ΑΠΟΦΑΣΗ
Μάργαρη κατά Ελλάδας της 20.06.2023 (αρ. προσφ. 36705/16)
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ιδιωτική ζωή και προστασία της. Φωτογραφίες και προσωπικά δεδομένα κατηγορουμένης σε ποινική διαδικασία τα οποία δημοσιεύθηκαν στον Τύπο κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας επί έξι μήνες μετά την απαγγελία κατηγοριών, χωρίς προηγούμενη γνώση και συγκατάθεσή της. Η αντικειμενική χρησιμότητα της δημοσιοποίησης του υλικού εξυπηρετούσε επαρκώς πιεστική κοινωνική ανάγκη υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ των κατηγοριών κατά της προσφεύγουσας και των συγκατηγορουμένων της στη δημοσιευμένη ανακοίνωση της αστυνομίας που εκτελούσε την εισαγγελική παραγγελία. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που σχετίζονται με ποινικές κατηγορίες απαιτούσε αυξημένη προστασία δεδομένου ότι ήταν ευαίσθητα.Τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα πρέπει να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια την κατάσταση και τις κατηγορίες κατά του κατηγορουμένου, ώστε να τηρείται το τεκμήριο αθωότητας.
Κατά το ΕΔΔΑ η παρέμβαση ήταν δυσανάλογη και δεν είχεεπαρκήαιτιολογία. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗΔΙΚΑΣΤΗ ΣΕΡΓΙΔΗ
Η προσφεύγουσα, η οποία κρίθηκε φυγόδικη, κατήγγειλε ότι η δημοσίευση από την ελληνική αστυνομία της φωτογραφίας και των προσωπικών της δεδομένων στον Τύπο επί έξι μήνες μετά την απαγγελία κατηγοριών για ορισμένα αδικήματα παραβίασε το δικαίωμά της για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 8. Κατήγγειλε επίσης ότι δεν είχε στη διάθεσή της αποτελεσματικό ένδικο μέσο για τις καταγγελίες της βάσει του άρθρου 8, κατά παράβαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ. Τέλος, ζήτησε από το Δικαστήριο να της επιδικάσει δίκαιη ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Το άρθρο 35 § 3 (α) της Σύμβασης, το οποίο αφορά τα κριτήρια παραδεκτού, προβλέπει ότι «το Δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη οποιαδήποτεατομική προσφυγή … όταν εκτιμά ότι … η προσφυγή είναι … καταχρηστική» Επιπλέον, η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου προβλέπει τα εξής: “Το Δικαστήριο απορρίπτει κάθε προσφυγή την οποία θεωρεί απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου. Μπορεί να το πράξει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας” (η υπογράμμιση προστίθεται)
Όπως έχω υποστηρίξει αλλού (βλ. την εν μέρει διαφωνούσα γνώμη μου, §§ 4-5, στην υπόθεση Saure κατά Γερμανίας της 08.11.2022, αριθ. 8819/16,), η κατάχρηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής πρέπει να θεωρείται παρασιτική σε σχέση με το δικαίωμα αυτό και ένας από τους μεγαλύτερους “εχθρούς” του, καθώς και ένας από τους χειρότερους πολέμιους της αποτελεσματικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα. Και τούτο, διότι η έννοια της “κατάχρησης” πρέπει να νοείται ως επιβλαβής άσκηση του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής, για σκοπό διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο προορίζεται, δηλαδή την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το δικαίωμα ατομικής προσφυγής, το οποίο θεσμοθετείται και κατοχυρώνεται από το άρθρο 34 της Σύμβασης, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της Σύμβασης. Η δικαιοδοσία ή η εξουσία του Δικαστηρίου να απορρίπτει ως απαράδεκτες τις προσφυγές εκείνες που συνιστούν κατάχρηση του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, βασίζεται όχι μόνο στο άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης, που αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και στα άρθρα 19 και 32 της Σύμβασης, καθώς και στην εγγενή δικαιοδοσία του, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό σχετίζεται με τη δικαιοδοσία, την εξουσία και τη λειτουργία του Δικαστηρίου.
