Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Για τη θεμελίωση της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού του εναγόμενου -εκμισθωτή, ένεκα καταβολής σε αυτόν, εκ μέρους του ενάγοντος – μισθωτή, μη οφειλόμενων μισθωμάτων, επειδή είχε ήδη λήξει η σύμβαση μίσθωσης δυνάμει καταγγελίας, η οποία αναπτύσσει την ενέργειά της μετά την κοινοποίησή της, πρέπει να αναφέρεται στην σχετική αγωγή, προκειμένου να είναι ορισμένη, αν έλαβε χώρα κοινοποίηση της καταγγελίας, καθώς και η ημερομηνία της τελευταίας (κοινοποίησης), ώστε να συναχθεί αν, κατά το χρόνο που αφορούν τα αξιούμενα ποσά, ήταν εν ισχύ η μισθωτική σχέση οπότε οφείλονταν μισθώματα ή, αντίθετα, αυτή είχε λήξει και, συνεπώς, αχρεωστήτως καταβλήθηκαν.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 43/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας ………….. η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Νάκη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία ‘’2η ΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ ‘’, που εδρεύει στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής (λεωφ. Θηβών αρ.196-198) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ 998998311, το οποίο παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Σταυρούλας Αλικάκου.
Το ΕΝΑΓΟΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 1-8-2019 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (ΓΑΚ/ΕΑΚ) ………/2019 αγωγή του κατά της πρώτης εναγόμενης -ήδη εκκαλούσας, καθώς και της δεύτερης εναγόμενης Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ‘………., με έδρα στη Νίκαια Αττικής. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614-615 ΚΠολΔ), ερήμην της δεύτερης ως άνω εναγόμενης, εξέδωσε την υπ΄αρ. 3552/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
Ήδη η δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα προσβάλλει την παραπάνω απόφαση με την κρινόμενη, από 9-2-2021 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (ΓΑΚ/ΕΑΚ) ……../2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021. Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. .
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου, η οποία παραστάθηκε ως ανωτέρω, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ύστερα από δήλωσή του που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας κατά της υπ΄ αρ. 3552/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614 – 615 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ίδιου κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει, ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών, καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της, ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (Εφ.Πειρ. 97/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη (ΑΠ 408/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα αναφερόμενα στη διάταξη του παραπάνω άρθρου (904 ΑΚ), συνάγεται ότι, στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη (ή λήξασα), ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας δεν είναι νόμιμη. Περαιτέρω, με τη διάταξη του εδ.β του άρθρου 224 ΚΠολΔ, παρέχεται η ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει του περιεχόμενους στην αγωγή του ισχυρισμούς υπό τους αναφερόμενους όρους και προϋποθέσεις (να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής), μόνο, όμως, με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και όχι με την προσθήκη των προτάσεων αυτών, που κατατίθενται μετά τη συζήτηση της αγωγής. Μπορεί, δηλαδή, με τον παραπάνω τρόπο να συμπληρώσει ατελείς ή ασαφείς ισχυρισμούς, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, όχι όμως και τη νομική αοριστία της αγωγής, που συνίσταται στη μη έκθεση αυτού τούτου του περιστατικού που απαιτείται κατά το νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος, την οποία δεν μπορεί να αναπληρώσει ούτε με τις προτάσεις (ΑΠ 111/2020, ΑΠ 1515/2018, ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1004/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, το ενάγον – ήδη εφεσίβλητο, εξέθετε στην ως άνω, από 1-8-2019, αγωγή του, ότι, δυνάμει του από 1-10-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», εκμίσθωσε στο ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΙΚΑ (Τοπικό Υποκατάστημα Νίκαιας) το, λεπτομερώς περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο, ήτοι ένα πολυώροφο κτίριο, επί της οδού ………..