Αριθμός 520/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουβίδου και ‘Αννα Φωτοπούλου-Ιωάννου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1.Ν. Χ. του Κ. , κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Κονομόδη, 2. Γ. Μ. του Π. και 3. Ε. Μ. του Ι., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ζευκιλή, για αναίρεση της υπ’αριθ. 142/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Α. Κ. του Ι., κάτοικο …, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στις: 1. από 17 Μαΐου 2021 κρινόμενη αίτηση (του Ν. Χ.), η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου Νικολάου Χωρίκη και έλαβε αριθμό 13/2021 και 2. στην από 17 Μαΐου 2021 κρινόμενη αίτηση (των, Γ. Μ. και Ε. Μ.), η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου Νικολάου Χωρίκη και έλαβε αριθμό 12/2021, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 589/2021.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι αιτήσεις, να επιβληθούν τα έξοδα στους αναιρεσείοντες και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 17.5.2021 αιτήσεις, ασκηθείσες αυθημερόν με δηλώσεις ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέως του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ’ αριθμόν 12 και 13 εκθέσεις αντίστοιχα, των 1) α) Γ. Μ. του Π. και β) Ε. Μ. του Ι., κατοίκων … αφενός και 2) Ν. Χ. του Κ., κατοίκου …, αφετέρου για αναίρεση της υπ’ αριθμόν 142/2020 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. Σημειώνεται ότι η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται σαν να ήταν παρών και ο υποστηρίζων την κατηγορία Α. Κ. του Ι., ο οποίος, καίτοι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. το από 27.7.2021 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή Δικ Εισαγγελίας Κορίνθου Γ. Κ.) δεν εμφανίσθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (αρθ. 515 παρ. 2 ΚΠΔ).
Από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος ΠΚ, οι οποίες ορίζουν ότι “1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια”, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται: α) ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας για την εξέτασή του αρχής, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι είχε γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα απέκρυψε ή αρνήθηκε να τα καταθέσει. Στο περί ψευδούς κατάθεσης αντίστοιχο άρθρο του νέου ΠΚ (224 παρ. 1 νέου ΠΚ), στο οποίο έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 και 225 του προϊσχύσαντος ΠΚ για την ψευδορκία και την ψευδή ανωμοτί κατάθεση, που είναι επιεικέστερο ως προς την προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, έναντι του προϊσχύσαντος για την ψευδορκία, αφού απειλείται πλέον για το εν λόγω πλημμέλημα ποινή φυλάκισης με μικρότερο κατώτατο και ανώτατο όριο, ορίζεται, ότι, “1. Όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α’ του προϊσχύσαντος ΠΚ, που είναι ταυτόσημο κατά περιεχόμενο με το αντίστοιχο άρθρο του νέου ΠΚ (46 παρ. 1 α’ νέου ΠΚ), ορίζεται για τον ηθικό αυτουργό, ότι “1. Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε …”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτέλεσης αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της απόφασης αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ, φορτικότητα ή προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητος και της θέσης του ή και της σχέσης του με τον φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, όπως συμβαίνει στο έγκλημα της ψευδορκίας, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και έκανε την υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Η ύπαρξη του δόλου, καταρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, επειδή ενυπάρχει στη θέληση πραγμάτωσης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και εκδηλώνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την πραγμάτωση των σχετικών περιστατικών, εκτός αν έχει τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου ή ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο της πράξης, όπως η τέλεσή της με γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος). Αυτό συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου, όπως ήδη σημειώθηκε, απαιτείται άμεσος δόλος. Η ύπαρξη του άμεσου δόλου και η γνώση του ψευδούς γεγονότος είτε πρέπει να αιτιολογείται ρητά και ειδικά στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των συγκεκριμένων περιστατικών, που θεμελιώνουν υπαγωγικά και δικαιολογούν τη σχετική κρίση είτε πρέπει (η γνώση του ψευδούς) να συνάγεται σαφώς ως αυτονόητη ή αναγκαία από τα περιστατικά που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αποδείχτηκαν. Διαφορετικά, η απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική αιτιολογία. Όμως, σε περίπτωση που διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της απόφασης ρητή και ευθεία παραδοχή, ότι ο υπαίτιος είχε προσωπική γνώση ή αντίληψη των αληθών γεγονότων (που πάντοτε υποκρύπτονται υπό τα ψευδή γεγονότα) και, ως εκ τούτου, είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του που μεταβάλλει ή παραποιεί τα αληθή, καθώς και σε περίπτωση που το γεγονός που περιέχεται στον ψευδή ισχυρισμό και συνιστά το αντικείμενο του είναι ενέργεια ή παράλειψη του ίδιου του υπαιτίου ή συνδέεται αναπόσπαστα με το πρόσωπο του, ώστε αυτός να έχει, κατά λογική αναγκαιότητα, άμεση αντίληψη της αλήθειάς του, οπότε η δικαστική διαπίστωση – παραδοχή, ότι ο σχετικός ισχυρισμός (για το γεγονός αυτό) είναι ψευδής, ενέχει αυτονοήτως και τη διαπίστωση – παραδοχή, ότι ο υπαίτιος είχε και γνώση του ψευδούς ισχυρισμού του, υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση και άλλων περιστατικών για τη θεμελίωση του άμεσου δόλου. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της καταδικαστικής κρίσης του, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο γενικός προσδιορισμός ως προς το είδος τους, χωρίς να απαιτείται η αναλυτική παράθεση αυτών ή να διευκρινίζεται τι προκύπτει από το καθένα χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως ως προς την ηθική αυτουργία, αρκεί η μνεία του τρόπου ή μέσου, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, την οποία αυτός τέλεσε, όπως παραινέσεων, προτροπών, πειθούς, φορτικότητας κλπ, με την έννοια της πειστικότητας, χωρίς να απαιτείται αναφορά και άλλων πραγματικών περιστατικών ή περαιτέρω εξειδίκευση σε τί συνίστανται οι παραινέσεις, οι προτροπές, η πειθώ, η φορτικότητα κλπ, που χρησιμοποίησε ο ηθικός αυτουργός. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Άλλωστε δε συνιστά “τυπική” και ελλιπή αιτιολογία η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, όταν σ’ αυτό περιέχονται όχι μόνο τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου αλλά και πραγματικά περιστατικά ως ιστορικά γεγονότα (βιοτικά συμβάντα), τα οποία έχουν θέση και στο σκεπτικό της απόφασης (ΑΠ 1366/2016, ΑΠ 1518/2012). Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα υπόλοιπα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολόγησης και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 151/20121, ΑΠ 332/2020). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμους οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008).
Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το παραπάνω Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, απολογίες κατηγορουμένων και αναγνωσθέντα έγγραφα) δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: ” Κατ’ αρχάς πράγματι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι κατέθεσαν όσα ανωτέρω αναφέρονται, τα οποία ήταν ψευδή, πράγμα το οποίο γνώριζαν, πλην όμως έδωσαν τις ανωτέρω καταθέσεις με σκοπό να αθωωθεί ο τρίτος κατηγορούμενος Ε. Μ., ο οποίος είχε κατηγορηθεί για θανατηφόρα σωματική βλάβη και για επικίνδυνη σωματική βλάβη και ο οποίος τους έπεισε με προτροπές, πειθώ και φορτικότητα να το πράξουν για το σκοπό αυτό. Μάλιστα ο Ε. Μ. κηρύχθηκε πράγματι ένοχος με την υπ’ αρ.28-29/2015 αμετάκλητη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, το οποίο έκρινε ότι αυτός: 1) Στην ….. (περιοχή …) την 11η Σεπτεμβρίου 2010 και περί ώρα 09.30’π.μ. με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματική κάκωση, η δε προκληθείσα σωματική βλάβη είχε ως επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο με αφορμή προηγούμενη διένεξη για νεοαναγειρόμενη οικία επί ομόρου οικοπέδου, ιδιοκτησίας του Τ. Κ. του Α. και της Α., από πρόθεση έπληξε αυτόν με τα χέρια και στη συνέχεια τον απώθησε βίαια προς το έδαφος, με συνέπεια αυτός να καταπέσει με το πίσω μέρος του σώματός του επί του εδάφους και δη στο πλάτους οκτώ (8) περίπου μέτρων και αποτελούμενο από ασφάλτινο τάπητα οδόστρωμα και κατά τον τρόπο αυτό να κτυπήσει το κεφάλι του και εντεύθεν να υποστεί ρωγμώδες κάταγμα κατά τον μετωπιαίο βόθρο δεξιά, κάταγμα του δεξιού κροταφικού οστού, κάταγμα ημικυκλικού σχήματος του ινιακού οστού και κάταγμα στο ύψος του ινιακού τρήματος και ένεκα τούτων εκτεταμένο υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωποβρεγματοκροταφικά και βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, βλάβη από την οποία ως μόνη αιτία επακολούθησε ο θάνατός του, μη προβλέποντας από αμέλεια του ότι, συνεπεία αυτής της βιαίας ώθησης και πτώσης του ανωτέρω επί του οδοστρώματος και την εξ αυτών σωματική κάκωση, θα επακολουθούσε ο θάνατος του ανωτέρω στις 28.9.2010 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, όπου και διακομίσθηκε για νοσηλεία μετά από την αρχική νοσηλεία του στο Γ.Ν.Κ., από την κρανιοεγκεφαλική κάκωση και το εκτεταμένο υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεξιά μετωπο- βρεγματοκροταφικά, που προκλήθηκε από την πτώση του. 2) Στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο με πρόθεση προξένησε σε άλλον σωματικές κακώσεις ή βλάβη της υγείας του, ο τρόπος δε που τελέστηκαν οι σωματικές αυτές κακώσεις μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική του βλάβη. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, με πρόθεση, επιτέθηκε εναντίον του Α. Κ. του Α. και Α., αδελφού του ανωτέρω αποβιώσαντος, προξένησε σε αυτόν κτυπώντας τον στο πρόσωπο με τα χέρια σε γροθιές, σωματική κάκωση και δη τραύμα και οίδημα στην περιοχή του ζυγωματικού οστού δεξιά, ο τρόπος δε που ετελέσθη η σωματική αυτή κάκωση μπορούσε να προκαλέσει στον ως άνω παθόντα βαριά σωματική του βλάβη” . Τα περιστατικά αυτά πράγματι είναι τα αληθινά και συνεπώς όλοι οι κατηγορούμενοι εψεύδοντο μέχρι τώρα και εξακολούθησαν να ψεύδονται και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν ένοχοι για τις πιο πάνω πράξεις, οι οποίες πάντως αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή, αναγνωριζομένου στον 1ο κατηγορούμενο και στη 2η κατηγορουμένη του πρωτοδίκως αναγνωρισθέντος ελαφρυντικού του άρθ.84 παρ.2 α του ΠΚ.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες ενόχους, της αξιόποινης πράξης της ψευδούς κατάθεσης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση, με το ακόλουθο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης:
Κηρύσσει τους κατηγορουμένους ενόχους του ότι: “στην …. στους κάτωθι αναφερόμενους χρόνους, τέλεσε ο καθένας τις κάτωθι αναφερόμενες πράξεις:
1. Ο πρώτος, Χ. Ν., στον ως άνω τόπο, στις 12-09-2010 και 08-02-2011 (αναστελλομένου του χρόνου παραγραφής κατ’ άρθρο 59 παρ.2 ΚΠΔ από 11-07-2012 έως 09-03-2017), με περισσότερες πράξεις του που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμόδιας να ενεργεί τέτοια εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο: α) στις 12.09.2010, ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων, του Α.Τ. Κορίνθου που άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα στο σχηματισμό της αντίθετης υπό ΑΒΜ: … ποινικής δικογραφίας αφορώσα στις αξιόποινες πράξεις της θανατηφόρας σωματικής βλάβης και επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του νυν εγκαλούντα Α. Κ. και του θανόντος αδερφού του Τ. Κ., με εκεί κατηγορούμενο τον τρίτο εγκαλούμενο Ε. Μ., κατέθεσε εν γνώσει του ενόρκως ψευδώς τα ακόλουθα: “… είδα στο δρόμο που βρίσκεται μπροστά στην οικοδομή που χτίζει ο Κ. Τ. και η οποία βρίσκεται δίπλα στο σπίτι μου, τους Κ. Τ., τον Μ. Ε. και έναν ακόμη άντρα άγνωστο σ’ εμένα που ήρθε εκεί μαζί με τον Κ. Τ., με το αυτοκίνητο του Κ., τους είδα να συζητούν και τον Μ. Ε. να δείχνει με το χέρι του κάτι στην οικοδομή του Κ. Τ. και τον Κ. Τ. να του χτυπάει γροθιά στο πρόσωπο … . Βλέποντας εγώ ότι γίνεται επεισόδιο κινήθηκα προς το μέρος τους για να τους χωρίσω. Εκείνη τη στιγμή και πριν φτάσω εγώ στο σημείο η σύζυγος του Μ. Ε. έτρεξε προς το μέρος που ήταν ο σύζυγος της φωνάζοντας όμως πριν φτάσει. Την άρπαξε ο άλλος τον οποίο δεν γνωρίζω και τους είδα να παλεύουνε οι δυο τους. Εγώ του φώναξα από μακριά ‘σταμάτα όχι τη γυναίκα’ και πήγα στο μέρος του, τον έπιασα από πίσω για να τους χωρίσω, πράγμα το οποίο έγινε, ενώ αυτός συνέχισε να φωνάζει και να βρίζει για λίγο ακόμη … ” β) στις 08-02-2011, στην από την αυτή ημεροχρονολογία έκθεση ένορκης εξέτασης του ως μάρτυρα ενώπιον της αρμόδιας Ανακρίτριας Α’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Κορίνθου, κατέθεσε εν γνώσει του ενόρκως ψευδώς τα ακόλουθα: ” … Την ώρα εκείνη συζητούσαν σε ήρεμο κλίμα, δίχως να αντιληφθώ να διαπληκτίζονται. Η σύζυγος του κ. Μ. ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο εντός του οικοπέδου της. Ξαφνικά, εκεί που κοίταγα, βλέπω τον Τ. Κ. να σηκώνει το χέρι του και να ρίχνει μια μπουνιά στον κ. Μ., είδα, μάλιστα ότι πετάχτηκαν και τα γυαλιά του τελευταίου στον αέρα από το χτύπημα αυτό. Ο Μ. δεν αντέδρασε στο χτύπημα αυτό του Τ. Κ., αλλά κατέβασε το κεφάλι του. Δεν τον είδα καθόλου να επιτίθεται στον Τ. Κ. Εκείνη τη στιγμή είδε η σύζυγος του Μ. ότι αρχίζουν να τσακώνονται και έτρεξε προς το μέρος τους. Τότε, πιάνει ο αδερφός του Τ. Κ., ο Α., τη γυναίκα και αρχίζουν να διαπληκτίζονται οι δύο τους, αγκαλιάστηκαν και την είχε πιάσει από το λαιμό και ήταν έτοιμος να τη χτυπήσει. Εγώ φώναξα τότε ‘όχι την γυναίκα’ και έτσι αυτός δεν την χτύπησε. Τους πλησίασα και αυτοί πάλευαν σωματικά, είχαν πιαστεί στα χέρια, δεν την είχε αφήσει ακόμα και φώναζε ‘βοήθεια, βοήθεια’. Εγώ τον έπιασα από πίσω τον Α. Αυτός δεν την άφηνε και εγώ του είπα “τη γυναίκα πας να χτυπήσεις;” Τότε μόνο εκείνος την άφησε. Καταλήξαμε στην απέναντι πλευρά…. Εγώ είχα δει τον Τ. πριν να χτυπάει τον Μ. όταν άρχισαν όπως είπα στην αρχή …. Εγώ δεν είδα τον Μ. να χτυπάει καθόλου εκείνη την ημέρα τους αδερφούς Κ…. Εγώ δεν είδα εκείνη την ημέρα τον Μ. να επιτίθεται στον Α. Κ. …. Άκουσα και βρισιές μετά από το συμβάν και μετά το χτύπημα του Τ. Από τον Α. προς τη γυναίκα. Της έλεγε “εσύ τα φταις … βρες τρύπα να κρυφτείς”…… “. Άπαντα τα προαναφερθέντα τυγχάνουν ψευδή, η αλήθεια δε που ο κατηγορούμενος γνώριζε πλην όμως δολίως εν γνώσει του ψευδώς κατάθεσε είναι ότι ποτέ δεν είδε τον αδερφό του τρίτου εγκαλουμένου να χτυπάει τον Μ. και ποτέ ο αδερφός δεν τον χτύπησε και δεν σήκωσε το χέρι του να του ρίξει μπουνιά, ούτε είδε τον Μ. να μην αντιδρά και να κατεβάζει το κεφάλι στο δήθεν χτύπημα. Αντίθετα, ο τρίτος των εγκαλουμένων χτύπησε βαρύτατα και θανάσιμα τον Τ. Κ. και κατάφερε πλήγμα και στον εγκαλούντα Α. Κ.. Περαιτέρω, ουδέποτε ο προαναφερθείς (εγκαλών) πάλεψε με την Μ., ούτε την έπιασε από το λαιμό για να την χτυπήσει και ούτε την απείλησε, ενώ ο Χ. ποτέ δεν συμμετείχε στη διένεξη μεταξύ του εγκαλούντος και της Μ. και ουδέποτε προσπάθησε να τους χωρίσει και να τον αποτρέψει από το να χτυπήσει αυτήν. 