Στις 22 Ιουνίου 2017 η προσφεύγουσα καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών σε ποινή φυλάκισης έντεκα ετών και έξι μηνών χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα, αλλά έκτοτε παραμένει φυγόποινοςχωρίς να έχει δώσει καμία εξήγηση γιατί δεν παραδίδεται στις ελληνικές αρχές για να εκτίσει την ποινή της. Ο δικηγόρος της, στην πρόσφατη ενημέρωσή του προς το Δικαστήριο (με ημερομηνία 10 Μαρτίου 2023), αναφέρει ότι μέχρι το έτος 2022 είχε σποραδική αλληλογραφία μαζί της, αλλά ότι έκτοτε, παρά τις προσπάθειές του, δεν έχει καταφέρει να αποκαταστήσει την επαφή με την προσφεύγουσα. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η προσφεύγουσα και ο συγκατηγορούμενός της άσκησαν έφεση κατά της προαναφερθείσας καταδικαστικής απόφασης ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Ωστόσο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχε η Κυβέρνηση (με ημερομηνία 9 Φεβρουαρίου 2023), η προσφεύγουσα δεν εμφανίστηκε ποτέ ενώπιον του εφετείου, ούτε εκπροσωπήθηκε, με αποτέλεσμα η έφεσή της να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη και από το φάκελο προκύπτει ότι η προσφεύγουσα θεωρείται φυγόποινος. Η πληροφορία αυτή διαβιβάστηκε από το Δικαστήριο στον δικηγόρο της προσφεύγουσας για να σχολιάσει και στην επιστολή του της 10ης Μαρτίου 2023 προς το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν χειρίζεται καμία άλλη υπόθεση για την προσφεύγουσα εκτός από την παρούσα προσφυγή της ενώπιον του Δικαστηρίου. Δυστυχώς, στο φάκελο δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τις προσπάθειες που κατέβαλε η Ελληνική Αστυνομία για τον εντοπισμό και τη σύλληψη της προσφεύγουσας και την προφυλάκισή της ή γιατί δεν το έπραξε. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα άσκησε έφεση κατά της καταδίκης και της ποινής της αποδεικνύει ότι ενημερώθηκε για τη σχετική απόφαση, αλλά δεν παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές για να εκτίσει την ποινή της.
Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα επέδειξε πλήρη έλλειψη σεβασμού προς το κράτος δικαίου της χώρας της, δηλαδή της Ελλάδας, κατά της οποίας κατατέθηκε η παρούσα προσφυγή. Το γεγονός της διατήρησης της προσφυγής της ενώπιον του Δικαστηρίου – δεδομένου ότι η προσφυγή αυτή αφορά τα γεγονότα της ίδιας υπόθεσης για την οποία τελικά καταδικάστηκε και καταδικάστηκε – αποτελεί αναμφισβήτητα, κατά την ταπεινή μου άποψη, κατάχρηση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, του δικαιώματος ατομικής προσφυγής, και συνεπώς η προσφυγή της πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 35 § 3 (α) και (γ) της Σύμβασης. Θα ήθελα να προσθέσω μια λέξη διευκρίνισης: Χρησιμοποιώ εδώ τη φράση “διατηρώντας την προσφυγή της”, αντί της φράσης “καταθέτοντας την προσφυγή της”, διότι όταν η προσφεύγουσα κατέθεσε την προσφυγή της ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή στις 16 Ιουνίου 2016, ήταν πριν από την καταδίκη της, η οποία έλαβε χώρα στις 22 Ιουνίου 2017, και ως εκ τούτου δεν ήταν εκείνη τη στιγμή φυγόποινος. Έτσι, η προσφυγή της κατέστη δυνατό να συνιστά κατάχρηση ατομικής προσφυγής από τις 22 Ιουνίου 2017, όταν η προσφεύγουσα καταδικάστηκε.
