Αριθμός 572/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’αριθ.18/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Γεώργιο Κόκκορη (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 48/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αναστασία Μουζάκη (σύμφωνα με την υπ’αριθ. 38/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου) και ‘Αννα Φωτοπούλου-Ιωάννου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 25 Μαΐου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Λ του Κ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κελεμένη, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΖΤ4018/2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1. Α. Λ του Α., κάτοικο … και 2. Κ. Λ του Α., κάτοικο …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Χαραλάμπη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 13.7.2020 και με αριθμό Ε.Μ. 42/2020 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 768/2020.
Αφού άκουσε Tον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 13.7.2020 και με αριθμ. Ε.Μ. 42/2020 αίτηση του Α. Λ. του Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΖΤ 4018/2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταχωρισθείσα στο ειδικό βιβλίο στις 22.6.2020, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, της υπέρβασης εξουσίας, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Α’, Θ’, Δ’ και Ε’). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 ΠΚ, “όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής, που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται: α) υποχρέωση διατροφής από το νόμο, που ιδρύεται με βάση τον δεσμό του γάμου μεταξύ των συζύγων, διαζευγμένων συζύγων, συγγενών εξ αίματος κατ’ ευθείαν γραμμή ή αδελφών και θετών τέκνων, β) η υποχρέωση να έχει αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινά, που διατηρεί την ισχύ της μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση διατροφής, ακόμα και αν μεταβληθούν οι όροι διατροφής, γ) κακόβουλη παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, δηλαδή δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή και ενδιάθετη βούληση αυτού να μη συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του, η οποία οφείλεται σε κακεντρέχεια, κακότητα και κακή θέληση, ώστε να στερηθεί ο δικαιούχος από τα αναγκαία προς το ζην, παρότι ο δράστης είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης του δικαιούμενου προσώπου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, η δε οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα, δ) ο δικαιούχος να υποστεί πράγματι στερήσεις ή να αναγκασθεί να ζητήσει ή να δεχθεί βοήθεια άλλων. Οι στερήσεις αναφέρονται γενικά στην διατροφή σε όλη της την έκταση και όχι μόνο στα απολύτως αναγκαία μέσα συντήρησης. Ως βοήθεια νοείται η υλική βοήθεια άλλων, έστω και απώτερων υπόχρεων προς διατροφή, συγγενών ή μη, φίλων κ.λ.π. ή κρατικής κοινωνικής πρόνοιας ή ιδρυμάτων, ε) δόλος, καθόσον, εκτός της κακοβουλίας απαιτείται και δόλος, έστω και ενδεχόμενος, του δράστη. Στο δόλο του δράστη περιλαμβάνεται και η γνώση της υποχρέωσης για διατροφή, βάσει όμως ήδη εκδοθείσας σε βάρος του δικαστικής απόφασης, χωρίς να απαιτείται και τυπική επίδοση σ’ αυτόν της απόφασης με δικαστικό επιμελητή και γνώση ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων για τη διατροφή του. Επίσης, η παραβίαση της υποχρέωσης προς διατροφή τελείται κατ’ εξακολούθηση για απέχοντα χρονικώς διαστήματα (μηνών). Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο για την ύπαρξη υποχρέωσης διατροφής, πλην, όμως, αυτό ερευνά το κύρος και την ισχύ της απόφασης, κατά το άρθρο 60 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, όχι όμως και την ορθότητά της (ΑΠ 485/2019, ΑΠ 90/2018, ΑΠ 322/2017). Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 485/2019). Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου από την επ’ ακροατηρίου διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υφίσταται αντίφαση στην ίδια την αιτιολογία, ώστε να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΑΠ 914/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 59 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η προβλεπόμενη υποχρεωτική αναβολή ή αναστολή (όρος ταυτόσημος) της ποινικής δίκης γίνεται, όταν στην αναβαλλόμενη δίκη ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα το ίδιο ποινικό ζήτημα που εκκρεμεί ως κύριο αντικείμενο στην άλλη συναφή δίκη, η οποία πρέπει να εκκρεμεί στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, και όχι της προδικασίας. Τέτοιο ζήτημα είναι εκείνο, το οποίο πρέπει προηγουμένως να αντιμετωπιστεί και να λυθεί από το δικαστήριο, ώστε να είναι δυνατό να εκδοθεί μετά απόφαση για την κατηγορία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΚΠΔ, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις για την αναστολή της ποινικής δίωξης στις περιπτώσεις που την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, επέρχεται ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, και θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι η απόλυτη ακυρότητα που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 περ. γ’ ΚΠΔ προϋποθέτει τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υποχρεωτική αναστολή της ποινικής δίωξης, και όχι τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη δυνητική αναστολή ή αναβολή της δίκης και, συνεπώς, η παραβίαση των τελευταίων διατάξεων δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ (ΑΠ 1277/2019, ΑΠ 1572/2018 ). Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή την καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης μέχρι να εκδοθεί απόφαση άλλου δικαστηρίου σε συναφή ποινική υπόθεση ή για διακοπή της δίκης πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με την προϋπόθεση ότι η σχετική αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της άνω προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων υπέβαλε αίτημα για να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 59 Κ.Π.Δ., έως ότου εκδικασθεί η ενώπιον του Δ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών υπόθεση, με κατηγορούμενους την πρώην σύζυγό του και τον αδελφό της για τα αδικήματα της απάτης στο δικαστήριο και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση, η πρώτη και της ψευδούς κατάθεσης και άμεσης συνέργειας στην απάτη στο δικαστήριο ο δεύτερος, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του, αποτελεί πρόκριμα σχετικά με την υποχρέωση εκ μέρους του διατροφής των ανήλικων (ήδη ενήλικων) τέκνων του. Επί του εν λόγω αιτήματος το άνω Δικαστήριο της ουσίας απάντησε με την κάτωθι αιτιολογία: ” το αίτημα του κατηγορουμένου, που υποβλήθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του, περί αναβολής της δίκης αυτής, κατ’ άρθρο 59 του ΚΠΔ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της από 21.3.2018 έγκλησής του, με ΑΒΜ Β2018/476, κατά της πρώην συζύγου του Χ. Ζ., που ενεργούσε για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους Κ. και Α. , και του αδελφού της Α. Ζ., πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο. Ειδικότερα, με την ανωτέρω έγκληση η Χ. Ζ. και ο Α. Ζ. φέρονται ότι τέλεσαν τα εξής αδικήματα: η μεν 1η τα αδικήματα της απάτης στο Δικαστήριο κατ’ εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση κατ’ εξακολούθηση, ο δε 2ος τα αδικήματα της ψευδούς κατάθεσης και της άμεσης συνέργειας στην απάτη στο Δικαστήριο, για τις δε πράξεις αυτές παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο Δ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 18.12.2019, η συζήτηση της υπόθεσης όμως αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 22.5.2020. Οι ανωτέρω φέρονται ότι τέλεσαν τις πράξεις αυτές κατά τη συζήτηση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 112406/1716/2013 αγωγής της Χ. Ζ. εναντίον του κατηγορουμένου, με αντικείμενο την καταβολή διατροφής προς τα δύο (2) ανήλικα τέκνα τους. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι Χ. Ζ. επικαλέστηκε, για την υποστήριξη της ανωτέρω αγωγής της, ψευδή αποδεικτικά μέσα αναφορικά με την πραγματική της περιουσιακή κατάσταση και πέτυχε την επιδίκαση δυσανάλογα μεγάλης διατροφής για λογαριασμό των τέκνων τους, τα ίδια δε ψευδή αποδεικτικά μέσα επικαλέστηκε για την υποστήριξη της από 26.7.2012 αίτησής της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 9198/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), υποχρεώνοντάς τον να καταβάλει ως προσωρινή διατροφή των ανηλίκων τέκνων του το ποσό των 2.800 ευρώ μηνιαίως μέχρι την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής, για τη δε παραβίαση της υποχρέωσής του αυτής κατηγορείται στη δίκη αυτή. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν υφίσταται άμεση εξάρτηση των δύο (2) δικών, διότι η υπό κρίση κατηγορία της παραβίασης της υποχρέωση για διατροφή απορρέει από τη με αριθμό 9198/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), που έχει νομίμως εκδοθεί και δεν έχει ανακληθεί, η δε τυχόν επαρκής περιουσιακή κατάσταση της Χ. Ζ., την οποία αυτή φέρεται ότι απέκρυψε δολίως, άλλωστε ερευνάται και συνεκτιμάται από το Δικαστήριο αυτό. Επομένως, το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, κατ’ άρθρο 59 του ΚΠΔ, πρέπει ν’ απορριφθεί”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας και απέρριψε το αίτημα αναβολής της υπόθεσης κατ’ άρθρο 59 ΚΠΔ, ως αβάσιμο, ορθά και με την δέουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος αναβολής κατά το άρθρο 59 παρ. 1 Κ.Π.Δ., διαπιστώνοντας ότι το αντικείμενο των ως άνω πράξεων δεν αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα για το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμούσε ενώπιόν του και ότι δεν ασκούσε επιρροή στην έκβαση της εκδικαζόμενης από αυτό υπόθεσης. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι σχετικοί δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Θ’ ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από τη μη τήρηση των διατάξεων υποχρεωτικής αναστολής της ποινικής δίκης, για έλλειψη αιτιολογίας (όσον αφορά την παρεμπίπτουσα απόφαση) και για υπέρβαση εξουσίας.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Δικαστήριο της ουσίας, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν, κατά λέξη, τα ακόλουθα: “…Με τη με αριθμό 9198/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, ο κατηγορούμενος υποχρεώθηκε να καταβάλει στην τότε εν διαστάσει σύζυγό του Χ. Ζ., για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων τους Κ. και Α. , ως προσωρινή διατροφή τους το συνολικό ποσό των 2.800 ευρώ και δη το ποσό των 1.400 ευρώ για κάθε τέκνο. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος τότε διέμενε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας, έλαβε γνώση της ανωτέρω απόφασης διότι δικάστηκε κατ’ αντιμωλία, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αλέξιο Πελέκη, και μάλιστα άσκησε προφορικά ανταίτηση, ζητώντας μεταξύ άλλων να ρυθμιστεί ο τρόπος της επικοινωνίας του με τ’ ανήλικα.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί πλασματικής επίδοσης της ανωτέρω απόφασης στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και μη γνώσης από τον ίδιο αυτής τυγχάνει αβάσιμος. Ειδικότερα, δεν έλαβε χώρα πραγματική επίδοση της ανωτέρω απόφασης, σύμφωνα με τον κανονισμό της ΕΕ 1393/2007, πλην όμως ο κατηγορούμενος, εκπροσωπούμενος στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο, έλαβε γνώση αυτής. Ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε την ανωτέρω οφειλόμενη και δικαστικά αναγνωριζόμενη διατροφή στ’ ανήλικα τέκνα του για το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του έτους 2013 μέχρι και τον Μάρτιο του έτους 2014, με αποτέλεσμα αυτά να υποστούν στερήσεις. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, ο οποίος από το έτος 2010 κατοικούσε και εργαζόταν στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας, είχε δραστηριότητα στο χώρο της ενέργειας. Έχοντας 20ετή εμπειρία στις κυβερνητικές σχέσεις, σε θέματα ενέργειας και σε διεθνείς υποθέσεις, διοργάνωνε διεθνή συνέδρια με αντικείμενο την προώθηση των επενδύσεων κυρίως από κυβερνητικούς και δημόσιους οργανισμούς. Από τη δραστηριότητά του αυτή ο κατηγορούμενος εκτιμάται ότι αποκόμιζε το ποσό των 6.000 ευρώ μηνιαίως. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι με το από 29.11.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συντάχθηκε μεταξύ του κατηγορουμένου και της συζύγου του Χ. Ζ., ενόψει της συναινετικής λύσης του γάμου τους, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει ετησίως ως προσωρινή διατροφή των ανήλικων τέκνων του το ποσό των 60.560 ευρώ (22.000 ευρώ για μίσθωμα κατοικίας + 5.000 ευρώ για κοινόχρηστες δαπάνες + 25.000 ευρώ για δίδακτρα φοίτησης στο Κολλέγιο Αθηνών +2.560 ευρώ για δίδακτρα εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας + 6.000 ευρώ για ιδιαίτερα μαθήματα + 3.000 ευρώ για δαπάνες ιδιωτικής ασφάλισης). Βέβαια, το ίδιο χρονικό διάστημα και δη το έτος 2011 ο κατηγορούμενος είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τράπεζες, λόγω μη εξυπηρέτησης στεγαστικού δανείου ύψους 402.000 ευρώ και αλληλόχρεου λογαριασμού ύψους 103.000 ευρώ πλην όμως τα εισοδήματά του από τη δραστηριότητά του στη Γερμανία ήταν επαρκή, ώστε ν’ αναλάβει συμβατικά την υποχρέωση καταβολής της ανωτέρω διατροφής. Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν παραβίασε την υποχρέωση διατροφής από κακοβουλία, αλλά από οικονομική αδυναμία, διότι το ετήσιο εισόδημά του τα έτη 2013 και 2014 ανερχόταν στο ποσό των 16.704 ευρώ, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ισχυρισμός του αυτός έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι τα ίδια έτη κατέβαλε αποκλειστικά τα δίδακτρα φοίτησης των ανήλικων τέκνων του στο κολέγιο Αθηνών, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 22.000 ευρώ ετησίως. Περαιτέρω, η μητέρα των ανηλίκων, η οποία είναι δημοσιογράφος, εργαζόταν σε ραδιοφωνικό σταθμό, από τη δε εργασία της αυτή αποκόμιζε το ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Το γεγονός ότι Χ. Ζ. έκτοτε αύξησε τα έσοδά της και μάλιστα το έτος αγόρασε κατοικία, έναντι του τιμήματος των 200.000 ευρώ, δεν συνιστά λόγο απαλλαγής του κατηγορουμένου από την υποχρέωση διατροφής, διότι αφενός μεν πρόκειται για μεταγενέστερο συμβάν, αφετέρου δε το ανωτέρω τίμημα εξοφλήθηκε με προϊόν στεγαστικού δανείου. Επίσης, το γεγονός ότι Χ. Ζ. συμμετέχει σε εκδηλώσεις και ταξίδια υψηλού κόστους δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο για την οικονομική της κατάσταση, διότι μέρος αυτών είναι επαγγελματικές υποχρεώσεις της. Όπως προαναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος κατέβαλε για το επίδικο χρονικό διάστημα τα δίδακτρα φοίτησης των ανηλίκων τέκνων του στο κολέγιο Αθηνών, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 22.000 ευρώ ετησίως. Η καταβολή όμως αυτή δεν συνιστά τρόπο εξόφλησης της υποχρέωσης για διατροφή, η οποία κατά νόμο καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πραγματικό περιστατικό στο οποίο θεμελιώνεται η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 δ’ του ΠΚ. Δεν αποδείχτηκε ότι, κατόπιν προφορικής συμφωνίας με τη Χ. Ζ., ο κατηγορούμενος ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής των διδάκτρων απαλλασσόμενος έτσι από την υποχρέωση καταβολής της επιδικαζόμενης διατροφής. Το γεγονός ότι ορίστηκε οικονομικά υπεύθυνος στο κολέγιο Αθηνών δεν αποδεικνύει πλήρως τον ανωτέρω ισχυρισμό του. Επομένως ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση, πρέπει όμως να του αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 δ του Π.Κ., διότι, όπως προαναφέρθηκε, κατέβαλε τα δίδακτρα όχι μόνο για το επίδικο χρονικό διάστημα, αλλά και μεταγενέστερα”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα με το ανωτέρω ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ ΠΚ, του ότι: “Στην Αθήνα, στις 11-9-2013, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κακόβουλα παραβίασε την επιβεβλημένη από το νόμο και αναγνωρισμένη από το Δικαστήριο υποχρέωσή του για διατροφή που αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθμ. 9198/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, ποσού 2.800 ευρώ μηνιαίως που οφείλει να καταβάλλει στην εγκαλούσα