Αριθμός 929/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου και Γεώργιο Παπανδρέου-εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 21η Φεβρουαρίου 2018 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Δ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Μάρκου.
Του αναιρεσίβλητου: Κ. Κ. του Δ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ευθύμιο Καραϊσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αταλάντης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 157/2014 του ιδίου Δικαστηρίου, 137/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27-9-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1). Με την από 22-92017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα 137/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (τακτικής διαδικασίας), με την οποία έγιναν δεκτοί τυπικά και απορρίφθηκαν κατ’ ουσία έφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης του ήδη αναιρείοντος κατά της 157/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αταλάντης Πρωτοδικείου (με την οποία είχε γίνει δεκτή η από 14-5-2013 διεκδικητική ακινήτου αγωγή του αναιρεσίβλητου) .Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 560, 566§1 Κ.Πολ.Δ και καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από την από 27-9-2017 βεβαίωση της εκθεσης κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας).. Είναι συνεπώς παραδεκτή(άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ).
2. Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί αυτήν την εξουσία με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με την δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ).
3)Κατά το άρθρο 1049 ΑΚ η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση, κατά του χρησιδεσπόζοντος ή κατέχοντος το πράγμα, διεκδικητικής αγωγής. Η διακοπή αυτή επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος, οι δε διατάξεις για τη διακοπή της παραγραφής με την έγερση αγωγής εφαρμόζονται αναλόγως. Περαιτέρω πρέπει να λεχθεί ότι αν και η διάταξη του άρθρου 1049 ΑΚ ομιλεί μόνο για την έγερση διεκδικητικής αγωγής, το νόημά της είναι ότι η χρησικτησία διακόπτεται όταν στο μέλλον να κτηθεί, βάσει αυτής, δικαίωμα, δηλαδή η κυριότητα γίνεται επίδικο. Επομένως διακοπή της χρησικτησίας επάγεται κάθε πράξη που απευθύνεται κατά του χρησιδεσπόζοντος και φέρει το δικαίωμα σε δικαστική διάγνωση, ανεξάρτητα με το δικονομικό τύπο, με τον οποίο εμφανίζεται η πράξη αυτή.
Συνεπώς η χρησικτησία θα διακοπεί μόνον υπέρ του ενάγοντος και των διαδόχων του, είτε με την επίδοση αγωγής αναγνωριστικής κυριότητας του τελευταίου ή πουβλικιανής αγωγής η αγωγής διανομής κοινού πράγματος, είτε με την άσκηση ανταγωγής, κυρίας παρεμβάσεως ή ανακοπής τρίτου στην αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 1750/2012, Κ.Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 88, Βασίλη Τσούμα Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 46 επ.).Αντίθετα δεν επιφέρει την διακοπή της χρησικτησίας, μόνη η άσκηση αγωγής περί αποβολής εκ της νομής αφού με την περί νομής αγωγή δεν κατάγεται σε δίκη το δικαίωμα της κυριότητος. (ΑΠ 1548/2001), ούτε η έγερση ενοχικής αγωγής (ΑΠ147/2016). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 574 ΑΚ προκύπτει ότι η μίσθωση είναι ενοχική σχέση και δεν ασκεί επιρροή στην ισχύ και λειτουργία της σύμβασης αυτής η κυριότητα ή οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του μισθίου. Η σχετικότητα δε της μισθωτικής σχέσης έχει ως αποτέλεσμα ν’ ανήκουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από αυτή μόνο στα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή στον εκμισθωτή και στον μισθωτή, οι οποίοι και νομιμοποιούνται στις σχετικές μισθωτικές δίκες. Έτσι η ύπαρξη κυριότητας επί του μισθίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για να αξιώσει ο εκμισθωτής το μίσθωμα ή να ασκήσει τις συναφείς αγωγές απόδοσης του μισθίου. (ΑΠ 1238/2009).Επομένως και η έγερση της ενοχικής αγωγής καταβολής μισθωμάτων του κυρίου και εκμισθωτή ακινήτου κατά του μισθωτή δεν αποτελεί νόμιμο λόγο διακοπής της χρησικτησίας του εναγομένου -μισθωτή καθόσο δεν αποτελεί αντικείμενο της αγωγής η κυριότητα του ενάγοντος.
