυπτε από το περιεχόμενο των παραπάνω αναφερόμενων όρων παρόμοιου περιεχομένου που με τις εγγυητικές συμβάσεις προσκομίστηκαν πράγματι σε μετάφραση. Ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς καθώς τυχόν παραδοχή του δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Και τούτο διότι υπό τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας η σύμβαση εγγυήσεως ακόμη και όταν ο εγγυητής έχει παραιτηθεί της ένστασης ελευθερώσεως και διζήσεως δεν παύει να είναι σύμβαση παρεπόμενη και γι’ αυτό εξάλλου ουδέποτε ο πρωτοφειλέτης δεν μπορεί να επικαλεστεί ενστάσεις του εγγυητή, ενώ ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη, και επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αλυσιτελώς η εκκαλούσα επικαλείται ότι πράγματι τελικά προσκόμισε σε μετάφραση σχετικούς όρους δικονομικών συμβάσεων που αφορούσαν την παρεπόμενη σύμβαση της εγγυήσεως, διότι προϋπόθεση έγκυρης έκδοσης διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγγυητή αποτελεί το να έχει εκδοθεί προηγουμένως σε βάρος του πρωτοφειλέτη>>. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τους λόγους της έφεσης. Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι παρά το νόμο και ειδικότερα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 623-624 ΚΠολΔ, κήρυξε απαράδεκτη την επίδικη διαταγή πληρωμής ως προς τους αναιρεσίβλητους εγγυητές επειδή δεν στράφηκε πρώτα η δανείστρια αναιρεσείουσα κατά των πρωτοφειλετριών εταιρειών, θεωρώντας εσφαλμένα τούτο τυπική προϋπόθεση για το έγκυρο της έκδοσής της κατά των ήδη αναιρεσίβλητων εγγυητών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, οι συμβάσεις εγγύησης των αναιρεσίβλητων, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, είναι παρεπόμενες της κύριας δανειακής σύμβασης και προκειμένου να μπορεί να εκδοθεί σε βάρος των εγγυητών αναιρεσίβλητων διαταγή πληρωμής για την από την κύρια σύμβαση οφειλή, για την οποία εγγυήθηκαν, πρέπει να μπορεί να εκδοθεί νόμιμα διαταγή πληρωμής σε βάρος των πρωτοφειλετριών για την καταβολή της απαίτησης. Στην προκείμενη δε περίπτωση, το Εφετείο έκρινε, ότι λόγω του παρακολουθηματικού της χαρακτήρα δεν μπορούσε, ενόψει του ανισχύρου της κυρίας συμβάσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής, να στηρίξει μόνη της αίτηση για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, η έκδοση της διαταγής πληρωμής σε βάρος των δύο πρώτων εφεσίβλητων εταιρειών, που ήταν οι δανεισθείσες από την Τράπεζα και συνεπώς αρχικά πρωτοφειλέτριες, δεν ήταν παραδεκτή, καθόσον δεν αποδεικνύονταν με έγγραφα η σε βάρος τους απαίτηση, επειδή δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη του επικληθέντος από την αναιρεσείουσα συμβατικού όρου για πλήρη απόδειξη των αντιγράφων των λογαριασμών που προσκόμισε για την απόδειξη της απαίτησης και του ύψους αυτής, λόγω της μη προσκόμισης μετάφρασης του αναφερόμενου σχετικού ξενόγλωσσου κειμένου του αντίστοιχου όρου. Η κρίση αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία θεμελιώνεται η αδυναμία έκδοσης διαταγής πληρωμής σε βάρος των πρωτοφειλετών είναι ορθή και δεν παραβιάζει τις επικαλούμενες διατάξεις, καθόσον η αναιρεσείουσα, ως αιτούσα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, στον όρο αυτό στήριξε την έγγραφη απόδειξη της απαίτησής της και του ύψους της, προκειμένου ως έγγραφα απόδειξης να θεωρηθούν οι προσκομιζόμενοι με την αίτηση και ειδικά αναφερόμενοι λογαριασμοί που αφορούσαν την τήρηση της κίνησης του δανείου και όχι σε άλλα έγγραφα στοιχεία ώστε με βάση εκείνα να κριθεί τυχόν σφάλμα του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, δε, η προσβαλλόμενη έκρινε ότι λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της εγγύησης δεν μπορούσε, αφού δεν εκδόθηκε διαταγή πληρωμής από την κύρια σύμβαση, να στηριχθεί η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των αναιρεσίβλητων εγγυητών. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά, εφόσον με τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση την κύρια σύμβαση, λόγω μη συνδρομής απαραίτητης προς τούτο προϋπόθεσης και ειδικότερα συνεπεία του προαναφερόμενου δικονομικού απαραδέκτου, δεν μπορεί, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα των συμβάσεων εγγύησης των αναιρεσίβλητων, να εκδοθεί διαταγή πληρωμής σε βάρος αυτών. Επομένως, ανεξάρτητα από το σφάλμα της διατύπωσης της αιτιολογίας απόρριψης του αντίστοιχου λόγου της έφεσης, ότι δηλαδή δεν εκδόθηκε πρώτα διαταγή πληρωμής σε βάρος των πρωτοφειλετριών εταιρειών, σε σχέση με την ως άνω αιτιολογία απαραδέκτου της αναίρεσης κατά των εγγυητών, πρέπει, κατ’ άρθρο 578 ΚΠολΔ, αφού το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περί απόρριψης του αντίστοιχου λόγου έφεσης είναι ορθό, να απορριφθεί ο προβαλλόμενος ανωτέρω αναιρετικός λόγος.
Η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικαστηρίου, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης επί των ζητημάτων που ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ανακοπής, της ένστασης ή αντένστασης. Εάν τα περιστατικά που προβάλλονται με τους λόγους αναίρεσης ως εκ περισσού διατυπώθηκαν ως παραδοχές της απόφασης, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του αξιούμενου με την αγωγή δικαιώματος και τη στήριξη του διατακτικού της απόφασης με βάση τους προταθέντες ισχυρισμούς των διαδίκων ή αν οι παραδοχές της απόφασης ανάγονται σε μη προταθέντα κατ’ ένσταση ή αντένσταση ισχυρισμό των διαδίκων, τότε οι σχετικές προς θεμελίωση των λόγων αυτών αναίρεσης αιτιάσεις στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση ή είναι αλυσιτελείς και οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι (ΑΠ 2090/2017, ΑΠ 255/2010). Με το δεύτερο αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση με την εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενη ότι παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 855 και 862 ΑΚ. Ειδικότερα διατείνεται ότι το Εφετείο με εσφαλμένη ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, δέχθηκε ότι η ακυρότητα της διαταγής πληρωμής ως προς τις πρωτοφειλέτριες εταιρείες (λόγω της κριθείσας μη απόδειξης της απαίτησης και του ύψους αυτής με τα προσκομιζόμενα έγγραφα), αποτελεί πράξη ή παράλειψη αυτής που οφείλεται σε βαριά αμέλειά της, εξαιτίας της οποίας κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης από τις πρωτοφειλέτριες, με συνέπεια να ελευθερώνονται οι αναιρεσίβλητοι εγγυητές, προβάλλοντας ένσταση από τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ. Υπό το ανωτέρω εκτιθέμενο, κατά την έρευνα του πρώτου λόγου της αναίρεσης, περιεχόμενο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης στην ελάσσονα πρότασή της, ο εξεταζόμενος λόγος της αναίρεσης, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι το Εφετείο δεν δέχθηκε όσα με αυτόν υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Ειδικότερα, αναλύονται μεν στη μείζονα πρόταση της προσβαλλόμενης απόφασης οι διατάξεις των άρθρων 855 και 862 ΑΚ, σχετικά με την ένσταση της διζήσεως και την ελευθέρωση του εγγυητή στην περίπτωση που από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη, καθώς και οι όροι και συνέπειες της παραίτησης του εγγυητή από τα αντίστοιχα δικαιώματά του, πλην όμως, οι ρυθμίσεις των διατάξεων αυτών, παρέμειναν στην ουσία ανεφάρμοστες και δεν οδηγήθηκε το Εφετείο με βάση τις διατάξεις αυτές στο νομικό συλλογισμό και το διατακτικό της απόφασης για την