2. Η δεύτερη, Μ.. Γ., στον ως άνω τόπο, στις 11-09-201Θ και 16-02-2011 (αναστελλομένου του χρόνου παραγραφής κατ’ αρθρ. 59 παρ. 2 ΚΠΔ από 11.07.2012 έως 09.03.2017), με περισσότερες πράξεις της που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον Αρχής αρμόδιας να ενεργεί τέτοια εξέταση κατέθεσε εν γνώσει της ψέματα. Συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο: α) στις 11.09.2010, ενώπιον των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων του Α.Τ. Κορίνθου που άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα στο σχηματισμό της αντίθετης υπό ΑΒΜ: … ποινικής δικογραφίας αφορώσα στις αξιόποινες πράξεις της θανατηφόρας σωματικής βλάβης και επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του νυν εγκαλούντα Α. Κ. και του θανόντος αδερφού του Τ. Κ., με εκεί κατηγορούμενο τον τρίτο εγκαλούμενο Ε. Μ., κατέθεσε εν γνώσει του ενόρκως ψευδώς τα ακόλουθα: “… Μπροστά από το οικόπεδο μας είδαμε τους αδερφούς Κ. να επιβλέπουν εργασίες στο οικόπεδο τους χωρίς να ανταλλάξουμε καμία κουβέντα, μας πλησίασαν ήρεμα και πολιτισμένα, μας καλημέρισαν και εμείς το ίδιο, μου φάνηκε περίεργο διότι δεν το συνηθίζουν, δεν το έχουν ξανακάνει…. Γυρίζω να βοηθήσω τον άντρα μου γιατί του είχαν ορμήξει και οι δύο και τον χτυπούσαν και εκείνη τη στιγμή με άρπαξε ο μικρός ο Θ. από το λαιμό, με κόλλησε στο αυτοκίνητο προσπαθώντας να με πνίξει και μου είπε “θα σε πνίξω καργιόλα”. Μετά γύρισε ο άντρας μου απωθώντας τον άλλο αδερφό για να έρθει να με γλιτώσει μαζί με το γείτονα …. “, β) στις 16.02.2011, στην από την αυτή ημεροχρονολογία έκθεση ένορκης εξέτασης της ως μάρτυρα ενώπιον της αρμόδιας Ανακρίτριας Α’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Κορίνθου, κατέθεσε εν γνώσει της ενόρκως ψευδώς τα ακόλουθα: “…βλέπουμε μπροστά μας τον Τ. Κ. με τον αδερφό του μέσα στο αυτοκίνητο του με φορά, όμως, αντίθετη αυτή τη φορά από πριν, δηλαδή προς την …… Οδηγούσε ο Τ. Κ., άνοιξε αυτός το παράθυρο και, ήρεμα και ευγενικά, μας είπε “Καλημέρα τι κάνετε;” Ξαφνικά ακούω την πόρτα να ανοίγει και βγαίνει ο Τ. Κ. και βλέπω να πέφτει πάνω στον άνδρα μου, να τού σπάει τα γυαλιά και άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπο με μπουνιές. Εγώ ήμουν σε μια απόσταση 4 μέτρων περίπου τη στιγμή εκείνη και δεν αντιλήφθηκα για ποιο λόγο έγινε αυτή η επίθεση. Όταν ξεκίνησε, όμως, ο Τ. Κ. τις μπουνιές, βγήκε και ο άλλος και άρχισε και αυτός να χτυπάει τον άνδρα μου … Όταν τους πλησίασα σε απόσταση 0.50 εκ., τους ρώτησα “τι είναι αυτά που κάνετε;” εκείνη τη στιγμή, γυρίζει ο αδερφός του Τ. Κ., με πιάνει από το λαιμό και με πετάει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου τους, του οποίου η μηχανή ήταν ακόμη αναμμένη. Μου λέει “θα σε πνίξω καργιόλα”. Ήρθε ο γείτονας να τον τραβήξει από πάνω μου και ξαφνικά βλέπω τον γείτονα να τον τραβάει από τις πλάτες και τον άνδρα μου να τραβάει το χέρι του από το λαιμό μου….έρχεται και ένας άλλος κύριος και είπε “τι γίνεται βρε παιδιά, τι πράγματα είναι αυτά”…. Ο σύζυγος μου δεν επιτέθηκε καθόλου εκείνη την ημέρα στον Τ. Κ. ή στον Α. Καθόταν και τις έτρωγε … “, Άπαντα τα προαναφερθέντα τυγχάνουν ψευδή, η αλήθεια δε που η κατηγορούμενη γνώριζε πλην όμως δολίως εν γνώσει της ψευδώς κατάθεσε είναι ότι ουδέποτε ο εγκαλών όρμηξε από κοινού με τον αδερφό του για να χτυπήσουν τον Μ. και ούτε τον χτύπησε κανένας από αυτούς, ούτε απλώς εκείνος καθόταν και τους άφηνε να τον χτυπάνε. Αντιθέτως, ο ίδιος ο Ε. Μ. επιτέθηκε εναντίον του Τ. Κ., και του επέφερε θανάσιμα πλήγματα, καθώς και εναντίον του εγκαλούντος Α. Κ., χτυπώντας τον στο πρόσωπο. Περαιτέρω, ο προαναφερθείς (εγκαλών) ουδέποτε άρπαξε την Γ. Μ. προκειμένου να την πνίξει, βρίζοντας και απειλώντας την, ούτε ποτέ επενέβη ο Ν. Χ. για να τον χωρίσει από αυτήν.
3. Ο τρίτος, Μ. Ε., στους ως άνω ειδικά αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις του τέλεσε περισσότερα εγκλήματα πού τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές, της ελευθερίας ποινές, και δη με πρόθεση προκάλεσε σε άλλους την απόφαση να τελέσουν τις άδικες πράξεις που αυτοί διέπραξαν, και ειδικότερα, με προτροπές, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τους πρώτον και δεύτερη κατηγορουμένους να τελέσουν τις άδικες υπό στοιχ. (1) και {2} πράξεις του κατηγορητηρίου που αυτοί διέπραξαν.
