Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ` εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο χρόνο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για τον λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν αυτός κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζόμενου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός (ένσταση) της έκπτωσης αλλαχού κερδηθέντων του εργοδότη κατά της αγωγής του μισθωτού που διώκει την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, πρέπει να προσδιορίζεται σε ποιον συγκεκριμένο εργοδότη απασχολήθηκε ο μισθωτός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας του και το ύψος των αποδοχών που είχε από την ενασχόληση του αυτή στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη, ως και περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή του στοιχείου της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος. Τέλος, για να είναι ορισμένη, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού, πρέπει να διαλαμβάνονται τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 253/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σταματογιάννη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Φουφόπουλο (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας, την από 31-12-2018, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/7-1-2019, αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1288/9-4-2020 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη με την κρινόμενη από 10-12-2021 έφεσή της κατά της ενάγουσας – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./10-12-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./16-11-2022, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 14.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της έφεσης από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ως άνω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 1288/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 παρ.3 621 επ.), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της οριζόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, δεδομένου ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης στις 12-11-2021 (βλ. σχετική σημείωση επί του αντιγράφου αυτής της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών ……………..) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10-12-2021, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ παραβόλου, διότι, σύμφωνα με το εδ. στ΄ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές), όπως η προκείμενη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Τέτοια υποχρέωση του εργοδότη, πλην της καταβολής του μισθού, συνιστά η από το άρθρο 18 του Ν. 1082/1980 προβλεπομένη υποχρέωση αυτού χορήγησης στον εργαζόμενο, κατά την εξόφληση των αποδοχών, εκκαθαριστικού σημειώματος, όπου απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε είδους αποδοχές του τελευταίου και οι επ` αυτών κρατήσεις. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ` εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο χρόνο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν αυτός κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει επομένως προς ευθεία ικανοποίηση της απαίτησης εκείνου που το ασκεί (εργαζομένου), αλλά μόνο προς εξασφάλιση της απαίτησής του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή (εργοδότη) προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ` αυτόν αντιπαροχής (ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 836/2019, ΑΠ 145/2019, 114/2017, 1342/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα, όμως, επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Ως καταχρηστικώς ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι` αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη. Η κατά τα άνω καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας καθιστά την επίσχεση παράνομη, με συνέπεια να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αυτής, δηλαδή να μην καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη, ο οποίος δεν οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό που ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης τις αποδοχές υπερημερίας. (ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 947/2019, ΑΠ 836/2019, 145/2019, 766/2018, 114/2017, 324/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 1153/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό την επίκληση, ωστόσο, της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετωπίζει μία επιχείρηση και μάλιστα όταν αυτή διαρκεί για σημαντικό διάστημα, δεν μπορεί ν`αξιωθεί από τον εργαζόμενο να συνεχίσει να παρέχει την εργασία του επί σειρά μηνών, χωρίς να του καταβάλλονται οι αποδοχές του, που συνήθως αποτελούν το μοναδικό πόρο βιοπορισμού αυτού και της οικογένειάς του, αφού υπό την εκδοχή αυτή το μισθολογικό κόστος λειτουργίας της επιχείρησης θα μετακυλιόταν σε βάρος του εργαζόμενου. Ο εργοδότης οφείλει στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες προκειμένου να προβεί στη μείωση του κόστους λειτουργίας της επιχείρησής του και ειδικότερα του μισθολογικού, στην περίπτωση που αυτό είναι ο αποφασιστικός παράγων για διαδοχικές ζημιογόνες χρήσεις, περιλαμβανομένων, εφόσον τούτο ήθελε κριθεί αναγκαίο, και των μέτρων εφαρμογής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας ή, τέλος, καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μέρους του προσωπικού της επιχείρησης. Ακόμη, η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, γ) με την καθοιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εργασίας, όπου περιλαμβάνεται και η λύση αυτής με καταγγελία, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της τήρησης των κατά νόμο διατυπώσεων και δ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη (ΑΠ 145/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ναι μεν η αδικαιολόγητη άρνηση του μισθωτού να παρέχει τις υπηρεσίες του μπορεί κατά τις περιστάσεις να αξιολογηθεί ως συμπεριφορά που, κατ` αντικειμενική κρίση, εκφράζει τη βούληση αυτού να καταγγείλει ο ίδιος την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 2238/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πλην όμως στην περίπτωση που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης ή ότι συνεχίζει την επίσχεση, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει λυθεί από τον μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του, με την επίκληση εκ μέρους του εργοδότη της καταχρηστικότητας ή έλλειψης των νομίμων προϋποθέσεων της επίσχεσης εργασίας, πολλώ δε μάλλον εάν ο μισθωτός με δήλωσή του έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη του ότι προτίθεται να επιστρέψει στην εργασία του μετά την ολοσχερή εξόφληση των οφειλομένων σε αυτόν καθυστερουμένων αποδοχών, για τις οποίες προέβη στην επίσχεση (ΑΠ 324/2017, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1502/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 656 εδ. β`του ΑΚ, ορίζεται ότι, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο μισθωτός ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να αποκλείσει τον πλουτισμό του εργαζομένου από τη μη παροχή της εργασίας του (ΑΠ 1447/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ωφέλεια πρέπει να είναι πραγματική και να πραγματοποιήθηκε κατά τον ίδιο χρόνο, που θα παρεχόταν η εργασία από τον μισθωτό, αν αυτή δεν είχε αποκρουστεί. Επομένως, από τις οφειλόμενες από τον εργοδότη αποδοχές υπερημερίας, ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει την ωφέλεια που αποκόμισε ο μισθωτός από τη ματαίωση της εργασίας του, δηλ. από τη χρησιμοποίηση του χρόνου που έμεινε ελεύθερος λόγω της υπερημερίας του εργοδότη και από την αξιοποίησή του είτε με αυτοαπασχόληση, είτε με παροχή εργασίας σε άλλον εργοδότη, από την οποία αποκόμισε ωφέλεια. Αναγκαία, δηλαδή, κατά νόμο προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι η ωφέλεια αυτή να συνδέεται αιτιωδώς με το γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη του και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε στην άλλη επαγγελματική του δραστηριότητα (ΑΠ 1539/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν αφαιρείται η ωφέλεια που δεν συνδέεται αιτιωδώς με την υπερημερία του εργοδότη, προερχόμενη από την αξιοποίηση (προϋπάρχουσα ή μη) εκ μέρους του μισθωτού του εκτός του ωραρίου εργασίας χρόνου του. Επίσης, δεν τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την υπερημερία του εργοδότη και δεν εκπίπτονται παροχές, όπως οι συντάξεις γήρατος, το επίδομα ανεργίας κ.λπ., διότι οι παροχές αυτές δεν συνδέονται με τη χρησιμοποίηση του ελεύθερου χρόνου εργασίας του μισθωτού (ΑΠ 1451/2019, ΑΠ 302/1984). Για να είναι, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορισμένος ο παραπάνω ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση (έκπτωσης αλλαχού κερδηθέντων) του εργοδότη κατά της αγωγής του μισθωτού που διώκει την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, πρέπει να προσδιορίζεται σε ποιον συγκεκριμένο εργοδότη απασχολήθηκε ο μισθωτός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας του και το ύψος των αποδοχών που είχε από την ενασχόληση του αυτή στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη, ως και περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή του στοιχείου της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος. Στην περίπτωση δε που ο εργαζόμενος ασκούσε ελεύθερο επάγγελμα, πρέπει να προσδιορίζονται οι εν λόγω επαγγελματικές δραστηριότητες του μισθωτού με αναφορά στις συγκεκριμένες αμοιβές που εισέπραξε ο τελευταίος από τις δραστηριότητες αυτές (ΑΠ 1451/2019, ΑΠ 167/2018, 1447/2017, ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 363/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να διαλαμβάνονται και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του Ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ. 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 836/2019, ΑΠ 529/2016, ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 1688/2012, ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη εξέθετε στην ως άνω από 31-12-2018 αγωγή (με την οποία παραιτήθηκε του δικογράφου της προηγουμένως ασκηθείσας με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ.) ………../2018 αγωγής της), ότι, δυνάμει της από 1-12-2008 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από την εναγόμενη, προκειμένου να εργαστεί ως λαντζιέρα, στην επιχείρηση ζαχαροπλαστείου που διατηρούσε η τελευταία στον Πειραιά (οδός ……….), αντί μηνιαίου μισθού 875 ευρώ. Ότι, αν και η ίδια παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες της, η εναγόμενη, από τον Μάρτιο του έτους 2012, δεν της κατέβαλε το σύνολο των δεδουλευμένων της, αλλά προέβαινε σε τμηματικές έναντι αυτών, καταβολές, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να προβεί, από τις 25-6-2013, σε επίσχεση εργασίας, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, στις 19-12-2014 η εναγόμενη αποβλήθηκε από το μίσθιο στο οποίο λειτουργούσε το ως άνω κατάστημά της, λόγω, εκ δυστροπίας, μη καταβολής των μισθωμάτων αυτού, εξακολουθώντας ωστόσο να είναι υπερήμερη ως προς την καταβολή των αποδοχών της ενάγουσας, καθώς δεν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, ούτε προέβη σε διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησής της ενώπιον των αρμόδιων αρχών. Ζητούσε δε ακολούθως, η ενάγουσα, όπως παραδεκτά (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της) περιόρισε συνολικά το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι ασκήθηκε νόμιμα από αυτήν το δικαίωμα επίσχεσης, καθώς επίσης ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει, με βάση την ως άνω σύμβαση εργασίας της, επικουρικά δε σε περίπτωση που η τελευταία κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού α) ως δεδουλευμένες αποδοχές της για το έτος 2013 το ποσό των 3.062,50 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, β) ως αποδοχές υπερημερίας (επίσχεσης) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως και 31-12-2018, το συνολικό ποσό των 66.495 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια επίσης αναλύονται στην αγωγή και γ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία προσβολής της προσωπικότητάς της, που επήλθε από τη δόλια άρνηση εκ μέρους της εναγόμενης να καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές της και τις ψευδείς υποσχέσεις της για την καταβολή αυτών, το ποσό των 10.000 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 79.557,50 ευρώ. Όλα δε τα ανωτέρω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία που το καθένα εξ αυτών κατέστη απαιτητό, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως από την επίδοση αυτής έως την πλήρη εξόφληση.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1288/2021), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματός της περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, καθώς και του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο, μετά την μετατροπή του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο. Ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη (ως προς την κύρια βάση της) και αναγνώρισε την από 28-6-2013 νόμιμη άσκηση εκ μέρους της ενάγουσας του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας, καθώς και την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα ως δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, το συνολικό ποσό των 20.866,34 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη, με το νόμιμο τόκο, κατά τις επίσης σε αυτήν αναφερόμενες διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση. Επέβαλε, τέλος, εις βάρος της εναγόμενης, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, λόγω της εν μέρει νίκης της και ανάλογα με την έκταση αυτής, την οποία όρισε στο ποσό των 625 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η αγωγή της αντιδίκου της και να καταδικαστεί η τελευταία στη δικαστική της δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ……… και …………, αντίστοιχα, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η ενάγουσα προσλήφθηκε, δυνάμει της από 1-12-2008 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εναγόμενη – εργοδότριά της, προκειμένου να εργαστεί ως λαντζιέρα, στην επιχείρηση ζαχαροπλαστείου που διατηρούσε η τελευταία στον Πειραιά (οδός ……..) με τον διακριτικό τίτλο ‘………., αντί μηνιαίων καθαρών αποδοχών 875 ευρώ. Παρότι δε η ενάγουσα παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες της, η εναγόμενη, από τον Μάρτιο του έτους 2012, δεν της κατέβαλε το σύνολο των δεδουλευμένων της, αλλά προέβαινε σε τμηματικές έναντι αυτών, καταβολές, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να προβεί τον Ιούνιο του έτους 2013, στην άσκηση του δικαιώματός της περί επίσχεσης εργασίας. Ειδικότερα, η ενάγουσα με την από 25-6-2013 εξώδικη δήλωσή της, η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη στις 27-6-2013 (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../27-6-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………….), γνωστοποίησε στην τελευταία ότι προβαίνει σε επίσχεση εργασίας, από 28-6-2013, για τις ληξιπρόθεσμες δεδουλευμένες (καθαρές) αποδοχές που της οφείλονταν έως τότε και συγκεκριμένα για τους μισθούς Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2012, ήτοι για ποσό (875 ευρώ Χ 5=) 4.375 ευρώ, για μέρος των μισθών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2012 το ποσό των (437 + 437=) 874 ευρώ, για επίδομα αδείας 2012 το ποσό των 437 ευρώ, για μέρος του μισθού Ιανουαρίου 2013 το ποσό των 437 ευρώ, για τους μισθούς Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2013 το ποσό των (875 Χ 5=) 4.375 ευρώ, για Δώρο Πάσχα 2013 το ποσό των 437,5 ευρώ και για επίδομα αδείας 2013 το ποσό των 437,5 ευρώ. Η άσκηση του ως άνω δικαιώματος επίσχεσης εργασίας της ενάγουσας έγινε νομότυπα, ενώ περαιτέρω συνέτρεχαν και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκησή του, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού η επίσχεση έλαβε χώρα προς την εξασφάλιση της ικανοποίησης των ως άνω αξιώσεων της ενάγουσας κατά της εναγόμενης, οι οποίες ήταν βάσιμες, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές (βλ. σχετικά και το υπ’ αρ. …../20-12-2013 δελτίο εργατικής διαφοράς του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Κεντρικού Τομέα Πειραιά του Σ.ΕΠ.Ε., στο οποίο καταγράφεται η δήλωση της εναγόμενης περί αναγνώρισης της οφειλής, εκ μέρους της, δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας, έξι μηνών του έτους 2012 και όλου του έτους 2013, του Δώρου Χριστουγέννων του έτους 2013 και της αποζημίωσης μη ληφθείσης αδείας του ίδιου έτους). Συνεπώς, η εναγόμενη είχε υποχρέωση να καταβάλλει τις αποδοχές της ενάγουσας, από τον χρόνο άσκησης της επίσχεσης εργασίας της και εφεξής, χωρίς αυτή (ενάγουσα) να υποχρεούται σε παροχή εργασίας. Η άσκηση δε του επίδικου δικαιώματος επίσχεσης από την ενάγουσα δεν ήταν καταχρηστική, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο άσκησής του υπήρχε ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών της από την εναγόμενη, η οποία ήδη, από τον Μάρτιο του 2012, όπως προαναφέρθηκε, καθυστερούσε συστηματικά στην καταβολή των αποδοχών της ενάγουσας, δημιουργώντας εύλογα σε αυτήν αβεβαιότητα για την εκπλήρωση της οφειλής της. Εξάλλου, πριν την άσκηση της επίσχεσης, η ενάγουσα είχε οχλήσει επανειλημμένως την εναγόμενη – εργοδότριά της για την εξόφληση των δεδουλευμένων της, ακόμη και με προσφυγές στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, χωρίς ωστόσο να υπάρξει συμμόρφωση από την πλευρά της τελευταίας (εργοδότριας). Δεν αποδείχθηκε δε ότι η απουσία της ενάγουσας από τη θέση εργασίας της κατά το διάστημα που τελούσε σε επίσχεση, προκάλεσε στην επιχείρηση της εναγόμενης δυσανάλογη ζημία, καθώς, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν η εναγόμενη, στην είχε απόλυτη ανάγκη την εργασία της ενάγουσας, θα είχε προβεί σε κάποιες ενέργειες, όπως σε μερική τουλάχιστον καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών της και κλήση αυτής, ώστε να επανέλθει στην εργασία της στις οποίες, ωστόσο δεν προέβη. Από την άλλη πλευρά, η ενάγουσα αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα βιοπορισμού ένεκα της μη καταβολής των δεδουλευμένων της, καθώς αυτή δεν είχε άλλη πηγή εισοδημάτων (βλ. σχετικά την κατάθεση της ως άνω μάρτυρα απόδειξης αλλά και τις από 3-4-2018 και από 11-4-2018 βεβαιώσεις της Κοινωφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Πειραιά (ΚΟ.Δ.Ε.Π.) και του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, αντίστοιχα, όπου αναφέρεται, στην μεν πρώτη εξ αυτών, ότι η ενάγουσα εξυπηρετείται από τις κοινωνικές δομές του ΚΟ.Δ.Ε.Π. από 7-12-2017, λόγω της δυσχερούς οικονομικής της κατάστασης, στη δε δεύτερη, ότι αυτή σιτίζεται καθημερινά στο ενοριακό συσσίτιο από το έτος 2014. Εφόσον, λοιπόν, βάσει των παραπάνω, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν προέβη η ενάγουσα σε καταχρηστική άσκηση του εν λόγω δικαιώματός της (επίσχεσης), ορθά, απορρίφθηκε η πρωτοδίκως προσβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, η εναγόμενη πρόβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό, που επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, περί απασχόλησης της ενάγουσας, ήδη από τον πρώτο μήνα της επίσχεσης εργασίας της, σε άλλη ομοειδή επιχείρηση και ειδικότερα στο καφενείο του …………. στον Πειραιά, οπότε δεν της οφείλονται αποδοχές υπερημερίας. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης, τον οποίο επιχείρησαν να ενισχύσουν ο παραπάνω αναφερθείς μάρτυρας ανταπόδειξης (αδερφός της) στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ο …………. (θείος της) στην υπ΄αρ…………./8-1-2019 ένορκη βεβαίωση του, την οποία προσκομίζει η εναγόμενη και λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, στα πλαίσια της προγενέστερης της ένδικης, ασκηθείσας αγωγής, κρίνεται απορριπτέος ως αναπόδεικτος και από το παρόν Δικαστήριο, όπως και από το πρωτοβάθμιο. Κι αυτό διότι, αν η ενάγουσα εργαζόταν, κατά το χρόνο της επίσχεσης εργασίας της, σε άλλον εργοδότη και με αποδοχές ανάλογες με αυτές που λάμβανε από την εναγόμενη, δεν θα αναγκαζόταν να εργάζεται περιστασιακά, λίγες ημέρες το μήνα, ως οικιακή βοηθός, όπως αναφέρει η μάρτυράς της (η οποία δεν συγγενεύει με αυτήν και η κατάθεσή κρίνεται πλέον αξιόπιστη), ούτε να σιτίζεται στο συσσίτιο της ενορίας της και να εξυπηρετείται από τις δημοτικές κοινωνικές δομές, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω βεβαιώσεις. Εξάλλου, στον ίδιο ως άνω (τρίτο) λόγο της έφεσής της, η εναγόμενη υποστηρίζει ότι η εκκαλουμένη έπρεπε τουλάχιστον να αφαιρέσει από το επιδικασθέν ποσό των μισθών υπερημερίας, το ποσό των 100-200 ευρώ μηνιαίως, που, κατά τα αναφερόμενα από τη μάρτυρά της, αποκόμιζε η ενάγουσα από την περιστασιακή εργασία που παρείχε αυτή ως οικιακή βοηθός. Κι αυτός, όμως, ο ισχυρισμός της εναγόμενης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς δεν πρόβαλε την ένσταση της έκπτωσης των αλλαχού κερδηθέντων, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη σχετική μείζονα σκέψη, και κατά συνέπεια, τα αναφερόμενα από τη μάρτυρα της ενάγουσας, ότι η τελευταία εργαζόταν περιστασιακά ως οικιακή βοηθός, δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό των δικαιούμενων από αυτήν αποδοχών υπερημερίας, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Δεν προέκυψε δε ότι η ενάγουσα δεν προσπάθησε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα να ανεύρει άλλη εργασία, αλλά αυτό ήταν δύσκολο, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της (48 ετών κατά το χρόνο της επίσχεσης) σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, η οποία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της κατά την περίοδο εκείνη. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη ως προς την υποχρέωσή της να καταβάλει τις συμφωνηθείσες αποδοχές της ενάγουσας, κατά το χρονικό διάστημα από 28-6-2013 έως 19-12-2014, οπότε η εναγόμενη αποβλήθηκε από το μίσθιο κατάστημα, στο οποίο στεγαζόταν επιχείρησή της και έπαυσε, έκτοτε, de facto η λειτουργία αυτής. H ίδια η ενάγουσα, στην από 27-5-2015 υπεύθυνη δήλωσή της προς το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων του Κεντρικού Τομέα Πειραιά, ανέφερε ότι εργάσθηκε στην επιχείρηση της εναγόμενης έως την ως άνω ημερομηνία (19-12-2014), ζητώντας αποδοχές για το διάστημα αυτό και επιπλέον αποζημίωση απόλυσης, θεωρώντας προφανώς, κατά τον ανωτέρω χρόνο που σταμάτησε ουσιαστικά η λειτουργία της επιχείρησης, ως καταγγελθείσα τη σύμβαση εργασίας της. Επομένως, ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το αίτημα της αγωγής περί καταβολής στην ενάγουσα αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά την 19η-12-2014. Σχετικά δε με το κεφάλαιό της αυτό, η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με την κρινόμενη έφεση. Εξάλλου, ορθά επίσης απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ένσταση παραγραφής που πρόβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη αναφορικά με τις αγωγικές αξιώσεις του έτους 2013 (άρθρα 247, 250 αρ.17 και 253 του ΑΚ), ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της νόμιμης αντένστασης διακοπής παραγραφής που πρόβαλε η ενάγουσα (άρθρα 261 και 263 του ΑΚ) και ως ουσιαστικά βάσιµης. Ειδικότερα, ο χρόνος παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων διακόπηκε, µε την άσκηση από την ενάγουσα της από 21-6-2018 και µε αριθµό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/2018 αγωγής (που κοινοποιήθηκε νόμιμα στην εναγόμενη, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………./25-6-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………), η οποία ήταν προγενέστερη της ένδικης, µε όµοια ιστορική και νοµική βάση με την τελευταία. Η ενάγουσα παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή, κατά τα αναφερθέντα στην αρχή της παρούσας, από του δικογράφου της ως άνω προηγουμένως ασκηθείσας αγωγής, ωστόσο, η παραγραφή των ανωτέρω αξιώσεων θεωρείται διακοπείσα από την άσκηση της εν λόγω αρχικής αγωγής, κατά τον χρόνο της της οποίας δεν είχε παρέλθει η πενταετής παραγραφή αυτών. Όσον αφορά δε στο επίδοµα ανεργίας (λόγω επίσχεσης), που έλαβε η ενάγουσα από τον Ο.Α.Ε.Δ., συνολικού ποσού 2.376 ευρώ (βλ. το προσκοµιζόμενο από την εναγόμενη υπ’ αρ. πρωτ. ……../2014 έγγραφο του αρµόδιου Γραφείου του Ο.Α.Ε.Δ.), αυτό συνιστά παροχή που δεν συνδέεται τη χρησιµοποίηση του ελεύθερου χρόνου εργασίας του μισθωτού και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την υπερηµερία του εργοδότη, µε συνέπεια να µην αφαιρείται, από τους µισθούς υπερηµερίας µε τη δικαστική απόφαση που τους επιδικάζει, απορριπτομένου του σχετικού (περί αφαίρεσης) ισχυρισμού της εναγόμενης, ως μη νόμιμου. Ο εναγόμενος – εργοδότης έχει µόνο το δικαίωµα, κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης (που επιδικάζει µισθούς υπερημερίας) να παρακρατήσει από αυτούς (μισθούς) το ποσό του επιδόματος ανεργίας και στη συνέχεια υποχρεούται να το αποδώσει στον Ο.Α.Ε.Δ.,κατ’ άρθρο 31 ν.δ. 2698/1953, καταβάλλοντας στον εργαζόμενο, τη διαφορά (Εφ.Θεσ. 42/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, παρότι για την αξίωση αποδοχών του μισθωτού, λαμβάνονται υπόψη οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, στην ένδικη περίπτωση, εφόσον αξιώνονται από την ενάγουσα οι καθαρές αποδοχές της (875 ευρώ μηνιαίως) το Δικαστήριο, με βάση την αρχή της διάθεσης, δεν μπορεί να επιδικάσει μεγαλύτερο του αιτούμενου από αυτήν ποσού (άρθρα 106, 559 αρ.9 ΚΠολΔ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έλαβε υπόψη για την εξεύρεση των οφειλόμενων ποσών στην ενάγουσα, τις ακαθάριστες αποδοχές της (920 ευρώ μηνιαίως), έσφαλε, όπως βάσιμα παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός και κατ΄ουσία. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, οφείλονταν από την εναγόμενη στην ενάγουσα, η οποία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, άσκησε νόμιμα το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας, ως αποδοχές υπερηµερίας για το χρονικό διάστημα από 28-6-2013 έως 19-12-2014, το ποσό των [(875 ευρώ Χ 17,7 µήνες=) 15.487,50 ευρώ, κατ΄ορθό μαθηματικό υπολογισμό, + 875 ευρώ (αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2014) + 437 ευρώ (δώρο Πάσχα 2014) + 437 ευρώ (επίδοµα αδείας 2014)=] 17.236,50 ευρώ και για δεδουλευµένους µισθούς των µηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2013 το ποσό των (875 ευρώ Χ 3=) 2.625 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 19.861,50 ευρώ. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό που αφορά στο δώρο Πάσχα του έτους 2014, γενομένης δεκτής ως παραδεκτής, νόμιμης (άρθρο 416 ΑΚ) και ακολούθως και ως ουσιαστικά βάσιμης, ως προς τον κονδύλι αυτό, της σχετικής ένστασης μερικής εξόφλησης που πρόβαλε πρωτοδίκως η εναγόμενη και την οποία επαναφέρει με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της. Ειδικότερα, η εναγόμενη ορισμένως επικαλέστηκε στις πρωτόδικες προτάσεις της ότι, στις 7-4-2014 κατέβαλε στην ενάγουσα το ως άνω ποσό ως εξόφληση του επιδόματος δώρου Πάσχα 2014. Το γεγονός δε αυτό προκύπτει από το από 18-4-2014 (με αρ. πρωτ. ………/92/272- α΄) έγγραφο του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, όπου αναφέρεται ότι, στις 7-4-2014 περί ώρα 22, η …….. (ήδη εναγόμενη) συνελήφθη από αστυνομικούς της ως άνω υπηρεσίας στα πλαίσια του αυτοφώρου, κατόπιν έγκλησης της εργαζόμενης …….. (ήδη ενάγουσας) για το αδίκημα της μη καταβολής δώρου Πάσχα στην τελευταία, το οποίο στη συνέχεια της κατέβαλε (437 ευρώ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση μερικής εξόφλησης της εναγόμενης και ως προς το παραπάνω κονδύλι ως αόριστη, γενομένου δεκτού του ως άνω σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης. Αντίθετα, ως προς τα λοιπά κονδύλια που περιλαμβάνει η προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση μερικής εξόφλησης, ορθώς αυτή απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη πρωτίστως ως αόριστη, καθώς δεν αναφέρεται στην ένσταση ο χρόνος καταβολής τους, όπως απαιτείται για το ορισμένο αυτής, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη σχετική νομική σκέψη, ενώ παρέλκει η εξέταση των λόγων που αφορούν στην ουσιαστική βασιμότητά της, απορριπτομένων των όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της, ως αβάσιμων. Συνεπώς, η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 19.424,50 ευρώ (19.861,50 – 437 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την πρώτη του επόμενου του µήνα για τον οποίο οφείλεται ο κάθε μισθός, ενώ για τα επιδόµατα εορτών Χριστουγέννων και αδείας, από την 1-1-2015, έως την πλήρη εξόφληση.
Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου ως άνω λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, (πρέπει) να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η νομιμότητα της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους της ενάγουσας, καθώς επίσης ότι η εναγόμενη – εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη για τις ως άνω αιτίες τα προαναφερθέντα ποσά και συνολικά το ποσό των 19.424,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 10-12-2021 έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και εν μέρει κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1288/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Κρατεί την από 31-12-2018 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ασκήθηκε νόμιμα από την ενάγουσα το αναφερόμενο στο σκεπτικό δικαίωμα επίσχεσης εργασίας της.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης – εκκαλούσας να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, το ποσό των δεκαεννιά χιλιάδων τετρακοσίων εόκοσι τεσσάρων ευρώ και πενήντα λεπτών (19.424,50 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις για κάθε επιμέρους ποσό, έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 9 Μαΐου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