Αριθμός 193/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη- Εισηγητή, Παρασκευή Καλαϊτζή και Γεώργιο Παπανδρέου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 21η Νοεμβρίου 2018 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Α. του Γ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τoν πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Πολλάλη,
Των αναιρεσιβλήτων:1.Δ. Κ. του Γ., κατοίκου …, 2.Μ. συζύγου Γ. Κ., το γένος Μ. Σ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκαν από τoν πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Τριάντη, 3.Α. Α. του Γ., 4.Κ. συζ. Α. Α., το γένος Ρ. Π., κατοίκων …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-7-2005 αγωγή των 1ου και 2ης των αναιρεσιβλήτων και την από 5-1-2006 προσεπίκληση της αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκε η απόφαση Κ1/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κω. Μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2012 του ιδίου Δικαστηρίου, 37/2017 Εφετείου Δωδεκανήσου (Μεταβατική έδρα του Εφετείου Κω). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-12-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των παρόντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε καταφατική περίπτωση, προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, διαφορετικά κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, τη συζήτηση της οποίας επισπεύδει η αναιρεσείουσα, με πράξη ορισμού δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και κλήση του τρίτου και της τέταρτης εκ των αναιρεσιβλήτων Α. Α. και Κ. Α., να παραστούν κατά την ανωτέρω συζήτηση επιδόθηκε σ’ αυτούς νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις με επίκληση προσαγόμενες από 5-4-2018 και 5-4-2018 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του αστυφύλακα του ΑΤ … Α. Λ. (κατόπιν της από 26-3-2018 έγγραφης παραγγελίας της Ειρηνοδίκη Καλύμνου, ελλείψει δικαστικού επιμελητή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 122 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο οι ανωτέρω αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση, πλην όμως ως νομίμως κλητευθέντες (άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ), κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει να δικασθούν ως να ήταν παρόντες και να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους. Κατά το άρθρο 1108 εδ. α’ ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Για το ορισμένο και την πληρότητα της πιο πάνω αρνητικής της κυριότητας αγωγής απαιτείται να εκτίθενται συνοπτικά τα εξής στοιχεία: α) η κυριότητα του ενάγοντος πάνω στο πράγμα, β) η διατάραξη της κυριότητάς του από τον εναγόμενο, γ) το παράνομο της διατάραξης και δ) αίτημα για άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον. Ειδικότερα, πρέπει να εκτίθενται, μεταξύ άλλων, τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη διατάραξη της κυριότητας του ενάγοντος, η οποία συνίσταται σε κάθε έμπρακτη εναντίωση στις εξουσίες που παρέχει ο νόμος στον κύριο, που δεν φτάνει, όμως, μέχρι την καθολική αποστέρηση της νομής αλλά έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση της ελεύθερης χρησιμοποίησης, εκμετάλλευσης και απόλαυσης του πράγματος ως προς τις παραπάνω εξουσίες ή ορισμένες από αυτές. Η διατάραξη είναι παράνομη, αν εκείνος που έκανε την προσβολή ενήργησε χωρίς δικαίωμα (ΑΠ 1106/2014). Εξάλλου, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματός της, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ή την καταλυτική της αγωγής ένσταση, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται στο δικόγραφό της ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή ή την προαναφερόμενη ένσταση, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ’ εκείνη, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ’ αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής ή της, ως άνω, ένστασης, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών, την απέρριψε ως αόριστη. Για να θεμελιωθεί ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ θα πρέπει η αοριστία της αγωγής να προταθεί