4. Περαιτέρω το άρθρο 560 αριθμός 1 ΚΠολΔικ, το οποίο είναι ταυτόσημο με το άρθρο 559 αριθμός 1 ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, δέχθηκε μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: “Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη θέση “…” της κτηματικής περιφέρειας της Τ.Κ …, έχει έκταση 4.314 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά με αγρό ιδιοκτησίας Κ. Α. – Ι. και δυτικά – βόρεια – νότια με άλλο αγρό ιδιοκτησίας του εναγόμενου. Σημειώνεται ότι η έκταση και τα όρια του επιδίκου δεν αμφισβητούνται από τον εναγόμενο. Το ακίνητο αυτό το απέκτησε ο ενάγων δυνάμει του με αριθμό …1966 συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Αταλάντης Θ. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αταλάντης, με αγορά από την Α., θυγατέρα Γ. Κ.. Το εν λόγω ακίνητο έχει ήδη καταχωρηθεί και στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο Αταλάντης με αριθμό ΚΑΕΚ …. Ο παραπάνω δε τίτλος επίσης δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μέχρι το έτος 1991 που απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων όλοι οι οικογενειακοί αγροί καλλιεργούνταν από τον πατέρα και τους δύο γιούς του (διαδίκους). Ο Δ. Κ. – πατέρας των διαδίκων – λίγο πριν πεθάνει μοίρασε όλη την περιουσία του στα τέκνα του, μεταξύ αυτών και τους αγρούς, τόσο αυτούς που είχε κληρονομήσει και αυτός άτυπα από τον δικό του πατέρα όσο και αυτούς που είχαν αγοράσει όλοι μαζί κατά τον χρόνο της κοινής εκμετάλλευσης της περιουσίας τους. Η διανομή των αγροτεμαχίων έγινε έτσι ώστε, κάθε ένας να λάβει, αφενός ίσο αριθμό στρεμμάτων και αφετέρου τουλάχιστον από ένα ακίνητο αρδευόμενο, καθώς υπήρχαν στην οικογένεια τρία αγροτεμάχια αρδευόμενα, και το τρίτο να το εκμεταλλεύονται από κοινού. Έτσι ο εναγόμενος έλαβε άτυπα από τον πατέρα του ένα αγροτεμάχιο 10 περίπου στρεμμάτων στη θέση “…”, το οποίο αποτελούσε πατρική περιουσία, καθώς και το επίδικο, το οποίο ήταν όμορο με το παραπάνω ακίνητο, επίσης άτυπα. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των ίδιων των διαδίκων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που δίκασε κατ’ έφεση την από 10-4-2003 αγωγή του ενάγοντα, όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Επομένως, ούτε οι ισχυρισμοί του εναγόμενου περί ανταλλαγής ακινήτων ήδη από το 1980 αποδείχθηκαν, αλλά ούτε και οι ισχυρισμοί του ενάγοντα περί μισθωτικής σχέσης μεταξύ τους. Το τελευταίο, άλλωστε, κρίθηκε αμετάκλητα με τη με αριθμό 1760/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μέχρι το έτος 2003 τα αδέλφια καλλιεργούσαν τους αγρούς τους, όπως τους είχε διανείμει ο πατέρας τους, ανεξάρτητα από το ότι το επίδικο ήταν τυπικά στο όνομα του ενάγοντα. Έτσι ο εναγόμενος από το έτος 1991 μέχρι και τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης καλλιεργεί το επίδικο αγροτεμάχιο με βαμβάκι, λαμβάνει τις σχετικές κρατικές επιδοτήσεις, το δηλώνει στο Ε9, καθώς και στο κτηματολόγιο, η εγγραφή στο οποίο όμως δεν έχει καταστεί ακόμη οριστική, λόγω προφανώς των εκκρεμών δικών. Εξάλλου ο ενάγων δεν αμφισβητεί ότι το επίδικο ακίνητο καλλιεργείται από τον εναγόμενο αδελφό του μέχρι σήμερα. Ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του κυρίως στον τίτλο κτήσης, ο οποίος είναι στο όνομά του και επικουρικά στις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας, χωρίς όμως να επικαλείται, πολύ περισσότερο να αποδεικνύει ότι έχει τη νομή του ακινήτου τουλάχιστον 20 έτη. Πλην όμως, δεδομένου ότι η μεταβίβαση των ακινήτων γίνεται μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού, ο ενάγων παραμένει κύριος, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία, όπως εν προκειμένω. Όπως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος πράγματι ασκεί πράξεις νομής από το έτος 1991 μέχρι σήμερα στο επίδικο ακίνητο, και συνεπώς η προτεινόμενη από αυτόν ένσταση ιδίας κυριότητας, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, και επαναλαμβάνεται με τον μοναδικό