Χ. Ζ. για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους Κ. και Α. Λ. για το ποσό των 1.400 ευρώ για έκαστο αυτών μηνιαίως, των οποίων έχει την επιμέλεια η εγκαλούσα, αυτός δεν κατέβαλε το συνολικό ποσό, που αφορά το διάστημα από μήνα Σεπτέμβριο 2013 μέχρι το μήνα Μάρτιο 2014, με αποτέλεσμα αυτή (εγκαλούσα) και τα ανήλικα τέκνα τους, να περιέλθουν σε στερήσεις και να αναγκαστούν να δεχθούν τη βοήθεια άλλων”. Με τις ανωτέρω όμως παραδοχές, η αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης είναι ελλιπής, αφού δεν εκτίθενται όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, ούτε οι νομικές σκέψεις για την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν, δεδομένου ότι, ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό αυτής γίνεται δεκτό με την αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών ότι ο αναιρεσείων είχε, σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα, την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει το ποσό, που επιδικάσθηκε με την ως άνω απόφαση, λόγω διατροφής για τα δύο ανήλικα τέκνα του, ούτε διαλαμβάνονται σ’ αυτά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ενδιάθετη βούλησή του να μη συμμορφωθεί στην απόφαση αυτή έτσι ώστε να δικαιολογείται η κακοβουλία αυτού, η οποία αποτελεί πρόσθετο στοιχείο προς θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει την ως άνω αναγνωρισθείσα δικαστικώς διατροφή στα ανήλικα τέκνα του και τούτο ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα, χωρίς να αρκεί η αόριστη αναφορά στο σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος “…είχε δραστηριότητα στο χώρο της ενέργειας. Έχοντας 20ετή εμπειρία στις κυβερνητικές σχέσεις, σε θέματα ενέργειας και σε διεθνείς υποθέσεις, διοργάνωνε διεθνή συνέδρια με αντικείμενο την προώθηση των επενδύσεων κυρίως από κυβερνητικούς και δημόσιους οργανισμούς. Από τη δραστηριότητά του αυτή εκτιμάται ότι αποκόμιζε το ποσό των 6.000 ευρώ μηνιαίως”. Περαιτέρω, ενώ δέχεται ότι το ίδιο διάστημα, που υπέγραψε το από 29.11.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο ανέλαβε τη υποχρέωση να καταβάλει ετησίως, ως διατροφή στα ανήλικα τότε τέκνα του, το ποσό των 60.560 ευρώ, ο αναιρεσείων είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τράπεζες, λόγω μη εξυπηρέτησης στεγαστικού δανείου ύψους 402.000 ευρώ και αλληλόχρεου λογαριασμού ύψους 103.000 ευρώ, στοιχεία από τα οποία προκύπτει οικονομική αδυναμία αυτού προς εκπλήρωση της υποχρέωσης για διατροφή, στη συνέχεια δέχεται ότι τα εισοδήματά του από τη δραστηριότητά του στη Γερμανία ήταν επαρκή, ώστε ν’ αναλάβει συμβατικά την υποχρέωση καταβολής της ανωτέρω διατροφής. Ούτε διαλαμβάνονται στην ως άνω απόφαση πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία να προκύπτει η βούληση του αναιρεσείοντος να μη συμμορφωθεί στην απόφαση αυτή. Δεν εκτίθεται ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων τέλεσε την ανωτέρω αξιόποινη πράξη με δόλο, δεν προσδιορίζεται η δόλια προαίρεσή του εκπορευόμενη από κακότητα ή από κακεντρέχεια και επιπλέον δεν διαλαμβάνεται στο ίδιο ως άνω σκεπτικό και διατακτικό αν οι δικαιούχοι της διατροφής, που είναι τα τέκνα του και όχι η πρώην σύζυγός του, υπέστησαν στερήσεις ή αναγκάστηκαν να δεχθούν τη βοήθεια άλλων, συγγενών ή μη, φίλων, ή κρατικής υπηρεσίας πρόνοιας κλπ με παράθεση πραγματικών προς τούτο περιστατικών, και παρά το γεγονός ότι ο αναιρεσείων κατέβαλε τα δίδακτρα φοίτησης των τέκνων του, ύψους 22.000 ευρώ, που αποδεικνύει σε κάθε περίπτωση έλλειψη κακοβουλίας και δόλου. Οι ελλείψεις αυτές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορούν να αναπληρωθούν από όσα περιέχονται στο διατακτικό αυτής, αφού σ’ αυτό δεν γίνονται περισσότερες αναφορές, με αποτέλεσμα να καθίσταται παράλληλα ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, κατά τον βάσιμο περί τούτων πρώτο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. ΖΤ 4018/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί με άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Ιουλίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