στη Νεάπολη Νίκαιας, για την εγκατάσταση των υπηρεσιών του Υποκαταστήματος, με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στη σύμβαση αυτή. Ότι, η πρώτη εναγόμενη ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία ‘………..’’, της οποίας κατέστη καθολική διάδοχος, κατά τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσας, η ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία ‘………..’’, χορήγησε στη δεύτερη εναγόμενη εκμισθώτρια εταιρεία δάνειο ποσού 650.000 ευρώ, για την εξασφάλιση του οποίου η τελευταία συνέστησε εμπράγματο δικαίωμα ενεχύρου υπέρ της Τράπεζας επί των μισθωμάτων τα οποία δικαιούταν να λαμβάνει από την εκμίσθωση του ως άνω ακινήτου, δυνάμει της από 19-11-2007 σύμβασης ενεχυρίασης και εκχώρησης μισθωμάτων. ΄Οτι, η πρώτη εναγόμενη, με το αναφερόμενο στην αγωγή έγγραφο, το οποίο επέδωσε στο Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ Νίκαιας- Οικονομικό Τμήμα, γνωστοποίησε σε αυτό τα ανωτέρω, καθώς και ότι η άνω Υπηρεσία υποχρεούταν να καταβάλλει τα εκάστοτε οφειλόμενα μισθώματα στον υποδειχθέντα υπ’ αρ. ………. λογαριασμό της Τράπεζας. Ότι, το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ Νίκαιας ήταν ενταγμένο στο ΙΚΑ, ακολούθως δε με τον Ν. 3918/2011 περιήλθε στον ΕΟΠΥΥ και τέλος κατέστη αποκεντρωμένη μονάδα της 2ης Δ.Υ.ΠΕ. Πειραιώς και Αιγαίου με το Ν. 4238/2014, σε συνδυασμό με την με αριθμό Γ.Π./οικ. 16339/14 (ΦΕΚ 376Β/18-2-2014) Υπουργική Απόφαση, με την οποία ορίσθηκε η χωροταξική κατανομή ανά Υγειονομική Περιφέρεια των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του ΕΟΠΥΥ, οι οποίες μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στην οργανωτική δομή των ΔΥΠΕ της Χώρας. Ότι, το ενάγον ΝΠΔΔ κατέστη εκ του νόμου διάδοχος στην επίδικη μίσθωση και κατέβαλλε τα μισθώματα στην πρώτη εναγόμενη στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό αυτής, ο οποίος υπεδείχθη σε αυτό (ενάγον) µε την από 18-11-2015 επιστολή της πρώτης εναγόμενης Τράπεζας, η οποία επίσης έθεσε υπόψη του την από 19-11-2007 σύµβαση ενεχυρίασης και εκχώρησης µισθωµάτων. ‘Οτι, δυνάµει της υπ’ αρ. πρωτ. ……./24-2-2017 καταγγελίας του ενάγοντος, καταγγέλθηκε η επίδικη µίσθωση και λύθηκε, σύµφωνα µε τα οριζόµενα σε αυτήν αλλά και στο άρθρο 36 παρ. 3 π.δ.715/1979, εξήντα (60) ηµέρες µετά την κοινοποίηση του ως άνω εγγράφου. Ότι, παρά την καταγγελία της ως άνω µίσθωσης το ενάγον συνέχισε να καταβάλλει µισθώµατα, και ειδικότερα κατέβαλε τα µισθώµατα, για µεν το µήνα Ιούνιο 2017, ποσού 3.000 ευρώ, στις 25-7-2017, για δε τους µήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2017, ποσού 6.000 ευρώ, στις 18-9-2017 και συνολικά 9.000 ευρώ (3 μήνες χ 3.000 ευρώ). Ότι η πρώτη εναγόμενη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά το ποσό αυτό, ήτοι χωρίς νόμιμη αιτία, µε αντίστοιχη ζηµία του ενάγοντος και δη για παροχή αχρεώστητη, εφόσον η ως άνω σύμβαση μίσθωσης είχε ήδη λήξει με καταγγελία και δεν οφείλονταν μισθώματα, ο δε πλουτισμός της (εναγόμενης) σώζεται. Ζητούσε δε ακολούθως το ενάγον, να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, ευθυνόµενες εις ολόκληρο, να του καταβάλουν, επικουρικά δε σε περίπτωση που κριθεί ότι κάποια εξ αυτών δεν νοµιµοποιείται παθητικά, αυτή που θα κριθεί ότι νοµιµοποιείται προς τούτο, το ανωτέρω συνολικό ποσό των 9.000 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την ηµέρα καταβολής εκάστου επιµέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614-615 ΚΠολΔ), ερήμην της δεύτερης εναγόμενης, εξέδωσε την υπ΄αρ.3552/2020 οριστική απόφασή του, με την οποία, καταρχάς απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ως προς την ως άνω (δεύτερη) εναγόμενη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, (διότι, δεδομένου ότι η ενεχυρίαση απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανώνυμων εταιρειών από δάνειο, συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρησή της προς τον ενεχυρούχο δανειστή, μοναδική δικαιούχος της απαίτησης εκ μισθωμάτων της επίδικης μίσθωσης, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατέστη η πρώτη εναγόμενη Τράπεζα, ως εκ του νόμου εκδοχέας αυτής). Ακολούθως, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη όσον αφορά στην πρώτη εναγόμενη Τράπεζα, την έκανε δεκτή, ως προς την τελευταία, και ως ουσιαστικά βάσιμη.
