Για την αζήμια καταγγελία εκ μέρους του ασφαλιστή της σύμβασης ασφάλισης ζωής ή ασθενειών απαιτείται γνώση (δόλος) του ασφαλισμένου για συγκεκριμένο γεγονός που απέκρυψε από τον ασφαλιστή κατά την κατάρτιση της σύμβασης, χωρίς να αρκεί αμέλεια στην απόκρυψη αυτήν. Δεν δίνει οποιαδήποτε απόκρυψη στον ασφαλιστή το ως άνω δικαίωμα, αλλά μόνον εκείνο που θα είναι δυνατό να οδηγήσει σε μη κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης ή σε κατάρτιση με διαφορετικούς όρους. Ο ασφαλιστής που πληροφορήθηκε μετά την επέλευση του κινδύνου τη δόλια απόκρυψη των ουσιωδών περιστατικών απαλλάσσεται αμέσως από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, αρκεί να επικαλεστεί ότι θα είχε προβεί σε καταγγελία αν είχε λάβει γνώση της παράβασης πριν την επέλευση του κινδύνου και κατ ένσταση, ως εναγόμενος για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Δυνατότητα του ασφαλιστή να προβάλει κατ ένσταση ότι ο ασφαλισμένος παραβίασε με πρόθεση την προσυμβατική του υποχρέωση για αληθή περιγραφή των αντικειμενικά ουσιωδών στοιχείων-περιστατικών του κινδύνου, συνεπεία της οποίας απαλλάσσεται της υποχρέωσής του για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (Ν. 4335/2015)
Αριθμός απόφασης 200/2021
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Κώστα Ευαγγελόπουλο, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών και από την Γραμματέα Ειρήνη Μπαλοθιάρη
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 16-12-2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ …, κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, οδός …, με ΑΦΜ …, εκ του οποίου κατατέθηκαν εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις διά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Κων/νου Νικολαρόπουλου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ «Η ΕΘΝΙΚΗ», με ΑΦΜ .., εκ της οποίας κατατέθηκαν εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις διά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Βέττας Σκουλλή.
Ο ενάγων με την από 24.6.2019 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αύξοντα αριθμό ./2019 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της υπ’ αρ. ./2020 πράξης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Δικαστηρίου τούτου, οπότε και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ζητεί τα αναφερόμενα σε αυτή, για τους λόγους που επικαλείται.
Με τις προτάσεις τους οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα περιέχονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του αρ. 3 του ν. 2496/1997 υπό τον τίτλο «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι, κατά τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς, επίσης, να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Το αν ένα περιστατικό είναι ουσιώδες από την άποψη αυτή, κρίνεται, όχι κατά τις αντιλήψεις του συγκεκριμένου ασφαλιστή, αλλά σύμφωνα με τις αρχές της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής, τουτέστιν αντικειμενικά. Είναι δε ουσιώδες το περιστατικό αυτό όταν συμβάλλει στην ορθή εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή της δυνατότητας να επέλθει η οικονομική ανάγκη που καλύπτει η ασφάλιση, πράγμα το οποίο, στη συνέχεια, είναι αναγκαίο για τον καθορισμό ενός δίκαιου ασφαλίστρου ή για τον περιορισμό της ζημίας. Στοιχεία και περιστατικά για τα οποία ο ασφαλιστής έθεσε γραπτές ερωτήσεις τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου. Από τη διάταξη της παραγράφου 6 του αρ. 3 του άνω νόμου ορίζεται ότι, σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής, λαμβάνοντας Βέβαια γνώση της παράβασης και σταθμίζοντας τα συμφέροντα του, έχει δικαίωμα είτε να εμμείνει στη σύμβαση, δηλώνοντας ενδεχομένως τούτο ρητά στο λήπτη, είτε να καταγγείλει τη σύμβαση, μέσα σε προθεσμία ενός μηνάς από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης, επιφέροντας ασφαλώς τη λύση της και έτσι να απαλλαγεί, μάλιστα δε αμέσως μετά τη συντέλεση της καταγγελίας, από την υποχρέωση του προς καταβολή του ασφαλίσματος.
