Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Μετά την ισχύ των παρ.7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (18.4.2001), απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε αορίστου χρόνου, ακόμα και σε περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και επομένως δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις αορίστου χρόνου κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δεν τηρηθεί η προβλεπόµενη από τους Ν. 2527/1997 και 2190/1994 διαδικασία, η σύµβαση εργασίας είναι άκυρη και ο εργαζόμενος συνδέεται με τον εργοδότη του µε απλή εργασιακή σχέση. Εξάλλου, η ανάκληση της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεν επιφέρει αναδρομική άρση της καταγγελίας και συνέχιση της αρχικής σύμβασης εργασίας, αλλά θεωρείται νέα σύμβαση εργασίας.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 100 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Δημοτικής Επιχείρησης- Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία ‘………’’ και τον διακριτικό τίτλο ‘………., …………., η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Σουλτάνας Δημκόνη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ των ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ –ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ευγενίας Κακούρη, 2) ……… 3) ……..και 4) …………, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεωργίου Παπαθεοδωρόπουλου (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Οι ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ -ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ (ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ), καθώς και ο πρώτος αρχικός ενάγων ………, άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 7-1-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 αγωγή τους κατά της ως άνω καλούσας- εκκαλούσας (εναγόμενης). Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ως άνω κώδικα με τον Ν.4334/23-7-2015, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016), εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 5727/2013 μη οριστική απόφασή του (με την οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστούν τα σε αυτήν αναφερόμενα έγγραφα) και κατόπιν, την υπ΄αρ. 5060/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την τελευταία ως άνω απόφαση, πρόσβαλαν τόσο η εναγόμενη με την από 13-1-2015 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης …/14-1-2015, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Kατάθεσης και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου αντίστοιχα (ΓΑΚ/ΑΚΔ) ……../14-1-2015, όσο και οι ενάγοντες, με την από 16-1-2015 αντίθετη έφεσή τους, απευθυνόμενη επίσης στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης ……./16-1-2015, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ΓΑΚ/ΑΚΔ ………../16-1-2015. Επί των ως άνω εφέσεων εκδόθηκε η υπ΄αρ. 351/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που, αφού συνεκδίκασε τις εφέσεις αυτές και τις έκανε τυπικά δεκτές, ακολούθως απέρριψε κατ΄ουσία την από 16-1-2015 έφεση των εναγόντων, έκανε εν μέρει δεκτή κατ΄ουσία την από 13-1-2015 έφεση της εναγόμενης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκαν, από την εναγόμενη -εφεσίβλητη – εκκαλούσα η από 1-9-2017 αίτηση αναιρέσεως, καθώς επίσης από τον πρώτο ενάγοντα ………. η από 4-10-2017 αίτηση αναιρέσεως, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄αρ.722/2019 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β2 Πολιτικό Τμήμα). Η ως άνω αρεοπαγητική απόφαση, αφού συνεκδίκασε τις παραπάνω αιτήσεις, απέρριψε την από 4-10-2017 αίτηση, απέρριψε την από 1-9-2017 αίτηση ως προς τον πρώτο ενάγοντα – πρώτο αναιρεσίβλητο ………. και έκανε δεκτή την αίτηση αυτή (από 1-9-2017) ως προς τους λοιπούς ενάγοντες -αναιρεσίβλητους, αναίρεσε δε την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (υπ΄αρ.351/2017) ως προς τους τελευταίους και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, συγκροτούμενο από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
Κατόπιν τούτου, επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου,με την ένδικη από 24-10-2019 (με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) κλήση της καλούσας – εκκαλούσας – εναγόμενης, η από 13-1-2015 έφεσή της, που προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8ης-10-2020, κατά την οποία αναβλήθηκε για τις 4-2-2021, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 23.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος του πρώτου των εφεσίβλητων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας και των λοιπών εφεσίβλητων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Mε την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, από 24-10-2019 κλήση, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ένδικη από 13-1-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2015 έφεση, κατόπιν αναιρέσεως (μετά από σχετική αίτηση της καλούσας – εκκαλούσας- εναγόμενης) δυνάμει της υπ’ αρ. 722/2019 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β2 Πολιτικό Τµήµα), της υπ’ 351/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, και την παραπομπή της, με την ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου, προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, συγκροτούμενου από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους. Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 304/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ως προς το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας επί ορισμένου αναιρετικού σφάλματος και θεωρώντας βάσιμο το σχετικό λόγο αναίρεσης, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 579 παρ.1 και 581 παρ.2 του ΚΠολΔ, τα οποία προβλέπουν και περί μερικής αναίρεσης της απόφασης, όταν ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος δεν πλήττει ευθέως ή κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, αναιρεί μερικώς την απόφαση. Η μερική αυτή αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της υπόθεσης, στο οποίο αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος. Το Δικαστήριο, συνεπώς, της παραπομπής ερευνά μόνον τους ισχυρισμούς, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνο επανακρίνεται (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π). Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το τμήμα της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σ’ αυτές (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π., ΑΠ 404/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το Δικαστήριο αυτό, ερευνώντας τους λόγους της έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνο για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση (ΑΠ 248/2020, ΑΠ 886/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 921/2015 ΝοΒ2016.96, ΑΠ 738/2012ΤΝΠΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.355/2020 αδημ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες, ήτοι οι ήδη καθ΄ών η κλήση – εφεσίβλητοι και ο πρώτος ενάγων …….., άσκησαν κατά της εναγόμενης, ήδη καλούσας – εκκαλούσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 7-1-2013 (υπ΄αρ. κατάθ. …/2013) αγωγή τους, στην οποία εξέθεταν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισαν με την εναγόμενη Δημοτική επιχείρηση, η οποία διατηρεί ραδιοφωνικό σταθμό με το σήμα ‘’ ……. ’’, προσλήφθηκαν με την ειδικότητα των τεχνικών ήχου – ηχοληπτών, ο πρώτος ……. την 1-11-1995, ο δεύτερος ………. (ήδη πρώτος καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητος) την 1-6-2008, η τρίτη ………. (ήδη δεύτερη καθ΄ής η κλήση -εφεσίβλητη) την 1-3-1999, ο τέταρτος ………. (ήδη τρίτος καθ΄ού η κλήση -εφεσίβλητος) την 15-7-2000 και ο πέμπτος ……… (ήδη τέταρτος καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητος) την 1-4-1994. Ότι, έκτοτε, απασχολήθηκαν συνεχώς στον άνω ραδιοφωνικό σταθμό με την ανωτέρω ειδικότητα, αντί μηνιαίων αποδοχών που καθορίζονταν από την οικεία ΣΣΕ τεχνικών ραδιοφώνου, μέχρι τις 6-12-2012 ο πρώτος και τρίτη εξ αυτών και μέχρι τις 5-12-2012 οι λοιποί, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας τους, χωρίς, όμως, να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι, για το λόγο αυτό, η καταγγελία είναι άκυρη, επικουρικά δε,ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), διότι έγινε για λόγους εκδίκησης, επειδή συμμετείχαν σε απεργία την οποία πραγματοποίησαν για τη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Επικαλούνταν δε στην αγωγή τους οι ενάγοντες την εγκυρότητα των προσλήψεων τους επειδή, ως προς τον πρώτο, κατά την πρόσληψή του δεν είχε εφαρμογή ο Ν.2190/1994 στις δημοτικές επιχειρήσεις (καθώς επεκτάθηκε σε αυτές με το άρθρο 1 του Ν.2527/1997) αλλά οι διατάξεις του Kανoνισμoύ λειτουργίας τους, ως προς τον δεύτερο, η πρόσληψη του έγινε σύμφωνα με απόφαση του ΑΣΕΠ και ως προς τους τρίτη, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων (και επικουρικά ως προς τους πρώτο και δεύτερο), οι συμβάσεις εργασίας τους μη νομίμως και καταχρηστικώς χαρακτηρίσθηκαν ως ορισμένου χρόνου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αορίστου, διότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγόμενης. Ζητούσαν ακολούθως, να αναγνωριστεί η ακυρότητα των καταγγελιών τους και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους και, μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματός της αγωγής, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να τους καταβάλει τα αναφερόμενα για τον καθένα ποσά, που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές τους, επιδόματα εορτών και αδείας, αποδοχές αδείας και αποδοχές υπερημερίας για χρονικό διάστημα ενός έτους μετά την καταγγελία. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που απορριφθεί το αίτημά τους για καταβολή μισθών υπερημερίας, (ζητούσαν) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να τους καταβάλει τα, αναφερόμενα επίσης στην αγωγή, ποσά, ως αποζημίωση απόλυσης. Όλως επικουρικά, σε περίπτωση που η σύμβαση εργασίας τους ήθελε κριθεί άκυρη, ως αντιβαίνουσα στον Ν.2190/1994 περί ΑΣΕΠ, οπότε συνδέονταν με την εναγόμενη με απλή σχέση εργασίας, οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να τους καταβάλει τα ίδια ως άνω κονδύλια, πλην της αξίωσης καταβολής μισθών υπερημερίας, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και ευθέως εκ του νόμου. Τέλος, ζητούσαν επιπρόσθετα, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει, σε καθένα εξαυτών, το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας τους, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της τελευταίας κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.