Είναι η πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζω, που ενώπιον του Δικαστηρίου έρχεται υπόθεση με παρόμοια πραγματικά περιστατικά με αυτά της παρούσας (εκτός από τις υποθέσεις έκδοσης), όπου η προσφεύγουσα είναι φυγάς από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και τις αρχές και παρόλα αυτά η προσφυγή, που συνιστά κατάχρηση, ζητά την προστασία της Σύμβασης από το Δικαστήριο. Μια τέτοια προσφυγή δεν θα πρέπει να επιτραπεί να γελοιοποιήσει τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και να υπονομεύσει το ρόλο και την αξιοπιστία του ως διεθνούς θεσμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η συμπεριφορά της προσφεύγουσας είναι προδήλως αντίθετη προς τον σκοπό του δικαιώματος ατομικής προσφυγής, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση, και παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία του Δικαστηρίου, το οποίο αναμένει από τους προσφεύγοντες να προσέλθουν ενώπιον του με καθαρά χέρια και με το υψηλότερο κριτήριο της καλής πίστης (uberrimafides) και να μην του ζητούν να τους παράσχει προστασία από τη Σύμβαση, ενώ οι ίδιοι είναι φυγάδες από τη δικαιοσύνη και παραβιάζουν συνεχώς το κράτος δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να παραβλεφθεί: πρώτον, ότι ο ρόλος του μηχανισμού της Σύμβασης είναι επικουρικός σε σχέση με εκείνον των εθνικών αρχών και ότι η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα του συστήματος της Σύμβασης βασίζεται σε αυτή την προϋπόθεση, δεύτερον, ότι μία από τις θεμελιώδεις αρχές που βρίσκεται στο επίκεντρο της Σύμβασης και κατοχυρώνεται σε κάθε διάταξή της που διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και αναφέρεται επίσης στο προοίμιό της, καθώς και στο άρθρο 3 και στο προοίμιο του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι η αρχή του κράτους δικαίου και τρίτον, ότι η Σύμβαση είναι ευρωπαϊκή και διεθνής συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και, ως τέτοια, αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού και διεθνούς κράτους δικαίου. Κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο, το οποίο εφαρμόζει τη Σύμβαση και την αρχή του κράτους δικαίου και διασφαλίζει, δυνάμει του άρθρου 19 της Σύμβασης, την τήρηση των δεσμεύσεων που αναλαμβάνουν τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη στη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένης, βεβαίως, της τήρησης ότι τα εθνικά δικαστήρια πληρούν τις απαιτήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπληρώνει το ρόλο και την αποστολή του εάν επιτρέπει σε έναν προσφεύγοντα που δεν σέβεται το κράτος δικαίου, παραμένοντας φυγάς, να προσέλθει ενώπιον του και να προσπαθήσει να τον δικαιώσει, ζητώντας προστασία από το Δικαστήριο. Η βασικότερη προϋπόθεση του κράτους δικαίου είναι ότι όλοι, χωρίς διακρίσεις, πρέπει να σέβονται και να συμμορφώνονται με το νόμο και τις αποφάσεις των δικαστηρίων.
Λυπάμαι που, αν και η απόφαση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι φυγάς κατά την εξέταση του αιτήματός της για ηθική βλάβη δυνάμει του άρθρου 41 της Σύμβασης, δεν πράττει το ίδιο κατά την εξέταση της καταγγελίας της δυνάμει του άρθρου 8 και κατά την τελική διαπίστωση ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου αυτού. Με όλο το σεβασμό, η προσέγγιση που ακολουθεί η απόφαση δεν είναι συνεπής. Ο χαρακτήρας της παρούσας προσφυγής ως καταχρηστικής ατομικής προσφυγής επηρεάζει το σύνολό της και συνεπώς διαπερνά όλες τις καταγγελίες της προσφεύγουσας και όχι μόνο ορισμένες από αυτές. Η απόρριψη του συνόλου της προσφυγής ως απαράδεκτης, όπως προτείνει η παρούσα γνωμοδότηση, θα έπρεπε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, να είναι ο καταλληλότερος τρόπος αντιμετώπισης της προσφυγής.