II. Από τις άνω διατάξεις τεκμαίρεται αμάχητα ότι για την αζήμια καταγγελία εκ μέρους του ασφαλιστή της σύμβασης ασφάλισης ζωής ή ασθενειών απαιτείται γνώση (δόλος) του ασφαλισμένου για συγκεκριμένο γεγονός που απέκρυψε από τον ασφαλιστή κατά την κατάρτιση της σύμβασης, χωρίς να αρκεί αμέλεια στην απόκρυψη αυτήν, ενώ το περιστατικό, που αποκρύφτηκε, θα πρέπει να είναι αντικειμενικά ουσιώδες άσχετα αν επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, έτσι ώστε όχι οποιαδήποτε απόκρυψη να δίνει στον ασφαλιστή το σχετικό δικαίωμα, αλλά μόνο εκείνου που θα είναι δυνατό να οδηγήσει σε μη κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης ή σε κατάρτιση της με διαφορετικούς, όρους. Δεν προβλέπονται ρητώς στον άνω ασφαλιστικό νόμο ποιες είναι οι έννομες συνέπειες, αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, πριν από την, εκ μέρους του ασφαλιστή, γνώση της παράβασης από δόλο της υποχρέωσης του λήπτη της ασφάλισης να δηλώσει κάθε στοιχείο και περιστατικό που είναι γνωστό σ’ αυτόν και είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου και να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση. Δεν είναι, όμως, σύμφωνο με τη λογική ούτε να απαιτείται προς επέλευση της προαναφερθείσης απαλλαγής η εμπρόθεσμη καταγγελία της σύμβασης ασφάλισης εκ μέρους του ασφαλιστή, τη στιγμή που αυτός αγνοεί την παράβαση, που αποτελεί την αιτία της καταγγελίας, ούτε να προστατεύεται ο μη γνώστης της παράβασης ασφαλιστής, μέσω των γενικών διατάξεων περί πλάνης και τέτοιας που προκλήθηκε από απάτη (ΑΚ 140, 148) και ενδεχομένως να βρίσκεται αυτός, από άποψη έννομης προστασίας, σε χειρότερη θέση έναντι εκείνης του προβλεπόμενο στην περίπτωση του αρ. 3 και 7 του ν. 2496/1997 ασφαλιστή, που γνωρίζει την παράβαση. Γίνεται δεκτό ότι, κατά το πνεύμα και το σκοπό των άνω διατάξεων, επιβάλλεται η αναλογική εφαρμογή της τελευταίας από αυτές και ότι ο ασφαλιστής, που πληροφορήθηκε μετά την επέλευση του κίνδυνου την δόλια απόκρυψη των ουσιωδών περιστατικών, απαλλάσσεται αμέσως από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, αρκεί να επικαλεστεί ότι θα είχε προβεί σε καταγγελία αν είχε λάβει γνώση της παράβασης, πριν την επέλευση του κινδύνου και κατ’ ένσταση, ως εναγόμενος για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Εξάλλου, το ότι ο ασφαλισμένος παραβίασε με πρόθεση την προσυμβατική του υποχρέωση για αληθή περιγραφή των αντικειμενικά ουσιωδών στοιχείων – περιστατικών του κινδύνου, συνεπεία της οποίας απαλλάσσεται της υποχρέωσης του για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ο ασφαλιστής μπορεί να την προβάλει κατ’ ένσταση (βλ. ΑΠ 170/2015 Αρμ. 2015, 974, ΑΠ 1324/2014 ΔΕΕ 2015,48, ΑΠ 720/2007 ΝοΒ 2007, 2414, ΑΠ 1183/2006 Νόμος, ΑΠ 830/2004 ΧρΙΔ 2004, 925, ΑΠ 1119/2003 Νόμος, Εφ Αθ. 1029/2016 Νόμος).
Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων αναφέρει ότι δυνάμει του με αριθμό 2Ζ ./27-8-2018 ασφαλιστηρίου ζωής συνήψε, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος με την εναγομένη σύμβαση ασφάλισης για νοσοκομειακή περίθαλψη, ανανεούμενη κατ’ έτος, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην αγωγή, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που περιέχονται σ’ αυτή. Ότι με βάση την ως άνω σύμβαση η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση έναντι ασφαλίστρου να καλύπτει συνολικά τα έξοδα νοσηλείας του ίδιου, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενου, αλλά και της συζύγου του, που ήταν η κύρια συμβαλλόμενη. Ότι την 20-2-2019 ο ίδιος εισήλθε στην ιδιωτική κλινική M. και δη στην κλινική ΩΡΛ, με δυσχέρεια ρινικής αναπνοής και υποτροπιάζουσες ρινοκολπίτιδες, πολύποδες ρινός και ότι τελικώς αφού υποβλήθηκε στην αναγκαία επέμβαση στην μύτη και παρέμεινε ένα για ένα βράδυ στην κλινική αναχώρησε την επόμενη μέρα ακολουθώντας τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Ότι το συνολικό κόστος της επέμβασης ανήλθε σε 10.318,99 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή αναφορικά με τα έξοδα νοσηλείας, ιατρικών αμοιβών και των αναγκαίων φαρμάκων που του χορηγήθηκαν. Ότι καίτοι ενημέρωσε εγκαίρως την εναγομένη τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς σχετικά με το συνολικό κόστος της νοσηλείας του, αυτή κατά παράβαση της συμβατικής της υποχρέωσης αρνείται να του καταβάλει το ως άνω ποσό. Ζητάει δε μετά την τροπή του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρο 223 εδ. β’ ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλλει το ποσό αυτό εντόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή, που αρμοδίως καθΛ ύλη και κατά τόπο φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρ. 1, 7, 9, 10, 12 παρ 1 , 13, 14 παρ. 1α, 25 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 επ. 31, 32 ν. 2456/1997 περί «ασφαλιστικής σύμβασης, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση κ.λπ.», 410, 411, 340, 341, 345, 346, 361 ΑΚ, 68, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να εξεταστεί περαιτέρω I ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η εναγομένη αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλε την ένσταση του αρ. 3 του ν. 2496/1997, περί απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, η οποία ως νόμιμη κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. I νομική σκέψη θα κριθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Όσον αφορά την ένσταση καθ υλην αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, αυτή είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης για καταβολή του ασφαλίσματος και όχι το παρεμπίπτων ζήτημα της εγκυρότητας της σύμβασης.
Από την εκτίμηση της προσαγόμενης μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, υπ’ αρ. ./2019 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος απόδειξης, ληφθείσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (προσκομίζεται σχετικά η υπ’ αρ. ./29.10.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …), της προσαγόμενης μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών υπ’ αρ. ./1.1.2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, ληφθείσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (προσκομίζεται σχετικά η υπ’ αρ. …/29.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …), καθώς και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να χρησιμεύσουν προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων δυνάμει του με αριθμό ./27-8-2018 ασφαλιστηρίου ζωής συνήψε με την εναγομένη (δια της συζύγου του), ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, σύμβαση ασφάλισης για νοσοκομειακή περίθαλψη, ανανεούμενη κατ’ έτος, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην αγωγή, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που περιέχονται σ’ αυτή. Με βάση την ως άνω σύμβαση η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση έναντι ασφαλίστρου να καλύπτει συνολικά τα έξοδα νοσηλείας του ίδιου, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενου, αλλά και της συζύγου του, που ήταν η κύρια συμβαλλόμενη, υπό τους ειδικότερους όρους που ορίζονταν στη σύμβαση. Την 20-2-2019 κι ενώ η ένδικη σύμβαση ήταν σε ισχύ, καθώς είχαν καταβληθεί τα προβλεπόμενα ασφάλιστρα, ο ίδιος εισήλθε στην ιδιωτική κλινική METROPOLITAN και δη στην κλινική ΩΡΑ, με δυσχέρεια ρινικής αναπνοής και υποτροπιάζουσες ρινοκολπίτιδες, πολύποδες ρινός. Στη συνέχεια υποβλήθηκε αυθημερόν στην αναγκαία επέμβαση στην μύτη και δη σε κατώτερες καγχοτομές, με ενδοσκοπική μέθοδο, παραμένοντας για ένα βράδυ στην κλινική, ενώ αναχώρησε την επόμενη μέρα ακολουθώντας τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Το συνολικό κόστος της επέμβασης ανήλθε σε 10.318,99 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή αναφορικά με το κόστος νοσηλείας, ιατρικών αμοιβών και των αναγκαίων φαρμάκων που του χορηγήθηκαν. Ακολούθως ο ενάγων, που είχε ήδη υποβάλλει κατά την εισαγωγή του στην κλινική αίτημα προέγκρισης της δαπάνης, ενημέρωσε την εναγομένη για το κόστος της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, αποστέλλοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα. Όμως η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την από 7.6.2019 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, που κοινοποίησε στις 10.6.2019 στην σύζυγο του ενάγοντος, κατήγγειλε την σύμβαση ασφάλισης και κατόπιν τούτου αρνήθηκε την καταβολή του ασφαλίσματος, επικαλούμενη την παραβίαση εκ μέρους του ασφαλισμένου δανειολήπτη των υποχρεώσεων του, που απορρέουν από το αρ. 3 του ν. 2496/1997. Ειδικότερα στην καταγγελία αναφέρεται ότι κατά την συμπλήρωση του ερωτηματολογίου υγείας της αίτησης ασφάλισης, δεν δηλώθηκαν ουσιώδη στοιχεία για την εκτίμηση της ασφαλισιμότητας του ενάγοντος. Πιο συγκεκριμένα η εναγομένη ισχυρίζεται ότι στην με αριθμό 22 ερώτηση αναφορικά με το αν ο εναγόμενος είχε παρουσιάσει στο παρελθόν διαταραχές από τη μύτη η απάντηση του ήταν αρνητική καίτοι όπως διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο του ιατρικού ιστορικού του ενάγοντος (με αφορμή την ένδικη επέμβαση) διαπιστώθηκε ότι στις 16-5-2016 υπήρχε συνταγογράφηση για πραγματοποίηση αξονικής τομογραφίας σπλαχνικού κρανίου με αιτιολογία κύστες ιγμορείου. Για το λόγο αυτό η εναγομένη στις 13-3-2019 δήλωσε την πρόθεση της να προβεί σε τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης, αναφορικά με το άρθρο 4 αυτής (καλύψεις με περίοδο αναμονής) σύμφωνα με την οποία δεν θα κάλυπτε τον εναγόμενο για παθήσεις ρινός και παραρρινίων κόλπων για πέντε χρόνια από την έναρξη της σύμβασης κι όχι για 6 μήνες όπως ήταν η αρχική πρόβλεψη, πρόταση που δεν έγινε δεκτή από τον εναγόμενο. Ωστόσο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων δεν προέκυψε ότι ο ενάγων έπασχε κατά το παρελθόν από κάποια σοβαρή πάθηση ρινός, την οποία απέκρυψε σκόπιμα. Η σκέψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι αφενός ουδέποτε πραγματοποιήθηκε τελικώς η ως άνω συνταγογραφούμενη αξονική τομογραφία και αφετέρου ότι η ως άνω παραγγελία για διενέργεια αξονικής τομογραφίας αφορούσε την διενέργεια εξετάσεων για εντελώς διαφορετικό πρόβλημα (οξεία παρρινοκολπίτιδα ) από αυτό για το οποίο ο ενάγων υποβλήθηκε στην ένδικη επέμβαση (αφαίρεση πολυπόδων ρινός), όπως προκύπτει και από τη σχετική ιατρική βεβαίωση της ιατρού … με ημερομηνία 7-4-2019 που προσκομίζει ο ενάγων. Επιπλέον ουδόλως προέκυψε, από το ιατρικό ιστορικό του ενάγοντος, όπως εμφαίνεται στην με αριθμό πρωτ. …/19-3-2019 βεβαίωση του ΕΟΟΠΥΥ, ότι από το 2016 μέχρι και την ημέρα σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης, αυτός ελάμβανε οποιουδήποτε είδους φαρμακευτική αγωγή σχετική με ρινικό πρόβλημα. Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος είχε νόμιμη υποχρέωση να δηλώσει προς την ασφαλιστική εταιρία ότι έπασχε από κάποια πάθηση ρινός και συνεπώς δεν παραβίασε την υποχρέωση, που απορρέει από τη διάταξη του αρ. 3 του ν 2496/1997 και που συνίσταται στην ακριβή δήλωση προς την ασφαλιστική εταιρία κάθε στοιχείου ή περιστατικού που γνώριζε, το οποίο ήταν αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. ’λλωστε, το αν η μη εκτελεσθείσα συνταγογράφηση, που έγινε δύο έτη πριν την υπογραφή της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης από μόνη της, ήτοι χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, που να υποδηλώνει ότι ο ανωτέρω πράγματι έπασχε από την σχετική πάθηση, συνιστά περιστατικό ουσιώδες για την ορθή εκτίμηση της πιθανότητας επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και συνακόλουθα για την ασφαλιστική κάλυψη του συγκεκριμένου ασφαλισμένου, κρίνεται, όχι κατά τις αντιλήψεις του συγκεκριμένου ασφαλιστή, εδώ της εναγόμενης, παρά τα όσα αντίθετα η τελευταία υποστηρίζει, αλλά σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ σκέψη, με τις αρχές της ενδεδειγμένης ασφαλιστικής τεχνικής, τουτέστιν αντικειμενικά. Επομένως, η ανωτέρω συμπεριφορά του ασφαλισμένου δεν δικαιολογεί την από μέρους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας καταγγελία της σύμβασης ασφάλισης και δεν συντρέχει νόμιμος λόγος απαλλαγής της τελευταίας από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος (έξοδα χειρουργικής επέμβασης και νοσηλείας) προς τον ενάγοντα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η προβαλλόμενη από την εναγόμενη ένσταση του αρ. 3 του ν. 2496/1997, περί απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, ελέγχεται αβάσιμη και σαν τέτοια απορριπτέα.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν αμφισβήτησε το κόστος των νοσηλίων και της όλης χειρουργικής επέμβασης, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, με βάση την ασφαλιστική σύμβαση, το ποσό των 10.318,99 ευρώ, που αντιστοιχεί στο σύνολο των εξόδων αυτών.
Κατά συνέπεια η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολο της ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.318,99 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος η δικαστική δαπάνη θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της, κατά παρδοχή του σχετικού αιτήματος (176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της με αριθμό ./2019 αγωγής αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να ενάγοντα, μέχρι την πλήρη κι ολοσχερή εξόφληση το χιλιάδων τριακοσίων δέκα οκτώ ευρώ κι ενενήντα (10.318,99), εντόκως από την επόμενη μέρα επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τη εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Αθήνα 27 ΙΑΝ. 2021
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