Ωστόσο, με το ως άνω περιεχόμενο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατά τον σχετικό βάσιμο ισχυρισμό της πρώτης εναγόμενης – ήδη εκκαλούσας, τον οποίο πρόβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, αλλά και κατ΄αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα, αναφέρεται μεν στο αγωγικό δικόγραφο ότι, με την υπ΄αρ …../24-2-2017 καταγγελία, εκ μέρους του ενάγοντος, καταγγέλθηκε η επίδικη µίσθωση, αλλά δεν αναφέρεται, αν έλαβε χώρα κοινοποίηση της εν λόγω καταγγελίας στην εκμισθώτρια εναγόμενη και η ημερομηνία αυτής (κοινοποίησης). Ενόψει δε ότι, όπως εκτίθεται στην ίδια την αγωγή, σύμφωνα με τα οριζόµενα στο έγγραφο της καταγγελίας αλλά και το άρθρο 36 παρ. 3 του π.δ.715/1979, η λύση της μίσθωσης επέρχεται εξήντα (60) ηµέρες µετά την κοινοποίηση της έγγραφης καταγγελίας αυτής, το στοιχείο ότι η τελευταία (καταγγελία) επιδόθηκε, καθώς και η ημερομηνία της επίδοσής της, είναι απαραίτητο να αναγράφεται στην αγωγή, ώστε να προκύψει ότι, κατά το χρόνο που καταβλήθηκαν από το ενάγον -μισθωτή τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά (δηλ. ως μισθώματα για τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο 2017), είχε πράγματι επέλθει λήξη της μισθωτικής σύμβασης, και συνεπώς δεν οφείλονταν μισθώματα, οπότε η εναγόμενη -εκμισθώτρια κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη κατά τα ποσά αυτά. Η αναφορά των ανωτέρω περιστατικών απαιτείται, σύμφωνα με τον νόμο για τη θεμελίωση της αγωγικής αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι, από το γεγονός της κοινοποίησης της καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης, καθώς και από την ημερομηνία που έλαβε χώρα αυτή (κοινοποίηση), εξαρτάται το αν λύθηκε η επίμαχη σύμβαση και πότε, στοιχείο που είναι αναγκαίο, όπως προεκτέθηκε, προκειμένου να κριθεί αν, κατά τους αναφερθέντες ανωτέρω μήνες, ήταν εν ισχύ η σύμβαση και επομένως οφείλονταν μισθώματα, οπότε αυτά καλώς καταβλήθησαν ή, αντίθετα, καταβλήθησαν χωρίς νόμιμη αιτία και συγκεκριμένα λήξασα. Περαιτέρω, δεν αναγράφεται στην αγωγή, αν, μετά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης, παραδόθηκε και πότε η χρήση του μισθίου από το ενάγον- μισθωτή, κρίσιμο επίσης στοιχείο για να συναχθεί η κρίση αν η καταβολή των επίδικων ποσών έγινε χωρίς νόμιμη αιτία και να στοιχειοθετηθεί η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λαμβανομένου υπόψη ότι και μετά τη λύση της μίσθωσης, σε περίπτωση που δεν παραδοθεί το μίσθιο, δεν οφείλονται μεν μισθώματα, αλλά ενδέχεται να οφείλεται αποζημίωση χρήσης. Η συμπλήρωση των ανωτέρω στοιχείων δεν γίνεται ούτε με τις, κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προτάσεις του ενάγοντος, όπου απλά παρατίθεται κατάλογος με τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αυτό έγγραφα, στα οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται με αρ. 10 ‘’Αντίγραφο απόδειξης κατάθεση ασφαλισμένων συστημένων, από το οποίο προκύπτει η αποστολή του υπ΄αρ. πρωτ. ……../24-2-2017 εγγράφου προς το νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης κ. ….. με κωδικό αντικειμένου ……… και …….. ‘’Αντίγραφο της παράδοσης της ως άνω επιστολής με τον ως άνω κωδικό αντικειμένου εξηγμένη από το διαδικτυακό χώρο των ΕΛΤΑ…’’, χωρίς να αναφέρεται η ημερομηνία αποστολής και παράδοσης. Απαραδέκτως δε, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, (κατόπιν του, προβληθέντος με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ισχυρισμού της εναγόμενης – εκκαλούσας, περί αοριστίας της αγωγής), το ενάγον επιχειρεί με την προσθήκη -αντίκρουση, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της αγωγής, να συμπληρώσει αυτήν, ως προς τα παραπάνω περιστατικά. Επικαλείται δε ότι, η κοινοποίηση του εγγράφου της καταγγελίας προκύπτει μέσω των ως άνω προσκομιζόμενων με τις από 6-2-2020 προτάσεις του, αντιγράφων απόδειξης κατάθεσης ασφαλισμένων συστημένων των ΕΛΤΑ, χωρίς ωστόσο και πάλι να αναφέρει την ημερομηνία που έλαβε χώρα η κοινοποίηση, αλλά επικαλούμενοτα προαναφερθέντα έγγραφα απόδειξης και τη γνώση της εναγόμενης σχετικά με την καταγγελία, η οποία συνάγεται από την κατάθεση του μάρτυρά της. Τα παραπάνω, όμως, που αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορούν να θεραπεύσουν την αοριστία της αγωγής.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, έσφαλε. Πρέπει, συνεπώς, το Δικαστήριο τούτο, γενομένου δεκτού του ως άνω πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, αλλά και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του ορισμένου της αγωγής, να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα, και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ουσία, να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η δε δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ).Τέλος, θα διαταχθεί η επιστροφή του, αναφερόμενου στο διατακτικό, παραβόλου της έφεσης, στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3552/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, ως προς την πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα.
Κρατεί και δικάζει την από 1-8-2019 αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν ως απαράδεκτη.
Συμψηφίζει, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης (e- παράβολο με αρ…………. – ποσού 100 ευρώ), στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 31 Ιανουαρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