λόγο έφεσής του, θα έπρεπε να γίνει δεκτή, καθώς από το 1991 μέχρι 17-6-2013 που επιδόθηκε στον εναγόμενο η κρινόμενη αγωγή έχει παρέλθει η απαιτούμενη στον νόμο εικοσαετία. Πλην όμως, ο ενάγων, σε αντίκρουση της παραπάνω ένστασης, προέβαλε την αντένσταση διακοπής της χρησικτησίας με την άσκηση της από 10-4-2003 αγωγής. Ειδικότερα, με την προαναφερόμενη αγωγή ο ενάγων, επικαλούμενος την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, ισχυριζόταν ότι είχε εκμισθώσει αυτό στον εναγόμενο και ζητούσε να του καταβάλει τα μισθώματα. Επί της αγωγής αυτής, για την οποία δεν προκύπτει επίδοσή της, ώστε να έχει ολοκληρωθεί η άσκησή της, πλην όμως προκύπτει ότι ο εναγόμενος παραστάθηκε κατά τη συζήτησή της, η οποία έλαβε χώρα στις 20-5-2003, χωρίς εναντίωση, εκδόθηκε η με αριθμό 119/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αταλάντης, η οποία απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρχε μισθωτική σχέση αλλά ότι είχε λάβει χώρα παραχώρηση της νομής από τον ενάγοντα στον εναγόμενο, στα πλαίσια ανταλλαγής ακινήτων μεταξύ τους. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 224/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, ενώ επίσης με τη με αριθμό 1760/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε και η αναίρεση που άσκησε ο ενάγων κατά της προαναφερόμενης απόφασης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο χρόνος της χρησικτησίας του εναγόμενου διακόπηκε στις 20- 5-2003 με την παραπάνω αγωγή, ενώ με την έκδοση της απόφασης άρχισε να τρέχει νέα χρησικτησία, η οποία όμως δεν συμπληρώθηκε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, πέραν του ότι διακόπηκε και πάλι με την άσκηση έφεσης κ.λπ. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η από 20-5-2003 αγωγή είχε άλλο αντικείμενο, ότι δεν κρίθηκε από τα παραπάνω Δικαστήρια το ζήτημα της κυριότητας και συνεπώς, όπως δεν αποτελεί η τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δεδικασμένο, δεν επέφερε η άσκηση της από 23-4-2003 διακοπή της χρησικτησίας. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, καθώς, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, μπορεί στο άρθρο 1049 ΑΚ να αναφέρεται ότι η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής, πλην όμως το νόημά της είναι ότι η χρησικτησία διακόπτεται όταν το δικαίωμα που πρόκειται να κτηθεί βάσει αυτής, δηλαδή η κυριότητα γίνεται επίδικο. Κατά την έννοια αυτή διακοπή της χρησικτησίας επάγεται κάθε πράξη που απευθύνεται κατά του χρησιδεσπόζοντος και φέρει το δικαίωμα της κυριότητας σε δικαστική διάγνωση, ανεξάρτητα από το δικονομικό τύπο με τον οποίο εμφανίζεται η πράξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, η από 10-4-2003 αγωγή του ενάγοντα, με την οποία ζητούσε μισθώματα από τον εναγόμενο, είχε ως βάση την κυριότητα του ενάγοντα, επικαλούνταν δηλαδή ο τελευταίος ότι ως κύριος εκμίσθωσε στον εναγόμενο το επίδικο ακίνητο. Τα Δικαστήρια δε που επιλήφθηκαν της υπόθεσης έκριναν αναγκαστικά ως παρεμπίπτων ζήτημα την κυριότητα του επιδίκου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ως κύριος παραχώρησε ο ίδιος τη νομή του εν λόγω ακινήτου στον εναγόμενο και ότι ο τελευταίος νέμονταν αυτό νόμιμα. Ουσιαστικά δηλαδή τα παραπάνω Δικαστήρια έκριναν ποιος είχε τη νομή του επιδίκου ακινήτου, η οποία συνδέεται ασφαλώς με την κυριότητα. Εν κατακλείδι, οι αποφάσεις επί της παραπάνω αγωγής μπορεί να μην περιέλαβαν την κρίση τους αυτή στο διατακτικό, δεδομένου ότι το αντικείμενο της δίκης ήταν ενοχικό, γι’ αυτό άλλωστε δεν παράγεται δεδικασμένο, ούτε δε το ζήτημα της κυριότητας αποτέλεσε προδικαστικό ζήτημα της κρίσης τους, πλην όμως αναγκαστικά αυτό αποτέλεσε παρεμπίπτων ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο σκεπτικό τους. Άλλωστε, σύμφωνα με τη θεωρία αλλά και τη νομολογία, με την άσκηση της αγωγής διακόπτεται η παραγραφή της αξίωσης – οι διατάξεις της οποίας (παραγραφής) ισχύουν αναλογικά και για τη διακοπή της χρησικτησίας – καθόσον με