νομοτύπως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επαναφερθεί νομίμως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το γεγονός δε τούτο να αναφέρεται με σαφήνεια στο αναιρετήριο (ΟλΑΠ 16/2000, ΑΠ 1104/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με το από 12-7-2005 εισαγωγικό δικόγραφό τους, το οποίο ο Άρειος Πάγος εκτιμά ως διαδικαστικό έγγραφο κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ και στο οποίο σωρεύονται παραδεκτώς αναγνωριστική κυριότητας και αρνητική αγωγές, οι ενάγοντες- πρώτος και δεύτερη αναιρεσίβλητοι εξέθεταν ότι είναι συγκύριοι κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάτερος του επαρκώς περιγραφόμενου ακινήτου, εμβαδού 201,22 τ.μ., που απέκτησαν με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο και ότι η εναγόμενη-αναιρεσείουσα, το έτος 2001, αγοράζοντας όμορη ιδιοκτησία, συμπεριέλαβε στο σχετικό πωλητήριο συμβόλαιο και το μεγαλύτερο τμήμα του ακινήτου τους, ενώ το έτος 2003, προέβη στην αφαίρεση της παλαιάς περιμάνδρωσης τούτου και με τον τρόπο αυτό αφενός αμφισβητεί και αφετέρου διαταράσσει παράνομα τη συγκυριότητά τους επί του επιδίκου ακινήτου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωρισθούν, κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, συγκύριοι ολοκλήρου του ακινήτου τούτου και να υποχρεωθεί η εναγόμενη αφενός να αποκαταστήσει την περιμάνδρωσή του και αφετέρου να παραλείπει στο μέλλον να διαταράσσει τη συγκυριότητά τους, με απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε μελλοντική διατάραξη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή, κατ’ αμφότερα τα σκέλη της, είναι αρκούντως ορισμένη, περιέχοντας όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία τόσο της αναγνωριστικής αγωγής, χωρίς να χρειάζεται ειδικότερος προσδιορισμός του μέρους της έκτασης του επιδίκου, εφόσον, κατά τους ενάγοντες, με την ένταξη στο πωλητήριο συμβόλαιο της εναγομένης “του μεγαλύτερου τμήματός του”, υφίσταται εκ μέρους της αμφισβήτηση της συγκυριότητάς τους επί ολοκλήρου του ακινήτου τους, όσο και της αρνητικής αγωγής, διότι εκτίθεται με πληρότητα και σαφήνεια η παράνομη διατάραξη της συγκυριότητας των αναιρεσίβλητων στο ακίνητό τους με την αφαίρεση της παλαιάς περιμάνδρωσής του από την αναιρεσείουσα. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν απέρριψε την κρινόμενη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αλλά δέχθηκε ότι αυτή είναι ορισμένη, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γι’ αυτό και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι υποστηρίζοντες τ’ αντίθετα πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (ΟλΑΠ 24/1992). Ο, ως άνω, λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, όχι δε και όταν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, αόριστο, μη νόμιμο ή για άλλον τυπικό λόγο, οπότε το τυχόν σφάλμα ελέγχεται με λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 (ΟλΑΠ 44/1990, ΑΠ 924/2018). Ο παραπάνω λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμων σ’ αυτό προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Οι ενάγοντες είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενός ακινήτου (οικοπέδου), εμβαδού 201,22 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή “…” της νήσου … Δωδεκανήσου, στο όριο του οικισμού Χώρας …, το οποίο συνορεύει βόρεια, σε μήκος 28,30 μ., με δημοτική οδό, νότια, σε τεθλασμένη πλευρά μήκους 6,04 μ., 1,02 μ., 1,03 μ, 1,67 μ., και 9,91 μ., με ιδιοκτησία Ε. Σ. και 8,81 μ. και 8,83 μ. με ιδιοκτησία Κ. Π., ανατολικά, σε πλευρά μήκους 4,56 μ., με ιδιοκτησία Σ. Κ. και δυτικά, σε πλευρά μήκους 9,63 μ., με ιδιοκτησία Γ. Α., όπως απεικονίζεται στο από 6.12.2000 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ν. Κ.. Το ως άνω ακίνητο περιήλθε στους ενάγοντες από την Ε.