Ενόψει των ανωτέρω, θα απέρριπτα την προσφυγή ως απαράδεκτη και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καταψήφισα και τα πέντε μέρη του διατακτικού της απόφασης. Προς διευκρίνιση, καταψήφισα τα σημεία 4 και 5 όχι επειδή είχα αντίθετη άποψη επί των συγκεκριμένων ζητημάτων, αλλά επειδή θεώρησα ότι οι διατάξεις αυτές δεν είχαν αντικείμενο ως συνέπεια της διαπίστωσης του απαραδέκτου.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ROOSMA ΚΑΙ ZÜND
Με λύπη μας, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την πλειοψηφία στην υπόθεση αυτή. Η διαφωνία μας έγκειται κυρίως στο ζήτημα της εξάντλησης των εθνικών ένδικων μέσων, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με την ύπαρξη ή μη επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων που διαθέτει η προσφεύγουσα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της βάσει του άρθρου 8, ένα ζήτημα που αφορά την ουσία της υπόθεσης.
Η απόφαση για τη δημοσίευση της φωτογραφίας και των προσωπικών δεδομένων της προσφεύγουσας ελήφθη από εισαγγελέα κατόπιν αιτήματος της αστυνομίας, η οποία έκρινε ότι αυτό ήταν αναγκαίο για την προστασία της κοινωνίας από παρόμοιες ενέργειες και για να διερευνηθεί εάν υπήρχαν και άλλες υποθέσεις στις οποίες είχε συμμετάσχει η κατηγορούμενη. Η εντολή του εισαγγελέα εγκρίθηκε από ανώτερο εισαγγελέα. Η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε για τις αποφάσεις αυτές και κατά τη μεταγενέστερη έρευνα προέκυψε ότι η ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας δεν αντιστοιχούσε κατά λέξη στην εισαγγελική παραγγελία: η δημοσιευμένη ανακοίνωση ήταν λιγότερο συγκεκριμένη όσον αφορά τις συγκεκριμένες κατηγορίες που απαγγέλθηκαν σε βάρος καθενός από τους κατηγορουμένους και, σύμφωνα με την προσφεύγουσα, είχε δώσει στο κοινό την εντύπωση ότι της είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για σοβαρότερες μορφές αδικημάτων από ό,τι συνέβαινε στην πραγματικότητα.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία, δεν είμαστε πεπεισμένοι ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να είχε ενημερωθεί για την προβλεπόμενη δημοσίευση πριν από τη διάδοση της φωτογραφίας της και των λεπτομερειών των εκκρεμών ποινικών κατηγοριών. Επισημαίνουμε ότι η ποινική υπόθεση αφορούσε την εξαπάτηση ιδιοκτητών και υποψήφιων αγοραστών ακινήτων από τους κατηγορούμενους, οι οποίοι προσποιήθηκαν ότι ήταν μεσίτες ακινήτων. Ήταν προφανώς επείγον να προειδοποιηθεί το κοινό σχετικά με πρόσωπα που είχαν κατηγορηθεί για τέτοια αδικήματα και να παροτρύνει πιθανά περαιτέρω θύματα να προστατευθούν. Η δημοσίευση έγινε όταν η προσφεύγουσα είχε αφεθεί ελεύθερη.
Όσον αφορά τα εκ των υστέρων ένδικα βοηθήματα –τα οποία θα ήταν επαρκή κατά την άποψή μας – οι διάδικοι διέφεραν ως προς τη διαθεσιμότητά τους. Η Κυβέρνηση αναφέρθηκε στα άρθρα 57 και 59 του Αστικού Κώδικα και στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, βάσει των οποίων, κατά την άποψή της, θα ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και να ζητηθεί αποζημίωση.