Το ως άνω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ως άνω κώδικα με τον Ν.4334/23-7-2015, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω), εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 5727/2013 μη οριστική απόφαση. Με την απόφαση αυτή, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από το αίτημα των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών από Ιούλιο έως και Νοέμβριο 2012 και από Δεκέμβριο 2011 έως και Ιούνιο 2012, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, καθώς και το αίτημα των εναγόντων περί καταβολής αποζημίωσης μεγαλύτερης των 15.000 ευρώ, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο (καθώς η εναγόμενη ως δημοτική επιχείρηση, ανήκει στους φορείς που, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 ΑΝ 173/1967, οφείλουν τη μειωμένη αποζημίωση του Ν. 2120/1920, ανερχόμενη κατ΄ ανώτατο όριο, όπως ισχύει μετά την πιο πρόσφατη αναπροσαρμογή του με το άρθρο 21 παρ.13 Ν.3144/2003, στο ως άνω ποσό των 15.000 ευρώ), ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τα λοιπά αιτήματα της αγωγής και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης,προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα σε αυτήν (μη οριστική απόφαση) έγγραφα. Εν συνεχεία, το ίδιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ΄αρ. 5060/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 21.154,54 ευρώ, σε καθένα από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων το ποσό των 39.032,23 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 41.278,86 ευρώ και στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 25.768,21 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω απόφαση.
Την απόφαση αυτή, πρόσβαλαν τόσο η εναγόμενη με την από 13-1-2015 έφεσή της, όσο και οι ενάγοντες με την από 16-1-2015 αντίθετη έφεσή τους. Επί των ως άνω εφέσεων εκδόθηκε η υπ΄αρ. 351/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία, αφού συνεκδίκασε τις εφέσεις και τις έκανε τυπικά δεκτές, ακολούθως απέρριψε κατ΄ουσία την από 16-1-2015 έφεση των εναγόντων, έκανε εν μέρει δεκτή κατ΄ουσία την από 13-1-2015 έφεση της εναγόμενης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και, στη συνέχεια, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή και αναγνώρισε, για τις αιτίες που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτήν, ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 18.621 ευρώ, σε καθένα από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων το ποσό των28.183,14 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 31.000 ευρώ και στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 22.192,29 ευρώ.
Κατά της παραπάνω απόφασης, ασκήθηκαν, από την εναγόμενη η από 1-9-2017 αίτηση αναιρέσεως, καθώς επίσης από τον πρώτο ενάγοντα ……….. η από 4-10-2017 αίτηση αναιρέσεως, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄αρ.722/2019 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β2 Πολιτικό Τμήμα). Η αρεοπαγητική αυτή απόφαση, συνεκδικάζονταςτις παραπάνω αιτήσεις, απέρριψε την από 4-10-2017 αίτηση του αναιρεσείοντος πρώτου ενάγοντος, απέρριψε την από 1-9-2017 αίτηση του αναιρεσείουσας – εναγόμενης ως προς τον πρώτο ενάγοντα -αναιρεσίβλητο ……….., ενώ έκανε δεκτή την αίτηση αυτή (από 1-9-2017) ως προς τους λοιπούς ενάγοντες -αναιρεσίβλητους, αναίρεσε δε την εν λόγω τελεσίδικη απόφαση (υπ΄αρ.351/2017) όσον αφορά στους τελευταίους και παρέπεμψε την υπόθεση, όπως προαναφέρθηκε, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, συγκροτούμενο από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου δέχθηκε τον δεύτερο λόγο της από 1-9-2017 αναίρεσης της εναγόμενης -εκκαλούσας, ως προς τους τρίτη, τέταρτο, και πέμπτο των εναγόντων ………….. (ήδη δεύτερη, τρίτο και τέταρτο των καθ΄ών η κλήση -εφεσίβλητων), κρίνοντας ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεθείσα απόφασή του, δέχθηκε ότιοι ανωτέρω είχαν προσληφθεί υπό σύμβαση έργου και ότι εν συνεχεία αυτοί απασχολήθηκαν από την εναγόμενη, υπό σύμβαση εξαρτημένης εργασίας οι δύο πρώτοι και υπό σχέση εξηρτημένης εργασίας ο τρίτος, χωρίς,ωστόσο, να παραθέσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που να καταδεικνύουν την εν λόγω εξάρτηση. Ότι, περαιτέρω, η παράλειψη αυτή δημιουργεί έλλειμμα αιτιολογίας ως προς την αναγνώριση των συμβάσεων των δύο πρώτων και της σχέσης του τρίτου ως εξηρτημένης εργασίας και ως προς τα επιδικασθέντα υπέρ αυτών ποσά, αφού υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης και επιδομάτων εορτών και αδείας, υφίσταται μόνο επί σύμβασης ή σχέσης εξαρτημένης εργασίας και όχι αν πρόκειται για σύμβαση ή σχέση ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβασης έργου. Επίσης η ίδια αρεοπαγητική απόφαση δέχθηκε, κατά τους πέμπτο και όγδοο λόγους της από 1-9-2017 αναίρεσης της εναγόμενης -εκκαλούσας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίασε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), επιδικάζοντας μισθούς υπερημερίας στους δεύτερο και τέταρτο των εναγόντων …….. και ……… (ήδη πρώτο και τρίτο των καθ΄ών η κλήση -εφεσίβλητων). Συγκεκριμένα, η αναιρεθείσα απόφαση, δέχθηκε ότι, την 10η Σεπτεμβρίου 2010 η εναγόμενη Δημοτική επιχείρηση κατήγγειλε τις συμβάσεις των ……. και ……….., εν συνεχεία, όμως, την 1η Οκτωβρίου 2010 προέβη με τη συναίνεση των εν λόγω εργαζομένων στην ανάκληση των καταγγελιών, η οποία συνεπάγεται την συνέχιση των καταγγελθεισών συμβάσεων, καθώς με την ανάκληση αίρεται αναδρομικώς η δήλωση της καταγγελίας και θεωρείται ότι ουδέποτε υπήρξε πρόθεση λύσης της εργασιακής σχέσης, βάσει δε των εν λόγω παραδοχών έκρινε περαιτέρω, η ως άνω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, άκυρη την καταγγελία των συμβάσεων των προαναφερθέντων εναγόντων ………. και …….. και επιδίκασε υπέρ αυτών μισθούς υπερημερίας, επιδόματα εορτών και αδείας και διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών. Με την εν λόγω κρίση, όμως, το παραπάνω Δικαστήριο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 167, 168 ΑΚ, 103 παρ. 2, 3,7,8 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 14 παρ. 1 περ. γ. Ν. 2190/1994, αφού, σύμφωνα με αυτές, η επιγενόμενη ανάκληση των καταγγελιών δεν επέφερε την αναβίωση των καταγγελθεισών συμβάσεων εργασίας, αλλά την σύναψη νέων συμβάσεων, οι οποίες όμως, εφόσον έγιναν κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του ΑΣΕΠ, πάσχουν από ακυρότητα και η μη αποδοχή των υπηρεσιών των ως άνω εργαζομένων από την αναιρεσίουσα- εκκαλούσα-εναγόμενη δεν κατέστησε αυτήν υπερήμερη.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν oι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2190/1994 οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όλοι δηλαδή οι φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. Κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβεί τους 8 μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατά της ισχύουσες διατάξεις κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, παράταση δε ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου είναι άκυρη. Περαιτέρω, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και τις διαφάνειας στις προσλήψεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης, στο ίδιο ως άνω άρθρο προστέθηκε και παρ. 8 με την οποία στα εδάφια α΄ και γ΄ ορίζεται ότι ‘’νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δίκαιου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά για την κάλυψη, είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3. εδ. α΄ αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β’ αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή τη μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994 και οι οποίες ήδη κατέστησαν συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται ενόψει της σαφούς διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το, άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου, χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης στις συμβάσεις αυτές υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 τουΝ. 2112/1920 (ΑΠ 244/2015, ΑΠ 6/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για την οποία πάντως, σε κάθε περίπτωση, προαπαιτείται οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις να διακρίνονται από χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή, να μη μεσολαβούν πολύμηνα συνήθως χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μιάς και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 1425/2015, ΑΠ 696/2013, ΑΠ79/2013, ΑΠ 1032/2012ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004 από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου ΠΔ ορίζονται τα εξής: ‘’1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης (…)4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου’’. Ως κύρωση για την περίπτωση της κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε, από το άρθρο 7 του ίδιου ΠΔ, η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης, ίσης με το ποσά το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Ενόψει, όμως, του ότι οι διατάξεις του ΠΔ 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, με το άρθρο 11 αυτού περιελήφθησαν ως μεταβατικές διατάξεις – ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 παρ.1 του εν λόγω ΠΔ ορίζονται τα ακόλουθα: ‘’Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση’’ (…). Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Έτσι, ενόψει αφενός μεν των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, αφετέρου δε της κατά τα προεκτεθέντα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920, ούτε κατ΄επιταγή της Οδηγίας αυτής, έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής και μέχρι την 19-7-2004, έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004, αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (Ολ.ΑΠ 20/2007). Πέραν, όμως, από την πιο πάνω Οδηγία και πριν από αυτήν, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ.3 Ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη μετατροπή του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι, επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κλπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α’ 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 3/2021, Ολ.ΑΠ 13/2017, Ολ.ΑΠ 7/2011, ΑΠ 598/2019, ΑΠ 802/2018, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 244/2015, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο άρθρο 3 περ. δ` του προαναφερόμενου ΠΔ ορίζεται ότι, για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού, ως ‘’σύμβαση’’ νοείται όχι μόνο η τυπική σύμβαση (δηλαδή η καταρτισθείσα εγκύρως με έγγραφη σύμβαση) αλλά και η απλή σχέση εξαρτημένης εργασίας καθώς και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση έργου ή σχέση, υπό την οποία υποκρύπτεται τέτοια σχέση εξαρτημένης εργασίας (ΣτΕ 2427/2010, ΑΠ 590/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των ανωτέρω άρθρων 5 παρ. 1 και 11 παρ. 1 περ. δ` του ΠΔ 164/2004, οι συμβάσεις, που έχουν καταρτισθεί μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, θεωρούνται ως διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες, συντρεχουσών των προϋποθέσεων που προβλέπονται αθροιστικώς στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 11, δύνανται, να θεμελιώσουν δικαίωμα μετατροπής τους, εφεξής, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μόνον εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Επομένως, ως αρχική τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, με βάση την οποία ελέγχεται, μεταξύ άλλων, και η συνδρομή των προϋποθέσεων της περ. δ` της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004, θεωρείται η πρώτη από τις αλληλοδιάδοχες συμβάσεις, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, αφού μόνον με βάση τέτοιες συμβάσεις είναι δυνατή κατ’ αρχήν, με τη συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, η μετατροπή της σχέσης εργασίας σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (ΑΠ 107/2017, ΑΠ 280/2015ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίµηση των ένορκων καταθέσεων των µαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την υπ’αρ. 5727/2013 μη οριστική απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και των υπ΄αρ. ../26-3-2013, …/22-3-2013 και …/22-3-2013 ένορκων βεβαιώσεων των ……….. αντίστοιχα, που προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίες λήφθηκαν, µε επιµέλεια των τελευταίων, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, µετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………/20-3-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), αλλά και της υπ΄αρ……../10-6-2013 ένορκης βεβαίωσης του ………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που επίσης προσκομίζουν και οι ενάγοντες, η οποία λήφθηκε μετά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση, εντός της προθεσμίας προσθήκης, ύστερα από σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων στο ακροατήριο του ως άνω Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προαναφερθείσα απόφασή του πρακτικά και ισχύει ως κλήτευση της εναγόμενης, προς αντίκρουση ισχυρισμών αυτής που προτάθηκαν με τις προτάσεις της (ΑΠ 411/2008, ΑΠ 1704/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και συγκεκριμένα Δημοτική επιχείρηση, η οποία ιδρύθηκε και επιχορηγείται από τον Δήμο Πειραιά και διατηρεί ραδιοφωνικό σταθμό, που εκπέμπει το πρόγραμμά του με το σήμα ‘’ ……… ‘’. Κατά τα άρθρα 1 παρ. 3 του Ν. 2527/1997 και 10 παρ.5 του Ν.3051/2002, οι επιχειρήσεις των ΟΤΑ, όπως η εναγόμενη, όσον αφορά στην πρόσληψη του διοικητικού και μη προσωπικού τους όλων των κατηγοριών, υπάγονται στο σύστημα προσλήψεων του Ν.2190/1994, με εξαίρεση μόνο του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των διευθυνόντων υπαλλήλων τους. Ακόμη, αποδείχθηκε σχετικά με τους δεύτερο έως πέμπτο των εναγόντων (καθώς, το παρόν Δικαστήριο, δεν θα ασχοληθεί με τον πρώτο ενάγοντα . ……….., διότι, όσον αφορά σε αυτόν, κατά τα προεκτεθέντα, δεν αναιρέθηκε η ανωτέρω αναφερθείσα τελεσίδικη απόφαση) ότι, προσλήφθηκαν από την εναγόμενη και ειδικότερα, ο δεύτερος εξ αυτών (ήδη πρώτος καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητος), στις 1-6-2008, δυνάμει της υπ’ αρ. 1298/7-5-2008, απόφασης του Α’ Τμήματος του ΑΣEΠ, η τρίτη(ήδη δεύτερη καθ΄ής η κλήση – εφεσίβλητη) στις 1-3-1999, δυνάμει του με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικού συμφωνητικού ‘’συνεργασίας’’ εξάμηνης διάρκειας, ο τέταρτος (ήδη τρίτος καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητος) στις 15-7-2000, δυνάμει του με την ίδια επίσης ημερομηνία ιδιωτικού συμφωνητικού ‘’σύμβασης έργου’’οκτάμηνης διάρκειας και ο πέμπτος (ήδη τέταρτος καθ΄ού η κλήση- εφεσίβλητος) στις 1-4-1994,δυνάμει‘’σύμβασης αορίστου χρόνου’’, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την ειδικότητα των τεχνικών ήχου – ηχοληπτών. Σε εκτέλεση των άνω συμβάσεων παρείχαν την εργασία τους κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: ο δεύτερος ενάγων …….., από την 1-6-2008 έως τις 5-12-2012, η τρίτη ενάγουσα ………, από την 1-3-1999 έως τις 6-12-2012, ο τέταρτος ενάγων ………, από τις 15-7-2000 έως τις 5-12-2012 και ο πέµπτος ενάγων ……., από την 1-4-1994 έως τις 28-12-1997 και από την 1-4-2002 έως τις 5-12-2012. Ωστόσο, µετά από καταγγελία, ενώπιον του ΑΣΕΠ, αναφορικά µε τη διακρίβωση της νοµιµότητας των προσλήψεων εργαζοµένων στην εναγόµενη, µε την από 25-5-2012 έκθεση του Επιθεωρητή Συµβούλου του ΑΣΕΠ, ………. , οι συµβάσεις των εναγόντων, όπως και άλλων υπαλλήλων, κρίθηκαν παράνοµες και εξ’ υπαρχής άκυρες, µε την αιτιολογία ότι δεν είχε µεσολαβήσει η διαδικασία του Ν. 2190/1994 για την κατάρτισή τους. Κατόπιν της παραπάνω έκθεσης, η εναγόµενη κατήγγειλε τις συµβάσεις εργασίας των εναγόντων, της μεν τρίτης εξ αυτών στις 6-12-2012, των δε λοιπών στις 5-12-2012, επιδίδοντας σ’ αυτούς εξώδικη δήλωση- καταγγελία χωρίς να τους καταβάλει αποζηµίωση απόλυσης. Ακόμη, µέχρι τότε όφειλε σε αυτούς υπόλοιπα δεδουλευµένων αποδοχών και επιδοµάτων εορτών και αδείας του έτους 2012. Σχετικά με τα παραπάνω, προσέφυγαν οι ενάγοντες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας (Τµήµα Κοινωνικής Επιθεώρησης Κεντρικού Τοµέα Πειραιά) και εκδόθηκε το υπ’ αρ. ……/8-2-2013 δελτίο εργατικής διαφοράς. Οι ενάγοντες, ισχυρίζονται στην αγωγή τους, όπως προαναφέρθηκε, ότι συνδέονται µε την εναγόμενη µε έγκυρη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, οπότε ακύρως αυτή κατήγγειλε τις συμβάσεις τους, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.Σχετικά με τα ζητήματα αυτά, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της υπ’ αρ. …./7-5-2008 απόφασης του ΑΣΕΠ -Τµήµα Α’ (ΦΕΚ 596/26-6-2008) κατόπιν της από 23-12-2004 απόφασης του Διοικητικού Συµβουλίου της εναγόμενης για την ανάγκη πρόσληψης τριών ηχοληπτών (ΦΕΚ 22/20-1-2006) και του υπ΄αρ.πρωτ………/25-1-2005 εγγράφου του Γεν. Γραμματέα της περιφέρειας Αττικής. Η τρίτη και ο τέταρτος των εναγόντων, παρείχαν την εργασία τους στην εναγόμενη συνεχώς και αδιαλείπτως από τον χρόνο πρόσληψης τους (1-3-1999 και 15-7-2000, αντίστοιχα) μέχρι και τον χρόνο που απολύθηκαν (βλ. σχετικά τις υπ΄αρ. πρωτ. ../9-9-2008 και …/3-4-2013 βεβαιώσεις της εναγόμενης, σε συνδυασμό με τις βεβαιώσεις αποδοχών, καταστάσεις προσωπικού της και ενσήμων του ΙΚΑ,για τα επίδικα διαστήματα). Κάλυπταν δε, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εργασίας τους, πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγόμενης, καθώς αυτή χρειάζονταν σε σταθερή βάση τις υπηρεσίες τους ως ηχοληπτών, για την ομαλή συνεχή λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού της (πράγμα που αναφέρει στην κατάθεσή του και ο μάρτυρας της εναγόμενης ……….., ο οποίος ήταν διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού). Οι διαδοχικές σιωπηρές ανανεώσεις των συμβάσεων εργασίας τους δεν δικαιολογούνταν από τη φύση, το είδος και το σκοπό των παρεχομένων από αυτούς υπηρεσιών, ούτε και από οποιοδήποτε άλλο αντικειμενικό λόγο, αλλά έγιναν προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγουσών μισθωτών από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και των σχετικών διατάξεων του Ν. 2112/1920. Οι συμβάσεις δε αυτές των τρίτης και τέταρτου των εναγόντων, τιτλοφορούνταν μεν ‘’συνεργασίας’’ και ‘’έργου’’ αντίστοιχα,αλλά στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, το ότι η απασχόληση των εν λόγω εναγόντων στην εναγόμενη, έγινε υπό καθεστώς συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, προκύπτει από το γεγονός ότι, όπως συνάγεται από τα παραπάνω έγγραφα σε συνδυασμό με όσα αναφέρουν οι ενόρκως βεβαιούντες και ο μάρτυρας απόδειξης ………., που ήταν Πρόεδρος της Ένωσης Τεχνικών ……….., οι παραπάνω ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους ως ηχολήπτες, στον ραδιοφωνικό σταθμό που διατηρεί, όπως προεκτέθηκε, η εναγόμενη Δημοτική επιχείρηση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, ήτοι στις εγκαταστάσεις της έδρας της τελευταίας στην οδό ……. στον Πειραιά, επί 7 ώρες ημερησίως, 35 ώρες εβδομαδιαίως και χρησιμοποιώντας τον αναγκαίο για την εργασία τους εξοπλισμό ιδιοκτησίας της εναγόμενης (ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μικρόφωνα, μαγνητόφωνα κλπ). Επίσης,αυτοί εργάζονταν υπό τις εντολές, την καθοδήγηση, τον έλεγχο και τη γενικότερη εποπτεία των αρμόδιων οργάνων της Διοίκησης της εναγόμενης εργοδότριάς τους και του εκάστοτε επιλεγμένου από αυτήν διευθυντή προγράμματος αλλά και παραγωγού κάθε επιμέρους εκπομπής(ως προς τα χρονικά σημεία εισαγωγής και τη διάρκεια των μουσικών θεμάτων ή διαφημιστικών προβολών κ.α). Περαιτέρω, τα διάδικα μέρη, με τις επίμαχες συμβάσεις απέβλεπαν στην εργασία των ως άνω εναγόντων καθ΄εαυτή (για την καθημερινή λειτουργία και εκπομπή του προγράμματος του σταθμού) και όχι στην επίτευξη συγκεκριμένου τελικού αποτελέσματος – έργου. Οι δε ενάγοντες ανήκαν στο προσωπικό της εναγόμενης, όπως προκύπτει από τον σχετικό πίνακα προσωπικού αυτής, αμείβονταν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις εκάστοτε ισχύουσες για την ειδικότητά τους ΣΣΕ και ασφαλίζονταν στον αρμόδιο δημόσιο φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης εργαζομένων (ΕΦΚΑ). Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, οι ενάγοντες αυτοί με την παροχή των παραπάνω υπηρεσιών τους, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγόμενης, καθώς, χωρίς την προσφορά της εργασίας τους, δεν ήταν δυνατή η λειτουργία του ως άνω ραδιοφωνικού σταθμού της, ο οποίος λειτουργούσε ανελλιπώς καθ’όλο το χρονικό διάστημα απασχόλησής τους, γεγονός που, εκτός του ότι επιβεβαιώνεται από τον ως άνω μάρτυρά τους και τους ενόρκως βεβαιούντες, συνάγεται και από το μεγάλο χρονικό διάστημα που καλύπτουν οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας τους. Επομένως, οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας της τρίτης και τέταρτου των εναγόντων με την εναγόμενη συνιστούν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσα, για μεν την τρίτη στις 1-3-1999, για δε τον τέταρτο στις 15-7-2000, ήτοι πριν από την ισχύ των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του αναθεωρημένου Συντάγματος (18-4-2001), κατά την οποία ήταν ενεργές, καθώς και την ισχύ του ΠΔ 164/2004 και ειδικότερα κατά την ημερομηνία που έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 1999/70/ΕΚ (10-7-2002), οπότε καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της ως άνω Οδηγίας και του ως άνω άρθρου του Συντάγματος, και ανεξάρτητα του αν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που απαιτούνται με ποινή ακυρότητας από τους νόμους 2190/1994 και 2527/1997. Κι αυτό διότι, οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, καθώς, όπως εκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη, αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν ξεκινήσει και είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου. Εφόσον, λοιπόν, βάσει των ανωτέρω, οι δεύτερος, τρίτη και τέταρτος ενάγοντες συνδέονταν µε την εναγόμενη µε έγκυρες συµβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η τελευταία ακύρως προέβη σε καταγγελία αυτών δίχως να τους καταβάλει τη νόµιµη αποζηµίωση. Η εγκυρότητα δε των συµβάσεων εργασίας τους δεν επηρεάζεται από το εάν αυτοί, κατά τον χρόνο απασχόλησης τους στην εναγοµένη, διέθεταν ή όχι άδεια άσκησης επαγγέλµατος ηχολήπτη ή, για το µετά την 2-7-2011 χρονικό διάστηµα, εάν οι ίδιοι προέβησαν σε αναγγελία στην αρµόδια προς αδειοδότηση διοικητική αρχή, αφού τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται για τους ηχολήπτες ραδιοφώνου, ειδικότητα την οποία είχαν οι ενάγοντες (βλ. προσκοµιζόµενη υπ’ αρ. πρωτ. ………/18-3-2014 βεβαίωση της αρµόδιας Διεύθυνσης Κινηµατογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων του Υπουργείου Πολιτισµού). Επιπλέον, η εναγόμενη οφείλει σ’ αυτούς τις δεδουλευµένες αποδοχές και τα επιδόµατα εορτών και αδείας των χρονικών διαστηµάτων που θα αναφερθούν παρακάτω, σύµφωνα µε την κύρια βάση της αγωγής τους, στηριζόµενη στην έγκυρη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επίσης, όσον αφορά στην τρίτη ενάγουσα, εφόσον η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη, όπως προαναφέρθηκε, η εναγόμενη αρνούµενη να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόµενες υπηρεσίες της, περιήλθε σε κατάσταση υπερηµερίας εργοδότη και της οφείλει µισθούς υπερηµερίας. Σχετικά, όμως, με τους δεύτερο και τέταρτο των εναγόντων, η εναγόμενη προέβη την 1-10-2010 στην ανάκληση της ως άνω από 10-9-2010 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους. Η ανάκληση, ωστόσο αυτή, δεν επιφέρει αναδρομικά την άρση της καταγγελίας ούτε κατ΄επέκταση την αναβίωση των καταγγελθεισών συμβάσεων εργασίας, αλλά την σύναψη νέων συμβάσεων, οι οποίες, όμως, (νέες συμβάσεις), δεδομένου ότι έγιναν κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του ΑΣΕΠ, πάσχουν από ακυρότητα. Οπότε, η μη αποδοχή των υπηρεσιών των ως άνω εργαζόμενων – εναγόντων από την εκκαλούσα- εναγόμενη δεν κατέστησε την τελευταία υπερήμερη εργοδότρια, όπως αναφέρει και η ως άνω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου και επομένως δεν οφείλονται από αυτήν μισθοί υπερημερίας στους ως άνω ενάγοντες (δεύτερο και τέταρτο). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν και επιδίκασε μισθούς υπερημερίας στους εν λόγω ενάγοντες, θεωρώντας ότι, με την προαναφερθείσα ανάκληση της καταγγελίας, αυτή αίρεται αναδρομικά και συνεχίστηκε η σύμβαση εργασίας τους, έσφαλε, όπως βάσιμα παραπονείται η εναγόμενη στην κρινόμενη έφεσή της. Περαιτέρω, όμως, η εναγόμενη οφείλει στους ενάγοντες αυτούς τη νόμιμη αποζημίωση, όπως παρακάτω προσδιορίζεται, η οποία δεν τους καταβλήθηκε με την καταγγελία της σύμβασής τους, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του επικουρικού αιτήματός της αγωγής, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, η ανάκληση της καταγγελίας αυτής δεν οδηγεί σε άρση της, αλλά θεωρείται ότι καταρτίζεται νέα σύμβαση εργασίας. Όσον αφορά στον πέμπτο ενάγοντα, προέκυψε ότι η σχέση που τον συνέδεε με την εναγόμενη ήταν εξαρτημένης εργασίας, καθώς και αυτός παρείχε τις υπηρεσίες του σε αυτήν ως ηχολήπτης υπό τους ίδιους όρους και συνθήκες με αυτούς που αναφέρθηκαν αναλυτικότερα παραπάνω και για τους λοιπούς ενάγοντες (ήτοι σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, επί 7 ώρες ημερησίως και 35 ώρες εβδομαδιαίως, υπό τις εντολές και τον έλεγχο των αρμοδίων οργάνων της κ.λπ). Οι συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αυτού, όμως, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε την εργασία του συνεχώς και αδιαλείπτως από τον χρόνο πρόσληψής του στις 1-4-1994, μέχρι και τον χρόνο απόλυσής του (5-12-2012), διότι δεν προέκυψε ότι αυτός εργάστηκε κατά το μεσοδιάστημα από 28-12-1997 έως 1-4-2002. Μεταξύ αυτών των δύο συμβάσεων, ήτοι της λήξης της μίας (28-12-2012) μέχρι τη σύναψη της επόμενης (1-4-2002) μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, η τελευταία αυτή σύμβαση συνάφθηκε μετά την ισχύ των παρ.7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (18-4-2001), που απαγορεύουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε αορίστου χρόνου, όπως εκτενώς προεκτέθηκε, ακόμα και σε περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οπότε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον για την απασχόληση του πέµπτου δεν τηρήθηκε η προβλεπόµενη από τους Ν.2527/1997 και 2190/1994 διαδικασία, η σύµβασή του µε την εναγόµενη ήταν άκυρη και συνεπώς συνδεότανμε αυτήν µε απλή εργασιακή σχέση, έτσι ώστε η εναγόμενη, µη αποδεχόµενη τις υπηρεσίες του εν λόγω ενάγοντα (πέµπτου), να µην καθίσταται υπερήµερη και συνακόλουθα να μην υποχρεούται στην καταβολή σε αυτόν αποδοχών υπερηµερίας, ούτε στη συνέχιση της σχέσης εργασίας τους. Επομένως, ως προς τον πέμπτο ενάγοντα είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη η κύρια βάση της αγωγής περί καταβολής µισθών υπερηµερίας και δεδουλευµένων αποδοχών από έγκυρη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου. Πρέπει, ωστόσο, να γίνει δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής περί καταβολής αποζηµίωσης απόλυσης και των οφειλομένων σε αυτόν επιδομάτων εορτών και αδείας, κατά τα χρονικά διαστήματα που θα αναφερθούν παρακάτω, τα οποία αυτός δικαιούται -παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγομένης- ευθέως εκ του νόµου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονοµικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 539/1945,3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και του άρθρου µόνου του Ν. 133/1975 (ΑΠ 1165/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, οι δεδουλευµένες αποδοχές του, για την εργασία που προσέφερε κατά τα ίδια χρονικά διαστήµατα, οφείλονται