Αριθμός 681/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Δ. του Γ., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Του καλούντος: Α. Δ. του Α., κατοίκου …, με την ιδιότητα του αποκλειστικού κληρονόμου του αποβιώσαντος πατρός του Α. Δ. του Γ., που συνεχίζει την εκκρεμούσα δίκη, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τρίγκα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ..
Της αναιρεσίβλητης – καθ’ ης η κλήση: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεόντιο Σφαιρόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-5-2011 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος Α. Δ. του Γ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1438/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4697/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο τότε αναιρεσείων με την από 23-10-2017 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 394/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 30-7-2019 κλήση του καλούντος. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. περ. α, 287, 291 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως, ρητώς με δήλωσή των κληρονόμων του θανόντος στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, ακόμα και ταυτόχρονα με τη δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, είτε με την επίδοση ιδιαιτέρου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση, αλλά και σιωπηρώς με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 711/2015, ΑΠ 1726/2013).
Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, με την από 30-7-2019 κλήση του Α. Α. Δ., επαναφέρεται για να συζητηθεί η κρινόμενη από 23-10-2017 (αρ. κατ. 743/2017) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αρ. 4697/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρο 681Α ΚΠολΔ),μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 394/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης, κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο αυτής (16-11-2018), λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντα. Εξάλλου, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται επιτρεπτά (άρθρο 561 αρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ο αρχικός αναιρεσείων, Α. Δ., αποβίωσε στις 31-1-2018 (βλ. το από 9-10-2020,με στοιχείο ΔΥ απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Πατρέων),δηλαδή μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, με την κατάθεσή της (άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ),στις 25-10-2017 και ότι αυτός κληρονομήθηκε από τον ήδη καλούντα, γνήσιο τέκνο αυτού από νόμιμο γάμο, ως μοναδικό καθολικό εκ δημόσιας διαθήκης κληρονόμο του, για τις ένδικες αξιώσεις του αποβιώσαντα, εξαιτίας του τραυματισμού του σε τροχαίο ατύχημα, κατά της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, που κάλυπτε έναντι των τρίτων ζημιούμενων την αστική ευθύνη του ζημιογόνου οχήματος. Εξάλλου, ο θάνατος, η συγγενική σχέση και η κληρονομική ιδιότητα,που στηρίζει την κληρονομική διαδοχή αποδεικνύεται, εκτός από την ανωτέρω ληξιαρχική πράξη θανάτου και από την από 9-10-2020 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών, από το υπ’ αρ. 740/8-10-2018 πρακτικό δημόσιας διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πατρών -Τμήμα Διαθηκών, από το υπ’ αρ. 3473/2-10-2020 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Πατρών περί μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης και από το υπ’ αρ. 2769/2-10-2020 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Πατρών περί μη ανάκλησης, ακύρωσης ή προσβολής της ανωτέρω δημόσιας διαθήκης.
Συνεπώς, νομίμως επαναλαμβάνεται εκουσίως η διακοπείσα δίκη και παραδεκτώς χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης για τον καλούντα- ως κληρονόμο του αρχικού αναιρεσείοντα -πατέρα του, με την ως άνω δήλωση αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι συνεχίζει αντ’ αυτού τη διακοπείσα δίκη. Περαιτέρω, από την επιτρεπτή κατ’ αρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, αναφορικά με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, προκύπτει ότι, σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 11-11-2009, στην Πάτρα, τραυματίστηκε ο πεζός, αρχικός αναιρεσείων, δικαιοπάροχος πατέρας του ήδη καλούντος -αναιρεσείοντος. Ο αρχικός αναιρεσείων- παθών άσκησε την από 31-5-2011 (αρ. κατ. 3989/2011) αγωγή κατά του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, Θ. Μ., του οποίου την αστική ευθύνη έναντι των τρίτων ζημιούμενων κάλυπτε η 2η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και ήδη αναιρεσίβλητη,με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν νομιμότοκα, ως αποζημίωση για τις θετικές ζημίες, που είχε υποστεί (δηλαδή για δαπάνη πλασματικής αμοιβής οικιακής βοηθού, βελτιωμένης τροφής και ένδυσης), για πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το συνολικό ποσό των 291760 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής και μετά την παραίτηση του ενάγοντος ως προς τον ασφαλισμένο οδηγό, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 1438/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι το τροχαίο ατύχημα προκλήθηκε από συγκλίνουσα υπαιτιότητα του οδηγού και του πεζού,σε ποσοστό 60% και 40% αντίστοιχα, κατά ουσιαστική παραδοχή της ένστασης συντρέχοντος πταίσματος του πεζού, την οποία είχε προβάλει η εναγομένη υπόχρεη ασφαλιστική εταιρεία . Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα παθόντα, αναγνωριστικά, (μετά την επιτρεπτή μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό κατ’ αρ.70,224 ΚΠολΔ), ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 7944 ευρώ, δηλαδή 2700 ευρώ ως αμοιβή θεραπενίδος, 450 ευρώ για δαπάνη βελτιωμένης τροφής και 90 ευρώ για δαπάνη αντικατάστασης ένδυσης. Επίσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε αναγνωριστικά, το ποσό των 6000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και απέρριψε κατ’ ουσίαν το κονδύλιο για την επιδίκασης πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ .Κατά της απόφασης αυτής ο παθών -ενάγων άσκησε την από 17-9-2014 (αρ. κατ. 6272/2014) έφεση, με την οποία ζητούσε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, αλλά και για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού υποστηρίζοντας ότι αποκλειστικά υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος και του εξ αυτού τραυματισμού του ήταν ο ασφαλισμένος οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου. Επί της έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία υιοθετώντας την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δέχτηκε τυπικά την έφεση, αλλά την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β` και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Δεν αποκλείεται καταρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 199/2018, AΠ 52/2016, ΑΠ 848/2015,ΑΠ 869/2013, ΑΠ 686/2011),ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγηση τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 1500/2002, ΑΠ 1070/2001). Περαιτέρω, από το άρθρο 12 και 19 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, oρίζεται ότι <οι χρησιμοποιούντες τις οδούς, πρέπει, να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά, η οποία είναι ενδεχόμενο μεταξύ άλλων να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα, ενώ οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους>. Κατά το άρθρ. 19 παρ 1, < ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς>, κατά την παρ. 2,< ο οδηγός επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματος του και πρέπει να έχει την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα, η οποία μπορεί να είναι και κατώτερη της προβλεπόμενης από το νόμο, κυρίως σε κατοικημένες περιοχές και έχει υποχρέωση να τη μειώνει μέχρι διακοπής της πορείας του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, κατά δε την παράγραφο γ),< ιδιαίτερα ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, ….