χήρα Μ. Σ. το γένος Ρ. και Δ. Κ. …. Συγκεκριμένα, στον πρώτο εξ αυτών περιήλθε με το υπ’ αριθ. …08/19.12.2002 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Μ. Μ., όπως αυτό διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. ….46/28.7.2003 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα…., ενώ στη δεύτερη εξ αυτών περιήλθε με το υπ’ αριθ. …07/19.12.2002 συμβόλαιο γονικής παροχής της ιδίας συμβολαιογράφου, όπως αυτό διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. …45/28.7.2003 πράξη της ιδίας συμβολαίου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα…. Στην προαναφερόμενη δικαιοπάροχο των εναγόντων είχε περιέλθει το ακίνητο αυτό, λόγω προίκας, την οποία είχε συστήσει σ’ αυτήν και το σύζυγό της Μ. Σ. η αδελφή της Β. Κ. του Ρ., με το υπ’ αριθ. …92/20.2.1944 προικοσύμφωνο, που συντάχθηκε ενώπιον του Αρχ. Επιτρόπου, Ο. Ι. Γ. και του τότε Δημάρχου … Ι. Κ. Β., το οποίο έχει καταχωρηθεί στον τόμο…. του Αρχείου Συμβολαίων της, εκτελούσας κατά την εποχή εκείνη χρέη συμβολαιογράφου, … …, αλλά δεν έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …. Στη δε απώτερη δικαιοπάροχό τους Β. Κ. είχε περιέλθει το ακίνητο δυνάμει των υπ’ αριθ. 32/7.5.1933 και από 19.10.1942 παραχωρητηρίων εγγράφων, που συντάχθηκαν ενώπιον του Αρχιερατικού Επιτρόπου Ο. Ι. Γ., ως εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου, της … …. Η προαναφερόμενη άμεση δικαιοπάροχος των εναγόντων απέκτησε το ακίνητο με τα προσόντα της χρησικτησίας, καθόσον από το έτος 1944, που της δόθηκε ως προίκα, μέχρι το έτος 2002, που το μεταβίβασε στους ενάγοντες, νεμόταν το ακίνητο αυτό συνεχώς, με διάνοια κυρίας, ασκώντας προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις. Συγκεκριμένα, όπου αυτό μπορούσε να καλλιεργηθεί, το καλλιεργούσε με σιτηρά, ενώ όπου το έδαφος ήταν πετρώδες, το εκμίσθωνε στον κτηνοτρόφο Α. Β. για να ποιμαίνει τα ζώα του, το περιέφραξε και γενικά το επέβλεπε η ίδια και μέσω του ανεψιού της Ι. Π., ο οποίος επιμελήθηκε τη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος του ακινήτου, κατ’ εντολή της, περί τα έτη 1996-1998, αλλά και επέβλεπε τα όρια του ακινήτου κατά τη τσιμεντόστρωση, περί το έτος 1998, του δημοτικού δρόμου που εφάπτεται του ακινήτου. Τις πράξεις νομής επί του ακινήτου συνέχισαν να ασκούν οι ενάγοντες, με διάνοια κυρίων, από τότε που περιήλθε σ’ αυτούς το ακίνητο (2002) μέχρι την άσκηση της αγωγής (2005), με συχνές επισκέψεις και γενικώς με την επίβλεψή του. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα, το ως άνω, ακίνητο περιήλθε στη συγκυριότητα των εναγόντων με παράγωγο τρόπο, ήτοι με τις προαναφερόμενες χαριστικές δικαιοπραξίες (δωρεά και γονική παροχή) από αληθή κυρία, η οποία είχε καταστεί κυρία του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με συνεχή νομή από το έτος 1944 μέχρι το έτος 2002. Σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι του ακινήτου και με πρωτότυπο τρόπο, με το συνυπολογισμό στο δικό τους χρόνο νομής (από το έτος 2002 μέχρι το έτος 2005) και του χρόνου νομής της ανωτέρω δικαιοπαρόχου τους, ως προς την έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το υπ’ αριθ. …4/11.7.1937 δωρητήριο έγγραφο της Ιεράς Μονής …, νόμιμα μεταγεγραμμένο…., περιήλθε στη Δ. σύζυγο Ρ. Π. το γένος Ν. Κ., από τους γονείς της, μεταξύ άλλων ακινήτων, και μία οικία εντός του κάστρου, αποτελούμενη από ισόγειο και ανώγειο. Η ανωτέρω μεταβίβασε την οικία αυτή, με το υπ’ αριθ. ….91/10.8.1976 προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου Ι. Ρ., νόμιμα μεταγεγραμμένο, στην κόρη της Κ. σύζυγο Μ. Κ. το γένος Ρ. Π. [τέταρτη αναιρεσίβλητη] (πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα). Σύμφωνα με την περιγραφή που γίνεται στο εν λόγω προικοσύμφωνο, στην προικολήπτρια μεταβιβάστηκε μία ισόγεια οικία με υπόγειο, εκτάσεως 40 τ.μ., πλέον ή έλαττον, στη θέση “…” της νήσου …, που συνορεύει βόρεια, επί πλευράς μήκους 8 μ. με κυλίνδρα Μ. Σ., νότια, επί πλευράς μήκους 8 μ. με δημοτική οδό, ανατολικά, επί πλευράς μήκους 5 μ. με δημοτική πάροδο και δυτικά, επί πλευράς μήκους 5 μ. με οικία Μ. Ψ.. Η εν λόγω οικία είναι προσβάσιμη στη δημοτική οδό από τη νότια πλευρά της, από την οποία κατέρχεται μικρή κλίμακα που εφάπτεται της οικίας και καταλήγει στο βορινό μπαλκόνι της. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι γονείς και δικαιοπάροχοι της Κ. Π. στο χώρο ακριβώς κάτω από το βορινό μπαλκόνι της οικίας τους είχαν χτίσει κελιά για την εκτροφή μικρών οικόσιτων ζώων, όπως πουλερικών και γουρουνιών, χρησιμοποιώντας και τον έμπροσθεν των κελιών περιορισμένο χώρο για τις ανάγκες των ζώων που εξέτρεφαν. Εκτός των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί έκαναν άλλες υλικές πράξεις και ενέργειες σε χώρο πέραν της οικίας τους και ειδικότερα εντός του όμορου οικοπέδου των εναγόντων και μάλιστα με διάνοια κυρίων. Αλλωστε, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, το οποίο είναι ιδιαίτερα επικλινές, δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση από την οικία και τα κελιά προς το σημείο όπου τσιμεντοστρώθηκε ο δημοτικός δρόμος προς το βορρά, άνωθεν του οποίου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή οι γονείς και δικαιοπάροχοι της Κ. Π. δεν ασκούσαν υλικές πράξεις νομής στην όμορη και ήδη επίδικη ιδιοκτησία των εναγόντων, ενισχύεται και από το γεγονός, ότι αυτοί με το προαναφερόμενο, υπ’ αριθ. …91/10.8.1976 προικοσύμφωνο, μεταβίβασαν στην κόρη τους αποκλειστικά και μόνον την οικία των 40 τ.μ., βασιζόμενοι στους μέχρι τότε τίτλους κυριότητάς τους. Ομοίως, ούτε η Κ. Π. ενήργησε από το έτος 1976, οπότε περιήλθε στην κυριότητά της η προαναφερθείσα οικία, κάποια υλική διακατοχική πράξη επί του επιδίκου ακινήτου, εκτός από τη διάνοιξη του βόθρου, που εξυπηρετεί την οικία αυτή, μεταξύ των ετών 1985 και 1990, ενέργεια η οποία δεν είχε γίνει αντιληπτή από την τότε ιδιοκτήτρια του ακινήτου, δικαιοπάροχο των εναγόντων, αλλά αποκαλύφθηκε μετά το πέρας των εργασιών τσιμεντόστρωσης της δημοτικής οδού, λόγω της διενεργηθείσας εκσκαφής. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, μολονότι ο πρώην σύζυγος της Κ. Π. είχε ζητήσει από τη δικαιοπάροχο των εναγόντων, την άδεια να κατασκευάσει τουαλέτα σε τμήμα του επιδίκου ακινήτου για εξυπηρέτηση των αναγκών της ανωτέρω οικίας, η τελευταία δεν του το επέτρεψε και έτσι δεν κατασκευάστηκε. Ακολούθως, η Κ. Π. προέβαλε δικαιώματα κυριότητας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας επί του ακινήτου των εναγόντων, με τη σύνταξη του υπ’ αριθ. ….51/30.3.2000 συμβολαίου δωρεάς της συμβολαιογράφου … Κ. Κ., σύμφωνα με το οποίο φέρεται ότι μεταβιβάζεται προς τον Αντώνιο Αγγελίδη [τρίτο αναιρεσείοντα] (δεύτερο προσθέτως παρεμβαίνοντα), ποσοστό 1/10 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου μετά της οικίας του -και όχι μόνον οικίας- εκτάσεως “κατά μεν τον τίτλο κτήσεως 40 τ.μ., κατά δε νεώτερη, λεπτομερή καταμέτρηση 187,23 τ.μ.”, όπως αναγράφεται κατά λέξη στο συμβόλαιο αυτό. Στη συνέχεια, οι ανωτέρω (προσθέτως παρεμβαίνοντες) μεταβίβασαν το εν λόγω οικόπεδο μετά της οικίας του προς την εναγομένη, δυνάμει του υπ’ αριθ. …369/27.3.2001 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ιδίας συμβολαιογράφου. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι στο από 26.8.1999, προσαρτώμενο στο υπ’ αριθ. …51/30.3.2000 συμβόλαιο δωρεάς, τοπογραφικό διάγραμμα, αποτυπώνεται η οικία, περιβαλλόμενη πλέον από οικόπεδο, εμβαδού 140 τ.μ. περίπου, έκταση που αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα της ιδιοκτησίας του επιδίκου, εκ 201,22 τμ., ακινήτου, συγκυριότητας των εναγόντων. Όμως, το εν λόγω δικαίωμα συγκυριότητας των εναγόντων στο επίδικο ακίνητο, δεν αποδείχθηκε ότι καταλύθηκε από την εναγομένη.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της -που επαναφέρεται με σχετικό λόγο εφέσεως- ότι κατέστη κυρία του επιδίκου με παράγωγο άλλως πρωτότυπο τρόπο, καθόσον δεν απέκτησε από κυρίους, ενώ δεν αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αλλά ούτε και από τους μάρτυρές της, ότι η ίδια και οι δικαιοπάροχοί της νέμονταν το επίδικο ακίνητο επί συνεχή εικοσαετία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε μη επακριβώς διακριβωθέντα χρόνο, πάντως μετά τη σύνταξη του υπ’ αριθ. …69/27.3.2001 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, η εναγομένη αφαίρεσε την παλαιά περιμάνδρωση του ακινήτου των εναγόντων, στο όριό του με τη δημοτική οδό, προκειμένου να συμπεριλάβει τμήμα του στη δική της ιδιοκτησία. Οι ανωτέρω ενέργειες της εναγομένης σε βάρος της ιδιοκτησίας των εναγόντων είναι αυθαίρετες και παράνομες, αμφισβητούν δε και διαταράσσουν τη συγκυριότητα των εναγόντων επί του ακινήτου τους”. Στη συνέχεια το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αρνητική αγωγή των δυο πρώτων αναιρεσιβλήτων, αναγνωρίσθηκε η συγκυριότητά τους στο επίδικο ακίνητο και υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα-εναγόμενη να άρει την προσβολή επ’ αυτού και να παύσει κάθε μελλοντική διατάραξη, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα, με βάση τα λεπτομερώς εκτιθέμενα αποδεικτικά μέσα, όσον αφορά τα ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και δη αφενός της κτήσης συγκυριότητας των εναγόντων-δυο πρώτων αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με την παράθεση διακατοχικών πράξεων επιδηλωτικών της νομής εκείνων και της δικαιοπαρόχου τους επ’ αυτού και της διατάραξής της (συγκυριότητας) από την αναιρείουσα και αφετέρου της ανυπαρξίας κυριότητας της τελευταίας επί του επιδίκου, κτηθείσας είτε με παράγωγο είτε με πρωτότυπο τρόπο. Ως εκ τούτου, ο τ’ αντίθετα υποστηρίζων από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, ενώ κατά το μέρος που αυτός διαλαμβάνει επιχειρήματα της αναιρεσείουσας ως προς τις παραπάνω παραδοχές και το αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το Εφετείο, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται αποκλειστικά η εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης. Εξάλλου, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο αυτού κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που δεν επιδέχεται αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Δεν συνιστούν, όμως, έγγραφα κατά την έννοια της διάταξης αυτής εκείνα που κατά τα άρθρα 339 και 432 – 449 ΚΠολΔ δεν χαρακτηρίζονται ως αποδεικτικά έγγραφα, αλλά απλώς αποτυπώνουν στο περιεχόμενο τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι οι εκθέσεις με τις γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή προσώπων με ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οι ένορκες βεβαιώσεις τρίτων προσώπων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή τα πρακτικά των δικαστηρίων και οι εκθέσεις του εισηγητή δικαστή που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, καθώς και οι εκθέσεις με τις καταθέσεις μαρτύρων στην ποινική διαδικασία (ΑΠ 22/2018, ΑΠ 794/2017). Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια από τους αριθμούς 11 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ διότι το Εφετείο αφενός ανεπιτρέπτως έλαβε υπόψη του, για τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, την υπ’ αριθ. 5920/2011 ένορκη βεβαίωση του Μ. Κ. ενώπιον της συμβολαιογράφου … Κ. Κ., καίτοι αυτή ήταν υπεράριθμη, εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είχε ήδη λάβει υπόψη τρεις άλλες ένορκες βεβαιώσεις των αναιρεσίβλητων και αφετέρου παραμόρφωσε το περιεχόμενό της. Ο λόγος αυτός, κατά μεν το σκέλος του που αφορά τη λήψη υπόψη της προαναφερόμενης ένορκης βεβαίωσης από το Εφετείο, είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, ρητά αναφέρεται στο κείμενό της ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του (ισχύοντος πριν από τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015) άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη μόνον οι τρεις πρώτες ένορκες βεβαιώσεις (υπ’ αριθ. 3862, 3863 και 3864/2006 ενώπιον της ίδιας, ως άνω, συμβολαιογράφου) και όχι οι υπόλοιπες προσκομιζόμενες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ανωτέρω υπ’ αριθ. 5920/2011 ένορκη βεβαίωση, κατά δε το σκέλος της που αφορά την φερόμενη παραμόρφωση της τελευταίας είναι απαράδεκτος διότι εκείνη (ένορκη βεβαίωση), κατά τα προεκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί “έγγραφο” δεκτικό παραμόρφωσης, κατά την έννοια του νόμου.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν’ απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των πρώτου και δεύτερης εκ των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-12-2017 αίτηση της Β. Α. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 37/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του πρώτου και της δεύτερης εκ των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