Περίληψη
Στην περίπτωση που αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης. Εξάλλου, εφόσον στον σχετικό Γ.Ο.Σ γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν.128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Επιπλέον, καθ’ό μέρος η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νομίμως ανατοκίζεται.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 232 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Φλώρου.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυµης τραπεζικής εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Μπαντή -Βαδή (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της εφεσίβλητης – καθ’ής η ανακοπή, την από 21-7-2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης …../2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2014, ανακοπή του, κατά της υπ’αρ. 738/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της, βάσει αυτής, από 18-6-2014 επιταγής προς πληρωμή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αρ. 2269/2019 οριστική απόφασή του, δικάζοντας, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, κατά τηνορθή ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649,650, 591 παρ.1ΚΠολΔ (και όχι με την τακτική διαδικασία με την οποίαείχε εισαχθεί), απέρριψε την ως άνω ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ανακόπτων – ήδη εκκαλών με την ένδικη από 28-11-2019 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../28-11-2019, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ…………/11-12-2019, προσδιορίστηκε δε αρχικά για τη δικάσιμο της 14ης-1-2021 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 22.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις της, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2269/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ορθή ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650, 591 παρ.1ΚΠολΔ σε συνδ. με τα άρθρα 632 παρ.2 και 937 παρ.3 ΚΠολΔ και όχι με την τακτική διαδικασία με την οποία είχε αρχικά εισαχθεί (άρθρο 591 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως τα άρθρα αυτάίσχυαν πριν τροποποίησή τους με τον Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές (και τις ανακοπές), οι οποίες ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1ΚΠολΔ) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα έλαβε χώρα στις 29-10-2019, (όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ………../29-10-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 28-11-2019, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης.
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρ.19, 533 παρ.1,2) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).΄Εχει κατατεθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Ι. Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ), σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔ), που στηρίζουν τους λόγους της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, διότι στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1026/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Πειρ. 405/2015, Εφ.Πειρ. 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βάσιμα μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, δηλαδή η μερική ακύρωση της διαταγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της (ΑΠ 368/2019 ο.π., Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Πειρ. 37/2016,Εφ.Πειρ.(Μον). 266/2020αδημ.,Εφ.Αθ.(Μον). 327/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Περαιτέρω με την υπ΄αρ. 2286/1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στην οποία, με τους ορισμούς του Ν. 1266/1982, περιήλθαν οι αρμοδιότητες της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής, ασκούμενες δια πράξεων του Διοικητή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από αυτόν, ορίστηκε ότι το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της τραπεζικής χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων, που εκάστοτε ισχύουν, και μπορούν, συνεπώς, να είναι υπέρτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και διευκρινίσθηκε με την υπ΄αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ Α`152/9-8-2004), επιτροπής η οποία συστήθηκε με απόφαση του Διοικητή της και οι αποφάσεις της οποίας έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, κατά την οποία, ειδικότερα, αφού ελήφθησαν υπ’ όψη, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων, εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες, για τον λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, απέληξε στην απόφαση ότι δεν είναι συμβατός προς τις αρχές του εσωτερικού και Κοινοτικού Δικαίου, «ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και τον σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό». Ενόψει τούτων, η ελεύθερη, δηλονότι ανεξάρτητη των δικαιοπρακτικών επιτοκίων, διαμόρφωση των τραπεζικών, αποτελεί θεμιτό, κατοχυρωμένο από τους κανόνες του εσωτερικού και κοινοτικού δικαίου, δικαίωμα της πιστοδότριας τράπεζας, η άσκηση του οποίου μάλιστα δεν προσκρούει ούτε στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 2037/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 652/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975: «Επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της (…) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζομένης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 368/2019 ο.π., ΑΠ 430/2005, Eφ.Αθ. 5/2018, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Θεσ. 473/2017, Εφ.Πειρ. 369/2015, Εφ.Αθ. 1159/2012, Εφ.Θεσ.(Μον).154/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, ενόψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975 μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1034/2013 Αρμ. 2014.623, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251, Εφ.Θεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2001.81, Εφ.Αθ. 1558/2007 ΕλλΔνη 2007.902). Εφόσον στον σχετικό Γ.Ο.Σ γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν.128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Επιπλέον, καθ’ό μέρος η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νομίμως ανατοκίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 35/1997 Δ/νη 1997.1530, Εφ.Αθ. 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων – ήδη εκκαλών, ζητούσε με την από 21-7-2014, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../21-7-2014, ανακοπή του κατά της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητης, να ακυρωθεί, για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, η υπ’αρ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και η από 18-6-2014 επιταγή προς πληρωμή, συνταχθείσα κάτωθεν αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης της καθ’ής η ανακοπή τραπεζικής εταιρίαςκαι με την οποία, επιτασσόταν να καταβάλει στην τελευταία, από την από 2-12-2009 (με αρ. ……) σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου στεγαστικής πίστης σε συνδ. με την από 1-8-2011 πρόσθετη πράξη αυτής, το ποσό των 317.535,04 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, όπως αυτά αναλύονται στην προσβαλλόμενη διαταγή και επιταγή.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2269/2019), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή (στην οποία επιτρεπτά σωρεύονται οι ανακοπές του άρθρου 632 ΚΠολΔ και του άρθρου 933 ΚΠολΔ),ως προς το σκέλος της που αφορά στην ανακοπτόμενη ως άνω διαταγή πληρωμής, (απορρίπτοντας αυτήν ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς το σκέλος της που στρέφεται κατά της επιταγής προς εκτέλεση, διότι δεν βάλλει κατ΄αυτής με κάποιο συγκεκριμένο λόγο), ακολούθωςτην απέρριψε συνολικά, κρίνοντας τον τελευταίο (τέταρτο) λόγο της, ως νομικά αβάσιμο και τους λοιπούς λόγους της προεχόντως ως αόριστους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).
Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν (μέσα στα πλαίσια των οποίων, όπως προεκτέθηκε, θα εξετάσει το παρόν Δικαστήριο την ένδικη υπόθεση), και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του.
Ειδικότερα ο εκκαλών, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της έφεσης, βάλλει κατά της εκκαλουμένης απόφασηςως προς τα κεφάλαια αυτής με τα οποία απέρριψε (ως αόριστους) τους λόγους της ανακοπής του κατά της επίμαχης διαταγής πληρωμής, που σχετίζονταν με την εφαρμογή, κατά τους ισχυρισμούς του, άκυρων και καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), οι οποίοι περιέχονταν στην ανωτέρω αναφερθείσα σύμβαση δανείου, και αφορούσαν στην επιβολή υπερβολικών ποσών τόκων, διότι, αφενός μεν η καθ’ής η ανακοπή δεν προέβη σε μείωση του κυμαινόμενου επιτοκίου,αφετέρου δε με τον παράνομο, όπως υποστηρίζει, τοκισμό και ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975 με την οποία είχε επιβαρυνθεί, με βάση τα αναφερόμενα στην ως άνω συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση.
Πιο συγκεκριμένα, ο ανακόπτων -εκκαλών ισχυρίζεται, με την ένδικη έφεσή του, ότι η καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητη προέβη παράνομα σε τοκισμό και ανατοκισμό της εισφοράς του Ν.128/1975, την οποία είχε συμβατικά μετακυλίσει σε αυτόν, καθώς, όπως υποστηρίζει, ανατοκισμός επιτρέπεται επί καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών (όπως αυτή του Ν.128/1975) ή άλλων προμηθειών και εξόδων, με αποτέλεσμα η ακυρότητα των επιμέρους ποσών (των τόκων επί της εισφοράς αυτής) να επηρεάζει την αποδεικτικτότητα των εγγράφων, βάσει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της (καθ’ής) δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατος ο προσδιορισμός του πραγματικού ποσού της οφειλής του και αντίστοιχα της απαίτησης της τράπεζας, γεγονός που επιφέρει την ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.
Με αυτό το περιεχόμενο, ωστόσο, οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στην (υπό στοιχείο Ι) μείζονα σκέψη,αορίστως προβάλλονται, παρά τους αβάσιμους, περί του αντιθέτου, ισχυρισμούς του ανακόπτοντος- εκκαλούντος. Κι αυτό διότι, ο τελευταίος,αμφισβητείγενικά και ασαφώς το ύψος της απαίτησης, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιοκαι χωρίς να προσδιορίζει, είτε τα συγκεκριμένα ποσά των τόκων, με τα οποία επιβαρύνθηκε από τον παράνομο, κατά την άποψή του, ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής του, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα ο εν λόγω ανατοκισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος, με τη διαταγή πληρωμή, ποσού και η ακύρωση (αν ήθελε κριθεί ο λόγος αυτός, ουσιαστικά βάσιμος) της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος. Πέραν αυτού, σε κάθε περίπτωση, οι ως άνω λόγοι είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, καθώς, όπως επίσης εκτέθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙΙ(σε συνδυασμό με την υπό στοιχείο ΙΙ) μείζονα σκέψη, το ποσό της εισφοράς του Ν.128/1975, που νόμιμα μπορεί να μετακυλιθεί, κατά τα προεκτεθέντα, βάσει συμβατικού όρου, όπως εν προκειμένω στον δανειολήπτη από την πιστοδότρια τράπεζα, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 330/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), νόμιμα επίσης μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (Ολ.ΑΠ 35/1997,ο.π, Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Συνεπώς, τα όσα αντίθετα με τα παραπάνω υποστηρίζει ο ανακόπτων με την έφεσή του είναι αβάσιμα και, επομένως, απορριπτέα.
Κατόπιντων ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το Δικαστήριο τούτο παραδεκτά συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ΄ουσία. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος του ηττηθέντος και στην εκκλητή δίκη ανακόπτοντος – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση.
Δέχεται τυπικά αυτήν και
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τον εκκαλούντα, παράβολο (e-παράβολο με αρ. ………./ 2019, ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 20 Απριλίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