κατά τις νυκτερινές ώρες…αν πεζοί που βρίσκονται στην τροχιά του, καθυστερούν να απομακρυνθούν, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας>>… (ΑΠ 1207/2004 ). Επίσης, κατά το άρθρο 4 παρ.3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι < οι ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες Ρ-1 μέχρι Π-75 τοποθετούνται για να πληροφορούν αυτούς, που χρησιμοποιούν τις οδούς για τις ειδικές υποχρώσεις, περιορισμούς ή απαγορεύσεις, προς τις οποίες πρέπει αυτοί να συμμορφώνονται. Η σημασία των πινακίδων είναι:.. Ρ-2 υποχρεωτική διακοπή πορείας. 1) η πινακίδα αυτή που τοποθετείται πριν από τον κόμβο σημαίνει υποχρεωτική διακοπή πορείας του οχήματος πριν από την είσοδο στον κόμβο και παραχώρηση προτεραιότητας στα οχήματα, τα οποία κινούνται στην οδό, προς την οποία πλησιάζει. 2) η αυτή πινακίδα που τοποθετείται σε άλλα σημεία, πλην κόμβου, σημαίνει υποχρεωτική διακοπή πορείας του οχήματος στη θέση της πινακίδας και μη εκ νέου εκκίνηση μέχρις ότου βεβαιωθεί ο οδηγός του ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο……..>. Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του ίδιου παραπάνω νόμου (ΚΟΚ) ορίζεται, ότι <στο οδικό δίκτυο της χώρας ισχύει η δεξιά κατεύθυνση κυκλοφορίας>….και κατά την παράγραφο 3 αυτού ορίζεται ότι….<τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 1, σε οδοστρώματα, που είναι χωρισμένα σε δύο ή περισσότερες λωρίδες κυκλοφορίας, κατά κατεύθυνση με κατά μήκος διαγραμμίσεις, οι οδηγοί οχημάτων υποχρεούνται να οδηγούν αυτά μέσα στα όρια μιας λωρίδας και κατά το δυνατόν στο μέσο αυτής>….Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.2696/1999-ΚΟΚ για την εφαρμογή του Κώδικα αυτού, νοείται ως ισόπεδος οδικός κόμβος <κάθε ισόπεδη συμβολή, διακλάδωση ή διασταύρωση οδών, συμπεριλαμβανομένων και των ελεύθερων χώρων που σχηματίζονται από αυτές>. Εξάλλου, παραχώρηση προτεραιότητας, κατά το ίδιο άρθρο 2 του ΚΟΚ είναι < η υποχρέωση οδηγού οχήματος να μη συνεχίσει ή επαναλάβει την κίνηση ή τους ελιγμούς του, εάν, ενεργώντας κατ’αυτόν τον τρόπο μπορεί να υποχρεώσει τους οδηγούς άλλων οχημάτων να μεταβάλλουν απότομα την κατεύθυνση ή την ταχύτητα των οχημάτων τους>…. (ΑΠ 144/2017). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του ιδίου κώδικα ορίζεται ότι < ο οδηγός που πλησιάζει σε ισόπεδο οδικό κόμβο υποχρεούται να καταβάλει ιδιαίτερη προσοχή για να μην προκαλέσει επί του κόμβου κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας, ρυθμίζοντας την ταχύτητα του οχήματός του, ώστε να μπορεί να διακόψει την πορεία αυτού για να διέλθουν τα οχήματα που έχουν προτεραιότητα, στους κόμβους δε χωρίς τέτοια σήμανση η προτεραιότητα ανήκει σ` αυτόν που έρχεται από τα δεξιά …”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 38 του ίδιου ως άνω Ν.2696/1999 (ΚΟΚ), με το οποίο ρυθμίζονται κανόνες για την κυκλοφορία των πεζών, στην παράγραφο 4 αυτού ορίζεται ότι <οι πεζοί προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα υποχρεούνται :…α) αν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να τις χρησιμοποιούν……..ε) αν δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να μην κατεβαίνουν σ’αυτό, αν δεν βεβαιωθούν ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα προς τον άξονά του> (ΑΠ 891/2020, ΑΠ 1304/2017) . Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 39 παρ.1 περ.α και β του ίδιου νόμου ορίζεται ότι …<όλοι οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς…..να σταματούν πριν από τη διάβαση …όταν τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα πρόκειται να διασχίσουν την οδό….να παραχωρούν προτεραιότητα στους πεζούς που ήδη χρησιμοποιούν ή εισέρχονται σε διάβαση…..σε περίπτωση ανάγκης να διακόπτουν την πορεία του οχήματός τους ..>. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 39 παρ.4 περ.α του ίδιου νόμου ορίζεται ότι…<οι οδηγοί οι οποίοι πρόκειται να στρίψουν σε άλλη οδό,στην οποία δεν υπάρχουν σημασμένες με πινακίδες διαβάσεις πεζών ή διαγραμμίσεις στο οδόστρωμα, υποχρεούνται να παραχωρούν προτεραιότητα στους πεζούς….και σε περίπτωση ανάγκης να διακόπτουν την πορεία του οχήματός τους >.
Με το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 7/2006, 4/2005). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 349/2014, ΑΠ 466/2013, ΑΠ 382/2013).
Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, δεν συνιστούν αιτιολογία της απόφασης, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 565/2018, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1351/2011, ΑΠ 479/2009).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, “πράγματα” είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό μέσο (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αμυντικό μέσο (ένσταση, αντένσταση), αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε επίσης τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι “πράγματα” κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και περιέχουν παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ολομ. Α.Π. 11/1996, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 1341/2014).
Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ όπου παραπάνω, ΑΠ 1543/2017, ΑΠ 1004/2015).
Επίσης, κατά το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο .Μέσω του λόγου αυτού ελέγχεται και το παραδεκτό της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης (ΑΠ 1465/2018, ΑΠ 67/2015, ΑΠ 902/2008, ΑΠ 371/2008). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 681Α ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 αρ.1 περ. β και γ και αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 256 παρ.1 στοιχ. δ’,262 παρ.1,όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (30-10-2015), συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων (αρ.666 σε συνδ.115 αρ.2 και 3 ΚΠολΔ), οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικώς, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωρίζονται στα πρακτικά, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων, που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις τυχόν κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που “ως γενόμενο κατά την συζήτηση”, σημειώνεται στα πρακτικά (ολ ΑΠ 2/2005). Κατά την διάταξη δε του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους αριθμούς 1 και 2 αυτού. Έτσι, κατά την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου αυτού, παρέχεται στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως της ιδιότητας, που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα της προτάσεως απεριορίστως νέων πραγματικών ισχυρισμών, προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως, υπό την προϋπόθεση, ότι με αυτούς δεν επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει στην κατ` έφεση δίκη οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος, που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, μπορεί να προτείνει για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την ένσταση απαραδέκτου της αγωγής (ή την ένσταση παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως), αλλά και ισχυρισμούς που προτάθηκαν απαραδέκτως στο πρωτόδικο δικαστήριο ή απερρίφθησαν ως αόριστοι (ΑΠ 1674/2017, ΑΠ 127/2016,ΑΠ 84/2015,ΑΠ 243/2015, ΑΠ 1043/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης και εν μέρει, κατά το Α’ σκέλος αυτού, ο καλών -αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.1 περ.α ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι το ένδικο τροχαίο ατύχημα προκλήθηκε από τη συγκλίνουσα συνυπαιτιότητα του ασφαλισμένου οδηγού της αναιρεσίβλητης και του πεζού, δικαιοπαρόχου πατέρα του, σε ποσοστό 60% και 40% αντίστοιχα, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 914,300 εδ.α ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1,16 παρ.1,19 παρ.1-3,26 παρ.1,39 παρ.1 περ.α και β και 39 παρ.4 περ.α του Ν.2696/1999- ΚΟΚ, ως προς τις συνθήκες τέλεσης του τροχαίου ατυχήματος και τη συμπεριφορά των εμπλακέντων σ’αυτό οδηγού και πεζού, ζήτημα ουσιώδες για το αποτέλεσμα της δίκης, αν και τα αποδειχθέντα περιστατικά πληρούσαν το πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου, τους οποίους το Εφετείο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε, με το να μην καταγνώσει αποκλειστική υπαιτιότητα στον οδηγό του ζημιογόνου οχήματος .
Επίσης, με το συναφές κατά ένα μέρος του Α’ σκέλους και με το Β’ σκέλος του ίδιου 1ου αναιρετικού λόγου ο καλών-αναιρεσείων αποδίδει, κατ’ ορθή εκτίμηση, στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ (και όχι εκ του άρθρου 559 αρ.8 περ. α ΚΠολΔ, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων) για την εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων ως άνω ουσιαστικών κανόνων δικαίου και επί πλέον του άρθρου 4 παρ. 3 ΚΟΚ, με ελλιπείς αιτιολογίες και έτσι στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, διότι δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων δικαίου που εφάρμοσε, με την ειδικότερη αιτίαση, ότι το εφετείο με το να καταγνώσει συνυπαιτιότητα σε ποσοστό 40% στον πεζό, ο οποίος, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, εκινείτο εντός της διάβασης πεζών, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τους ανωτέρω κανόνες δικαίου, διότι, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα η σύγκρουση οφείλεται στην εκ μέρους του οδηγού παραβίαση της ρυθμιστικής πινακίδος υποχρεωτικής διακοπής της πορείας Ρ2- STOP, που είχε στην πορεία του. Πιο συγκεκριμμένα, ο καλών -αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη ελλιπή αιτιολογία διότι 1) δεν προσδιορίζει την ταχύτητα του ζημιογόνου ΙΧΦ αυτοκινήτου και εάν ο οδηγός μείωσε αυτήν πριν από τη σύγκρουση, ούτε επίσης εάν είχε ρυθμίσει την ταχύτητά του ανάλογα με τις κυκλοφοριακές συνθήκες.2)δεν προσδιορίζει εάν ο οδηγός είχε στην πορεία του ρυθμιστική πινακίδα διακοπής της πορείας Ρ2- STOP, αν και ο ισχυρισμός αυτός είχε προταθεί από τον αρχικό αναιρεσείοντα -πατέρα του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την αγωγή του και είχε επαναφερθεί παραδεκτά ενώπιον του Εφετείου με τις κατ’έφεση προτάσεις αυτού.3) δεν προσδιορίζει, εάν ο οδηγός προέβη σε αποφευκτικό ελιγμό ή τροχοπέδηση και εάν αυτή θα ήταν αποτελεσματική για την αποφυγή της σύγκρουσης. 4) δεν προσδιορίζει το μήκος της οδού και τη θέση του ζημιογόνου αυτοκινήτου στο οδόστρωμα και ειδικότερα, εάν τούτο εκινείτο στο δεξιό άκρο της οδού, ούτε εάν το ζημιογόνο όχημα είχε δυνατότητα να διέλθει όπισθεν του πεζού, ο οποίος όπως υποστηρίζει ο καλών-αναιρεσείων είχε διασχίσει απόσταση τριών μέτρων από το πεζοδρόμιο, από το οποίο κατήλθε για να διασχίσει το οδόστρωμα. 5) δεν προσδιορίζει, πόση απόσταση μεσολαβούσε μεταξύ του πεζού και του οχήματος πριν από τη σύγκρουση, την απόσταση του αυτοκινήτου από την πινακίδα Ρ2- STOP, αλλά και από τη γωνία της διασταύρωσης, ούτε το ακριβές σημείο της παράσυρσης του πεζού. 6) δεν προσδιορίζει, εάν ο οδηγός αντιλήφθηκε έγκαιρα τον πεζό και 7) δεν προσδιορίζει, εάν ο πεζός είχε ορατότητα, πριν να κατέλθει στο οδόστρωμα και εάν ο οδηγός είχε ορατότητα, πριν από τη σύγκρουση, ζητήματα που κατά την άποψη του καλούντα- αναιρεσείοντα ήταν ουσιώδη για το αποτέλεσμα της δίκης ως προς τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος και το συντρέχον πταίσμα των εμπλακέντων σ’αυτό πεζού και οδηγού.
Επίσης, με το συναφές προς τους ανωτέρω λόγους Α’ σκέλος του 2ου λόγου της αίτησης αναίρεσης ο καλών αναιρεσείων αποδίδει την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το εφετείο με το να καταγνώσει συνυπαιτιότητα στον πεζό δεν διέλαβε καμιά αιτιολογία, αναφορικά με την ύπαρξη διάβασης πεζών και την κίνηση του πεζού εντός αυτής, η οποία, όπως ισχυρίζεται ό αναιρεσείων- καλών αρχίζει από το δεξιό πεζοδρόμιο της οδού Ευβοίας, στην οποία εκινείτο ο πεζός και καταλήγει στην απέναντι πλατεία και έτσι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού κανόνα δικαίου διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, ζήτημα ουσιώδες για την κατάγνωση συντρέχοντος πταίσματος στον πεζό. Περαιτέρω, με το συναφές Β’ σκέλος του 2ου αναιρετικού λόγου και με το Α σκέλος του επίσης συναφούς 3ου αναιρετικού λόγου, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτών, ο αναιρεσείων-καλών αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.8περ.α και β’ ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι 1) με το να καταγνώσει συνυπαιτιότητα 40% στον πεζό πατέρα του, διότι δήθεν αυτός κινήθηκε εκτός της διάβασης πεζών, που απείχε δήθεν από το σημείο της σύγκρουσης 15 μέτρα, έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν είχαν προταθεί και ήταν ουσιώδη για την έκβαση της δίκης, καθώς επίσης 2) δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που είχαν προταθεί με νόμιμη επίκληση και ειδικότερα, τον αυτοτελή ισχυρισμό του αρχικού αναιρεσείοντα, που συνιστούσε την ιστορική βάση της αγωγής του και επαναφέρθηκε με τις κατ’ έφεση προτάσεις του ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και συγχρόνως, αποδείχθηκε εγγράφως με το υπ’ αρ. 3217/10-1-2012 έγγραφο του Δήμου Πατρών, που είχε προσκομιστεί το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, παραδεκτά κατ’ αρ. 527 περ. 6 ΚΠολΔ και ο οποίος ισχυρισμός συνιστούσε <πράγμα>, ότι δηλαδή ο πεζός εκινείτο εντός της διάβασης πεζών, που υπήρχε στο σημείο της σύγκρουσης.
Τέλος, με τον επίσης συναφή 3ο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το Β’ σκέλος αυτού ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.14 (παραβίαση δικονομικού απαραδέκτου) με την ειδικότερη αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να μην απορρίψει την ένσταση συνυπαιτιότητας του πεζού, η οποία δεν είχε υποβληθεί παραδεκτά από την αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, παρά το νόμο δεν κήρυξε δικονομικό απαράδεκτο.
Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση, που επισκοπείται επιτρεπτά κατ’ αρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ για τις ανάγκες των ερευνώμενων ως άνω συναφών αναιρετικών λόγων και πλήττουν το κεφάλαιο της υπαιτιότητας- συνυπαιτιότητας, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα, ως προς τις συνθήκες τέλεσης του τροχαίου ατυχήματος και τη συμπεριφορά των εμπλακέντων σ’ αυτό οδηγού του ζημιογόνου ΙΧΦ αυτοκινήτου και του πεζού : ….<< Στις 11-11-2009 (αντί της εσφαλμένης από προφανή παραδρομή ημερομηνίας 7-1-2008) και περί ώρα 12:00 ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας το υπ’ αριθμόν κυκλοφορίας …. ΙΧΦ αυτοκίνητο το οποίο ήταν … ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία εκινείτο επί της οδού Ανθείας στην Πάτρα με κατεύθυνση την οδό Ευβοίας. Όταν έφθασε στην διασταύρωση της πιο πάνω οδού στην οδό Ευβοίας, ο προαναφερόμενος οδηγός του ΙΧΕ παρέσυρε με το εμπρόσθιο μέρος του οχήματος του και τραυμάτισε τον ενάγοντα ο οποίος διέσχιζε πεζός κάθετα το οδόστρωμα της οδού Ευβοίας από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου. Ειδικότερα από το ένδικο ατύχημα ο ενάγων υπέστη σωματικές βλάβες και διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο “Ο Άγιος Ανδρέας”, όπου διαπιστώθηκε άλγος δεξιάς πηχεοκαρπικής και άλγος αριστερών κατώτερων πλευρών, χωρίς να διαπιστωθούν ενδείξεις τραυματικών κακώσεων από την κοιλιακή χώρα. Συνεστήθη επανεξέταση επί εμμονής των ενοχλήσεων και παραπέμφθηκε στο ορθοπεδικό τμήμα για περαιτέρω διερεύνηση. Εξήλθε του ως άνω νοσοκομείου αυθημερόν και στις 16-11-2009 υποβλήθηκε σε ακτινογραφίες θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, πλευρών αριστερά και πηχεοκαρπικής δεξιάς, όπου διαπιστώθηκε από τον ιδιώτη ιατρό ακτινολόγο Δ. Σ. κάταγμα της δεξιάς πηχεοκαρπικής και κάταγμα των πλευρών αριστερά, αλλά και, πέραν των ως άνω, από τον ιδιώτη ιατρό ορθοπεδικό χειρουργό Π. Θ. εκδορές κρανίου. Στην επανεξέταση που διενεργήθηκε στα τακτικά ιατρεία της ίδιας κλινικής στις 18-11-2009 διαπιστώθηκαν σε νέα ακτινογραφία θώρακος κατάγματος 3 κατωτέρων πλευρών αριστερά ενώ κάταγμα της δεξιάς πηχεοκαρπικής αντιμετωπίστηκε συντηρητικά (με εφαρμογή πηχεοκαρπικού γυψονάρθηκα) συνεστήθη δε επανεξέταση του σε 3 εβδομάδες στην ορθοπεδική κλινική. Η παραπάνω οδός Ευβοίας ήταν διπλής κατεύθυνσης με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 11 μ. ευθεία, άσφαλτος η κατάσταση της οδού ξηρά και οι συνθήκες φωτισμού ημέρας, η κυκλοφορία των οχημάτων κανονική και η κυκλοφορία των πεζών επίσης κανονική, η ορατότητα δεν περιοριζόταν και οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές το ανώτατο όριο ταχύτητας ήταν τα 50 χιλ. επειδή είναι κατοικημένη περιοχή. Το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε συντρέχουσα αμέλεια (συνυπαιτιότητα) του πρώτου των εναγομένων, οδηγού του παραπάνω ΙΧΕ αυτοκινήτου και του τραυματισθέντος πεζού ενάγοντα. Συνίσταται δε η αμέλεια τους στο ότι αυτός δεν προείδαν το ατύχημα γιατί δεν κατέβαλαν την επιμέλεια και προσοχή που κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτείται, την οποία κάθε λογικός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα κατέβαλε αν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που τηρούνται στις συναλλαγές και την κοινή λογική και πείρα και την οποία επιμέλεια αν επεδείκνυαν θα μπορούσαν να προβλέψουν το ατύχημα και να το αποφύγουν. Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος των εναγομένων οδηγώντας το παραπάνω ΙΧΕ αυτοκίνητο, δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, ώστε να μη δημιουργεί με την συμπεριφορά του κίνδυνο για τους άλλους που χρησιμοποιούσαν το οδόστρωμα της οδού, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την προσήκουσα εποπτεία στο όχημα που οδηγούσε, ώστε να μπορεί σε κάθε περίπτωση να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς αλλά οδηγούσε αυτό απερίσκεπτα, χωρίς να ρυθμίσει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες και ειδικότερα ότι εκινείτο εντός κατοικημένης περιοχής με πρόθεση να πραγματοποιήσει στροφή δεξιά ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο ορατό έμπροσθεν αυτού όπως ο πεζός με αποτέλεσμα να επιπέσει επ’ αυτού με το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του, την στιγμή που ο πεζός είχε ήδη διασχίσει 3 μέτρα περίπου του οδοστρώματος. Παράλληλα όμως και ο παραπάνω πεζός έχοντας την πρόθεση να διεκπεραιωθεί στο απέναντι έρεισμα της οδού δεν χρησιμοποίησε την διάβαση πεζών που υπάρχει σε απόσταση μόλις 15 μέτρων περίπου από το σημείο του ατυχήματος, αλλά άρχισε να διασχίζει κάθετα το οδόστρωμα της εν λόγω οδού που εμφανίζει ικανή κίνηση οχημάτων χωρίς προηγουμένως να ελέγξει όπως όφειλε αλλά και μπορούσε την κίνηση των οχημάτων ούτε να βεβαιωθεί επαρκώς ότι μπορούσε να διασχίσει ολόκληρο το οδόστρωμα αυτής (πλάτους 11 μέτρων) χωρίς κίνδυνο ή ότι δεν θα παρεμπόδιζε την κυκλοφορία επιπρόσθετα δε να αντιληφθεί αν πρόσεχε το αυτοκίνητο που ερχόταν. Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ο πρώτος των εναγομένων καταδικάστηκε με την 6994/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν για το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα το ποσοστό της συνυπαιτιότητας του πρώτου των εναγομένων και του παθόντος πεζού στο ατύχημα αυτό ανέρχεται, -του μεν εναγόμενου οδηγού σε 60% του δε παθόντος πεζού σε 40%. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια δεν έσφαλε και άρα είναι απορριπτέα κατ’ ουσίαν αβάσιμα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο εκκαλών”…
