Αριθμός 698/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ι. Π. του Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Πανταζή με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Π. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσουμάνη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 735/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 146/2020 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1/9/2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 1-9-2020 (αριθμ. καταθ. 38/15-9-2020) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 146/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, το οποίο δικάζοντας την έφεση του αναιρεσίβλητου κατά της 735/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, που είχε απορρίψει την από 10-12-2015 (αριθμ. καταθ. 1511/2015) αγωγή του (αναιρεσίβλητου) κατά της αναιρεσείουσας, από σύμβαση δανείου, δέχθηκε την έφεση, ακολούθως δε εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, υποχρεώνοντας την αναιρεσείουσα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, το ποσό των 37.186 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ. 1, 296, 297 και 299 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην αναιρετική δίκη είναι απαράδεκτη η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή, διότι προϋποθέτουν ότι η δίκη, της οποίας την κατάργηση επιφέρουν, είναι εκκρεμής και δεν έχει περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης. Η άσκηση της αναίρεσης και η επ’ αυτής δίκη δεν καθιστά την αγωγή επίδικη. Η δε επί της αγωγής δίκη, με την έκδοση της οριστικής απόφασης έχει καταργηθεί ήδη, και επομένως, ούτε η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, ούτε η παραίτηση από το δικαίωμα ως διαδικαστικές πράξεις, επιφέρουν την κατάργησή της, διότι έχουν στερηθεί του αντικειμένου τους. Η μετά την κατάργηση της δίκης παραίτηση από το αγωγικό δικαίωμα παρέχει ένσταση εκ του ουσιαστικού δικαίου, καταλυτική της άσκησής του, είτε με την αγωγή, εφόσον αναιρεθεί η επ’ αυτής τελεσίδικη απόφαση, είτε με την επίσπευση, για την ικανοποίησή του, αναγκαστικής εκτέλεσης. Η έρευνα, όμως, της ένστασης αυτής στην αναιρετική δίκη δεν είναι παραδεκτή, όπως δεν είναι παραδεκτή μετά την τελεσίδικη απόφαση στην αναιρετική δίκη η έρευνα άλλων καταλυτικών του αγωγικού δικαιώματος, ενστάσεων. Συνακόλουθα δεν προβλέπεται και δεν χωρεί παραίτηση κατά τη δικονομική έννοια από τις διατάξεις (έστω και εσφαλμένες) της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά της οποίας χωρούν μόνο τα προβλεπόμενα από τον νόμο ένδικα μέσα. Η έρευνα δε των γεγονότων αυτών, δεν είναι επιτρεπτή, ούτε με τη δικαιολογία ότι μετά απ’ αυτά εκλείπει το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος. Διάφορος εκδοχή θα μετέβαλε την αναιρετική δίκη σε ουσιαστικού τρίτου βαθμού δίκη (ΟλΑΠ 38/1996, ΑΠ 57/2021, ΑΠ 1496/2011). Επομένως, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσίβλητο, με τις προ 20 ημερών κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολΔ), ισχυρισμός, περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας προς υποβολή της αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος που αφορά τη διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης για την επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής, διότι με την προσκομιζόμενη, από 16-10-2020 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα, στις 16-10-2020, παραιτήθηκε των επιδικασθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση τόκων, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής του, στις 23-12-2015 μέχρι και τις 24-1-2016, ποσού 244,94 ευρώ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Και τούτο διότι, η επικαλούμενη από τον αναιρεσίβλητο, για τη θεμελίωση του πιο πάνω ισχυρισμού του, δήλωση παραίτησης από τη διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία επιδικάστηκαν τόκοι από την επίδοση της αγωγής του, είναι απαράδεκτη, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν προβλέπεται και δεν χωρεί παραίτηση κατά την δικονομική έννοια από τις διατάξεις (έστω και εσφαλμένες) της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 330/2020, ΑΠ 311/2020). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως ”πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 102/2020, ΑΠ 18/2018, ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 1951/2017, ΑΠ 563/2016). Σύμφωνα δε με όσα αναπτύχθηκαν, ”πράγμα” είναι και η κατά το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΠ 414/2018, ΑΠ 1951/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη πρόβαλε πρωτοδίκως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις έγγραφες προτάσεις της, τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών αξιώσεων (ΑΚ 281), τον οποίο επανέφερε με τις προτάσεις της στο Εφετείο, επικαλούμενη τα εξής: ”…. Επειδή σε κάθε περίπτωση η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ασκούμενη κατά κατάχρηση δικαιώματος. Και τούτο γιατί όπως ο αντίδικος αναφέρει στην αγωγή του, δήθεν συμφωνήσαμε να του επιστρέψουμε τα δανεισθέντα εκ μέρους του ποσά τόσο προς τον πεθερό του και πατέρα μου, όσο και στις κληρονόμους του Π. Π. για χρέη της κληρονομίας και δικά μας χρέη το αργότερο 31 Δεκεμβρίου 2000 άτοκα. Έκτοτε και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής το Δεκέμβριο του 2015, παρήλθε χρονικό διάστημα 15 ετών, χωρίς ο αντίδικος να αξιώσει την εκ μέρους μου καταβολή της οφειλής που με βαρύνει και κατά τους ισχυρισμούς του ανέρχεται στο ποσό των 50.178 ευρώ, ισχυριζόμενος αναληθώς ότι δήθεν οι υπόλοιποι κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνεται και η σύζυγός του και αδελφή μου Ε. και η άλλη αδελφή μου, η οποία τελούσε σε δικαστική συμπαράσταση και τελικά αποβίωσε, του εξόφλησαν την οφειλή τους, μόνο δε εγώ αρνιόμουν την εξόφληση του οφειλόμενου σ’ αυτόν μεριδίου μου. Η παρέλευση όμως, τόσο μακρού διαστήματος σε συνδυασμό με την επιδειχθείσα αδράνεια εκ μέρους του αντιδίκου μου και την εκ μέρους μου γνώση και πεποίθηση ότι είχα εξοφλήσει πλήρως κάθε υποχρέωση που με βάρυνε απέναντι των δανειστών του πατέρα μου, καθιστούν την ασκηθείσα σε βάρος μου από την πλευρά του αντιδίκου αγωγή προδήλως καταχρηστική και εκ του λόγου αυτού απορριπτέα, αφού η άσκηση της υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Με την επίκληση, δε, των περιστατικών αυτών, ζήτησε, επικουρικά, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οφείλεται οποιοδήποτε ποσό στον ενάγοντα, να απορριφθεί η αγωγή, ως αφορώσα σε δικαίωμα που ασκήθηκε καταχρηστικά. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ανωτέρω ισχυρισμός ήταν απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι τα περιστατικά που επικαλέσθηκε η εναγομένη για τη θεμελίωσή του, αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούσαν την άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, αφού μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος να ασκήσει τα δικαιώματά του και η τυχόν καλόπιστη πεποίθηση της εναγομένης ότι αυτός δεν επρόκειτο να τα ασκήσει, χωρίς την επίδειξη εκ μέρους του ενάγοντος συγκεκριμένης συμπεριφοράς που εύλογα να δημιούργησε στην εναγομένη την πεποίθηση, ότι δεν θα προέβαλε τις επίδικες αξιώσεις, δεν είναι αρκετή για να καταστήσει προφανώς καταχρηστική τη μετέπειτα διεκδίκηση της επίδικης αξίωσής του. Επομένως, το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει τον άνω μη νόμιμο ισχυρισμό και συνεπώς ο, από το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β ΚΠολΔ, αντίθετος τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον παραπάνω προταθέντα ισχυρισμό, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά το άρθρο 806 του ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλο αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι η ετεροβαρής σύμβαση του δανείου καταρτίζεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας του δανειζόμενου πράγματος από το δανειστή προς τον οφειλέτη. Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της σύμβασης δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα, στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου, από το δανειστή. Είναι, όμως, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου προσώπου, που ενεργεί ως εντολοδόχος, είτε του δανειστή, είτε του οφειλέτη. Εφόσον, όμως, η ανωτέρω διάταξη δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη (ΑΠ 1360/2018, ΑΠ 123/2017). Περίπτωση έμμεσης μεταβίβασης αποτελεί και η δια προφορικής έκταξης μεταβίβαση, δυνάμει της οποίας, αντί το δάνεισμα να καταβληθεί αμέσως στον δανειζόμενο, αυτός εκτάσσει το δανείζοντα να το καταβάλει για λογαριασμό του σε τρίτον, συνήθως δανειστή του. Η από τον δανείζοντα στον τρίτο καταβολή ενέχει θέση καταβολής του δανείσματος στο δανειζόμενο, έκτοτε δε η σύμβαση θεωρείται τελειωμένη (ΑΠ 1360/2018, ΑΠ 1833/2011, ΑΠ 609/2005). Η κατά τα άνω μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος, δεν αποτελεί τύπο της δανειστικής σύμβασης, εις τρόπον ώστε αν αυτή ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε, αλλ’ αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη μάλιστα από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ 1234/2018, ΑΠ 629/2012, ΑΠ 1802/2007, ΑΠ 609/2005). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη, ως καταγγελία δε, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης θεωρείται και η άσκηση της αγωγής, με την οποία ζητείται από το δανειστή η απόδοση του δανείου (ΑΠ 497/2008). Από την ίδια πιο πάνω διάταξη, συνδυαζόμενη προς εκείνες των άρθρων 341 παρ. 2, 345 εδ. α και 808 του ΑΚ, το πρώτο των οποίων ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει ταχθεί ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος όταν, αφού γίνει η καταγγελία, περάσει η προθεσμία, προκύπτει ότι επί δανείου του οποίου η απόδοση δεν είναι προσδιορισμένη χρονικά, αυτό είναι αποδοτέο όταν παρέλθει ένας μήνας (υπολογιζόμενος σύμφωνα με τα άρθρα 240, 241 παρ. 1, 242, 243 παρ. 2 του ΑΚ), από την ημέρα καταγγελίας του δανείου, γενόμενης, είτε από τον δανειστή, είτε από τον δανειολήπτη και ότι οφειλέτης, που δεν αποδίδει το δάνειο όταν η προθεσμία αυτή παρέλθει, καθίσταται (υπό την επιφύλαξη του άρθρου 342 ΑΚ) υπερήμερος, χωρίς να προσαπαιτείται όχληση εκ μέρους του δανειστή, κατά το άρθρο 340 ΑΚ (ΑΠ 805/2020, ΑΠ 663/2010, ΑΠ 1740/2009, ΑΠ 1437/2005). Η επίδοση της αγωγής για απόδοση του δανείου, δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία αυτού, όπως ήδη αναφέρθηκε, η οποία (καταγγελία) δεν υπόκειται σε τύπο, από την επίδοση δε αυτή, ως καταγγελία, το δάνειο γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μετά παρέλευση μηνός, οπότε και πρέπει να αποδοθεί (ΑΠ 1182/2019, ΑΠ 629/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση , η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 50/2020, AΠ 598/2019, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι, ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της, ”ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 2/2019, 8/2018, 1/1999). Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περι-στατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 339/2020). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Για να είναι δε ορισμένος ο ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 638/2019, 117/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά το αναιρετικά ενδιαφέρον μέρος της, τα ακόλουθα: ”… Την 8-5-1999, αποβίωσε ο Π. Π., ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση υγρών καυσίμων στα … από το έτος 1975 μέχρι το θάνατό του, κληρονομήθηκε δε εξ αδιαθέτου, από τις κληρονόμους του, ήτοι τη σύζυγό του, Κ. χήρα Π. Π. και τις θυγατέρες του, Ε., σύζυγο του ενάγοντος (αναιρεσίβλητου), Λ. Π., τελούσα σε δικαστική συμπαράσταση και την εναγομένη, Ι. Π. (αναιρεσείουσα). Όλοι οι ως άνω νόμιμοι συγκληρονόμοι του, μεταξύ των οποίων και η εναγομένη, όπως τούτο δεν αμφισβητείται από την τελευταία, αποδέχθηκαν νόμιμα την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστης, 1/4 (βλ. σχετικά την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως, με αριθμό 34890/21-9-2007 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαογράφου… Π. Κ…. ). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) κατέβαλε στον πεθερό του, πατέρα της συζύγου του Ε.