ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας, ……….. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Τρύφωνα Βασίλαινα, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Των εφεσίβλητων : 1) ………. 2) …………. 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………….., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Ιωάννη Παντελίδη, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-1-2021 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………./26-1-2021) αγωγή της και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1745/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε εξ ολοκλήρου.
Με την από 29-10-2021 (υπ’αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …………./29-10-2021) έφεσή της, που προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο, η ενάγουσα προσέβαλε την παραπάνω απόφαση.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 29-10-2021 (υπ’αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …../29-10-2021) έφεση της ενάγουσας, ως ολικά ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 1745/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της η από 25-1-2021 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ……/26-1-2021) αγωγή της, εναντίον των εναγομένων, περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495 § 4, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως η τελευταία αυτή διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) και 520 § 1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (27-8-2021), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. 435179727951 1228 0089 e-παράβολο και από 29-10-2021 αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Εurobank). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της ότι ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………….. Ι.Χ. σχολικό λεωφορείο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) αυτοκινητικό ατύχημα, στον τόπο, κατά τον χρόνο και με τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της. Ακολούθως, κατόπιν τροπής του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 379 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος και δη τις δαπάνες νοσηλίων στις οποίες υποβλήθηκε, και να αναγνωριστεί ότι της οφείλουν, ομοίως εις ολόκληρον, το επιπλέον ποσό των 42.600 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά της έξοδα.
Επί της αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία-ορθώς-την απέρριψε ως αόριστη ως προς το κονδύλιο, που αφορούσε νοσήλια και υγειονομικό υλικό-κρίση για την οποία δεν πλήττεται η εκκαλουμένη, με σαφή και ορισμένο λόγο έφεσης, και κατά τα λοιπά δέχθηκε αυτήν ως ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εφεσίβλητους, εφόσον στο δικόγραφό της εκτίθενται περιστατικά υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου, καθώς και η συνάφεια των αιτούμενων κονδυλίων με τον τραυματισμό της ενάγουσας, η βασιμότητα των οποίων ανάγεται στις αποδείξεις, και τελικώς απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη και επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 400 ευρώ.
Κατά της οριστικής αυτής απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της και για τους ειδικότερους εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται στο σύνολό τους σε πλημμελή εφαρμογή του νόμου και δη παραβίαση δικονομικής διάταξης και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, με σκοπό να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή, η αγωγή της, ως βάσιμη κατ’ουσίαν.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …………. και ……………., ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που ελήφθησαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ) και τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, η εκτιμώμενη ελεύθερα κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Στις 22-3-2016 και περί ώρα 8.10 δηλαδή υπό συνθήκες ημέρας, έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα στην περιοχή του Πειραιά, στη συμβολή των οδών Ψαρρών και Μεθώνης, στο οποίο ενεπλάκησαν η ενάγουσα, η οποία επιχείρησε να διασχίσει πεζή, κάθετα το οδόστρωμα της οδού Ψαρρών, με κατεύθυνση από την οδό Μεσολογγίου προς την οδό Σαλαμίνος, και το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………… Ι.