Συναφώς, επικαλέστηκαν σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων σχετικά με την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κράτους. Αναφέρθηκαν επίσης σε μια απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (απόφαση μεαριθ. 799/2021), σύμφωνα με την οποία η ευθύνη του κράτους για αποζημίωση υπάρχει ακόμη και όταν η παραβίαση αφορά διεθνή Σύμβαση και όχι το εσωτερικό δίκαιο, και επισημάνθηκε ότι το Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει τη διαθεσιμότητα και αποτελεσματικότητα του εν λόγω ενδίκου μέσου για εικαζόμενες παραβιάσεις του άρθρου 8 και του άρθρου 6 § 2 στην υπόθεση Αναστασάκος κατά Ελλάδας της 03.05.2011αρ. προσφ. 41380/06 – βλ. σκέψη 25). Σύμφωνα με την προσφεύγοντα, υπήρξε μόνο μία απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου (αριθ. 1501/2014) κατά τον κρίσιμο χρόνο κατά τον οποίο κρίθηκε ότι μπορούσε να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης ακόμη και όταν η εν λόγω ζημία είχε προκληθεί από πρόδηλη πλάνη κρίσης ενός δικαστικού οργάνου. Επιπλέον, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, μόλις πρόσφατα το ΣτΕ είχε δηλώσει απερίφραστα ότι η ευθύνη του κράτους ενέχεται από πράξεις και παραλείψεις δικαστικών οργάνων (απόφαση αριθ. 799/2021). Επέμεινε ότι, κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής, υπήρχε σαφής νομολογία του ΣτΕ από την οποία προέκυπτε ότι οποιαδήποτε προσφυγή κατά της διάταξης του εισαγγελέα θα ήταν αλυσιτελής και, ως εκ τούτου, δεν ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει αυτό το ένδικο μέσο.
Κατά την άποψή μας, τα ανωτέρω επιχειρήματα των διαδίκων δεν μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την αποτελεσματικότητα ή μη ενός ένδικου μέσου κατά της διάταξης του εισαγγελέα ή της δήθεν παράνομης εκτέλεσης της απόφασης αυτής από την αστυνομία.
Η πλειοψηφία έκρινε ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών«δεν είχε αναγνωριστεί σαφώς στην εσωτερική νομολογία» ότι ένα πρόσωπο θα μπορούσε να αποζημιωθεί για εικαζόμενη παραβίαση σε υπόθεση όπως η παρούσα (βλ. σκέψη 32 της απόφασης)». Αυτό μπορεί κάλλιστα να ισχύει, αλλά κατά την άποψή μας ένα τέτοιο κριτήριο για την εκτίμηση του κατά πόσον έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα είναι υπερβολικά υψηλό και δεν λαμβάνει υπόψιν την αρχή της επικουρικότητας.