Αναγνωρίζει στον 1° κατηγορούμενο και στην 2η κατηγορουμένη, το πρωτοδίκως αναγνωρισθέν, ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ του Π.Κ.”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την καταδικαστική κρίση της, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως, (ψευδορκία μάρτυρα και ήδη ψευδούς κατάθεσης και ηθική αυτουργία σε αυτή), για τις οποίες καταδικάστηκαν οι αναιρεσείουσες, οι αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες τα υπήγαγε με ευκρινείς νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1 εδ. α’ 27 παρ. 1, 46 παρ. 1 α’, 79, 94 παρ. 1, 98 παρ. 1, 224 παρ. 1 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ, τις οποίες το άνω Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς, ή αντιφατικές αιτιολογίες και, συνεπώς δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, εκτίθενται με σαφήνεια παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, ενώ παρατίθενται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά τί προκύπτει από καθένα τούτων, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού από αυτό δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Περαιτέρω, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, αιτιολογείται πλήρως, τόσο ο απαιτούμενος για όλα τα εγκλήματα (της ψευδούς κατάθεσης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση) άμεσος δόλος των αναιρεσειόντων. Ειδικότερα εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα ως άνω γεγονότα, τα οποία βεβαίωσαν ενόρκως η πρώτη και ο τρίτος από τους αναιρεσείοντες, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, στο πλαίσιο της προανακρίσεως ενώπιον του ΑΤ Κορίνθου και της κυρίας ανακρίσεως ενώπιον της ανακρίτριας Α’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Κορίνθου, είναι ψευδή και οι ίδιοι γνώριζαν ποια ήταν τα αληθή από προσωπική τους αντίληψη, παραθέτοντας το Εφετείο συγκεκριμένα και με λεπτομέρεια γεγονότα που θεμελιώνουν με πλήρη επάρκεια την κρίση του αυτή καθώς και αυτήν την κρίση ότι την απόφασή τους αυτή (για ψευδή κατάθεση) την προκάλεσε ο δεύτερος αναιρεσείων Ε. Μ.. Συγκεκριμένα, καθόσον αφορά την περί ηθικής αυτουργίας κρίση από το συνολικό περιεχόμενο του σκεπτικού με σαφήνεια θεμελιώνονται τα απαιτούμενα για την κατάφαση της ηθικής αυτουργίας ήτοι ότι η εν λόγω κατάθεση ήταν προϊόν παρακίνησης, επίμονης προτροπής και πειθούς του δεύτερου ήδη αναιρεσείοντα, ο οποίος σαφώς πάντοτε κατά τις παραδοχές είχε κατηγορηθεί για θανατηφόρα σωματική βλάβη και επικίνδυνη σωματική βλάβη. Περαιτέρω, παρατίθενται στο σκεπτικό όχι, μόνο, τα ψευδή γεγονότα που κατατέθηκαν αλλά και τα αληθή γεγονότα, και ότι την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, σαφώς και γνώριζαν οι αναιρεσείοντες (πρώτη και τρίτος) και παρά ταύτα τα επικαλέστηκαν. Η γνώση τους, κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας πηγάζει από την προσωπική τους αντίληψη, καθόσον οι ίδιοι είχαν προσωπική αντίληψη του επεισοδίου ενώ, αιτιολογείται με επάρκεια η γνώση από τους αναιρεσείοντες των ψευδών περιστατικών, η οποία, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση και αντίληψη των ιδίων χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Ειδικότερα αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο Ν. Χ. και η Γ. Μ. που κατέθεσαν ενόρκως στην ποινική υπόθεση του Ε. Μ., δήλωσαν ψευδή γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειας τους, έχοντες σκοπό την αθώωση του κατηγορουμένου, ο οποίος εβαρύνετο με την πρόκληση πληγμάτων στον Τ. Κ., που εξαιτίας αυτών έπεσε στο έδαφος και έχασε τη ζωή του, μετά από πολυήμερη νοσηλεία, καθώς και εναντίον του Α. Κ., ο οποίος κινδύνευσε να υποστεί βαριά σωματική βλάβη. Κύριο γνώρισμα των καταθέσεων τους ήταν η διαβεβαίωση της προσωπικής παρουσίας τους στον τόπο του συμβάντος και η άμεση επίγνωση των διαδραματισθέντων, ανεξαρτήτως δε της παρουσιάσεως εκ μέρους των δύο (τότε) μαρτύρων, μιας μονόπλευρης διαστάσεως της πραγματικότητας, η οποία στόχευε στην άρση της ποινικής ευθύνης του Ε. Μ., ο οποίος κρίθηκε αμετακλήτως υπαίτιος των εκδηλωθησών συμπεριφορών και συγχρόνως εφέρετο ηθικός αυτουργός των ήδη ψευδών καταθέσεων και ως εκ τούτου η παράθεση προσθέτων στοιχείων προς ενδυνάμωση της υποκειμενικής υποστάσεως των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων δεν ήταν απαραίτητη. Ενώ, κατά τα λοιπά, οι λοιπές αιτιάσεις αυτών, κατά τις οποίες το Δικαστήριο δέχτηκε τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που προέκυπταν από τα αναφερόμενα από αυτόν αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει ν’ απορριφθούν, προεχόντως, διότι προβάλλονται απαραδέκτως, αφού η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστά λόγο αναίρεσης. Κατά συνέπεια, ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος και τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως της Γ. Μ. και Ε. Μ. καθώς και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Ν. Χ., από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη την πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τις ειδικότερες προαναφερθείσες αιτιάσεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων Ι. Χ. αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την αντικειμενική υπόσταση της προσαφθείσης σε αυτόν ψευδούς καταθέσεως μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, για το λόγο ότι στο αιτιολογικό της, η αναφορά της υπ’ αριθμ. 28-29/2015 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, είναι επιλεκτική. Ειδικότερα, κατά τον αναιρεσείοντα αυτόν, η μνημόνευση αυτή περιορίζεται σε τμήμα του διατακτικού της αποφάσεως, με την οποία ο Ε. Μ. καταδικάσθηκε για τις πράξεις της θανατηφόρου σωματικής βλάβης και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αν και στη δίκη αναγνώσθηκε το σκεπτικό της. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το αιτιολογικό της προηγούμενης (έναντι της ερευνώμενης, που έχει αντικείμενο ψευδομαρτυρία στο πλαίσιο της πρώτης) αποφάσεως, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο, ενώ οι παραπομπές στο διατακτικό της, δεν ενέχουν αξιοποίηση μη αναγνωσθέντος εγγράφου, αφού η πρόσβαση εξασφαλίστηκε μέσω της αναγνωσθείσας υπ’ αριθμ. 436/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία απερρίφθη αναίρεση του Ε. Μ. εναντίον της υπ’ αριθμ. 28, 29/2015 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου, όπου παρατίθεται το επίμαχο τμήμα του διατακτικού της τελευταίας. Ο αμετάκλητος χαρακτήρας της τονίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και η αναβολή του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ, που προϋποθέτει την τελείωση της βασικής υποθέσεως. Άλλωστε παρατίθενται στην απόφαση τα αντίθετα προς τα ψευδή, αποδιδόμενα στον αναιρεσείοντα (αλλά και στη συγκατηγορουμένη του) αληθή γεγονότα με τη διεξοδική καταγραφή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης των πραγματικών περιστατικών, η συσκότιση των οποίων επιχειρήθηκε με τις ψευδείς καταθέσεις. Οι δύο καταθέσεις του Ν. Χ., οι οποίες συνιστούν την κατηγορία για ψευδή κατάθεση (αναγνώστηκαν άλλωστε στο ακροατήριο) εντάσσονται στην ίδια υπόθεση, ενώ οι ημερομηνίες λήψεως τους (12.09.2010, 08.02.2011), εναρμονίζονται προς τη διαδικαστική πορεία της δικογραφίας, που διήλθε το στάδιο της προανακρίσεως από το Α.Τ. Κορίνθου και της κυρίας ανακρίσεως, από την ανακρίτρια του Α’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Κορίνθου. Ο προσδιορισμός της ταυτότητάς της, με τον αριθμητικό κωδικό και τις αντίστοιχες αξιόποινες πράξεις, έχει γίνει ενιαίως και για τις δύο ως άνω υποενότητες, ενώ η ύπαρξη αρμοδιότητας των επιληφθεισών αρχών, περί εξετάσεως του μάρτυρα, ρητώς διαλαμβάνονται στην απόφαση (αιτιολογικό-διατακτικό). Άλλωστε η υπ’ αριθμ. 28-29/2015 απόφαση του ΜΟΕ Ναυπλίου οριοθετείται σαφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να επιβεβαιώνεται η αιτίαση του αναιρεσείοντος αυτού για υπεροχή της πρώτης στη δεύτερη, ή ετερογένεια του αιτιολογικού της προς το διατακτικό, (που επηρέασε κατά τους ισχυρισμούς του, την έκβαση της προκειμένης υποθέσεως), η δε απόφαση του ΜΟΕ ελέγχθηκε αναιρετικά και επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 436/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Ν. Χ., με τις προεκτεθείσες επιμέρους αιτιάσεις, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