απόρριψη του δεύτερου λόγου της έφεσης ως αλυσιτελούς. Τούτο διότι, το σφάλμα που απέδιδε η αναιρεσείουσα στην πρωτόδικη απόφαση με το δεύτερο λόγο της έφεσης, αφορούσε το ότι έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο της ανακοπής και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και ως προς τους ήδη αναιρεσίβλητους εγγυητές, με την αιτιολογία ότι δεν αποδεικνύονταν η απαίτηση και το ύψος της από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα των τηρούμενων λογαριασμών εξυπηρέτησης του δανείου, που εξάγονταν από τα εμπορικά βιβλία και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της αναιρεσείουσας, επειδή δεν προσκομίζονταν σε μετάφραση ο όρος περί της δικονομικής σύμβασης για την αποδεικτική δύναμη αυτών, μολονότι προσκομίζονταν νόμιμα ο αντίστοιχος όρος περιεχόμενος στις συμβάσεις εγγύησης. Η αιτιολογία του Εφετείου περί του αλυσιτελούς του λόγου αυτού της έφεσης στηρίζεται στο ότι και η τυχόν παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του ισχυρισμού αυτού (ότι ο σχετικός με τη δικονομική σύμβαση όρος περιέχονταν στις συμβάσεις εγγύησης) δεν έχει αποτέλεσμα τη βασιμότητα του λόγου αυτού της έφεσης και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, καθόσον και πάλι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη και ως προς τους εγγυητές, αφού δεν μπορεί να εκδοθεί λόγω του κριθέντος απαραδέκτου κατά των πρωτοφειλετριών. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, ο προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος, ενόψει του ότι ακόμη και η τυχόν εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 855 και 862 ΑΚ στη μείζονα πρόταση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αρκεί από μόνη της να ιδρύσει τον άνω λόγο της αναίρεσης, αφού δεν συνέχεται με την ουσιαστική κρίση του Εφετείου, καθόσον πλεοναστικά στη μείζονα πρόταση αυτού αναλύθηκαν οι νομικές ως άνω διατάξεις, που δεν είχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογή και του ότι ως εκ περισσού διατυπώθηκαν στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης όσα αναφέρονται για την ελευθέρωση των αναιρεσίβλητων εγγυητών, χωρίς να είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του απορριπτικού πορίσματος του δεύτερου λόγου της έφεσης, ούτε να συνέχονται με την αιτιολογία της απόρριψής του και της αντίστοιχης διάταξης του διατακτικού της απόφασης, είναι αβάσιμος. Η παράθεση των διατάξεων αυτών, είναι φανερό ότι χρησιμοποιήθηκε από το Εφετείο για τη στήριξη της εκτίμησης ότι ακόμη και αν ο εγγυητής παραιτηθεί των ενστάσεων αυτών δεν αίρεται ο, μη αμφισβητούμενος, σε κάθε περίπτωση χαρακτήρας της σύμβασης εγγύησης ως παρεπόμενης της κύριας σύμβασης, και όχι ως στοιχείο για τη στήριξη της έννομης συνέπειας που δέχθηκε το Εφετείο ως διατακτικό της απόφασής του περί απόρριψης, με την ως άνω αιτιολογία, του δεύτερου λόγου της έφεσης της αναιρεσείουσας.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Τέλος, η αναιρεσείουσα που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων αναιρεσίβλητων κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), που πρέπει να προσδιοριστούν σε κοινό ποσό για τους εκπροσωπηθέντες από τον ίδιο δικηγόρο και καταθέσαντες κοινές προτάσεις τρίτο και πέμπτο τούτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-11-2018 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.>>, για αναίρεση της 456/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρασταθέντων στη δίκη αναιρεσίβλητων, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ, από κοινού για τους τρίτο και πέμπτο των αναιρεσίβλητων και το ίδιο ποσό για τον τέταρτο τούτων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