Αριθμός 1475/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη – Εισηγητή,Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Β. του Β., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σαρρή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. – Μ. Σ. της Ά., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Φοράδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.ΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-09-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 97/2013 μη οριστική, 117/2014 οριστική, όπως αυτή διορθώθηκε με την 28/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και 20/2018 του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20/06/2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 20/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου που απέρριψε κατ’ ουσία την από 15.4.2015 έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της 117/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, όπως αυτή διορθώθηκε με την 28/2015 απόφαση του ίδιου ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε την από 30.9.2009 αγωγή περί αναγνώρισης πατρότητας της αναιρεσίβλητης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1468, 1479, 1480 ΑΚ και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, που έχει αντικείμενο τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, δεν απαιτείται και ο προσδιορισμός συγκεκριμένης εντός του κατωτέρου χρονικού διαστήματος ημέρας σύλληψης του τέκνου αυτού από τον εναγόμενο ως πατέρα του, αφού ενόψει και του από τη διάταξη του άρθρου 1481 εδ.1 ΑΚ τεκμήριου της πατρότητας αρκεί η με την ίδια αγωγή επίκληση σαρκικής συνάφειας του προσώπου αυτού με τη μητέρα του φερόμενου ως τέκνου του κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψής του, δηλαδή αυτό που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό του ίδιου τέκνου (ΑΠ 1926/2017, ΑΠ 1813/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 του ΚΠολΔ, ιδρύονται λόγοι αναίρεσης, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθώς και αν παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 963/2006) και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 1452/2007, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 119/2014). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση στην αγωγή των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι εκτίθενται με επάρκεια ή παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 480/2010). Για να ιδρύεται, πάντως, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 571/2004) και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης, που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης. (ΑΠ 1363/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη εξέθετε ότι από το Δεκέμβριο 1987 η μητέρα της με τον αναιρεσείοντα είχαν έλθει σε σαρκική συνάφεια αρκετές φορές μέχρι την γέννησή της, που έλαβε χώρα στις 11.12.1990 και ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή κατά το μεταξύ της 300ης και 180ης ημέρας πριν από το τοκετό χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από την 13η .2.1990 έως και την 13η .6.1990, η μητέρα της ήλθε σε σαρκική συνάφεια μετά του αναιρεσείοντος και η ίδια είχε συλληφθεί από αυτόν. Με τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η αγωγή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην πιο πάνω νομική σκέψη, είναι ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνει όλα τα εκ του νόμου για την αναγνώριση πατρότητας αναγκαία στοιχεία. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη πράγματα που δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής και δη την ημερομηνία γέννησης της ενάγουσας και την ύπαρξη σαρκικής συνάφειας του εναγόμενου (ήδη αναιρεσείοντος) μετά της μητέρας της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1465 παρ. 1, 1467 και 1470 εδ. 1 του Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της μητέρας του, ως καλυπτόμενο από το τεκμήριο καταγωγής από τον γάμο της μητέρας του, δεν μπορεί να αναγνωριστεί δικαστικά από τον αληθινό του πατέρα. Το τεκμήριο όμως αυτό, ως μαχητό, μπορεί να ανατραπεί με την αγωγή προσβολής της πατρότητας του συζύγου της μητέρας του, οπότε, όταν η σχετική δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη θεωρείται το τέκνο και δη αναδρομικά ως γεννηθέν εκτός γάμου των γονέων του. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 620 και 621 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η προσβολή της πατρότητας τέκνου επιδιώκεται μόνο με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή και ότι, αν η διαφορά αυτή ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα κατά τη διάγνωση άλλης, κύριας διαφοράς, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αναβάλει τη συζήτηση της κύριας διαφοράς, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της αγωγής για την προσβολή της πατρότητας. Η επιτυχής, επομένως, προσβολή της πατρότητας, αν το τέκνο καλύπτεται από το τεκμήριο του άρθρου 1465 παρ,1 Α.Κ., δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής αναγνώρισης αλλά, εφόσον το γεγονός αυτό αμφισβητείται από τον εναγόμενο, ο ενάγων ευθύνεται με την απόδειξή του. Σε περίπτωση δε που η αγωγή για τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας τέκνου, καλυπτόμενου από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο της μητέρας του, ασκηθεί πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση η δεχόμενη την προσβολή της πατρότητας του συζύγου αυτής, η αγωγή αυτή δεν απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμη ούτε ως απαράδεκτη, αλλά υποχρεούται το Δικαστήριο κατά τα άρθρα 620 και 621 εδ. 1 Κ.Πολ.Δ., να αναβάλλει την συζήτηση της υπόθεσης μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για την προσβολή της πατρότητας (ΑΠ 2033/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, παρά την μη επαρκή έκθεση στην αγωγή των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματός της, δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, καθόσον δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτήν η αίρεση αποδοχής της περί προσβολής της πατρότητας αγωγής, που ασκήθηκε παράλληλα με την ένδικη αγωγή περί αναγνώρισης πατρότητας. Ωστόσο, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, δεν απαιτείται για το ορισμένο και την παραδεκτή άσκηση της αγωγής περί αναγνώρισης πατρότητας, η αναφορά σ’ αυτήν ότι ασκείται υπό την αίρεση της αμετάκλητης αποδοχής της παράλληλα ασκηθείσας αγωγής προσβολής πατρότητας, αλλά η αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού, που προβάλλεται από τους διαδίκους ή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, οδηγεί στην αναβολή της συζήτησης μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην αγωγή περί προσβολής πατρότητας, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 620 και 621 ΚΠολΔ (ήδη άρθρο 600 ΚΠολΔ). Επομένως, κρίνοντας το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, την αγωγή ορισμένη και μη απορρίπτοντας αυτήν ως απαράδεκτη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.14 του ΚΠολΔ και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αίτησής του, είναι αβάσιμα.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από την αναιρεσίβλητη και ειδικά δέχτηκε ότι, κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, είχε καταστεί αμετάκλητη η 244/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που ακύρωσε την 11255/13.6.1996 πράξη εκούσιας αναγνώρισης του συμβ/φου Ρόδου Δημητρίου Γιώρτσου, με την οποία αναγνωρίστηκε εκούσια η αναιρεσίβλητη ως γνήσιο τέκνο του Γ. Κ., μετέπειτα συζύγου της μητέρας της, χωρίς να έχουν προσκομιστεί οι σχετικές εκθέσεις επίδοσης και το πιστοποιητικό της Γραμματείας του Δικαστηρίου από τα οποία θα προέκυπτε το αμετάκλητο της ως άνω απόφασης, το πρωτοβάθμιο δε δικαστήριο αναφέρει τις σχετικές εκθέσεις επίδοσης, οι οποίες όμως δεν είχαν προσαχθεί νόμιμα ενώπιον του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατ’ άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, καθόσον στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικά δεν προτάθηκε με λόγο έφεσης ενώπιον του Εφετείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν πρόκειται είτε για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας είτε για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση είτε για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 1019/2020).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που έχει καταθέσει προτάσεις, λόγω της ήττας του (ΚΠολΔ 176,183, 191 παρ.2)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20.6.2018 αίτηση του Κ. Β. για αναίρεση της 20/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 8 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