την πράξη αυτή ο δικαιούχος υποδηλώνει την πρόθεσή του να διατηρήσει ενεργό το δικαίωμά του. Έτσι διακοπή της παραγραφής επιφέρει και κάθε άλλη επιθετική πράξη του δικαιούχου κατά του υπόχρεου, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση της αξίωσης, δηλαδή εκείνη που επιφέρει τα ίδια με την αγωγή αποτελέσματα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ υπό άρ. 261 ΑΚ, σελ 1062 και 1065). Στην προκειμένη δε περίπτωση, ο ενάγων ζητώντας μισθώματα από τον εναγόμενο, έστω και με μη αποδειχθείσα βάση, αμφισβητούσε τη νομή του επιδίκου ακινήτου από τον εναγόμενο, προβάλλοντας ο ίδιος δικαίωμα κυριότητας. Επομένως, με την άσκηση της από 23-4-2003 αγωγής, που έφερε το δικαίωμα της κυριότητας προς δικαστική διάγνωση και αρχόμενη εκ νέου δεν συμπληρώθηκε εν επιδικία μέχρι την άσκηση της κρινόμενης διεκδικητικής αγωγής, με την οποία διακόπηκε πάλι, κατ’ άρθρο 1049 σε συνδ. με 249 ΑΚ [βλ.σχ. Γεωργιάδη Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 1049 ΑΚ, αριθ. 1 επ.], η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ εικοσαετία για την κτήση κυριότητας στο επίδικο από τον εναγόμενο με έκτακτη χρησικτησία.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αντένσταση του ενάγοντα περί διακοπής της χρησικτησίας με την έγερση της ως άνω αγωγής [αρθρ. 1049 και 1050 ΑΚ], ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα που ο εκκαλών υποστηρίζει με τον μοναδικό λόγο έφεσής του, είναι αβάσιμα. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει ν’ απορριφθεί η έφεση ως ουσία αβάσιμη”.
5) Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη διεκδικητική αγωγή ακινήτου του ενάγοντος στηριζόμενη σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, και προς απόκρουση ένστασης ιδίας κυριότητας που πρόβαλε ο εναγόμενος στηριζόμενη σε έκτακτη χρησικτησία (κατοχή του ακινήτου από το έτος 1991 έως την επίδοση της ένδικης αγωγής 17-6-2013)δέχθηκε αντένσταση του ενάγοντος περί διακοπής αυτής της χρησικτησίας με την άσκηση της από 10-4-2003 αγωγής του κατά του εναγομένου με την οποία επικαλούμενος κυριότητα του επίδικου ισχυριζόταν ότι είχε εκμισθώσει στον εναγόμενο το ακίνητο και ζητούσε από αυτόν να του καταβάλει μισθώματα. Με βάση τις παραδοχές αυτές έκρινε το Εφετείο ότι μέχρι την κατά το έτος 2013 άσκηση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής δεν είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος εναγομένου υπερεικοσαετής νομή από το χρόνο διακοπής της χρησικτησίας(10-4-2003) με συνέπεια να μην έχει καταστεί αυτός κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Με την κρίση του αυτή, δηλαδή με το να δεχθεί ότι η χρησικτησία του εναγομένου στο επίδικο, από το έτος 1991 ,διεκόπη με την άσκηση της προκληθείσης ενοχικής (μισθωτικής) αγωγής περί καταβολής μισθωμάτων του αναιρεσίβλητου την 10-4-2003, απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου, το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερόμενες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις του νόμου, και ειδικότερα εκείνη του άρθρου 1049 του ΑΚ.Επομένως ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια από τον αριθμό 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔικ, της ευθείας παραβίασης με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1045 και 1049 ΑΚ είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔικ, η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνο που την είχε δικάσει προηγουμένως. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον αναιρεσείοντα και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα αυτού μετά από σχετικό αίτημά του [ΚΠολΔικ 176, 183, 191 παρ.2].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 137/2017απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο Δικαστή είναι δυνατή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου, που κατατέθηκε. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων [2.700] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