στον πέμπτο ενάγοντα από την εναγόμενη – εργοδότρια βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισµού, καθώς το ποσό αυτών (το οποίο συνιστά την ωφέλειά της), θα κατέβαλε η τελευταία σε άλλον εργαζόμενο, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας υπό τις ίδιες συνθήκες (ΑΠ 126/2015, ΑΠ 885/2014, ΑΠ 81/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με βάση τις παραδοχές αυτές, η εναγόμενη οφείλει στους ως άνω ενάγοντες για τις προαναφερθείσες αιτίες, τα εξής ποσά: Α) Στον δεύτερο ενάγοντα (ήδη πρώτο καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητο) ………..:α)Για οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές του μηνός Δεκεμβρίου 2012 (από 1-12-2012 έως 5-12-2012), το ποσό των 326,4ευρώ{ήτοι βασικός μισθός 1.607 ευρώ + επίδομα γάμου (10%) 160,70 ευρώ + επίδομα τέκνων (4 Χ 5%) 321,40 ευρώ + επίδομα πτυχίου (8%) 128,56 ευρώ + επίδομα τριετούς υπηρεσίας (3%) 48,21 ευρώ = 2.265,87 ευρώ, το οποίο, όμως, πρέπει να μειωθεί κατά ποσοστό 10%, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 1 του Ν.3833/2010 και της παρ.4 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010 (δηλ.σε αυτό των 2.040: 25 = 81,6 ευρώ ημερομίσθιο Χ 4 ημερομίσθια = 326,4 ευρώ)}, β) για επίδομα Πάσχα 2012, το ποσό των 250 ευρώ, σύμφωνα με την παρ.6 του άρθρου 3 του ως άνω Ν.3845/2010, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 208,75 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 41,25 ευρώ, γ) για επίδομα αδείας 2012, το ποσό των 250 ευρώ, σύμφωνα επίσης με την παρ.6 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 204,57 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσού 45,43 ευρώ, δ) για αποδοχές αδείας 2012, το ποσό των 2.040 ευρώ,ε) για επίδομα Χριστουγέννων 2012, το ποσό των 500 ευρώ (παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 382,87 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά,ποσού 117,13 ευρώ και στ) για αποζηµίωση απόλυσης, το ποσό των {2.040 ευρώ µηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο µήνα πριν την απόλυση Χ 3 µήνες αποζηµίωσης για 4 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη = 6.120 ευρώ + 1/6 προσαύξηση (1.020 ευρώ)=}7.140 ευρώ. Συνεπώς, συνολικά ο δεύτερος ενάγων δικαιούται το ποσό των(326,4+41,25+45,43+2.040+117,13 + 7.140 ) = 9.710,21 ευρώ. Β) Στην τρίτη ενάγουσα (ήδη δεύτερη καθ΄ής η κλήση – εφεσίβλητη) ……….:α) Για οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2012 (από 1-12-2012 έως 5-12-2012),το ποσό των 326,4 ευρώ {ήτοι βασικός μισθός 1.607 ευρώ + επίδομα γάμου (10%) 160,70ευρώ + επίδομα πτυχίου (8%) 128,56 ευρώ + επίδομα πολυετούς υπηρεσίας (3%)321.40 ευρώ = 2.265.87 ευρώ, το οποίο πρέπει να μειωθεί κατά 10%, σύμφωνα με τις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις,δηλ.σε αυτό των 2.040: 25 = 81,6 ευρώ ημερομίσθιο Χ 4 ημερομίσθια = 326,4 ευρώ}, β) για επίδομα Πάσχα 2012: το ποσό των 250 ευρώ, σύμφωνα με την παρ.6 του άρθρου 3 του Ν.3845/201Ο, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 208,75 ευρώ, όπως η ίδια συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 41,25 ευρώ, γ) για επίδομα αδείας 2012, το ποσό των 250 ευρώ (παρ.6 του άρθρου3 του Ν.3845/2010), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 204,57 ευρώ, όπως η ίδια συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 45,43 ευρώ, δ) για αποδοχές αδείας 2012, το ποσό των2.040 ευρώ, ε) για επίδομα Χριστουγέννων 2012, το ποσό των 500 ευρώ (παρ.6 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 382,87 ευρώ, όπως η ίδια συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 117,13 ευρώ, στ) για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 6-12-2012 έως 5-12-2013, το συνολικό ποσό των 25.612,93 ευρώ {ήτοι 2.040 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 12 μήνες = 24.480+1.132,93 ευρώ αποδοχές αδείας σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα. Επίδομα αδείας, Χριστουγέννων και Πάσχα για το έτος 2013 δεν δικαιούται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος ΓΙ του Ν.4093/2012 {(ΦΕΚ Α 222/12-11-2012) ‘’Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013- 2016’’. Συνεπώς, συνολικά η τρίτη ενάγουσα δικαιούται το ποσό των (326,4 +41,25+45,43+2.040+117,13 +25.612,93=) 28.183,14 ευρώ. Γ) Στον τέταρτο ενάγοντα (ήδη τρίτο καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητο)……….: α) Για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές από 1-1-2011 έως 30-6-2012, το ποσό των 34.831,44 ευρώ {ήτοι βασικός µισθός 523,69 ευρώ + επίδοµα γάµου (10%) 152,37 ευρώ + επίδοµα τέκνου (5%) 76,18 ευρώ + επίδοµα πολυετούς υπηρεσίας (3% Χ 4 τετραετίες) 182,84 ευρώ = 1.935,08 ευρώ Χ 18 µήνες = 34.831,44 ευρώ}, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 32.496,12 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 2.335,32 ευρώ, β) για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές µηνός Ιουλίου 2012, το ποσό των 1.935,08 ευρώ, το οποίο, όµως, πρέπει να µειωθεί κατά 10%, σύµφωνα µε τις ως άνω αναφερόµενες διατάξεις, ήτοι σε αυτό των 1.742,08 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 742,08 ευρώ, γ) για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές µηνός Αυγούστου 2012, το ποσό των 1.742,08 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 742,08 ευρώ, δ) για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές µηνός Σεπτεµβρίου 2012, το ποσό των 1.742,08 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 742,08 ευρώ, ε) για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές µηνός Οκτωβρίου 2012, το ποσό των 1.742,08 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 742,08 ευρώ, στ) για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές µηνός Νοεµβρίου 2012, το ποσό των 1742,08 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά,ποσού742,08ευρώ,ζ) για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές µηνός Δεκεµβρίου 2012 (χρονικό διάστηµα από 1-12-2012 έως 5-12-2012), το ποσό των 278,73 ευρώ (ήτοι 69,68 ευρώ ηµεροµίσθιο Χ 4 ηµέρες), η) για επίδοµα Πάσχα 2012, το ποσό των 250 ευρώ, σύµφωνα µε τις ως άνω αναφερόµενες διατάξεις, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 208,75 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 41,25 ευρώ, θ) για επίδοµα αδείας 2012 το ποσό των 250 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 204,54ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 45,46 ευρώ, ι) για αποδοχές αδείας 2012, το ποσό των 1.742,08 ευρώ, ια) για επίδοµα Χριστουγέννων 2012, το ποσό των 500 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 300,08 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 199,92 ευρώ και ιβ) για αποζηµίωση απόλυσης, το ποσό των {1742,08 ευρώ µηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο µήνα πριν την απόλυση Χ 8 µήνες αποζηµίωσης για 12 χρόνια συνεχούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη=13.984,64 ευρώ + 1/6 προσαύξηση (2.322,77 ευρώ) =}16.259,41 ευρώ, πλην, όµως, θα του επιδικαστεί το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς, όπως προεκτέθηκε, η εναγόμενη εµπίπτει στους φορείς, που, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΑΝ.1731/1967, όπως µεταβλήθηκε µεταγενέστερα µε το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν.3144/2003, οφείλουν µειωµένη αποζηµίωση του Ν.2120/1920 στους εργαζόµενους που αποχωρούν από την εργασία τους, η οποία δεν υπερβαίνει, κατ΄ανώτατο όριο, τις 15.000 ευρώ.