Με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες ως προς τις συνθήκες τέλεσης του τροχαίου ατυχήματος και τη συγκλίνουσα υπαίτια συμπεριφορά των εμπλακέντων σ’ αυτό, οδηγού του ζημιογόνου ΙΧΦ αυτοκινήτου και του πεζού, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, που ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως, αλλά ούτε εκ πλαγίου και ειδικότερα, των άρθρων 914,300 ΑΚ, σε συνδυασμό 12 παρ.1,16 παρ.1, 19 παρ.1-3, 21 παρ.1, 26 παρ.1,38 παρ.4 περ. ε και ζ’ και 39 παρ.1 του Ν. 2696/1999,με ορθή υπαγωγή στο πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως αναιρετικά δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ας επισημανθεί, ότι η προσβαλλόμενη, αν και δεν μνημονεύει αριθμητικά τις ανωτέρω εφαρμοσθείσες διατάξεις το πραγματικό τους προκύπτει από τις παραδοχές της και συνεπώς, κατ’ αρ. 578 ΚΠολΔ πρέπει να συμπληρωθεί κατά τούτο η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 797/2020, ΑΠ 806/2019, ΑΠ 200/2018). Πιο συγκεκριμένα, το Εφετείο για να καταγνώσει συγκλίνουσα υπαιτιότητα 60% στον ασφαλισμένο οδηγό της αναιρεσίβλητης και 40% στον αρχικό αναιρεσείοντα-πεζό, έλαβε υπόψη του όλους τους προσδιοριστικούς παράγοντες του τροχαίου ατυχήματος (περιγραφή της οδού και κατάσταση αυτής, συμπεριφορά του οδηγού και του πεζού), τα οποία ήσαν επαρκή για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, χωρίς να απαιτούνται επιπλέον αιτιολογίες και κατέληξε σε σαφές πόρισμα , αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης του ατυχήματος και τη συνυπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου ΙΧΦ αυτοκινήτου. Ειδικότερα, ο οδηγός, κατά τις παραδοχές, δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, κατ’ αντικειμενική κρίση, ούτε ασκούσε τον έλεγχο του οχήματός του κατά την εκκίνησή του από την οδό Ανθείας και την πραγματοποίηση της δεξιάς στροφής, προκειμένου να εισέλθει στην οδό Ευβοίας, ούτε ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματος του ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί έγκαιρα τον πεζό και να επιπέσει σ’αυτόν, που ήδη είχε διασχίσει κάθετα τρία μέτρα από το πεζοδρόμιο, εντός της οδού Ευβοίας. Εκτός τούτου το Εφετείο αναφορικά με τη συντρέχουσα υπαιτιότητα του πεζού δέχθηκε επίσης, με επαρκή αιτιολογία, ότι και αυτός απερίσκεπτα είχε κατέλθει στο οδόστρωμα σε σημείο, όπου δεν υπήρχε διάβαση πεζών, αν και η πλησιέστερη διάβαση, κατά τις παραδοχές, απείχε 15 μέτρα από το σημείο του ατυχήματος, η οποία σημειωτέον απεικονίζεται στο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας και βρισκόταν στην ανατολική συμβολή της διασταύρωσης της οδού Ανθέων, από όπου ξεκίνησε το όχημα, για να εισέλθει με δεξιά στροφή στην οδό Ευβοίας, όπου κινήθηκε ο πεζός. Οι αιτιάσεις του καλούντος αναιρεσείοντος για ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλόμενης, ως προς το ύψος της ταχύτητας του ΙΧΦ, τη θέση του στο οδόστρωμα, την εκτέλεση τροχοπέδης ή αποφευκτικού ελιγμού και το ακριβές σημείο της σύγκρουσης αφορούν την κατά την άποψη αυτού πληρέστερη ανάλυση του αποδεικτικού υλικού, με την επί πλέον επισήμανση ότι από το σχεδιάγραμμα της Τροχαίας δεν προκύπτουν ίχνη τροχοπέδησης ή αποφευκτικού ελιγμού εκ μέρους του οδηγού. Σε κάθε περίπτωση, τυχόν ελλείψεις καλύπτονται από τις λοιπές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, που θεμελιώνουν τη συντρέχουσα υπαιτιότητα του οδηγού και συνεπώς, ο αναιρεσείων, υπό την επίφαση της πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ επιχειρεί να πλήξει απαραδέκτως την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Δικαστή ουσίας (αρ. 561 αρ.2 ΚΠολΔ). Επίσης, αναφορικά με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα για ελλιπή αιτιολογία ως προς την ύπαρξη πινακίδας διακοπής της πορείας Ρ2- STOP επί της οδού Ανθείας, από όπου κινήθηκε το όχημα και την ύπαρξη διάβασης πεζών στο σημείο, όπου κατήλθε ο πεζός στο οδόστρωμα, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Η έκθεση αυτοψίας (που σημειωτέον επισκοπείται επιτρεπτά κατ’αρ. 561 αρ.1,εφόσον πρόκειται για αναιρετικό λόγο εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ), η οποία είχε συνταχθεί, την ημέρα του ατυχήματος, στην ένδειξη 10 <<σήμανση οδού>> και στην σημείωση< γ) Σηματοδότες> … ρητά αναφέρει <όχι>, δηλαδή, την ανυπαρξία τέτοιων σημάνσεων, ενώ στις σημειώσεις ..<α) οριζόντια (σήμανση) β) κάθετη (σήμανση) > ..παραπέμπει στο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας. Εξάλλου, στο σχεδιάγραμμα αυτό, που επίσης επισκοπείται επιτρεπτά κατ’ αρ. 561 αρ.2 (προκειμένης αναιρετικής πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ) και συντάχθηκε την ημέρα του ατυχήματος δεν αποτυπώνεται τέτοια σήμανση, ούτε δηλαδή σηματοδότης, Ρ2- STOP, επί της οδού Ανθείας, από όπου κινήθηκε το όχημα για να εισέλθει στην οδό Ευβοίας, αλλά ούτε αποτυπώνεται διάβαση πεζών στο σημείο, όπου ο πεζός κινήθηκε κάθετα στο οδόστρωμα, δηλαδή στη δυτική συμβολή της διασταύρωσης. Αντίθετα διάβαση πεζών αποτυπώνεται στην ανατολική συμβολή της διασταύρωσης των οδών Ανθείας και Ευβοίας και στην προέκταση της οδού Ανθείας, που όμως δεν έχουν σχέση με το σημείο του ατυχήματος. Και είναι μεν αληθές ότι στο από 3-12-2009 δελτίο ΤΟΤΑ, που έχει συνταχθεί μεταγενέστερα από το ατύχημα (11-11-2009), στη θέση 2-Σήμανση, αναγράφεται ..<Πινακίδα STOP στην οδό Ανθείας>…, πλην όμως δεν προσδιορίζεται σε ποιο ακριβές σημείο της διασταύρωσης βρίσκεται η πινακίδα αυτή και το σημαντικότερο, εάν υπήρχε και την ημέρα του ατυχήματος. Επίσης, είναι αληθές ότι από το με αρ. πρωτ. …/…-1-2012 έγγραφο του Δήμου Πατρέων αναφέρεται, ότι σε αυτοψία που διενεργήθηκε στις 10-1-2012,δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο του ατυχήματος (11-11-2009) προκύπτει ότι υπήρχε πινακίδα STOP και διάβαση πεζών στη διασταύρωση Ανθείας, πριν τη δυτική συμβολή της με την οδό Ευβοίας, δηλαδή στο σημείο του τροχαίου ατυχήματος και ότι οι διαβάσεις πεζών, που προϋπήρχαν στο σημείο αυτό δεν υφίστανται λόγω κατασκευής νέου ασφαλτοτάπητα, πλην όμως, ούτε από το έγγραφο αυτό προκύπτει με σαφήνεια, εάν η πινακίδα Ρ2- STOP και οι διαβάσεις πεζών υπήρχαν, κατά το χρόνο του ατυχήματος στις 11-11-2009 ή εάν τοποθετήθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο ενόψει και της κατασκευής του ασφαλτοτάπητα. Τέλος, για το ανωτέρω ζήτημα (ύπαρξη πινακίδος Ρ2- STOP και διάβασης πεζών) πρέπει να επισημανθεί ότι στο αγωγικό δικόγραφο, όπως και στο εφετήριο, αλλά και στις πρωτόδικες και κατ’ έφεση προτάσεις (βλ.σελ.3 αυτών) ο αρχικός αναιρεσείων- πεζός ανέφερε την ύπαρξη πινακίδος Ρ2- STOP, την οποία κατά τους ισχυρισμούς του παραβίασε το ΙΧΦ αυτοκίνητο, ενώ στο εφετήριο (βλ.σελ.15) και στις κατ’ έφεση προτάσεις του (σελ.10 αυτών) υποστήριζε, ότι εκινείτο εντός διαβάσεων και συγχρόνως, στη σελίδα 18 ανέφερε το ανωτέρω έγγραφο του Δήμου Πατρών. Ήδη, ο αναιρεσείων -καλών αιτιάται ότι το Εφετείο δεν διέλαβε καμιά αιτιολογία για τους ως άνω ισχυρισμούς του περί της ύπαρξης πινακίδος Ρ2- STOP και διάβασης πεζών και ότι απέρριψε σιγή τον ισχυρισμό του για την παραβίαση της πινακίδος Ρ2- STOP από τον οδηγό και περί σύννομης εκ μέρους του πεζού καθόδου στο οδόστρωμα. Το Εφετείο, πράγματι απέρριψε σιγή τους ανωτέρω ισχυρισμούς, χωρίς να διαλάβει ειδική αιτιολογία για τα ανωτέρω ζητήματα, διότι αντιθέτως, δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω, η ύπαρξη της πινακίδας υποχρεωτικής διακοπής της πορείας και της διάβασης πεζών κατά το χρόνο του τροχαίου ατυχήματος .
