Αριθμός 96/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη – Εισηγήτρια, Πέτρο Σαλίχο, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή και Γεώργιο Παπανδρέου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 10η Οκτωβρίου 2018 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Θ. Δ., συζύγου Δ. το γένος Γ. Ε., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αργύριο-Ιωάννη Δεμερτζή Των αναιρεσίβλητων: 1) Μ. Τ. σύζ. Ι. το γένος Χ., κατοίκου …, 2) Ε. Μ. συζύγου Δ., το γένος Χ. Σ., κατοίκου …, 3) Σ. Σ. του Θ., κατοίκου …, 4) Κ. Σ. του Θ., κατοίκου …, 5) Σ. Δ. Δ., το Π. και Α. Σ., κατοίκου …, 6) Ε. Μ. συζύγου Κ., το Π. και Α. Σ., κατοίκου …, 7) Α. Σ. του Χ. και Χ., κατοίκου …, 8) Σ. Μ. συζ. Σ. το γένος Χ. και Χ. Σ., κατοίκου …, 9) Δ. Δ. συζ. Ι. το γένος Α. και Μ. Κ., κατοίκου …, 10)Α. Κ. του Π., κατοίκου …, 11)Μ. Κ. του Π., κατοίκου …, 12)Δ. χήρας Π. Κ., κατοίκου …, 13)Ρ. Μ. χήρας Δ., το Α. και Τ. Κ., κατοίκου …, 14)Α. Κ. του Ζ., κατοίκου …, 15)Β. Κ. του Ζ., κατοίκου …, 16)Τ. Κ. του Ζ., κατοίκου …, 17)Γ. Α. του Χ. και Β., κατοίκου …, 18)Γ. Α. του Χ. και Β., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Βασιλική Μιχαλακάκου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 83/2009, 121/2013 μη οριστικές, 29/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 15/2017 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-4-2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν ορθώς εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι με αυτή το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση της πρώτης εναγόμενης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη τη με αριθμό …38/ΤΠ/128/2007 αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 10/4/2006 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος στις 28/11/2006 Χ. Σ., επειδή δεν είχε συνταχθεί και υπογραφεί από τον τελευταίο. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην πληττόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, επειδή, κατά την αναιρεσείουσα, το Εφετείο διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, αναφορικά με την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι (έγγραφα, εκθέσεις πραγματογνωμο-σύνης) για την απόδειξη της γνησιότητας ή μη της υπογραφής του πιο πάνω κληρονομούμενου στην επίμαχη διαθήκη.Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι, όπως προαναφέρθηκε, η επικαλούμενη πλημμέλεια ανάγεται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, με βάση τις οποίες αυτό κατέληξε στο προαναφερθέν αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της ακυρότητας της πιο πάνω ιδιόγραφης διαθήκης, εξαιτίας της μη σύνταξης και υπογραφής της από το Χ. Σ..
2. Ως πράγματα, για τα οποία, αν παρά το νόμο λήφθηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύεται ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, αγωγής ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς (ΟλΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 469/1984), ούτε τέλος τα επιχειρήματα και συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης,με επίκληση παραβίασης από το άρθρο 559 αριθ. 8 περίπτ. β’ ΚΠολΔ, προσάπτει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό που πρόβαλε η αναιρεσείουσα με τις από 21/10/2014 προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς τη γνησιότητα της προαναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης του Χ. Σ., με βάση τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξαν οι δικαστικοί γραφολόγοι στις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες εκθέσεις γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561παρ.2 ΚΠολΔ), ο πιο πάνω ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 περίπτ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως “αίτηση”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι, ιδίως, η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου. Ο λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σε αίτημα, με το οποίο ζητούνταν να προβεί σε διαδικαστική πράξη που εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια. Εξάλλου, κατά με την § 1 του άρθρου 368, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελεύθερα εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές”, αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του αν για την αντίληψη του ζητήματος ως προς το οποίο ζητείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επομένως, αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητά ή σιωπηρά, σχετικού αιτήματος αυτού δεν δημιουργεί κανένα από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης. Ο δεύτερος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η από τον αριθμό 9 περίπτ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε το αίτημα που υπέβαλε ενώπιον του με την από 23/9/2015 έφεσή της η αναιρεσείουσα για τη διενέργεια συμπληρωματικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί “με ποια συγκριτική ομάδα συνάδουν οι υπογραφές που υπάρχουν επί του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και της αίτησης για την έκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητας του διαθέτη” (Χ. Σ.), ώστε να αποδειχθεί η γνησιότητα της επίδικης διαθήκης, χωρίς προηγουμένως να κρίνει περί της αναγκαιότητας όχι απλώς ειδικών, αλλά και ιδιαζουσών γνώσεων επιστήμης ή τέχνης προς απόδειξη του επίμαχου ζητήματος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
4. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά, χωρίς να απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο εκθέτει σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας, τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκαν κατόπιν των αναφερόμενων αποφάσεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα στην απόφασή του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δέχθηκε “πράγματα”, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
5. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ’ αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 11περίπτ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι εναγόμενοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, από τα οποία προέκυπτε το ουσία αβάσιμο της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων και το ουσία βάσιμο του ισχυρισμού της περί γνησιότητας της επίμαχης διαθήκης και, ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη: 1)τα πορίσματα της αρχικής(από 3/12/2009) και της συμπληρωματικής (από 7/1/2014) έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου Ε. Μ. 2) τα πορίσματα της (από 24/10/2007 και 10/3/2011) γραφολογικής έκθεσης της Ε. Α. 3) την από 11/9/2008 γραφολογική γνωμοδότηση του ειδικού δικαστικού γραφολόγου Ν. Κ. 4) την έκθεση κριτικής και αξιολόγησης του Ν. Κ. επί της από 24/10/2007 γραφολογικής έκθεσης της Ε. Α.. Όμως, το Εφετείο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα περί πλαστότητας της παραπάνω ιδιόγραφης διαθήκης του Χ. Σ., καθόσον αυτή δεν συντάχθηκε από τον ίδιο, αλλά από κάποιο τρίτο άγνωστο πρόσωπο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα αναφερόμενα στην προηγούμενη (υπ’ αριθμ. 4) σκέψη αποδεικτικά μέσα. Από τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, αλλά και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το πιο πάνω Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και τα λοιπά έγγραφα που προπαρατέθηκαν, στα οποία μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά και αξιολόγηση και, επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
6. Από τη διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων καταθέτουν ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο, μπορεί να αποδώσει στις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσιβλήτου μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης θεμελιώνεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γΓ αυτό καθορίζει ο νόμος, όχι, όμως και στην περίπτωση που, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (ΚΠολΔ 340), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία, διότι η εκτίμηση αυτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα διατείνεται, ότι το Εφετείο, κατά το σχηματισμό του πιο πάνω αποδεικτικού του πορίσματος δεν στηρίχθηκε και στην κατάθεση του μάρτυρα(συζύγου) της αναιρεσείουσας, την οποία απέκλεισε ως μη πειστική. Ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η προβαλλόμενη αιτίαση, αναγόμενη στη στάθμιση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και την ελεύθερη εκτίμηση αυτών που κατέθεσαν, δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10/4/2017 αίτηση της Θ. Δ. για αναίρεση της 15/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων σε βάρος της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