Η προσφεύγουσα αναγνώρισε ότι, αφού κατέθεσε την προσφυγή της στο Δικαστήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείαςείχε δηλώσει σαφώς ότι η ευθύνη του κράτους αναλαμβανόταν από πράξεις και παραλείψεις δικαστικών οργάνων (βλ. σκέψη 26 απόφασης), κάτι που, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, είχε ήδη συμβεί σε προγενέστερο στάδιο. Αφήνοντας στην άκρη το ερώτημα κατά πόσον η εγχώρια νομολογία επέτρεπε τη διάκριση μεταξύ των διαταγών των εισαγγελικών αρχών και των πράξεων που εκτελούνται από την αστυνομία για την εκτέλεση των διαταγών αυτών, σημειώνουμε ότι, ακόμη και όσον αφορά τις καταγγελίες κατά εισαγγελικών αρχών, αυτή η παγίωση της εγχώριας νομολογίας δεν θα είχε προκύψει ποτέ, εάν όλα τα πιθανά θύματα σε υποθέσεις όπως η παρούσα είχαν παραλείψει κάθε προσπάθεια προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια και είχαν απευθυνθεί απευθείας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η αποδοχή τέτοιων καταγγελιών όχι μόνο συμβάλλει στον υπερβολικό φόρτο εργασίας του Δικαστηρίου αλλά έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της εγχώριας νομολογίας. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η Κυβέρνηση που επικαλείται την μη εξάντληση οφείλει να αποδείξει ότι το ένδικο μέσο ήταν αποτελεσματικό και διαθέσιμο θεωρητικά και πρακτικά κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή ότι ήταν προσβάσιμο, ότι ήταν ικανό να παράσχει επανόρθωση όσον αφορά τις καταγγελίες του προσφεύγοντος και ότι προσέφερε εύλογες προοπτικές επιτυχίας (βλ. MollaSali κατά Ελλάδας της 19.12.2018 [GC], αριθ. 20452/14, § 89). Στην παρούσα υπόθεση η Κυβέρνηση παρέπεμψε σε συγκεκριμένες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, καθώς και σε εγχώριες αποφάσεις που επιβεβαιώνουν τη διαθεσιμότητα του ενδίκου μέσου που υπέδειξαν. Επιπλέον, δεν βλέπουμε κανένα λόγο για τον οποίο η ευθύνη του κράτους θα πρέπει να εξαρτάται από το αν οι αρχές παραβιάζουν το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο. Οι απλές αμφιβολίες σχετικά με τις προοπτικές επιτυχίας ενός συγκεκριμένου ένδικου μέσου, το οποίο δεν είναι προφανώς μάταιο, δεν αποτελούν βάσιμο λόγο για τη μη εξάντληση της εν λόγω έννομης προστασίας (βλ. Vučković κ.α. κατά Σερβίας της 25.03.2014 [GC], αριθ. 17153/11 και 29 κ.λπ. §§ 74 και 84).
Όπως και η Κυβέρνηση, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι στην υπόθεση Αναστασάκος το Δικαστήριο είχε ήδη αναγνωρίσει την ύπαρξη της εγχώριας νομολογίας που προσκόμισε η Κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία η αστική ευθύνη του κράτους είχε – τουλάχιστον εν μέρει – γίνει δεκτή για πράξεις και παραλείψεις που αποδίδονται σε δικαστικές αρχές.
Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, σημειώνουμε ότι η διαπίστωση της πλειοψηφίας για παραβίαση βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη διαδικασία που χρησιμοποίησαν οι εγχώριες αρχές για τη δημοσίευση των πληροφοριών σχετικά με την προσφεύγουσα, συμπεριλαμβανομένης της υποτιθέμενης έλλειψης δυνατότητας να υποβάλει αίτηση επανεξέτασης μετά τη λήψη της απόφασης. Εφόσον διαφωνούμε ήδη σε αυτό το σημείο, δεν χρειάζεται να λάβουμε σταθερή θέση για τα υπόλοιπα στοιχεία που οδηγούν στη διαπίστωση παραβίασης από την πλειοψηφία. Περιοριζόμαστε να σημειώσουμε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος χαρακτηρίζεται από την καταδίκη της προσφεύγουσας σε έντεκα χρόνια κάθειρξης και ότι το είδος του εν λόγω αδικήματος θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ότι βαρύνει σε μεγάλο βαθμό υπέρ της δημοσίευσης πληροφοριών σχετικά με την προσφεύγουσα – η οποία δεν ήταν προσωρινά κρατούμενη – προκειμένου να προειδοποιηθούν άλλα πρόσωπα και να αναζητηθούν περαιτέρω πιθανά θύματα για να διασφαλιστεί η ορθή διεξαγωγή της ποινικής έρευνας.