Συνεπώς η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντα για ελλιπή αιτιολογία και έλλειψη νόμιμης βάσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον το Εφετείο με το να καταλήξει σε αντίθετο πόρισμα, δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογίσει ειδικά ζήτημα, που, κατά τις παραδοχές του, δεν αποδείχθηκε και σε κάθε περίπτωση η σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντα επιχειρεί να πλήξει την ανέλεκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του Δικαστή ουσίας .Επίσης, ο καλών- αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη έχει ελλιπή αιτιολογία, διότι, αν και αναφέρει στο σκεπτικό της την υπ’ αρ. 6994/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την οποία ο οδηγός κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’υποχρέου, δεν προσδιορίζει συγχρόνως, ότι επιβλήθηκε σε βάρος του ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών (που είναι το ορθό, αντί 10 μηνών, όπως από προφανή παραδρομή αναφέρει ο αναιρεσείων), η οποία ποινή, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, κατ’ ακριβή λεκτική αντιγραφή, είναι <υψηλή> και, όπως ισχυρίζεται, αποδεικνύει, ότι ο οδηγός ήταν αποκλειστικά υπαίτιος. Η ανωτέρω αιτίαση όμως, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως ουσιαστικά αβάσιμη και σε κάθε περίπτωση ως απαράδεκτη κατ’ αρ. 561 αρ.2 ΚΠολΔ, διότι η ποινική απόφαση εκτιμάται ελεύθερα από το πολιτικό Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων κατ’ αρ. 336 παρ.3,339 και 395 ΚΠολΔ (ΑΠ 1656/2017, ΑΠ 1396/2015, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 1286/2003), όπως, άλλωστε το ίδιο συμβαίνει για την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα της Τροχαίας, τα οποία, αν και δημόσια έγγραφα, συνεκτιμώνται ελεύθερα για την κατάγνωση υπαιτιότητας (ΑΠ 686/2019, ΑΠ 1164/2017). Συμπερασματικά, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικές διατάξεις που εφάρμοσε, στο πραγματικό των οποίων, με επαρκή και σαφή αιτιολογία, υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως αναιρετικά, ότι αποδείχθηκαν, τις οποίες επομένως δεν παραβίασε ευθέως, αλλά ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή αιτιολογία. Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το Α’ σκέλος του εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, για την ευθεία παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων νόμου, που εφαρμόστηκαν και ο ίδιος 1ος λόγος, εν μέρει κατά το Α’ σκέλος του, αλλά και κατά το Β’ σκέλος αυτού, καθώς επίσης ο 2ος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το Α’ σκέλος αυτού εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, αναφορικά με το κεφάλαιο περί υπαιτιότητας – συνυπαιτιότητας και, σε κάθε περίπτωση, ως απαράδεκτοι κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Επίσης, ο 2ος λόγος αναίρεσης κατά το Β’ σκέλος αυτού, στοιχείο 1 και ο συναφής 3ος λόγος κατά το Α’ σκέλος αυτού εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ. α’ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πράγμα που δεν προτάθηκε, δηλαδή την ένσταση συνυπαιτιότητας του πεζού, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, εφόσον η ένσταση συνυπαιτιότητας του πεζού, που συνιστά, <πράγμα>, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, είχε προταθεί παραδεκτά από την αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με συνοπτική καταχώρηση στα πρακτικά, την οποία αυτή ως εναγομένη ανέπτυξε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επίσης επανέφερε παραδεκτά με τις κατ’ έφεση προτάσεις της κατ’ αρ. 240 ΚΠολΔ, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί παρακάτω, την οποία ένσταση το Εφετείο έλαβε υπόψη του και ερεύνησε από πλευράς ουσίας. Επομένως, δεν ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρο 559 αρ.8 περ. α ΚΠολΔ., όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους, που κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Επίσης, πρέπει να απορριφθεί και ο 2ος λόγος αναίρεσης, κατά το Β’ σκέλος αυτού, υπό στοιχείο 2, αναφορικά με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα περί κίνησης αυτού εντός διάβασης πεζών και συνακόλουθα περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού, που συνιστούσε την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελεί <πράγμα>, τον οποίο το Εφετείο ερεύνησε και απέρριψε καταλήγοντας σε διαφορετικό πόρισμα, από εκείνο που υποστήριζε ο ενάγων και δέχθηκε ότι και ο πεζός είναι συνυπαίτιος στην πρόκληση του ατυχήματος, διότι κινήθηκε εκτός διάβασης πεζών. Επομένως, δεν ιδρύεται ούτε η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.8 περ.β ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων -καλών με τον ανωτέρω σχετικό αναιρετικό λόγο.