Χ.Φ (σχολικό λεωφορείο) ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, που οδηγούσε ο πρώτος, με αποτέλεσμα την πτώση της στο οδόστρωμα και τον τραυματισμό της. Η οδός Ψαρρών είναι μονόδρομος, με πλάτος 5 μέτρα και μία λωρίδα κυκλοφορίας, στο συγκεκριμένο σημείο εκτείνεται σε ευθεία, χωρίς κλίση, με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται η ορατότητα, το ανώτατο όριο ταχύτητας, ελλείψει ειδικής σήμανσης, είναι το προβλεπόμενο στο άρθρο 20 παρ.1 του Κ.Ο.Κ, των 50 χλμ/ώρα, στην πορεία του πρώτου εναγομένου, προ της διασταυρώσεως υπάρχει πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής της πορείας (STOP), ενώ δεν υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών ούτε και διάβαση πεζών. Εκείνη την ώρα ο καιρός ήταν αίθριος, το οδόστρωμα ξηρό και η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών κανονική. Ο πρώτος εναγόμενος, οδηγός του σχολικού λεωφορείου στο οποίο επέβαιναν δύο ανήλικα παιδιά και η συνοδός Σταυρούλα Σπυροπούλου, εξετασθείσα και στο ακροατήριο, που καθόταν στη θέση του συνοδηγού, συμμορφούμενος προς τη ρυθμιστική πινακίδα που υπήρχε στην πορεία του ακινητοποίησε το όχημά του προ της διασταυρώσεως και αφού διαπίστωσε ότι η διασταύρωση ήταν ελεύθερη, ξεκίνησε με μικρή ταχύτητα, κινούμενος ευθύγραμμα προς τον άξονα πορείας της οδού, για να εισέλθει στη διασταύρωση. Η ακριβής θέση του λεωφορείου επί του οδοστρώματος και η απόστασή του από το πεζοδρόμιο που βρισκόταν η πεζή αρχικά δεν διαπιστώθηκε, διότι αυτό είχε μετακινηθεί πριν την άφιξη των αστυνομικών οργάνων του Τμήματος Τροχαίας Πειραιά, που επιλήφθηκαν του ατυχήματος. Ταυτόχρονα με τη δική του εκκίνηση, η ενάγουσα κατήλθε από το πεζοδρόμιο στο οδόστρωμα με πρόθεση να μεταβεί στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κινούμενη από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του λεωφορείου, με αποτέλεσμα να επιπέσει στο εμπρόσθιο τμήμα του, και στο μέσον περίπου αυτού, και ουσιαστικά να έλθει απλώς σε επαφή το σώμα της με αυτό, δεχόμενη μικρή ώθηση. Αυτός είναι και ο λόγος που η συνεπιβάτης του λεωφορείου δεν άκουσε και δεν αισθάνθηκε καμία επαφή του οχήματος με την ενάγουσα. Λόγω της μηδενικής σχεδόν ταχύτητας του λεωφορείου, ο πρώτος εναγόμενος ο οποίος την αντιλήφθηκε να κινείται έμπροσθεν αυτού, ακινητοποιήθηκε αμέσως και έτσι απεφεύχθη η παράσυρσή της. Ακόμη όμως και αν πράγματι η ενάγουσα δεν ήλθε καθόλου σε επαφή με το λεωφορείο αλλά απλώς έχασε την ισορροπία της, για τον λόγο ότι βρισκόταν εν κινήσει και αιφνιδιάστηκε από την εκκίνησή του, δεν μεταβάλλονται ουσιωδώς οι συνθήκες επέλευσης του ατυχήματος. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αυτή, πέφτοντας στο έδαφος υπέστη διαυπερκονδύλιο κάταγμα μηριαίου. Όπως, περαιτέρω, με σαφήνεια συνάγεται από την ένορκη κατάθεση του πρώτου εναγομένου, στο πλαίσιο της σχηματισθείσας προανακριτικής ποινικής δικογραφίας, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά, «ξαφνικά είδα μία κυρία να πέφτει μπροστά μου», αλλά και την υπεύθυνη δήλωσή του προς την ασφαλιστική εταιρεία του οχήματος, αυτός δεν είχε αντιληφθεί προηγουμένως την παρουσία της πεζής. Κατά την πλέον λογική εκδοχή, αυτό συνέβη διότι, λόγω της επιτρεπόμενης φοράς κίνησης των οχημάτων επί της οδού Μεθώνης, με βάση τη σήμανση των οδών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο συναφώς συνταχθέν πρόχειρο σχεδιάγραμμα των επιληφθέντων αστυνομικών οργάνων, και συγκεκριμένα από αριστερά προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του λεωφορείου, ο πρώτος εναγόμενος είχε στραμμένο το βλέμμα του προς τα αριστερά, για να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων επί της οδού Μεθώνης και όχι προς τα δεξιά απ’όπου πλησίαζε η ενάγουσα. Αντιθέτως, η συνοδηγός του λεωφορείου, όχι μόνον είχε αντιληφθεί την παρουσία της αλλά και την πρόθεσή της να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα, χωρίς όμως να έχει στραμμένη την προσοχή της διαρκώς σε αυτήν, στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πριν το λεωφορείο ξεκινήσει, επειδή ταυτόχρονα επέβλεπε και τα παιδιά που βρίσκονταν μέσα σε αυτό. Έτσι, συνάγεται ως ασφαλές συμπέρασμα, με βάση και τα διδάγματα της λογικής, ότι η ενάγουσα, εκμεταλλευόμενη την προσωρινή διακοπή της