Συνεπώς,συνολικά ο τέταρτος ενάγων δικαιούται το ποσό των {2.335,32+ (742,08Χ5)= 3,710,4 +278,73 +41,25 +45,46 +1.742,08 + 199,92 +15.000=}23.353,16ευρώ.Δ) Στον πέμπτο ενάγοντα (ήδη τέταρτο καθ΄ού η κλήση -εφεσίβλητο) ………..: α) Για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές χρονικού διαστήµατος από 1-1-2011 έως 30-6-2012 ,το ποσό των 32.545,26 ευρώ {ήτοι βασικός µισθός 1.614,35 ευρώ + επίδοµα πολυετούς υπηρεσίας (3% Χ 4 τετραετίες) 193,72 ευρώ (1.808,07 ευρώ Χ 18 µήνες)}, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 30.664,26 ευρώ, όπως ο ίδιος συνοµολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 1.881 ευρώ, β) για οφειλόµενες µηνιαίες αποδοχές µηνός Ιουλίου 2012, το ποσό των 1.808,07 ευρώ, το οποίο πρέπει να µειωθεί κατά 10% σύµφωνα µε τις ως άνω αναφερόµενες διατάξεις, δηλ. σε αυτό των 1.628,07 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των l.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 628,07 ευρώ, γ) για οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές μηνός Αυγούστου 2012, το ποσό των 1.628,07 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί , οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 628,07 ευρώ, δ) για οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές μηνός Σεπτεμβρίου 2012, το ποσό των 1.628,07 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά,ποσού 628,07 ευρώ, ε) για οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές μηνός Οκτωβρίου 2012, το ποσό των l.628,07 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 628,07 ευρώ, στ) για οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές μηνός Νοεμβρίου 2012, το ποσό των 1.628,07 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.000 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 628,07 ευρώ, ζ) για οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2012 (από l-12-2012 έως 5-12-2012), το ποσό των 260,48 ευρώ (ήτοι 65,12 ευρώ ημερομίσθιο Χ 4 ημέρες), η) για επίδομα Πάσχα 2012, το ποσό των 250 ευρώ, σύμφωνα με τις άνω αναφερόμενες διατάξεις, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 208,75 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 41,25 ευρώ, θ) για επίδομα αδείας 2012, το ποσό των 250 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 208,75 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί,οπότε δικαιούται τη διαφορά, ποσού 41,25 ευρώ, ι) για αποδοχές αδείας 2012, το ποσό των l.628,07 ευρώ, ια) για επίδομα Χριστουγέννων 2012, 500 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 300,08ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί, οπότε δικαιούται τη διαφορά ποσoύ199,92ευpώ, ιβ) για αποζηµίωση απόλυσης, το ποσό των (1.628,07 ευρώ µηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο µήνα πριν την απόλυση Χ 6 µήνες αποζηµίωσης για 10 χρόνια συνεχούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη = 9.768,42 ευρώ + 1/6 προσαύξηση =)11.396,49 ευρώ. Σημειωτέον δε ότι, για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης λαμβάνεται υπόψη το διάστημα από 1-4-2002 έως την απόλυσή του (5-12-2012) και όχι από την αρχική του πρόσληψη, όπως εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλουμένη, διότι,σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές, πριν την 1-4-2002, είχε διακόψει την εργασία του για χρονικό διάστημα πέραν των τεσσάρων ετών (βλ. Κων. Λαναρά Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική σελ.120,122).Συνεπώς, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο πέμπτος ενάγων δικαιούται το ποσό των {1.881+ (628,07Χ5 =) 3.140,35 + 260,48+ 41,25+ 41,25+ 1628,07+ 199,92+ 11.396,49=}18.588,81 ευρώ. Μέρος των παραπάνω ποσών που επιδικάστηκαν στους δεύτερο, τέταρτο και πέµπτο των εναγόντων ως αποζηµίωση απόλυσης, το οποίο δεν υπερβαίνει τις αποδοχές τους δύο (2) µηνών (για τον καθένα), πρέπει να καταβληθεί σ’ αυτούς εφάπαξ, ενώ το υπόλοιπο πρέπει να τους καταβληθεί σε διµηνιαίες δόσεις, καθεµία από τις οποίες δεν µπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) µηνών, έκτος αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζηµίωσης είναι µικρότερο, καταβλητέας κάθε δόσης την εποµένη της συµπλήρωσης εκάστου διµήνου, οπότε κάθε διµηνιαία δόση αυτού καθίσταται ληξιπρόθεσµη και απαιτητή, αρχής γενοµένης από τη συµπλήρωση διµήνου από την απόλυση (άρθρο 74 παρ.3 Ν. 3863/2010), µέχρι την εξόφληση. Τα υπόλοιπα από τα ανωτέρω ποσά, κατά τα οποία έγινε δεκτή η αγωγή, οφείλονται στους ενάγοντες µε το νόµιµο τόκο ως ακολούθως: Οι δεδουλευµένοι µισθοί και οι µισθοί υπερηµερίας, από την πρώτη ηµέρα κάθε επόµενου µήνα από εκείνον στον οποίο αφορά ο κάθε επιµέρους µισθός, β) τα επιδόµατα εορτών Χριστουγέννων και αδείας, καθώς και οι αποδοχές αδείας, από την εποµένη ηµέρα της 31ηςΔεκεµβρίου του αντίστοιχου έτους, που οι απαιτήσεις αυτές όφειλαν να καταβληθούν, ενώ το επίδομα εορτής Πάσχα, από την επομένη ημέρα της 30ης Απριλίου του αντίστοιχου έτους, που η απαίτηση αυτή όφειλε να καταβληθεί και γ) το επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2012, το επίδομα αδείας 2012, οι αποδοχές αδείας 2012 και μέρος της αποζημίωσης απόλυσης, που δεν υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, για τους δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο ενάγοντα, από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους (Ολ.ΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1477, ΑΠ 1649/2012, Εφ.Λαρ. 49/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ για το υπόλοιπο μέρος της αποζημίωσης των εν λόγω εναγόντων, από την επομένη της συμπλήρωσης εκάστου διμήνου, οπότε κάθε διμηνιαία δόση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, αρχής γενομένης από τη συμπλήρωση διμήνου από την απόλυση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε τις οφειλόμενες στους ενάγοντες αποδοχές, υπολογίζοντας αυτές χωρίς να λάβει υπόψη τις μειώσεις που είχαν υποστεί από τις προαναφερθείσες διατάξεις των ως άνω νόμων(της παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν.3833/2010 και της παρ.4 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010) για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, έσφαλε. Δεδομένου δε ότι το εν λόγω ζήτημα αφορά στη νομική βασιμότητα των σχετικών αιτημάτων της αγωγής, το σφάλμα αυτό εξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο, έστω κι αν δεν είχε προβληθεί ειδικός λόγος στην κρινόμενη έφεση της εναγόμενης (παρά μόνο απαραδέκτως, ως πρόσθετος λόγος, με τις προτάσεις της), αντίθετα με τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων -εναγόντων, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να την απορρίψει εν όλω ή εν μέρει αρκείο εναγόμενος να ζητεί την απόρριψή της, ακόμη και για άλλους λόγους, όπως στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511,520,522,524 παρ.1,525,526 και 536 ΚΠολΔ (ΑΠ 7/2001, Εφ.