Τέλος, ο 3ος λόγος αναίρεσης κατά το Β’ σκέλος αυτού εκ του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ πρέπει επίσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι το Εφετείο ερεύνησε την ένσταση συνυπαιτιότητας του πεζού, που είχε προβάλει παραδεκτά η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία -αναιρεσίβλητη και συνεπώς, με το να δεχθεί την ανωτέρω ένσταση ως ουσιαστικά βάσιμη, δεν παραβίασε δικονομικό απαράδεκτο. Πιο συγκεκριμμένα, από τα από 15-3-2013 ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση πρακτικά προκύπτει,ότι η ήδη αναιρεσίβλητη -τότε 2η εναγομένη προέβαλε την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του πεζού σε ποσοστό 95%, την οποία ανέπτυξε αναλυτικά στις σελίδες 1 έως 3 των από 15-3-2013 πρωτόδικων προτάσεών της και επανέφερε παραδεκτά με τις από 11-3-2015 κατ’έφεση προτάσεις της (βλ.σελ. 1-3 αυτών). Επομένως, δεν ιδρύεται ούτε η πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον ανωτέρω σχετικό 3ο Β’ λόγο αναίρεσης, που πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθ. 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας για να σχηματίσει την κρίση του σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτών, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθ. 559 αριθ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, για την στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την λήψη υπόψη συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου, μόνο, όμως, το γεγονός ότι δεν γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάποιου αποδεικτικού μέσου, σε αντίθεση με άλλα, που ειδικά μνημονεύονται και εξαίρονται λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου μεγαλύτερης σημασίας τους, δεν θεμελιώνει τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, εφόσον από το περιεχόμενο της απόφασης σαφώς προκύπτει ότι αυτό λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο. Ειδικότερα, οι ένορκες βεβαιώσεις που προβλέπονται κατ` άρθ. 671 παρ.1 εδ. δ` ΚΠολΔ δεν αποτελούν (καταρχήν) έγγραφα, κατά την έννοια των άρθ. 339 επ. ΚΠολΔ, αλλά ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και γι` αυτό πρέπει να γίνεται ρητή μνεία αυτών στην απόφαση, η δε αναφορά σ` αυτήν ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και όλα τα με επίκληση νόμιμα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα δεν αποδεικνύει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τις βεβαιώσεις αυτές (ΑΠ 800/2015, ΑΠ 807/2015, ΑΠ 76/2013). Εξάλλου, για την πληρότητα του προβλεπόμενου από το άρθρο 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δ. λόγου αναίρεσης, που στηρίζεται στην παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπόψη του αποδεικτικό μέσο πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους, να καθορίζεται ο ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνυόταν με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, που αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα, ο από το άρθρο 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, εκτός των ανωτέρω και ότι κλητεύθηκε ο αντίδικος και προσκομίστηκε με επίκληση στο δικαστήριο της ουσίας η έκθεση επίδοσης από την οποία προκύπτει η ημερομηνία και ο χρόνος κλήτευσης (ΑΠ 1683/2017, ΑΠ 1821/2008, ΑΠ 1316/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον 4ο αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την υπ’ αρ. …/…-1-2012 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, Γ. Μ., η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών, Ελένης Ραγιά, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη πριν από 24 ώρες κλήτευση της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, με την από 20-11-2011 κλήση του, η οποία κοινοποιήθηκε σ’αυτήν νόμιμα και εμπρόθεσμα με την υπ’αρ. 10098 Β/30-12-2011 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Γ. Χ., έγγραφα, τα οποία είχε προσκομίσει και επικαλεστεί νόμιμα ενώπιον του Εφετείου, για την απόδειξη των αξιώσεών του περί αποζημίωσης για πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού- θεραπενίδος, πρόσθετης αποζημίωσης λόγω μερικής μόνιμης αναπηρίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που ήταν ζήτημα ουσιώδες για το αποτέλεσμα της δίκης και την ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω αξιώσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση από την επιτρεπτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ο αρχικός αναιρεσείων-πεζός προς απόδειξη του κονδυλίου αποζημίωσης για δαπάνη πλασματικής αμοιβής οικιακής βοηθού- θεραπενίδος, για πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ λόγω μερικής μόνιμης αναπηρίας αυτού σε ποσοστό 15% εξαιτίας του τραυματισμού του και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προσκόμισε και επικαλέστηκε νόμιμα, τόσο με το εφετήριο (βλ.σελ.21 της έφεσης), όσο και με τις πρωτόδικες και κατ’ έφεση προτάσεις του (βλ. αντίστοιχα σελ. 21 και 67 και 73 αυτών) την υπ’αρ. …/…-1-2012 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, Γ. Μ., που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών, Ελένης Ραγιά, μετά από προηγούμενη 24ωρη κλήτευση της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, κατόπιν της από 20-11-2011 κλήσης του αναιρεσείοντα, που κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν με την υπ’ αρ. 10098Β/30-12-2011 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Γ. Χ., κατόπιν της έγγραφης παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντα, Ν. Τ.. Εξάλλου, από το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης που επίσης, επισκοπείται επιτρεπτά κατ’ αρ. 561 αρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενόρκως βεβαιώσας μάρτυρας κατέθεσε τα εξής :… “Είμαι συνάδελφος και φίλος με τον συνταξιούχο Αστυνομικό Α. Γ. Δ. και στενοχωρήθηκα από το ατύχημα που είχε στις 11/11/2009, που τον άφησε σακάτη και ανάπηρο ισόβια και του κατέστρεψε τη ζωή. Από το συντριπτικό κάταγμα που έπαθε στο δεξιό χέρι, τα πολλαπλά ρωγμώδη κατάγματα πλευρών στον αριστερό θώρακά του. τα κτυπήματα που δέχθηκε σε όλο το κεφάλι και οι μώλωπες που έπαθε σε όλο το σώμα του που έπαθε στον τόπο του συμβάντος, καθαρά από τυχαίο γεγονός και εξαιτίας της άριστης φυσικής του κατάστασης, δεν απεβίωσε επί τόπου. Ο τραυματισμός του ήταν πάρα πολύ σοβαρός και παρέμεινε κλινήρης στο σπίτι του και σε απόλυτη ακινησία μέχρις τον Αύγουστο του έτους 2010. Το ανωτέρω χρονικό διάστημα, επειδή δεν μπορούσε παντελώς να αυτοσυντηρηθεί, εξαναγκάστηκε και προσέλαβε τρεις αποκλειστικές βοηθούς, τη Ν. Α., Φ. Α. και Ν. Α., τις οποίες είχε όλο το 24ωρο το χρονικό διάστημα από 16/11/2009 έως 16/6/2010 και μάλιστα στη Ν. Α., που ήταν πρωινή, της έδινε μεροκάματο 50 ευρώ, στη Φ. Α., που ήταν απογευματινή, της έδινε επίσης 50 ευρώ, ενώ στη Ν. Α., που ήταν νυκτερινή, της έδινε 60 ευρώ, για κάθε νύκτα και συνολικά τους έδωσε 34.000 ευρώ περίπου, πράγμα που το γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως διότι τον επισκεπτόμουν συχνά στο σπίτι του το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Εάν δεν ήσαν αυτές οι αποκλειστικές γυναίκες, σίγουρα σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να έχει επιβιώσει. Σήμερα δεν έχει καλυτερεύσει η κατάστασή του και πρέπει να υποβληθεί και σε εγχείρηση διορθωτικής οστεοτομίας, αλλά και σε πλαστική χειρουργική επέμβαση, εξαιτίας των παραμορφώσεων που έχει ο οργανισμός του. Σήμερα είναι ένας σακάτης, με μόνιμες αναπηρίες, αφού δεν μπορεί να οδηγήσει όχημα ή μηχανάκι, να συμμετάσχει σε πεζοπορίες, να πάει για μπάνιο στη θάλασσα, να πάει για κυνήγι είτε για ψάρεμα, ούτε να συμμετάσχει σε εκδρομές όπως έκανε πρώτα, αφού για την ελάχιστη βάδισή του χρειάζεται υποχρεωτικά μαγκούρα, αλλά και πάλι με τη μαγκούρα μετά βίας μπορεί και περπατά ελάχιστα, άτσαλα, άναρχα, στραβά, ενώ πρώτα, πριν το συμβάν, ήταν ένας άκρα δραστήριος και υπεραθλητικός άνθρωπος και μάλιστα έκανε όλες τις αγροτικές εργασίες στα χωράφια του στην … (90 χιλιόμετρα περίπου από την Πάτρα), που έχει περίπου 40 στρέμματα, οδηγώντας μάλιστα ο ίδιος το αυτοκίνητο του για να μεταβεί εκεί κα\ οδηγώντας ο ίδιος το τρακτέρ του για την καλλιέργεια των χωραφιών του και του αμπελιού του, ενώ τώρα πρέπει να πληρώνει ανθρώπους για να τον μεταφέρουν από την Πάτρα εκεί και να πληρώνει άλλους ανθρώπους εκεί για να του κάνουν τις αγροτικές εργασίες στα χωράφια του και το αμπέλι του και να πληρώνει υπέρογκα ποσά. Επίσης, όλοι οι γνωστοί του, Π. Γ., Ι. Χ., Γ. Φ., Μ. Γ. κ.