ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη:
Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στην οικογένεια δε του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας, περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συμβίωναν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Μεταξύ των προσώπων αυτών περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, oι παππούδες και από τους αγχιστείς μόνο οι του πρώτου βαθμού. Περαιτέρω, μόνη η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, μεταξύ των οποίων και η οδήγηση υπό την επήρεια αλκόολ και ναρκωτικών ουσιών δεν καθιερώνει μεν αυτή κάθε αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αλλά αποτελεί στοιχείο, η στάθμιση του οποίου θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 279/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) ………….. και 2) …………….οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Σκοπελίτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ………., και 2) ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρίας ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δηµήτριο Παπουτσή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΟΙ ΕΚΚΑΛΟΥΣΕΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΕΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγόμενων- εφεσίβλητων – εκκαλούντων, την από 23-7-2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../24-7-2019, αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 3379/6-11-2020 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι ενάγουσες με την κρινόμενη από 23-4-2021 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή τους, κατά των εναγόμενων – εφεσίβλητων, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../27-4-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………../21-5-2021.
Επίσης την ίδια απόφαση προσβάλλουν οι εναγόμενοι με την κρινόμενη από 5-3-2021 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή τους κατά των εναγουσών – εφεσίβλητων, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/5-4-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/21-5-2021.
Οι ανωτέρω εφέσεις προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 6 και 7, αντίστοιχα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, οι ως άνω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: Α) από 23-4-2021 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …./2021 και Β) από 23-4-2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 3379/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες τα, προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα.
Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου ‘’οικογένεια του θύματος’’,προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας, περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συμβίωναν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, oι παππούδες και από τους αγχιστείς μόνο οι του πρώτου βαθμού (πεθερός,πεθερά, γαμπρός, νύφη) ενώ, σημειωτέον, η επιδίκαση της, από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης, στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.ΑΠ 21/2000, ΑΠ 870/2020, ΑΠ 345/2012,ΑΠ 43/2012, ΑΠ 528/2011, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 937/2010, Μ.Εφ.Αιγ. 3/2021, Μ.Εφ.Πειρ. 275/2020, Μ.Εφ.Πειρ. 159/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ, προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας, αιτιώδους συνάφειας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Μόνη δε η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας δεν καθιερώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αλλά αποτελεί στοιχείο, η στάθμιση του οποίου θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 1252/2001 Ελλ.Δικ. 43.109, ΑΠ 576/2000, Εφ.Πατρ. 1440/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες – ήδη εκκαλούσες στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση και εφεσίβλητες στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, εξέθεταν στην ως άνω από 23-7-2019 αγωγή τους, ότι, κατά τον αναφερόµενο σ’ αυτήν τόπο και χρόνο, ο πρώτος εναγόµενος – ήδη πρώτος εφεσίβλητος στην Α΄ έφεση και πρώτος εκκαλών στη Β΄ έφεση, οδηγώντας το υπ’αρ. κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισµένο στη δεύτερη εναγόµενη ασφαλιστική εταιρεία – ήδη δεύτερη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση και δεύτερη εκκαλούσα στη Β΄ έφεση, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του (αμέλεια) και υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή, τη σύγκρουση του ως άνω οχήματός του µε την υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλη µοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο ……………, υιός της πρώτης και αµφιθαλής αδελφός της δεύτερης των εναγουσών, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του ανωτέρω οδηγού της μοτοσικλέτας στο εν λόγω τροχαίο ατύχημα. Ζητούσαν, ακολούθως, οι ενάγουσες, όπως παραδεκτά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις τους (άρθρα 294 εδ. α, 295 παρ. 1 εδ. β, 297, και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), αφενός μεν παραιτήθηκαν του κονδυλίου της αγωγής που αφορούσε στα έξοδα κηδείας του ως άνω θανόντος, αφετέρου δε περιόρισαν κατά τα λοιπά το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων, να τους καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής και µέχρι την πλήρη εξόφληση, στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 350.000 ευρώ και στη δεύτερη εξ αυτών το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς επίσης να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ΄αρ. 3379/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο, μετά την μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, κατέστη μη νόμιμο, διότι συνάδει με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής. Στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, οφείλουν να καταβάλουν με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, στη μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 90.000 ευρώ, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 65.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του ως άνω συγγενή τους στο επίδικο ατύχημα, καθώς επίσης επέβαλε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγουσών, ύψους 3.500 ευρώ, εις βάρος των εναγόμενων.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονούνται οι ενάγουσες – εκκαλούσες στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η άνω αγωγή τους.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονούνται οι εναγόμενοι – εκκαλούντες στην κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, οι οποίοι επίσης ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή των αντιδίκων τους.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης και την ανωμοτί εξέταση του πρώτου εναγόμενου, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, που η γνησιότητά τους δεν αμφισβητείται, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 27-8-2017 και περί ώρα 1:45 π.μ, ο ……………, οδηγούσε την υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……….. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, κινούμενος, με αυξημένη ταχύτητα, επί της οδού Σάμου στον Πειραιά με κατεύθυνση από την οδό Κατσούλη προς την οδό Χριστοφορίδου. Η οδός Σάμου στο σημείο εκείνο είναι ευθεία, οριζόντια, διπλής κατεύθυνσης, με μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και συνολικό πλάτος οδοστρώματος 9 μέτρων. Το όριο ταχύτητας ήταν το ισχύον εντός κατοικημένης περιοχής (50 χλμ/ώρα). Η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρά, επικρατούσε καλοκαιρία, υπήρχε επαρκής τεχνητός φωτισμός καθώς ήταν νύχτα, ενώ δεν υπήρχαν εμπόδια ως προς την ορατότητα των οδηγών και η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν αραιή (βλ. σχετικά από 27-8-2017 Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος). Κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος ……….., οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, ενώ βρισκόταν σταθμευμένος στο δεξιό, σε σχέση με την πορεία της ως άνω μοτοσυκλέτας, μέρος της οδού Σάμου στο ύψος του Ο.Α 16, επιχείρησε αριστερό ελιγμό ώστε να εξέλθει από τη θέση στάθμευσης του αυτοκινήτου του και να κατευθυνθεί απέναντι προς την οδό Ζανέτου, που συμβάλλεται σχεδόν κάθετα με το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της οδού Σάμου. Με την κίνηση αυτή το αυτοκίνητο βρέθηκε κάθετα στο ρεύμα πορείας της μοτοσυκλέτας με αποτέλεσμα να ανακόψει αιφνίδια την πορεία της και, παρά την πέδηση, μήκους εννέα (9) μέτρων επί του οδοστρώματος, στην οποία προέβη ο οδηγός αυτής, (όπως προκύπτει από το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Α΄ τμήματος της Τροχαίας Πειραιά), δεν κατέστη δυνατό να αποτραπεί η σύγκρουση των ως άνω οχημάτων. Συγκεκριμένα η μοτοσυκλέτα επέπεσε με σφοδρότητα επί της οπίσθιας αριστερής πλευράς του αυτοκινήτου στο ύψος της πίσω πόρτας, με αποτέλεσμα ο οδηγός της να τραυματιστεί θανάσιμα. Ειδικότερα, αμέσως μετά τη σύγκρουση, αυτός διακομίστηκε στο νοσοκομείο «ΤΖΑΝΕΙΟ», όπου απεβίωσε την ίδια ημέρα. Ο θάνατός του, όπως διαπιστώθηκε από την νεκροψία – νεκροτομή, προκλήθηκε συνεπεία ρήξης θωρακικής αορτής (τραυματικής αιτιολογίας), βαρέων κακώσεων κοιλίας μετά από αναφερόμενο τροχαίο ατύχημα (βλ. υπ΄αρ. πρωτ……/621/1-10-2018 Έκθεση του ιατροδικαστή …….. καθώς και υπ΄αρ. πρωτ……./0-8-2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Δ.Ε Νίκαιας του Δήμου Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη Αττικής). Κατά τη διενεργηθείσα δε στον ως άνω θανόντα οδηγό, εξέταση, βρέθηκε στο αίμα του ποσοστό οινοπνεύματος 0,72 mg/lt, ενώ περαιτέρω αυτός βρέθηκε θετικός σε κανναβινόλες σε ποσότητα 10,8 ng/ml. (όπως αναφέρεται στην υπ’αρ. …./2017 Έκθεση τοξικολογικής εξέτασης αίματος και στην υπ΄αρ. πρωτ. ……/2017 Έκθεση τοξικολογικής εξέτασης ούρων και αίματος, αντίστοιχα).
Σύμφωνα με τα παραπάνω περιστατικά, η πρόκληση του ένδικου ατυχήματος οφείλεται σε συνυπαιτιότητα τόσο του οδηγού του ως άνω αυτοκινήτου όσο και του οδηγού της μοτοσυκλέτας (θανόντος), οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, που όφειλαν και μπορούσαν κατά τις επικρατούσες περιστάσεις να επιδείξουν, απορριπτομένων των ισχυρισμών των διαδίκων, που επαναφέρουν με τις ένδικες εφέσεις τους, αντίστοιχα, οι μεν ενάγουσες – εκκαλούσες στην πρώτη έφεση περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου οδηγού, οι δε εναγόμενοι – εκκαλούντες στη δεύτερη έφεση, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού της μοτοσυκλέτας, στην πρόκληση του ατυχήματος. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου εναγόμενου – οδηγού του προαναφερθέντος αυτοκινήτου, συνίσταται στο γεγονός ότι δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του κατά την οδήγηση, καθώς, πριν πραγματοποιήσει τον ελιγμό αποστάθμευσης του οχήματός του, δεν βεβαιώθηκε ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο και παρακώλυση των διερχόμενων τη στιγμή εκείνη οχημάτων επί της παραπάνω οδού και συγκεκριμένα της κινούμενης από τα αριστερά του δίκυκλης μοτοσυκλέτας, με αποτέλεσμα να εισέλθει κάθετα στο ρεύμα πορείας αυτής, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2, 21 παρ. 1 του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), προκαλώντας έτσι την ένδικη σύγκρουση. Περαιτέρω, όμως, κατά τα προεκτεθέντα, συνυπαιτιότητα ως προς την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος βαρύνει και τον θανόντα οδηγό της ως άνω μοτοσυκλέτας, η αμέλεια του οποίου συνίσταται στο ότι οδηγούσε με αυξημένη, σε σχέση με το επιτρεπόμενο όριο, ταχύτητα, γεγονός που, πέραν από την από 24-10-2017 προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα ………., που λήφθηκε στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, προκύπτει και από την σφοδρότητα της σύγκρουσης. Αν ο οδηγός της μοτοσυκλέτας έβαινε με την επιτρεπόμενη ταχύτητα, τότε η τροχοπέδηση, που ενήργησε, μήκους 9 μέτρων, όπως προαναφέρθηκε, θα ήταν ικανή να αποτρέψει τη σύγκρουση, σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν αυτή δεν είχε αποφευχθεί, δεν θα ήταν τόσο σφοδρή. Η οδήγηση δε της ως άνω μοτοσυκλέτας από τον ……….. υπό την επήρεια αλκόολ και ναρκωτικών ουσιών, όπως επίσης αναφέρθηκε ανωτέρω, επηρέασε την οδηγική του ικανότητα, μειώνοντας τη δυνατότητά του να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και να ασκεί τον έλεγχο του οχήματός του, (κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ., 19 παρ. 1 και 2, 20 και 42 του Κ.Ο.Κ). Πιο συγκεκριμένα, η χρήση των ουσιών αυτών, σε συνδυασμό με την αυξημένη ταχύτητα που είχε αναπτύξει, μείωσε τόσο την δυνατότητά του να αντιληφθεί έγκαιρα το όχημα του πρώτου εναγόμενου όσο και την ικανότητά του να αντιδράσει, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση, συνδεόμενη αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα. Με βάση τα παραπάνω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου οδηγού στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος, προσδιορίζεται σε 65 % και του θανόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας, σε 35 % (και όχι σε ποσοστό 90% και 10% αντίστοιχα, που μη ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, κατά το ως άνω ποσοστό, της σχετικής ένστασης των εναγόμενων περί συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού (άρθρο 300 ΑΚ), την οποία επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος κατά το μέρος αυτό, απορριπτομένου αντίστοιχα, ως αβάσιμου, του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με τον οποίο οι ενάγουσες – εκκαλούσες υποστηρίζουν ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος και σε κάθε περίπτωση ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του είναι μεγαλύτερο από αυτό που προσδιόρισε η εκκαλουμένη. Το παρόν δε Δικαστήριο, συμπληρώνει παραδεκτά (άρθρο 534 ΚΠολΔ) την αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, ως προς την επίδραση των ουσιών υπό την επήρεια των οποίων οδηγούσε ο θανών οδηγός, στην οδηγική του ικανότητα και, κατ΄ ακολουθία, στην επέλευση του ατυχήματος, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, απορριπτομένου, κατόπιν τούτου, του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης με τον οποίο οι ενάγουσες – εκκαλούσες παραπονούνται για ελλιπή αιτιολογία της εκκαλουμένης σχετικά με το ζήτημα αυτό. Τα ανωτέρω περιστατικά, σχετικά με τις συνθήκες του ένδικου ατυχήματος και τη συνυπαιτιότητα των ως άνω εμπλεκόμενων οδηγών, κρίθηκαν και με την -ήδη αμετάκλητη- υπ΄αρ. 1060/24-4-2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε επί αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, έτερων συγγενών του θανόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας ………… (και συγκεκριμένα του πατέρα, του παππού και της γιαγιάς αυτού).
Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο θανών, αλβανικής εθνικότητας, ο οποίος ήταν ηλικίας 27 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος και άγαμος, ζούσε στην Ελλάδα από 3 ετών μαζί με την οικογένειά του. Μετά δε τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων του, όταν αυτός ήταν ηλικίας 13 ετών, συνέχισε να διαμένει με τη μητέρα του – πρώτη ενάγουσα και την αδερφή του – δεύτερη ενάγουσα, με τις οποίες διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις μέχρι τον θάνατό του στο επίδικο ατύχημα και με τις οποίες τον συνέδεαν στενοί δεσμοί μητρικής και αδερφικής αγάπης, αντίστοιχα. Το Δικαστήριο, από τα ίδια παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι τόσο η πρώτη ενάγουσα μητέρα του θανόντος οδηγού, όσο και η δεύτερη ενάγουσα – αδερφή αυτού, οι οποίες ήταν 47 και 19 ετών αντίστοιχα κατά το χρόνο του ατυχήματος (βλ. σχετικά από 4-4-2011 Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του 2ου ληξιαρχείου του Δήμου Ελμπασάν της Αλβανίας) υπέστησαν ψυχική οδύνη λόγω του θανάτου του, καθώς αυτές (ενάγουσες), όπως προαναφέρθηκε συνδέονταν με τον θανόντα, όσο αυτός ζούσε, με ισχυρές σχέσεις στοργής και αγάπης. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό του πταίσματος του πρώτου εναγόμενου οδηγού στην επέλευση του ατυχήματος, καθώς και τη συνυπαιτιότητα του θανόντος, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, την ηλικία αυτού (27 ετών) κατά το χρόνο του θανάτου του, των δεσμών συγγενείας του με τις ενάγουσες και του έντονου ψυχικού πόνου που αισθάνθηκαν οι τελευταίες, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφισή τους, στην μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 60.000 ευρώ, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 35.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά κρίνονται εύλογα με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα, και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), ενώ τα ποσά των 90.000 ευρώ και 65.000 ευρώ, που επιδίκασε, για την ίδια αιτία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην πρώτη και δεύτερη των εναγουσών αντίστοιχα, με βάση τα ως άνω συνεκτιμώμενα από το Δικαστήριο στοιχεία σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος που δέχθηκε το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κρίνονται υπερβολικά, γενομένων εν μέρει δεκτών ως βάσιμων, των σχετικών δεύτερου και τρίτου λόγων της Β΄ έφεσης κι απορριπτομένου του τρίτου και τελευταίου λόγου της Α΄ έφεσης, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης των εναγόμενων – εκκαλούντων, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α΄ έφεση κατ΄ ουσία και να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Β΄ έφεση και ως βάσιμη κατ΄ ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, οφείλουν να καταβάλουν, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, την μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 60.000 ευρώ, στη δε δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 35.000 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά θα επιδικαστούν με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως ζήτησαν οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις τους (και όχι επιδικίας που επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη απόφαση), καθώς πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις επιδικαζόμενες κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ). Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην πρώτη (Α΄) έφεση, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των ηττηθέντων εκκαλουσών (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά στη δεύτερη (Β΄) έφεση, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών – εφεσίβλητων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος των εναγόμενων – εκκαλούντων, όπως επίσης ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσαν οι εκκαλούσες της Α΄ έφεσης και η απόδοση του παραβόλου της Β΄ έφεσης, στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες (κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει: Α) την από 23-4-2021 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …../2021 έφεση και Β) την από 23-4-2021 και με Ε.Α.Κ ……/2021 έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τις εφέσεις αυτές κατά το τυπικό τους μέρος.
Απορρίπτει την υπό στοιχείο Α΄ έφεση κατ΄ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην ως άνω (Α΄) έφεση, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλουσών αυτής, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούσες της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης (ήτοι του e-παραβόλου με αρ. ……………/2021, ποσού 100 ευρώ).
Δέχεται την υπό στοιχείο Β΄ έφεση και ως προς το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3379/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.
Κρατεί την από 23-7-2019 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών – εφεσίβλητων στην ως άνω (Β΄) έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος των εναγόμενων – εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου στον καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες της Β΄ έφεσης (ήτοι του e-παραβόλου με αρ. …../2021, ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 11 Μαΐου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