πορείας του λεωφορείου και χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι και ο οδηγός του είχε αντιληφθεί την παρουσία της και ότι θα την ανέμενε να διασχίσει το τμήμα της οδού έμπροσθεν του λεωφορείου, κατήλθε στο οδόστρωμα ακριβώς τη στιγμή που ο οδηγός ξεκινούσε, με τις συνέπειες που ήδη αναφέρθηκαν. Ο ισχυρισμός της ότι έκανε νόημα στον τελευταίο, σηκώνοντας το ένα χέρι της, πρωτίστως δεν επιβεβαιώθηκε αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι προέχουσας σημασίας. Επισημαίνεται ότι οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν την ενέργεια αυτή της ενάγουσας, χωρίς εξ αυτού του λόγου να μπορεί να συναχθεί ομολογία τους, ως προς το συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, καθώς από την εκτίμηση του συνόλου των πρωτόδικων αλλά και των ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεών τους, προκύπτει ότι αυτοί απλώς προβαίνουν σε σχολιασμό του σχετικού ισχυρισμού της, χωρίς όμως και να τον υιοθετούν. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο συνάγει ότι το ένδικο ατύχημα και ο συνεπεία αυτού τραυματισμός της ενάγουσας, οφείλονται σε προέχουσα αμέλεια της ιδίας και συγκλίνουσα αμέλεια του πρώτου εναγομένου, σε ποσοστό 60 % και 40 %, αντίστοιχα, έλλειψη δηλαδή της προσοχής που όφειλαν, σύμφωνα με τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τη λογική και μπορούσαν αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητές τους να επιδείξουν, ως μέση συνετή πεζή και οδηγός και δη επαγγελματίας, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, η αμέλεια της ενάγουσας συνίσταται στο ότι πριν κατέλθει στο οδόστρωμα δεν βεβαιώθηκε ότι δεν θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία του λεωφορείου (άρθρο 38 παρ. 4 περ.ε) του Κ.Ο.Κ) και, ειδικότερα, ότι ο πρώτος εναγόμενος την είχε αντιληφθεί και θα ανέμενε τη διέλευσή της. Η δε αμέλεια του πρώτου εναγομένου, συνίσταται στο ότι αυτός, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1 και 39 παρ.1 του Κ.Ο.Κ, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και δεν ενήργησε εις τρόπον ώστε να μην θέσει σε κίνδυνο την ενάγουσα πεζή, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως την παρουσία της και να βεβαιωθεί πριν ξεκινήσει ότι εκείνη θα ανέμενε την απομάκρυνσή του από το σημείο ή να την ειδοποιήσει καταλλήλως ότι θα ανέμενε εκείνος τη διέλευσή της, διότι είναι σύνηθες, και εκείνος, ως επαγγελματίας οδηγός το γνώριζε, ότι η έστω και παράτολμη ενέργεια των πεζών, να διασχίζουν το οδόστρωμα, εκμεταλλευόμενοι την προσωρινή διακοπή της πορείας των οχημάτων, προ ρυθμιστικής πινακίδας υποχρεωτικής διακοπής της πορείας τους ή απλώς λόγω αυξημένης κίνησης, είναι συνήθης και, επομένως, έπρεπε να τη λάβει υπόψη του. Αντιθέτως, όταν τελικώς αντιλήφθηκε την πεζή, η αντίδρασή του ήταν άμεση και έτσι αποφεύχθηκε η παράσυρσή της και ο μετά βεβαιότητας σοβαρότερος τραυματισμός της. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο αποκλειστική υπαιτιότητα της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν, κατά το προαναφερθέν ποσοστό, δεκτού γενομένου αντίστοιχα, εν μέρει, του και πρωτοδίκως, παραδεκτώς υποβληθέντος ισχυρισμού των εναγομένων, περί συνυπαιτιότητάς της στην πρόκληση του ατυχήματος. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί και η βασιμότητα των κεφαλαίων της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης, παρ’ότι στην έφεση δεν διαλαμβάνεται παράπονο κατά της εκκαλουμένης, ως προς αυτά, αφού θεωρούνται ότι συμπροσβάλλονται έστω και χωρίς ειδική επισήμανση (λόγο εφέσεως), αφού με την άσκηση της εφέσεως είναι αυτονόητο ότι επιδιώκεται η επιδίκαση πλήρους αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 632/2010 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αμέσως μετά το ατύχημα, η ενάγουσα, ηλικίας τότε 58 ετών, μεταφέρθηκε στο «Τζάνειο» νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση οστεοσύνθεσης και παρέμεινε νοσηλευόμενη έως τις 5-4-2016, οπότε και εξήλθε με γραπτές οδηγίες. Ειδικότερα της συνεστήθη αφαίρεση των ραμμάτων μετά τη συμπλήρωση δεκαπέντε ημερών από την επέμβαση, χρήση αντιθρομβωτικής αγωγής με υποδόριες ενέσεις επί 5 εβδομάδες, γενική εξέταση αίματος, μία βδομάδα μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο, κινησιοθεραπεία