Κατηγορήθηκε για φερόμενη οφειλή σε πιστωτικό ίδρυμα, αλλά η απόφαση του ΕΔΔΑ τον δικαίωσε. Κινήθηκε ποινική διαδικασία εναντίον του η οποία διήρκησε περίπου 4,5 έτη για να διαπιστωθεί μετά το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα από τον αρμόδιο Εισαγγελέα ότι δεν συντρέχει λόγος άσκησης ποινικής δίωξης και να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.
Πλην όμως ο συγκεκριμένος πολίτης αισθανόταν όλα αυτά τα χρόνια την αβεβαιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ δεν διέθετε και τα απαιτούμενα μέσα για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος.
Μετά από τις εξελίξεις αυτές, ο πολίτης άσκησε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για έλλειψη πραγματικής προσφυγής προκείμενου να αποζημιωθεί για την υπερβολική διάρκεια της υπόθεσής του. Και δικαιώθηκε εισπράττοντας από τις κυπριακές αρχές αποζημίωση ύψους 4.200 ευρώ για ηθική βλάβη.
Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο προσφεύγων δεν είχε στη διάθεσή του αποτελεσματική προσφυγή όσον αφορά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.
Tο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα πραγματικό περιστατικό ή επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο καθόσον επρόκειτο για μη σοβαρό αδίκημα αυτό που είχε κατηγορηθεί, το οποίο επέσυρε μόνο χρηματική ποινή και η διερεύνηση του δεν απαιτούσε τόσο πολύ χρόνο.
Απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης
Το κράτος δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης ότι το ένδικο βοήθημα ήταν αποτελεσματικό και διαθέσιμο τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη με εύλογες πιθανότητες επιτυχίας.
Παράλληλα, το ΕΔΔΑ εξέτασε και τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή για την εικαζόμενη παραβίαση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Σύνταγμα της Κύπρου, δεν αναφέρει εάν ο προσφεύγων στην παρούσα υπόθεση θα μπορούσε στην πραγματικότητα να είχε λάβει αποζημίωση με τέτοια προσφυγή σχετικά με το παράπονό του για τη διάρκεια της διαδικασίας.
Αντιθέτως, η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε η κυβέρνηση αφορούσε αποζημίωση, κατόπιν δικαστικής διαδικασίας που διήρκεσε πολλά έτη, λόγω προσβολής του δικαιώματος στη ζωή ή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, δικαιώματα τα οποία δεν αμφισβητούνται εν προκειμένω.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης ως προς τη μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο προσφεύγων είχε στη διάθεσή του αποτελεσματικό ένδικο μέσο όσον αφορά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.
Απόφαση ΕΔΔΑ: Διαφωνεί πως ο πολίτης δεν υπέστη καμία σημαντική συνέπεια
Ομοίως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει με το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν υπέστη καμία σημαντική συνέπεια. Μολονότι είναι αληθές ότι το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρό και δεν επισύρει ποινή φυλάκισης, αλλά μόνο χρηματική ποινή έως 5.000 ευρώ.
Ταυτόχρονα, αν ο προσφεύγων είχε κριθεί ένοχος, θα ήταν επίσης υπόχρεος να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 2013 και 1ης Ιανουαρίου 2015. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η παρατεταμένη ποινική διαδικασία να τον κρατούσε σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την τελική απόφαση.
Επανέλαβε ότι το δικαίωμα ακρόασης της υπόθεσής του από δικαστήριο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, ιδίως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, βασίζεται στην ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι κατηγορούμενοι δεν χρειάζεται να παραμένουν για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την έκβαση της διαδικασίας εναντίον τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι παρόλο που η ποινική διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος είχε αρχειοθετηθεί, λόγω nolleprosequi (παραγραφής) δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αθώωση. Αντιθέτως, εν προκειμένω, η nolleprosequi (παραγραφή) εξασφάλισε το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος –όπως αυτό δημιουργήθηκε μετά τη συγχώνευση– να ασκήσει μελλοντική δίωξη κατά του προσφεύγοντος για τις φερόμενες ως μη καταβληθείσες δόσεις και, ως εκ τούτου, δημιούργησε περαιτέρω αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα νέας ποινικής διαδικασίας για τις ίδιες κατηγορίες.
Έτσι, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η σημασία της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα δεν πρέπει να υποτιμάται και, κατά συνέπεια, απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν υπέστη κανένα σημαντικό μειονέκτημα.