Η αντεισαγγελέας Εφετών Αικατερίνη Ρούμπη, διαφώνησε με την άποψη του εισαγγελέα Πρωτοδικών για να τεθεί στο αρχείο η υπόθεση που κίνησε η Συντονιστική των δικηγόρων (υπέβαλλε αναφορά ο δικηγορικός σύλλογος Αιγίου) σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα Ελλάδος είχε προαναγγείλει την απόφαση του Αρείου πάγου υπέρ των funds. Διέταξε να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση εκ νέου!
Για “παραβίαση δικαστικού απορρήτου” (άρθρο 251 ΠΚ) ερευνάται με απόφαση της αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Αικατερίνης Ρούμπου, υπόθεση που σχετίζεται με την Τράπεζα της Ελλάδος και τα funds. Πρόκειται για την καταγγελία των δικηγόρων, όπως εκφράστηκε από την συντονιστική των δικηγόρων υπό τον Δημ. Βερβεσό με ανακοίνωση και τον Δικηγορικό Σύλλογο Αιγίου με αναφορά στην εισαγγελία του προέδρου του, Γ. Μπέσκου, τον Νοέμβριο του 2022, σύμφωνα με τις οποίες η τράπεζα Ελλάδος σε ανύποπτο χρόνο και σίγουρα πολύ πριν συζητηθεί στον Άρειο Πάγο “προανήγγειλε την θετική για τα funds απόφαση σχετικά με τη νομιμοποίησή τους ή όχι να διενεργούν πλειστηριασμούς”.
Όπως είναι γνωστό η υπόθεση συζητήθηκε αργότερα, τέλη Ιανουαρίου στον Άρειο Πάγο και με πρωτοφανή ταχύτητα το ανώτατο δικαστήριο εξέδωσε μερικές ημέρες μετά την απόφαση υπέρ των fund και τη νομιμοποίησή τους να κάνουν πλειστηριασμούς.
Είναι ενδεικτικό πως η υπόθεση τέθηκε σε συζήτηση στις 26 Ιανουαρίου, ενώ στις 9 Φεβρουαρίου έγινε η διάσκεψη της Ολομέλειας και στις 16 Φεβρουαρίου δημοσιεύθηκε και η σχετική απόφαση. Όταν οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ σημειώνουν πως απαιτούνται πολλά έτη για την ολοκλήρωση μίας τέτοιας βαρύνουσας υπόθεσης.
Η καταγγελία και η αρχειοθέτηση
Οι δικηγόροι στα τέλη Νοεμβρίου 2022 αντέδρασαν έντονα σε αναφορά της Τράπεζας της Ελλάδος στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας, μηνός Νοεμβρίου 2022. Όπως κατήγγειλαν στη σελίδα 91 της Έκθεσης αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού διαπιστώνει ότι η ικανότητα των εν λόγω εταιρειών να διαχειριστούν τα δάνεια δυσχεραίνεται από την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 822/2022 και τις σχετικές εφετειακές αποφάσεις αναφορικά με τη νομιμοποίησή τους να προβούν σε δικαστικές ενέργειες και κυρίως να συμμετέχουν σε διαδικασίες πλειστηριασμών, προαναγγέλλει, επί της ουσίας, την άρση των περιορισμών αυτών, που έθεσαν οι δικαστικές αποφάσεις, τους επόμενους μήνες, είτε με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, γεγονός που έχει αρνηθεί δημόσια ο Υπουργός Οικονομικών, είτε με ανατροπή της απόφασης του Αρείου Πάγου, από την Ολομέλεια όπου και εκκρεμεί η συγκεκριμένη ένδικη διαφορά. Σε ένα κράτος δικαίου, οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται από τα αρμόδια Δικαστήρια, μετά από συζήτηση των υποθέσεων και αφού ληφθούν υπόψη τα στοιχεία του φακέλου. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει καμία εξουσία να παρεμβαίνει. Τις αποφάσεις τις εκδίδουν δικαστές και όχι Τραπεζίτες και Funds”.
Της καταγγελίας ακολούθησε η απόφαση του Αρείου Πάγου. Στις 14.2.2023, μετά την απόφαση δηλαδή ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Απόστολος Ανδρέου, γνωστοποιεί με έγγραφό του στην εισαγγελία Εφετών, πως εξέτασε ως μάρτυρες για την καταγγελία του κ.κ. Μπέσκο και Μανωλόπουλο (πρόεδρο και αντιπρόεδρο του ΔΣ Αιγίου που υπέβαλλαν την αναφορά) και ζητεί τη σύμφωνη γνώμη για να θέσδει την υπόθεση στο αρχείο δεδομένου ότι : “Από τα παραπάνω αναφερόμενα δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις (βάσιμη πιθανολόγηση) για να κινηθεί ποινική δίωξη για οποιαδήποτε πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη και για το λόγο αυτό έθεσα την δικογραφία στο αρχείο, κατ΄αρθρο 43 Κ.Π.Δ. Παρακαλώ να εγκρίνεται την ενέργειά μου αυτή, εφόσον συμφωνείτε, άλλως παραγγείλετε το κατά την κρίση σας ορθό”, αναφέρει ο εισαγγελέας.
“Διαφωνώ”
Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Μαρτίου 2023 η αντεισαγγελέας Εφετών Αικατερίνη Ρούμπου, που μελέτησε τη δικογραφία, επιστρέφει τη δικογραφία στην Εισαγγελία Εφετών αφού διαφωνώντας με την αρχειοθέτηση της. Μάλιστα ζητεί την εκ νέου διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα του άρθρου 251 ΠΚ “περί παραβίασης δικαστικού απορρήτου”.
Το εν λόγω άρθρο για το οποίο ερευνάται η ΤτΕ, αναφέρει :
- “Όποιος καλείται κατά νόμο να ασκήσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποιεί σε άλλον, αφήνει να περιέλθει στην κατοχή ή γνώση άλλου, ανακοινώνει ή διαδίδει δικαστικό απόρρητο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν με την πράξη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οποιοδήποτε όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. Η παράβαση αυτή τιμωρείται και αν τελέστηκε μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.
- Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος στον οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία ως δικηγόρου ή διαδίκου.
- Το δικαστικό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες όταν αυτά σχετίζονται με: α) συνεδρίαση δικαστικού συμβουλίου, β) διάσκεψη ή μυστική ψηφοφορία, γ) πράξεις που διενεργούνται στη διάρκεια της ανάκρισης, δ) συνεδρίαση δικαστηρίου που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, όταν από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της προκαλείται κίνδυνος προσβολής άλλου ή ε) στοιχεία που σχετίζονται με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, όταν η δημοσιοποίησή τους δημιουργεί κίνδυνο προσβολής”.