για αποκατάσταση του ελέγχου κίνησης του ισχίου και του γόνατος του χειρουργημένου σκέλους, βάδιση με περιπατητήρα, κάθισμα σε ψηλή καρέκλα με το ισχίο και το γόνατο με κλίση 90 μοιρών, χρήση ανυψωτικού τουαλέτας, και επανεξέταση μετά από 6 εβδομάδες με ακτινογραφία λεκάνης-ισχίων, ενώ της χορηγήθηκε και φαρμακευτική αγωγή. Επανεξετάστηκε στις 24-11-2016 στο Ορθοπεδικό Τμήμα του ίδιου Νοσοκομείου, οπότε της συνεστήθη εκ νέου παρακολούθηση από τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι η αποκατάστασή της δεν ήταν πλήρης μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, χωρίς όμως να αποδεικνύεται η ακριβής κατάσταση της υγείας της, ελλείψει ιατρικής γνωμάτευσης. Εν τω μεταξύ υποβλήθηκε σε δύο σειρές των 10 φυσικοθεραπειών η καθεμία, από τις 20/4 έως τις 20/5/2016 και από τις 11/8 έως τις 26/8/2016 στο Τμήμα Φυσικοθεραπείας του ΠΕΔΥ Πειραιά. Έκτοτε δεν αποδείχθηκε ότι υποβλήθηκε σε επανέλεγχο ούτε υπολειμματικές της βλάβες, τυχόν υποβολή της σε νέο κύκλο φυσικοθεραπειών οποτεδήποτε ή λήψη φαρμακευτικής αγωγής, από τα οποία να προκύπτει μη πλήρης αποκατάσταση της υγείας της, και επομένως, ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός της περί εμμονής συμπτωμάτων, τα οποία δεν εξειδικεύονται, να μην κρίνεται πειστικός, παρά το ότι φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τον μάρτυρα απόδειξης, σύντροφο της αδερφής της, η οποία είχε αναλάβει τη φροντίδα της μετά το ατύχημα και παρά το γεγονός ότι η αποκατάστασή της δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς χρονικά. Αποδείχθηκε, επίσης, λόγω της φύσης και του είδους του τραυματισμού της, ότι ήταν αναγκαία η βελτιωμένη διατροφή της, ενώ σχετική προφορική σύσταση υπήρξε και από τους θεράποντες ιατρούς της, αν και οι σύγχρονες διατροφικές συνήθειες στη χώρα μας περιλαμβάνουν όλες τις ομάδες των τροφών, και τούτο διότι η πώρωση των καταγμάτων απαιτεί διατροφή ενισχυμένη και δη κατανάλωση κρέατος, ψαριών και γαλακτοκομικών, ώστε να καλύπτονται όλες οι ανάγκες της ασθενούς σε ασβέστιο, πρωτεΐνες, μέταλλα και βιταμίνες [ΕφΑθ (Μον) 107/2021, ΕφΑθ (Μον) 451/2020, ΕφΔωδ (Μον) 215/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], ανεξαρτήτως του ότι δεν προσκομίζεται σχετική ιατρική βεβαίωση, δεδομένου ότι η δικανική πεποίθηση για το ζήτημα αυτό σχηματίζεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που αποτελούν πορίσματα κοινής παραδοχής και δεν απαιτούνται ειδικές ιατρικές γνώσεις [ΕφΔωδ (Μον) 215/2018 ό.π]. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται για χρονικό διάστημα 2 μηνών, το ποσό των 5 ευρώ ημερησίως, που απαιτήθηκε να δαπανήσει για την αιτία αυτή, ώστε να ενισχυθεί η πώρωση των καταγμάτων της και η ανάκαμψη του οργανισμού της, μετά από τον σοβαρό τραυματισμό της, και συνολικά το ποσό των 300 (60 ημέρες χ 5 ευρώ ημερησίως) ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και, επομένως, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της, των 120 (300 Χ 40 %) ευρώ. Επιπλέον, μετά τον τραυματισμό της και ειδικότερα, μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο, και για χρονικό διάστημα τριών μηνών, για την κάλυψη των αναγκών της, απαιτείτο η απασχόληση τρίτου προσώπου επί εικοσιτετραώρου βάσεως, διότι παρέμενε αρχικά ως επί το πλείστον κλινήρης και μετακινείτο μόνο εντός οικίας με περιπατητήρα, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και να έχει ανάγκη της βοήθειας τρίτου προσώπου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, λόγω του είδους και της φύσης του τραυματισμού της αλλά και της χειρουργικής επέμβασης στην οποία είχε υποβληθεί, σταδιακά η κατάστασή της βελτιώθηκε, εξακολουθούσε, όμως, να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην αυτοεξυπηρέτησή της και οι δραστηριότητές της να είναι περιορισμένες. Την αναγκαία επίβλεψη και φροντίδα της είχε αναλάβει η αδελφή της, η οποία για το σκοπό αυτό διέμενε μαζί της, με υπερένταση των προσπαθειών της και σε βάρος άλλων απασχολήσεών της, χωρίς να έχει σχετική εκ του νόμου υποχρέωση. Επομένως, εάν η ενάγουσα προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο για να καλύψει τις ανωτέρω ανάγκες της, θα δαπανούσε το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως και συνολικά των 2.250 (750 Χ 3) ευρώ, που κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονταν, εκείνη τη χρονική περίοδο, για ανάλογες υπηρεσίες σε τρίτα πρόσωπα, καθώς μάλιστα δεν απαιτείτο για την εξυπηρέτησή της πρόσωπο με εξειδικευμένες γνώσεις αποκλειστικής νοσοκόμου ούτε παρέχονταν σε αυτήν εξειδικευμένες φροντίδες. Επομένως, η παραπάνω πλασματική δαπάνη, ανέρχεται, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της, στο συνολικό ποσό των των 900 (2.250 Χ 40 %) ευρώ. Συνεπώς, δικαιούται συνολικά ως αποζημίωση για τη θετική της ζημία από την παραπάνω αιτία, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της, το ποσό των 1.020 (120 + 900) ευρώ. Εκτός, όμως, από την περιουσιακή ζημία της, η ενάγουσα υπέστη και ηθική βλάβη, εξαιτίας του σοβαρού τραυματισμού της, της νοσηλείας της, της υποβολής της σε χειρουργική επέμβαση και της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας της λόγω του ικανού χρονικού διαστήματος που σε κάθε περίπτωση απαιτήθηκε για την αποκατάστασή της, και της υποβολής της σε φυσικοθεραπείες. Για την αποκατάστασή της, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να της επιδικασθεί, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ανέρχεται, ενόψει του είδους και του βαθμού της υπαιτιότητάς της, της συντρέχουσας αμέλειας του πρώτου εναγομένου στην πρόκληση του ατυχήματος, των ειδικότερων συνθηκών του, της έκτασης, του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού της, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, επαγγελματία οδηγού του πρώτου εναγομένου, και συνταξιούχου της ενάγουσας, πλην της δεύτερης εναγομένης, για την οποία δεν προκύπτουν άλλα οικονομικά στοιχεία, πλην της ιδιότητάς της ως ιδιοκτήτριας και εκμεταλλεύτριας του σχολικού λεωφορείου και της τρίτης εναγομένης, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, στο ποσό 3.000 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δεν της επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό, για τις παραπάνω αιτίες, πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο σχετικός λόγος, να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν για τα ποσά αυτά.
Τέλος, αναφορικά με το αίτημα των εφεσιβλήτων για εξαίρεση από την επιδίκαση του νόμιμου τόκου επιδικίας και συνακολούθως περί επιδίκασης του κεφαλαίου της οφειλής μόνον με τον τόκο υπερημερίας κατ`αρθρο 345 του ΑΚ, χωρίς την προσαύξηση των τόκων επιδικίας του άρθρου 346 εδ. α` και β` του ΑΚ, τούτο κρίνεται δεκτό, ως προς όλα τα αγωγικά κονδύλια, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συντρέχουν προς τούτο λόγοι, επειδή οι εναγόμενοι αντιδίκησαν ευλόγως [ΑΠ 1059/2017 ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2222/2021 ΕφΠειρ (Μον) 105/2021, ΕφΠειρ (Μον) 354/2021 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], όπως καταδεικνύεται από το αναγνωρισθέν ποσοστό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, κατά το άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και ως προς το σκέλος της που δεν προσβάλλεται με αυτήν, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014). Δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 4.020 (1.020 + 3.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, λόγω της μερικής νίκης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκηση τη έφεσης (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183, 189, 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 1iα), 68 § 1 και 69 § § 1,2 και παράρτημα Β΄ υπ’άρθρο 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 29-10-2021 (υπ’αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. …………./29-10-2021) έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 1745/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν αυτήν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη οριστική απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 25-1-2021 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………../26-1-2021) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων είκοσι (4.020) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων-εφεσιβλήτων μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ συνολικά.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 20-6-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