Συμφωνία για το Brexit – Συνέπειες της εν λόγω συμφωνίας ως προς την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης και των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή για τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 15.06.2023 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) απορρίφθηκαν οριστικά οι προσφυγές τις οποίες άσκησαν Βρετανοί πολίτες βάλλοντας κατά της απώλειας των δικαιωμάτων τους ως Ευρωπαίων πολιτών συνεπεία του Brexit.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης και, κατά συνέπεια, η απώλεια των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή αποτελεί αυτόματη συνέπεια της κυριαρχικής απόφασης και μόνον την οποία έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο να αποχωρήσει από την Ένωση και όχι συνέπεια της συμφωνίας αποχώρησης ή της απόφασης του Συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκε η εν λόγω συμφωνία.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στο πλαίσιο του βρετανικού δημοψηφίσματος που διεξήχθη το 2016, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων τάχθηκε υπέρ της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατόπιν αυτού, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την Ένωση. Στη συνέχεια, οι αντιπρόσωποι του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ένωσης υπέγραψαν τη συμφωνία για το Brexit στις 24 Ιανουαρίου 2020. Το Συμβούλιο της Ένωσης ενέκρινε τη συμφωνία, εξ ονόματος της Ένωσης, με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε εν τέλει από την Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020.
Στο πλαίσιο τριών χωριστών προσφυγών που άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, Βρετανοί πολίτες οι οποίοι κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε διάφορα κράτη μέλη προσέβαλαν ανεπιτυχώς τη συμφωνία για το Brexit και την απόφαση του Συμβουλίου, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι συνεπεία αυτών στερήθηκαν τα δικαιώματα που είχαν ασκήσει και αποκτήσει ως πολίτες της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε με τις διατάξεις της 8ης Ιουνίου 2021, Shindler κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T-198/20, Price κατά Συμβουλίου, T-231/20, και Silver κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T-252/20 τις προσφυγές αυτές ως απαράδεκτες.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με τρεις αποφάσεις που εξέδωσε, το Δικαστήριο απέρριψε τις αναιρέσεις που άσκησαν οι ενδιαφερόμενοι Βρετανοί πολίτες κατά των διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των εν λόγω Βρετανών πολιτών.
Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η απόφαση αποχωρήσεως επαφίεται αποκλειστικώς στη βούληση του οικείου κράτους μέλους, τηρουμένων των συνταγματικών κανόνων του, και εξαρτάται, ως εκ τούτου, μόνον από τη δική του κυριαρχική επιλογή. Επομένως, για τους Βρετανούς πολίτες, η απώλεια της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης και, κατά συνέπεια, η απώλεια των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή αποτελεί αυτόματη συνέπεια της κυριαρχικής απόφασης και μόνον την οποία έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο να αποχωρήσει από την Ένωση και όχι συνέπεια της συμφωνίας αποχώρησης ή της απόφασης του Συμβουλίου.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Βρετανοί πολίτες στερούνται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση προσφυγής και, ως εκ τούτου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές τους ως απαράδεκτες.
Γίνεται υπόμνηση ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου. Καταρχήν, η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εάν είναι παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση που εξέδωσε κατ’ αναίρεση το Δικαστήριο.
Το πλήρες κείμενο των αποφάσεων των αποφάσεων (C-499/21 P, C-501/21 P και C-502/21 P) είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA