Γιάννης Αγουρίδης
Παρά τη γενικευμένη θετική εικόνα που καλλιεργήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ για την ελληνική οικονομία, υπάρχουν αρκετά ζητήματα, τα οποία ενδέχεται να αποτελέσουν σημαντικούς κινδύνους ενόψει και της δύσκολης συνέχεις και αναλόγως των εξελίξεων. Μπορεί οι διεθνείς οίκοι να στέκονται θετικά απέναντι στην Ελλάδα και να «βλέπουν» την έλευση της επενδυτικής βαθμίδας στον χρονικό ορίζοντα, ωστόσο υπάρχουν θέματα τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν πολλαπλά προβλήματα, σε περίπτωση που σημειωθεί κάποιου είδους κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πέραν της γενικευμένης ακρίβειας (ιδίως στα τρόφιμα) και του πληθωρισμού, οποίος παραμένει πάνω από το όριο που θέτει η ΕΚΤ, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να έχει το νου της σε βασικά οικονομικά θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν -υπό συνθήκες- ναρκοπέδιο.
Δημοσιονομικοί κανόνες και γερμανικός «δάκτυλος»
Ένα από τα βασικά ζητήματα είναι η επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων, με την Κομισιόν να θέτει «ταβάνι» στις δαπάνες. Το όριο αύξησης των κρατικών δαπανών αυτών, τίθεται στο 2,6%. Με βάση τα δημοσιονομικά στοιχεία, οι «καθαρές πρωτογενείς δαπάνες» ανέρχονται σε περίπου 100 δισ. ευρώ εφέτος. Συνεπώς η αύξηση αυτή των δαπανών αποτιμάται σε περίπου 2,5%-2,6 δισεκατομμύρια ευρώ, κάτι που αναμφίβολα θα προκαλέσει δυσκολίες στην Ελλάδα.
Παράλληλα, ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται υπό το καθεστώς αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με τη Γερμανία να δημιουργεί διαφόρων ειδών ζητήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ προειδοποίησε ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτυγχάνουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους συνομιλίες σχετικά με τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Κομισιόν, γεγονός που μειώνει τις ελπίδες για επίτευξη συμφωνίας έως το τέλος του έτους. H Κομισιόν δεν συμπεριέλαβε στην έκθεσή της για τις μεταρρυθμίσεις του Συμφώνου Σταθερότητας, τις προτάσεις της Γερμανίας, γεγονός ανήκουστο για τα ιστορικά δεδομένα των Βρυξελλών που καταδεικνύει και την πρόθεση για απαλλαγή από τη δημοσιονομική και οικονομική λογική του Βερολίνου.
Η εν λόγω εξέλιξη έχει θορυβήσει προφανώς το γερμανικό διευθυντήριο, το οποίο δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει τη μάχη, τουναντίον θα επιδιώξει θα βάλει προσκόμματα στη συζήτηση για τους δημοσιονομικούς κανόνες. Οι προθέσεις του Βερολίνου αποτυπώνονται με σαφήνεια στις δηλώσεις που έκανε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ στους Financial Times. «Δεν μπορώ να φανταστώ μια αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων που δεν θα λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις της Γερμανίας» επισήμανε ο Λίντνερ και υποστήριξε ότι η επικριτική του στάση απέναντι στις προτάσεις της Επιτροπής έχει την υποστήριξη άλλων χωρών της ΕΕ. Ο Λίντνερ θέλει έναν κανόνα που θα ορίζει ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των υπερχρεωμένων χωρών θα μειώνεται κατά 1 ποσοστιαία μονάδα κάθε χρόνο, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται στον οικονομικό κύκλο – ένα αίτημα που ορισμένα κράτη μέλη έχουν απορρίψει ως πολύ σκληρό. Η Γερμανία προβλέπει επίσης ότι οι λιγότερο υπερχρεωμένες χώρες θα μειώνουν τους δείκτες τους κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι έχουν δημιουργήσει αντιδράσεις σε Γαλλία και Ιταλία και μένει να φανεί το πως θα εξελιχθεί η συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία επηρεάζει και την Ελλάδα.
Πώς επηρεάζει τεχνική ύφεση σε ευρωζώνη και Γερμανία
Και τα προβλήματα δε σταματούν στο παραπάνω, καθότι η ευρωζώνη – όπως και η Γερμανία – βρέθηκαν σε καθεστώς τεχνικής ύφεσης (2 συνεχόμενα τρίμηνα μείωσης του ΑΕΠ) το πρώτο τρίμηνο του 2023. Αν και οι αναλυτές τονίζουν ότι η τεχνική ύφεση στις αρχές του 2023 αντανακλά κυρίως τον απόηχο της ενεργειακής κρίσης και πώς οι επόμενοι μήνες θα είναι σαφώς καλύτεροι. Αξίζει να σημειωθεί πως ο αδύναμος ρυθμός της οικονομίας της ευρωζώνης το πρώτο τρίμηνο αποδίδεται στη μείωση των κρατικών δαπανών και των δαπανών των νοικοκυριών, σύμφωνα με τη Eurostat.
Επισημαίνεται επίσης πως η Ελλάδα εμφάνισε μείωση της τάξης του 0,1% για το πρώτο τρίμηνο του έτους (σε επίπεδο τριμήνου), αν και σε ετήσιο επίπεδο σημειώθηκε άνοδος της τάξης του 2,1%. Πάντως, πρόκειται για μια επίδοση κάτω από τον πήχη του ετήσιου στόχου για 2,3% που προβλέπει το Πρόγραμμα Σταθερότητας και σε κάθε περίπτωση χειρότερη από όσα ανέμενε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης της ΝΔ, το οποίο έκανε και «διαρροές» για άνοδο του ΑΕΠ ακόμη και πάνω από 3% το 2023. Αξίζει δε να σημειωθεί πως το παραπάνω έλαβαν χώρα σε ένα τρίμηνο, το οποίο ο τουρισμός κατέγραψε πολύ καλύτερη πορεία από το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο του 2022. Όπως προκύπτει, θα είναι σημαντικό το που θα κάτσει η «μπίλια» του τουρισμού για φέτος. Για την Ελλάδα, η κυριότερη αδυναμία του πρώτου τριμήνου εντοπίζεται στις επενδύσεις, όπου ο ρυθμός αύξησης περιορίστηκε στο 1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης ήταν επίσης μικρή, κατά 1,4%, σε επίπεδο τριμήνου.
Τι γίνεται με τις επενδύσεις
Σημαντικό είναι και το θέμα των επενδύσεων. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ) σημείωσαν ρεκόρ 20ετίας το 2022, φθάνοντας τα 7,22 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά σε μεγάλο βαθμό αυτές αφορούν εξαγορές ή ιδιωτικοποιήσεις ήδη υφιστάμενων επιχειρήσεων, καθώς και αγορά ακινήτων (ακόμη και ακινήτων από funds). Έτσι, η δημιουργία νέων παραγωγικών επενδύσεων (greenfield investments), εξακολουθούν να αποτελούν μικρό ποσοστό των συνολικών επενδύσεων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Εκθεσης του διοικητή 2022 της Τράπεζας της Ελλάδος, στο σύνολο των 7,220 δισ. ευρώ των ΞΑΕ το 2022, τα 2,3 δισ. ευρώ (ποσοστό 31,8%) αφορούσαν συγχωνεύσεις και εξαγορές. Αλλα 1,975 δισ. ευρώ (ποσοστό 27,3%) αφορούσαν αγορά ακινήτων. Η αγορά νέων μετοχών, που αντιπροσωπεύει τη δημιουργία νέων παραγωγικών επενδύσεων ή τη συμμετοχή σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, αντιστοιχούσε σε 1,979 δισ. ευρώ (27,4% του συνόλου).
Το πρόβλημα του ισοζυγίου και οι μνημονιακές μνήμες
Από εκεί και πέρα, ιδιαιτέρως αρνητικό είναι το γεγονός ότι παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στην ελληνική οικονομία, ιδίως σε ένα περιβάλλον χαμηλότερης ανάπτυξης. Το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών από 2,9% του ΑΕΠ το 2018 και 1,5% του ΑΕΠ το 2019, σκαρφάλωσε στο 6,8% το 2021 και εκτοξεύθηκε στο 10% περίπου το 2022 (κοντά στα 20 δις. ευρώ) Εν μέρει αυτή η εκτόξευση οφειλόταν στις αυξημένες τιμές των καυσίμων και στην ταχεία ανάκτηση των απωλειών του ΑΕΠ λόγω πανδημίας. Όπως έχει επισημάνει κατ’ επανάληψη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ένα έλλειμμα του ισοζυγίου «που διατηρείται πάνω από 4% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα έρχεται σε σύγκρουση με τον έλεγχο των μακροοικονομικών ανισορροπιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης», κάτι που συμμερίζεται και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άλλωστε, υπενθυμίζεται ότι και οι τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες που μπήκαν σε μνημόνιο πέραν της Ελλάδας (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ισπανία) αντιμετώπιζαν αυτό το ζήτημα.
Αξίζει να σημειωθεί πως το εμπορικό έλλειμμα στο διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου του 2023 μειώθηκε κατά 2,42 δισ. ευρώ ή κατά -20,7%, στα 9,29 δισ. ευρώ από 11,71 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε στα 7,40 δισ. ευρώ από 8,29 δισ. ευρώ, δηλαδή υποχώρησε κατά 887,7 εκ. ευρώ ή κατά -10,7%. Είναι θετικό ότι υπάρχει μείωση, αλλά παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Πληθωρισμός, δαπάνες και χρέος
Από εκεί και πέρα, τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να πετυχαίνουμε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα 2% έως, το 2026, 2,3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-26 που υποβλήθηκε στην Κομισιόν,
Πριν από λίγο καιρό, το ΔNT δημοσίευσε μελέτη για την επίδραση του πληθωρισμού στα δημόσια οικονομικά στην οποία αναφέρεται ότι η εκτίναξη του πληθωρισμού μειώνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά αυτό δεν συνιστά βιώσιμο τρόπο, ενώ προσθέτει πως ο πληθωρισμός αρχικά περιορίζει το έλλειμμα, γιατί μόνο τα έσοδα αυξάνονται αμέσως πληθωριστικά, αλλά σε δύο χρόνια αυξάνει και τις δαπάνες. Αυτό αφορά και το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026 που κατατέθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ. Εκεί αποτυπώνεται πως το μερίδιο των δαπανών στο ΑΕΠ μειώνεται πολύ ταχύτερα από εκείνο των εσόδων (3,6% έναντι 2%) επειδή στο πρόγραμμα 2023-26 υποτιμάται η επίδραση του πληθωρισμού στις δημόσιες δαπάνες.