Στον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του Ν. Χ. και πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως της Γ. Μ. και Ε. Μ., προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κινήθηκε στα όρια του προϊσχύσαντος άρθρου 224 παρ.2-1 ΠΚ, παρεκκλίνουσα από την αρχή της τηρήσεως του επιεικεστέρου, υπέρ των κατηγορουμένων νόμου. Η απλή χρήση στην προσβαλλόμενη απόφαση των όρων ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία σε αυτήν και όχι του δοθέντος στο οικείο άρθρο του νέου ΠΚ, τίτλου ψευδής κατάθεση δεν σημαίνει ενεργοποίηση του προγενεστέρου δικαίου, που θα απέβαινε σε βάρος της ποινικής μεταχειρίσεως των κατηγορουμένων, αντίθετα η διάρθρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως δεικνύει την προσαρμογή προς τη νομοτεχνική διατύπωση της νέας διατάξεως του άρθρου 224 παρ.1 ΠΚ. Όμως η συμμόρφωση του Δικαστηρίου στην ευμενέστερη για τους κατηγορουμένους ρύθμιση του νόμου αναφορικά με την κατάγνωση της κυρώσεως, εξάγεται από το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε στη Γ. Μ. και Ν. Χ., ήτοι φυλάκιση 8 μηνών και στον Ε. Μ., φυλάκιση 10 μηνών, που δεν συμβαδίζουν με το πλαίσιο του παλαιού ΠΚ αλλά υπάγονται στο περίγραμμα της νεοπαγούς διατάξεως του άρθρου 224 παρ.1 ΠΚ.
Συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα λόγος των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 3 του προϊσχύσαντος ΠΚ, αν ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 224 παρ. 2 και 225 τις τέλεσε για να αποφύγει ποινική ευθύνη, είτε δική του είτε κάποιου από τους οικείους του, το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από κάθε ποινή, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 3 του ήδη ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ, αν ο υπαίτιος τέλεσε τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων για να αποφύγει ποινική ευθύνη είτε δική του είτε κάποιου από τους οικείους του, χωρίς να ενοχοποιήσει ψευδώς άλλον, το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από κάθε ποινή. Η διάταξη αυτή απαιτεί να έχει τελεστεί η ψευδής κατάθεση, ήτοι προϋποθέτει πάντοτε ψευδή κατάθεση, στην οποία περιλαμβάνεται και η απόκρυψη ή άρνηση των αληθών. Δεν εισάγει η διάταξη αυτή λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης ούτε εξάλειψης του αξιοποίνου, αλλά δυνητικό λόγο απαλλαγής από κάθε ποινή και καλύπτει, κατά τα ανωτέρω, την άρνηση μαρτυρίας, την κατάθεση αναληθών περιστατικών ή την απόκρυψη των αληθών. Αποτελεί, δηλαδή, η διάταξη αυτή προσωπικό λόγο απαλλαγής, που θεμελιώνεται στη δυσμενή ψυχολογική κατάσταση ανάγκης, που δημιουργείται στο δράστη και δεν υπάγεται στο άρθρο 32 του ΠΚ, αλλά ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο ήδη με το άρθρο 224 παρ. 3 του ΠΚ, έτσι ώστε να παρέχεται στο δικαστή η ευχέρεια, προκειμένου να κρίνει αν θα επιβληθεί ή όχι ποινή στο μάρτυρα, για τον οποίο έκρινε ότι τέλεσε την ψευδή κατάθεση κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία, να σταθμίζει κάθε φορά την κατάσταση ανάγκης, στην οποία βρέθηκε ο μάρτυρας, ήτοι να κρίνει, ανάλογα με το είδος και τη σπουδαιότητά της, για κάποια αξιόποινη πράξη περί της ενοχής του μάρτυρα, η οποία ήθελε προκύψει σε περίπτωση που αυτός θα κατέθετε τα αληθή. Έτσι, το εάν ο δράστης θα κριθεί ατιμώρητος απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του περί εφαρμογής της ως άνω διάταξης, αφού η εφαρμογή αυτής είναι δυνητική. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως των Γ. Μ. και Ε. Μ. αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού-αιτήματος της πρώτης αναιρεσείουσας, περί μη επιβολής ποινής κατ’ άρθρο 224 παρ.3 ΠΚ (πρώην άρθρο 227 παρ.3 ΠΚ). Στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 224 παρ. 3 ΠΚ, το Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό, με την εξής αιτιολογία. “Στην προκειμένη περίπτωση επομένως (που δεν τίθεται θέμα ενοχοποίησης άλλου για την ίδια πράξη) δεν τίθεται θέμα μη νομίμου του αιτήματος, αφού κατά τα λοιπά το περιεχόμενο των διατάξεων είναι το ίδιο, ενώ και στις δύο περιπτώσεις η εφαρμογή της διάταξης απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου. Κρίνεται δε ότι δεν πρέπει να αναγνωριστεί το ανωτέρω ευεργέτημα στη δεύτερη κατηγορουμένη, καθόσον αφενός μεν η κατηγορία κατά του συζύγου της ήταν πολύ σοβαρή (σε βαθμό κακουργήματος) και αφετέρου διότι η μέχρι σήμερα συμπεριφορά της (δηλαδή το αμετανόητο, που τονίστηκε και στο τέλος του αιτιολογικού επί της ενοχής) δείχνει γενικότερα χαρακτήρα μη προσηλωμένο στη νομιμότητα”. Δηλαδή το Δικαστήριο της ουσίας, επί του σχετικού αιτήματος άσκησε τη δυνητική του ευχέρεια, απορρίπτοντας την παροχή του ευεργετήματος στη πρώτη αναιρεσείουσα, αφού αιτιολόγησε αρκούντως την αρνητική του θέση. Ειδικότερα δέχθηκε ότι ναι μεν η συζυγική ιδιότητα δεν την άφησε ανεπηρέαστη, η αψήφηση όμως της σοβαρότητας της αξιόποινης συμπεριφοράς του Ε. Μ. και η επιδειχθείσα από αυτήν αμετανοησία και αποκοπή από τη νομιμότητα, της στερούν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, την υπαγωγή της από τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση. .
Συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα τέταρτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’και Ε’ του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος.
Η επιβαλλόμενη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης ερευνά αυτεπαγγέλτως. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του κυρωθέντος με το ν.4619/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 (άρθρο δεύτερο του ν.4619/19) Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και η υπό στοιχείο ε’, που συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.”. Η σχετική διάταξη που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής.
Στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε’ ΠΚ, το Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό, με την εξής αιτιολογία ” Ο αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί συνδρομής στο πρόσωπό τους της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθ. 84 παρ. 2 εδ. ε’ του ΠΚ, είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον προβλήθηκε χωρίς επίκληση των πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν, δηλαδή περιστατικών τέτοιων από τα οποία να προκύπτει θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση, ήτοι στοιχείων που να δείχνουν σαφή μεταστροφή του χαρακτήρα του, ενώ για το ορισμένο αυτού δεν αρκεί μόνο η επίκληση της ως άνω σχετικής διατάξεως που προβλέπει την ως άνω ελαφρυντική περίσταση. Πέραν τούτου, ούτε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο διαπιστώθηκαν τέτοια περιστατικά.” Με τα δεδομένα αυτά, το δικαστήριο δεν παρέθεσε την αναγκαία αιτιολογία, διότι η ελαφρυντική περίσταση του εδ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, αφορά σε καλή συμπεριφορά, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη. Η ύπαρξη επωφελών για την κοινωνία στοιχείων δράσης δεν προβλέπεται στο νόμο, αρκεί μόνον, (όπως στην περίπτωση α’ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ) ο σύννομος βίος. Ως προς την ως άνω ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρα 2 παρ. 1 ΠΚ και 511 εδ.γ’ ΚΠΔ της επιεικέστερης κατά τα προαναφερόμενα, διατάξεως του ίδιου άρθρου του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και δη, κατ’ εφαρμογή και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο της προαναφερθείσας επιεικέστερης διατάξεως ως προς την απόρριψη της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ε’ ΠΚ και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠΔ), ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 142/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, και δη ως προς τη διάταξή της περί απόρριψης του ισχυρισμού περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ε’ ΠΚ.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις υπ’ αρ. 12/17.5.2021 και 13/17.5.2021 αιτήσεις της Γ. Μ. του Π. και Ε. Μ. του Ι., καθώς και του Ν. Χ. του Κ., αντίστοιχα, για αναίρεση της 142/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