λ.π., τον αποφεύγουν μετά το επίδικο συμβάν, διότι είναι απολύτως φυσικό να αποφεύγουν έναν σακάτη, με μόνιμα αναπηρικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να έχει υποστεί κοινωνική αποξένωση και αποκλεισμό και αυτό να του δημιουργεί μεγάλα ψυχολογικά προβλήματα, όταν εξαναγκάζεται να παραμένει μονίμως εσώκλειστος μέσα στο σπίτι του και να βλέπει μόνον τηλεόραση. Δηλαδή εξαιτίας του τροχαίου συμβάντος άλλαξε ριζικά η ζωή του και από ένας υπερκινητικός άνθρωπος, με μεγαλύτερη ζωντάνια και δραστηριότητα ακόμα και από τον Χ. Α., γεμάτος ζωή, κατήντησε ένας μόνιμος σακάτης και ανάπηρος, του οποίου η κατάσταση σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να επανέλθει εις την προτέρα κατάσταση και συνάμα να θέλει και ένα άτομο μονίμως από δίπλα του για να τον προσέχει και να τον βοηθά εις τη διαβίωσή του.” …
Το Εφετείο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της πλασματικής αμοιβής οικιακής βοηθού- θεραπενίδος, της αξίωσης πρόσθετης πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα: …”Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του και το περιεχόμενο όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και χωρίς κανένα από αυτά να παραληφθεί για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά”…”Προς αποκατάσταση της υγείας του στο χρονικό διάστημα μέχρι την άσκηση της αγωγής ο ενάγων δαπάνησε τα ακόλουθα ποσά 2700 Ευρώ (3 μήνες Χ 900 Ευρώ το μήνα) ως ίσο με αυτό που αυτός θα κατέβαλε αν απασχολούσε στην οικία του στο χρονικό διάστημα από 16-11-20099 μέχρι τις 16-12-2010 κατά το οποίο αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί οικιακές βοηθούς. Ποσό 450 Ευρώ για λήψη βελτιωμένης διατροφής στο χρονικό διάστημα από 16-11-2009 και για 90 ημέρες Χ 5 Ευρώ ημερησίως. Ποσό 90 ευρώ για την αποκατάσταση των καταστραφέντων ενδυμάτων του και συγκεκριμένα ένα παντελόνι αξίας 30 ευρώ, ένα σακάκι αξίας 40 ευρώ και ένα υποκάμισο αξίας 20 ευρώ. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ηλικίας 91 ετών (συνταξιούχος) συνεπεία του ένδικου τραυματισμού του υπέστη αναπηρία και μάλιστα μόνιμη και διαρκή αφού δεν βεβαιώνεται τέτοια από οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο και μάλιστα από ειδικό σ’ αυτό γιατρό του ΕΣΥ, ούτε από οποιοδήποτε άλλο σαφές περί τούτου αποδεικτικό μέσο. Τέλος ενόψει των συνθηκών που έγινε το ένδικο ατύχημα το βαθμό συνυπαιτιότητας του ίδιου του ενάγοντα στην πρόκληση του ατυχήματος του είδους και της βαρύτητας του τραυματισμού του ενάγοντα της στενοχώριας και ταλαιπωρίας που βίωσε καθώς επίσης και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του ενάγοντα (η εναγομένη – εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία ευθύνεται εγγυητικώς), αυτός (ο ενάγων) υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί το ποσό των 6.000 Ευρώ το οποίο μετά την στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ)”…
Από την παραπάνω βεβαίωση του Εφετείου σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο ουδόλως μνημονεύει ρητά, όπως θα έπρεπε την ως άνω ένορκη βεβαίωση, που είχε συνταχθεί νόμιμα κατ’ αρ. 671 παρ.1 περ. δ’ ΚΠολΔ και εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 681Α ΚΠολΔ στην παρούσα ειδική διαδικασία, όπως τούτο ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (2011), πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 του Ν. 4335/2015,το οποίο εφαρμόζεται για τις αγωγές, που κατατέθηκαν μετά την 1-1-2016. Επομένως, καταλείπονται αμφιβολίες, άλλως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο, κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, που ήταν ουσιώδες αποδεικτικό μέσο για τη βασιμότητα των ως άνω αξιώσεων, εκ των οποίων περιόρισε σημαντικά, όπως έχει εκτεθεί στην αρχή της παρούσας απόφασης (έναντι των αιτουμένων από τον παθόντα ποσών) τις αξιώσεις για τη δαπάνη οικιακής βοηθού και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και απέρριψε στο σύνολό της την αξίωση της πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ. Επομένως, ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ και ο 4ος σχετικός λόγος αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν την αξίωση αποζημίωσης του αναιρεσείοντα για την πλασματική αμοιβή θεραπενίδος -οικιακής βοηθού, πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Εξάλλου, με δεδομένο ότι η αναιρετική εμβέλεια του κατά τα ανωτέρω γενόμενου δεκτού 4ου αναιρετικού λόγου ασκεί ουσιώδη επιρροή στην παραδοχή της αναίρεσης ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται πλέον αλυσιτελής, άλλως παρέλκει η εξέταση των λοιπών αναιρετικών λόγων που επίσης αποβλέπουν στην αποδοχή της αναίρεσης κατά της αναιρεσίβλητης και πλήττουν τα ίδια ως άνω κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα α) του 5ου αναιρετικού λόγου, κατά το Α’ σκέλος αυτού για ευθεία παραβίαση της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 929 ΑΚ περί αποζημίωσης για πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού- θεραπενίδος, β) του 5ου αναιρετικού λόγου κατά το Β’ σκέλος αυτού για την ευθεία παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας αναφορικά με την ίδια ως άνω αξίωση, γ) του 5ου αναιρετικού λόγου, κατά το Γ’ σκέλος του και του 7ου αναιρετικού λόγου κατά το Β’ σκέλος αυτού εκ του άρθρου 559 αρ.11γ ΚΠολΔ, καθώς επίσης του 5ου αναιρετικού λόγου κατά το Δ’ σκέλος αυτού εκ του άρθρου 559 αρ.8α ΚΠολΔ για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών στοιχείων αναφορικά με τις ίδιες ως άνω αξιώσεις για πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού- θεραπενίδος, πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δ) του 6ου αναιρετικού λόγου κατά το Α σκέλος του για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 932 ΑΚ, ε) του 6ου αναιρετικού λόγου κατά το Β’ σκέλος του για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση της Αρχής της Αναλογικότητας αναφορικά με την αξίωση εκ του άρθρου 932 ΑΚ και στ) του 7ου αναιρετικού λόγου κατά το Α σκέλος του για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση της αξίωσης πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ.
Συμπερασματικά, η κρινόμενη αναίρεση πρέπει να απορριφθεί αναφορικά με το κεφάλαιο περί αποκλειστικής υπαιτιότητας- συνυπαιτιότητας των εμπλακέντων στο τροχαίο ατύχημα οδηγού και πεζού, ενώ πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν την αξίωση αποζημίωσης για πλασματική αμοιβή οικιακής βοηθού- θεραπενίδος, πρόσθετης αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης . Στη συνέχεια, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος αυτής, στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 αρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που είχε καταθέσει ο αναιρεσείων στο Δημόσιο Ταμείο για την άσκηση της αναίρεσης (άρθρο 495 παρ.3 περ. Βδ’ ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη λόγω της ήττας της (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα του καλούντα-αναιρεσείοντα, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αρ. 4697/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, (ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α ΚΠολΔ) κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια αυτής.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος αυτής για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, που έχει κατατεθεί στο Δημόσιο Ταμείο, για την άσκηση της αναίρεσης.
ΚΑΙ
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 31 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