ς και της εναγομένης, ήδη αποβιώσαντα, Π. Π., στα …, λόγω δανείου: 1. Την 2-4-1999 το ποσό των 4.000.000 δραχμών, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφλήσει άτοκα, σε τέσσερις (4) ισόποσες δόσεις, ήτοι ποσό 1.000.000 δραχμών, την 2-6-1999, ποσό 1.000.000 δραχμών, την 2-7-1999, ποσό 1.000.000 δραχμών την 2-8-1999 και ποσό 1.000.000 δραχμών, την 2-9-1999, προς τούτο δε ο ως άνω αποβιώσας εξέδωσε σε διαταγήν του ενάγοντος τέσσερις (4) μεταχρονολογημένες επιταγές, ποσού εκάστης 1.000.000 δραχμών, φερομένης εκδόσεως, την 2-6-1999, 2-7-1999, 2-8-1999 και 2-9-1999, αντίστοιχα και 2) την 7-5-1999 το ποσό των 14.308.000 δραχμών, το οποίο με εντολή του κατέβαλε απευθείας στην Τράπεζα …, το οποίο συμφωνήθηκε να του αποδοθεί σε χρονικό διάστημα επτάημερών (βλ. σχετικά την από 2-6-1999 απόδειξη κατάθεσης στην …, στις οποίες εμφαίνεται η εκταμίευση τις ανωτέρω ημεροχρονολογίες των ανωτέρω ποσών). Ωστόσο, ο ευθυνόμενος από τις ανωτέρω συμβάσεις δανείου πεθερός του ενάγοντος Π. Π., ως προελέχθη αποβίωσε την 8-5-1999 και κατά συνέπεια η έναντι του δανειστή υποχρέωσή του για εξόφληση των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων μεταβιβάσθηκε στους καθολικούς διαδόχους του, μεταξύ των οποίων και η εναγομένη, θυγατέρα του, η οποία ευθύνεται για την καταβολή του, κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας (1/4), ήτοι κατά το ποσό των 18.308.000 δραχμών (53.728 ευρώ ευρώ Χ 1/4 ) = 13.432. ….. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας κατέλιπε κατά το θάνατό του χρέη κληρονομίας, τα οποία ο ενάγων κατόπιν συμφωνίας με τους λοιπούς συγκληρονόμους (σε βάρος των οποίων δεν στρέφεται καθόσον έχει εξοφληθεί, πλην της εναγομένης), κατέβαλε: 1. Την 31-5-1999 στην …, το ποσό των 8.347 δραχμών, για εξόφληση του με αριθμό … τιμολογίου της, για καύσιμα, 2. Την 1-6-1999 στην ίδια ως άνω εταιρία το ποσό των 777.000 δραχμών για μίσθωμα και τέλος χαρτοσήμου περιόδου 1-6-1999 έως και 30-6-1999 για το κατάστημα επί της οδού … στ …, 3) στην … την 3-6-1999, το ποσό των 105.000 δραχμών, την 15-6-1999, το ποσό των 120.000 δραχμών, την 1-7-1999, το ποσό των 290.000 δραχμών, την 2-9-1999 το ποσό των 76.322 δραχμών την 13-10-1999, το ποσό των 28.500.000 δραχμών και την 31-8-1999, το ποσό των 2.500.000 δραχμών και συνολικά το ποσό των 31.591.322 δραχμών (βλ. σχετικά αντίγραφα δελτίων κατάθεσης των ως άνω ποσών στην …). … Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού έκρινε διαφορετικά και απέρριψε στο σύνολό της την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσία αβάσιμη, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και κακώς τις αποδείξεις εκτίμησε, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο για κατ’ ουσίαν εκδίκασή της και μετά από έρευνα της αγωγής, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 37.638 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής -καθόσον δεν αποδείχθηκε συμφωνία για καταβολή των ανωτέρω ποσών την 21-12-2000- μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως”. Δέχθηκε έτσι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η εκτέλεση της πρώτης δανειακής σύμβασης, ποσού 4.000.000 δραχμών, έγινε με την παράδοση του δανείσματος από τον αναιρεσίβλητο στα χέρια του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας, ενώ όσον αφορά τις λοιπές συμβάσεις, δέχθηκε ότι έγινε με την έμμεση μεταβίβαση της κυριότητας των δανεισθέντων χρημάτων και προς την αναιρεσείουσα, με την καταβολή των επιμέρους ποσών, κατά τους αναφερόμενους σ’ αυτή (προσβαλλόμενη απόφαση) χρόνους, στους αναφερόμενους ως άνω τρίτους, στα πλαίσια σχετικής συμφωνίας. Έτσι, υπό τα ανωτέρω, ανελέγκτως δεκτά γενόμενα περιστατικά, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου, τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 361, 185 και 189 ΑΚ, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, για πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη, παραβίασε τις διατάξεις αυτές, καθώς δέχθηκε χωρίς αιτιολογία και σε κάθε περίπτωση με ελλιπή αιτιολογία, ότι καταρτίστηκαν οι επίδικες συμβάσεις δανείων και επιπλέον ότι αυτά είναι αποδοτέα επειδή έληξαν, χωρίς όσον αφορά τη σύναψη των ”ιδιότυπων περιεχουσών έκταξη” προς τον αναιρεσίβλητο συμβάσεων δανείου, να αιτιολογείται πότε και πως συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές και η έκταξή τους, είναι αβάσιμα. Και τούτο διότι, εφόσον κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το Εφετείο, με πλήρεις, σαφείς, χωρίς λογικά κενά και και χωρίς αντιφάσεις, αιτιολογίες, δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι το δάνεισμα καταβλήθηκε για λογαριασμό, μεταξύ άλλων, και της αναιρεσείουσας, στους τρίτους δανειστές της, από την καταβολή αυτή, που ενέχει θέση καταβολής του δανείσματος στη δανειζόμενη, η σύμβαση θεωρείται τελειωμένη, καθώς εκπληρώνεται η προς καταβολή του δανείσματος υποχρέωση του δανείζοντος, είναι δε αδιάφορο για την εγκυρότητα της σύμβασης δανείου αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως στον οφειλέτη, σύμφωνα και με όσα ήδη αναφέρθηκαν, στην παραπάνω νομική σκέψη. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αίτησης, από τους αριθμούς 19 και 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο, δέχθηκε το δάνειο ως ληξιπρόθεσμο, χωρίς να αναφέρει ημερομηνία λήξης και απόδοσής του και χωρίς να δέχεται την ύπαρξη καταγγελίας αυτού εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου και έτσι αφενός δεν περιέλαβε (το Εφετείο) καθόλου αιτιολογίες ως προς την υπερημερία της αναιρεσείουσας περί την απόδοση των δανείων (άρθρ. 341 ΑΚ), το οποίο δέχθηκε ως ληξιπρόθεσμο, αν και δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε χρόνος απόδοσης των δανείων και συγκεκριμένα ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε συμφωνία για την καταβολή των ποσών που επιδίκασε ως ποσά συναφθέντων δανείων, αποδοτέων την 31-12-2000, αφετέρου δε παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, επιδικάζοντας τόκους από την επίδοση της αγωγής. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η επίδοση της αγωγής για απόδοση του δανείου αποτελεί καταγγελία του δανείου, η οποία (καταγγελία) δεν υπόκειται σε τύπο, από την επίδοση δε αυτή, ως καταγγελία, το δάνειο γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μετά την πάροδο μηνός. Ωστόσο, το Εφετείο με το να δεχθεί ότι οφείλονται τόκοι υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, με την οποία καταγγέλθηκαν οι επίδικες συμβάσεις δανείου (αορίστου χρόνου) και όχι από την παρέλευση μηνός από την καταγγελία, οπότε οφείλονται τόκοι, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε και, επομένως, παραβίασε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ.
Συνεπώς, ο παραπάνω από το άρθρο 559 αρ. 1 πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα επιδίκασε τόκους υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, ο οποίος είναι παραδεκτός, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 περ. β ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά το περί τόκων της κύριας απαίτησης κεφάλαιο, ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνηση, πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν δικαστήριο κατά το προαναφερθέν μέρος που αναιρείται, ήτοι τη διάταξή της που αφορά το περί τόκων της κύριας απαίτησης, κεφάλαιο (ΚΠολΔ 580 παρ. 3 εδ. α), καθώς και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 805/2020, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 798/2019, ΑΠ 469/2018) και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το επιδικασθέν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ποσό των 37.186 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο μηνός, από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της και κατά την έκταση αυτής (ΚΠολΔ 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας της παρούσας αναιρετικής δίκης, που έχει καταθέσει προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2) και να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (ΚΠολΔ 495 αρ. 4), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 146/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, κατά τη διάταξή της που αφορά το περί τόκων της κυρίας απαίτησης κεφάλαιο, καθώς και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων.
Κρατεί και δικάζει την από 10-12-2015 αγωγή, κατά το μέρος αυτό.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το επιδικασθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση ποσό κεφαλαίου (των 37.186 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την πάροδο μηνός από την επίδοση της ανωτέρω αγωγής.
Καταδικάζει την εφεσίβλητη – εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ. Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαρτίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