Πατρ. 84/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη υποστηρίζει ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων είναι νόμιμηεπειδή η από 15-5-2012 έκθεση του Επιθεωρητή του ΑΣΕΠ συνιστά νόμιμο λόγο και αιτία αναγκαστικής καταγγελίας, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο Δικαστήριο το οποίο μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της, όπως απαιτούν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση, ενώ η διαδικασία των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων του ΑΣΕΠ, δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζόμενων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της, όπως έπραξαν εν προκειμένω οι ενάγοντες (Ολ.ΑΠ 19/2007, 18/2006, ΑΠ 1696/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάθεση δε σε διοικητικά όργανα ή αρχές έστω και ανεξάρτητες κατά το Σύνταγμα, όπως το ΑΣΕΠ, της αποκλειστικής κρίσης ενός θέματος που αποτελεί ιδιωτική διαφορά, θα αποτελούσε ενέργεια αντίθετη στο άρθρο 94 παρ.2 του Συντάγματος, αφού ο νομοθέτης δεν μπορεί να αναθέσει σε διοικητικές αρχές την κρίση ιδιωτικών διαφορών. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος για πρώτη φορά με τις προτάσεις της εναγόμενης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ισχυρισμόςπερί εξόφλησης όλων των ένδικων δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν γίνεται αναφοράσυγκεκριμένων καταβολών για κάθε ενάγοντα, και σε τι αφορούν αυτές. Εκτός αυτού, είναι απορριπτέος ως αντιφατικός και αντίθετος στη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, καθώς η ίδια η εναγόμενη ομολογεί τόσο στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου,όσο και στο δικόγραφο της έφεσήςτης, ότι δεν τις έχει καταβάλει με την αιτιολογία ότι η καταβολή τους δεν οφειλόταν, αλλά ούτε και επιτρεπόταν, ούτε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι ενάγοντες στις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ερευνητέα είναι μόνο η έφεση της εναγόμενης, δεδομένου ότι, μόνο ως προς αυτήν επαναφέρεται η υπόθεση προς συζήτηση με την ένδικη κλήση της τελευταίας, μετά την έκδοση της προαναφερθείσας αναιρετικής απόφασης του Αρείου Πάγου (κατόπιν άσκησης αίτησης αναιρέσεως από την εναγόμενη) και στα πλαίσια αυτής. Οι ενάγοντες δεν είχαν ασκήσει αίτηση αναιρέσεως (πλην του πρώτου, η αίτηση του οποίου απορρίφθηκε), κατά της αναιρεθείσας υπ΄αρ. 351/2017 τελεσίδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί την έφεσή τους και είχε γίνει εν μέρει δεκτή την έφεση της εναγόμενης. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, τα ζητήματα που αφορούν οι λόγοι της έφεσης των εναγόντων (περί της εγκυρότητας των συμβάσεών τους, την υπερημερία της εναγόμενης ως προς τον πρώτο και πέμπτο εξ αυτών, το ύψος των αποδοχών τους κ.α.) έχουν απαντηθεί παραπάνω. Eξάλλoυ, ως προς το λόγο της έφεσής τους που αφορά στην απόρριψη πρωτοδίκως του αγωγικού αιτήματος περί επιδίκασης ποσού 20.000 ευρώ, σε καθένα από αυτούς, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την απόλυση τους κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, το τελευταίο είναι πράγματι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη.Κι αυτό διότι, η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους εκ μέρους της εναγόμενης έγινε λόγω συμμόρφωσής της προς την προαναφερθείσα έκθεση του Επιθεωρητή Συμβούλου του ΑΣΕΠ, η οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι, η εξακολούθηση της απασχόλησης τους σε αυτήν είναι παράνομη. Πέραν τούτου, η καθυστέρηση ή άρνηση καταβολής των αποδοχών των εργαζόμενων – εναγόντων δεν συνιστά αδικοπραξία εκ μέρους της εργοδότριας- εναγόμενης, αφού με την παράλειψη της πληρωμής τους αυτοί δεν χάνουν τις καθυστερούμενες αποδοχές τους (ΑΠ 359/2020, ΑΠ 670/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατόπιν των ανωτέρω, όσον αφορά στους δεύτερο έως πέμπτοενάγοντες (ήδη πρώτο έως τέταρτο καθ΄ών η κλήση – εφεσίβλητους), ως προς τους οποίους αναιρέθηκε η υπ΄αρ. 351/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η από 13-1-2015 έφεση της εναγόμενης ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη υπ΄αρ. 5060/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να ερευνηθεί η από 7-1-2013 αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη – εκκαλούσα, οφείλει να καταβάλει, κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα, α) στον δεύτερο ενάγοντα ………. (ήδη πρώτο καθ΄ού η κλήση -εφεσίβλητο), το συνολικό ποσό των 9.710,21 ευρώ, β) στην τρίτη ενάγουσα ………… (ήδη δεύτερη καθ΄ής η κλήση – εφεσίβλητη), το συνολικό ποσό των 28.183,14 ευρώ,γ) στον τέταρτο ενάγοντα ………. …….. (ήδη τρίτο καθ΄ού η κλήση- εφεσίβλητο) το συνολικό ποσό των 23.353,16 ευρώ και δ) στον πέμπτο ενάγοντα ……… (ήδη τέταρτο καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητο), το συνολικό ποσό των 18.588,81 ευρώ, όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Η δε δικαστική δαπάνη θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των ως άνω διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, αντιµωλία των διαδίκων, την κρινόμενη από 13-1-2015 έφεση, στα πλαίσια που αναιρέθηκε η υπ΄αρ. 351/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουµένη υπ΄αρ. 5060/2014 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών).
Κρατεί και δικάζει την από 7-1-2013 (με αριθμό κατάθεσης ……/2013) αγωγή.
Δέχεται εν µέρει αυτή.
Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενηοφείλει να καταβάλει: α) Στον δεύτερο ενάγοντα …… (ήδη πρώτο καθ΄ού η κλήση -εφεσίβλητο), το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων επτακοσίων δέκα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (9.710,21 ευρώ), β) στην τρίτη ενάγουσα ………. (ήδη δεύτερη καθ΄ής η κλήση – εφεσίβλητη), το συνολικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων εκατόν ογδόντα τριών ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών (28.183,14 ευρώ), γ) στον τέταρτο ενάγοντα ……… (ήδη τρίτο καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητο), το συνολικό ποσό των εικοσιτριών χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και δέκα έξι λεπτών (23.353,16 ευρώ) και δ) στον πέμπτο ενάγοντα ……. (ήδη τέταρτο καθ΄ού η κλήση – εφεσίβλητο) το συνολικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (18.588,81 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τους χρόνους που αναφέρονται ειδικότερα στο σκεπτικό, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 24 Φεβρουαρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