ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης, ανώνυμης εταιρείας ……….. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Θεόδωρου Ανδρουλή.
Της εφεσίβλητης, αντεκκαλούσας, ……….. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Κωνσταντίνου Αλεξίου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-11-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./30-11-2018) αγωγή της, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2358/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Η εναγομένη, με την από 24-4-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./30-7-2020) έφεσή της και η ενάγουσα με την από 13-10-2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ………/15-1-2021) αντέφεσή της προσέβαλαν την παραπάνω απόφαση. Οι εφέσεις προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 24-4-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/30-7-2020) έφεση της εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 2358/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 30-11-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30-11-2018) αγωγή της ενάγουσας κατ’αυτής, περί αναγνώρισης οφειλής αποδοχών από υπερεργασία και υπερωριακή εργασία και αποζημίωσης απολύσεως. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ 1 και 517 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015) το, οποίο, επομένως, ως εκ περισσού κατέθεσε η εκκαλούσα (υπ’αριθμ. ……….. e-παράβολο και από 30-7-2020 αποδεικτικό πληρωμής του της Εθνικής Τράπεζας). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Επίσης, νομοτύπως ασκήθηκε και η από 13-10-2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………/15-1-2021) αντέφεση της ενάγουσας, η οποία, ως ασκηθείσα εντός της παραπάνω προθεσμίας, δηλαδή της προβλεπόμενης για την άσκηση έφεσης, ισχύει ως αυτοτελής έφεση, για την οποία δεν απαιτείτο να έχει κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, διότι η διατύπωση αυτή απαιτείται μόνο για την άσκηση αντέφεσης, και για την άσκησή της αρκεί η κατάθεση του δικογράφου και η σύνταξη της οικείας εκθέσεως (Σ.Σαμουήλ «Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ», έκδ. 2009, αρ.614, σελ. 264). Έτσι, ανεξαρτήτως του ότι ο πρώτος λόγος της αφορά στο κεφάλαιο της αποζημίωσης απολύσεως, που δεν προσβάλλεται με την έφεση ούτε συνέχεται αναγκαστικά με τα κεφάλαια της έφεσης [ΕφΠειρ 171/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 450/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010.348, Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο) τόμος Γ΄σελ. 299, αρ.35], πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατ’ουσίαν, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή επίσης διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη, συνεκδικαζόμενη με την έφεση, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα ισχυρίστηκε στην αγωγή της ότι προσελήφθη από την εναγομένη εταιρεία, που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία κρεάτων, στις 21-12-2012, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία σαράντα ωρών, με την ειδικότητα της πωλήτριας, και ότι στην πραγματικότητα εργαζόταν καθ’υπέρβαση του ωραρίου της, καθημερινά και κατά την περίοδο των εορτών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, έως τις 7-9-2018, που η εναγομένη την απέλυσε, χωρίς να της κοινοποιηθεί έγγραφη καταγγελία, ενώ δεν της έχει καταβάλει αμοιβή για την υπερεργασία της και την υπερωριακή της απασχόληση, για την παροχή της οποίας δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, αλλά ούτε και την αποζημίωση απολύσεως. Ακολούθως, κατόπιν τροπής του αιτήματός της από καταψηφιστικό εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει, κυρίως από τη σύμβαση εργασίας και, επικουρικά, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 47.347,40 ευρώ, ως αμοιβή για την υπερεργασία και την παράνομη υπερωριακή της απασχόληση και των 2.627,34 ευρώ, ως αποζημίωση απολύσεως, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, αφ’ής στιγμής κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και επικουρικά από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή ως νόμιμη, κατά την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και, ακολούθως, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 29.137,80 ευρώ, ως αμοιβή για πρόσθετη εργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, και επιβλήθηκε σε βάρος της μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, που ορίστηκε στο ποσό των 900 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές με τις εφέσεις τους και για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγομένες, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και, η μεν εκκαλούσα, να απορριφθεί η αγωγή, η δε αντεκκαλούσα, να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 435/1976, συνάγεται ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.2 του ως άνω ν. 435/1976 [ΑΠ 65/2020 ΠειρΝομ 2020.331, ΑΠ 732/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 441/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Με την Ε. Γ. Σ. Σ. Ε. της 26-2-1975, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας (ΑΠ 288/2018, ΑΠ 864/2015 αδημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ»), και με το άρθρο 6 της από 14- 2-1984 ΕΓΣΣΕ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/20-2-1984 (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983 [ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 ό.π]. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26- 2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από τον νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970, αμείβετο με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζομένους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα ή οκτώ, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 931/2017, ΑΠ 534/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, αφού μεσολάβησαν οι ν. 2874/2000 και ν.3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10-2005), που κατήργησε και επανέφερε, αντίστοιχα, τον θεσμό της υπερεργασίας, με το άρθρο 74 § 10 του ν. 3863/2010 (με έναρξη ισχύος από 15-7-2010), ορίστηκε ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως υπερεργασία [ΕφΑθ(Μον) 3734/2021, ΕφΑθ (Μον) 911/2021, ΕφΘεσ (Μον) 545/2021 αδημ. ΤΝΠ»ΝΟΜΟΣ»] και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης, ενώ ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε πενθήμερη βάση και πέραν των 48 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε εξαήμερη βάση. Ο νόμιμος χρόνος ημερήσιας απασχόλησης και μετά τη νέα ρύθμιση, παραμένει η κύρια βάση του υπολογισμού των υπερωριών, αφού στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο (8ωρο για εξαήμερη και 9ωρο για πενθήμερη απασχόληση) διατηρούνται σε ισχύ. Συνεπώς, η απασχόληση πέραν των 9 ή 8 ωρών ημερησίως (υπό το σύστημα του πενθημέρου ή εξαημέρου, αντίστοιχα) είναι πάντα υπερωρία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, διότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας του νομίμου ημερήσιου ωραρίου [ΑΠ 65/2020, ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2021 ό.π]. Η δε αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας είναι πλέον ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20 % και 80%, αντίστοιχα, από 15-7-2010 (άρθρο 74 παρ. 10 ν. 3863/2010) [ΑΠ 732/2018, ΕφΑθ (Μον) 441/2020 ό.π), τόσο δε η αξίωση για επιπλέον αμοιβή λόγω υπερεργασίας όσο και η αποζημίωση, λόγω παροχής κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας στηρίζεται πλέον, στις άνω διατάξεις των προαναφερθέντων νόμων και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό [ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ (Μον) 3734/2021 ό.π]. Επισημαίνεται ότι, για μισθωτούς που υπάγονται στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας-η οποία ειδικά για τους εργαζομένους στα καταστήματα, καθιερώθηκε νομοθετικά με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 4 του Ν. 1892/1990 από 1.9.1990 κατά την παρ. 9 του ιδίου άρθρου, ενώ με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 1957/1991 ορίσθηκε ότι η ημέρα ανάπαυσης των εργαζομένων, λόγω πενθημέρου, καθορίζεται κυλιόμενη, εκτός εάν ρυθμίζεται διαφορετικά από άλλες διατάξεις ή με ατομική συμφωνία, η εργασία κατά το Σάββατο λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της υπερεργασίας και συναριθμείται με την εργασία των άλλων ημερών μόνο στην περίπτωση εργασίας κατά το Σάββατο ως πέμπτης ημέρας, αν ως ημέρα ανάπαυσης του εργαζομένου λόγω του πενθημέρου καθορίζεται άλλη ημέρα της εβδομάδας με ατομική συμφωνία, κατά το άρθρο 42 παρ.5 του Ν. 1892/1990, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 1957/1991 (ΑΠ 1004/2017, ΑΠ 6/2012, ΑΠ 1404/2009 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Επιπλέον, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 534 και 535 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν η εκκαλουμένη απόφαση, εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, έκανε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή τους όχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί αν το διατακτικό της είναι ορθό (ΚΠολΔ 534), και επομένως σφάλμα της σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά θα κριθεί μέσα στα πλαίσια της νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει [ΕφΘεσ 2019/2012, Αρμ 2013.486, ΕφΔυτΜακ 44/2011, Αρμ 2012.1274, ΕφΠατρ (Μον) 276/2016, ΕλλΔνη 2017.512, ΕφΛαρ (Μον) 303/2015, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.760, ΕφΠειρ (Μον) 662/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012.413]. Έτσι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης παρά τον λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό είναι ορθό, το Εφετείο αντικαθιστά τις αιτιολογίες, ως προς τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που στηρίζει το ίδιο διατακτικό της απόφασης και απορρίπτει την έφεση [ΕφΠατρ (Μον) 276/2016, ΕφΛαρ (Μον) 303/2015 ό.π]. Επομένως, αναφορικά με την πρόσθετη αμοιβή που η ενάγουσα δικαιούται για την τυχόν υπερεργασία και την παράνομη υπερωριακή της απασχόληση, αυτή θεμελιώνεται, κατά τα προεκτεθέντα στον νόμο και όχι στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, όπως εσφαλμένως έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στοιχείο, που έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει το παρόν Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), διότι ανάγεται στο νόμω βάσιμο αυτής και μάλιστα χωρίς ειδικό παράπονο (ΑΠ 121/2019 ΑΠ 140/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δεν συντρέχει, ωστόσο, λόγος να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, λόγω της πλημμέλειάς της αυτής, σύμφωνα με όσα αμέσως ανωτέρω εκτέθηκαν, αλλά θα ελεγχθεί η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής μέσα στα πλαίσιο της νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …….. και ………., αντίστοιχα, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν υπόψη οι υπ’αριθμ. … και …./14-1-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……. και ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, καθώς ελήφθησαν χωρίς να προηγηθεί κλήτευση της ενάγουσας, η οποία δεν εμφανίστηκε κατά τη λήψη τους, να παραστεί σε αυτές (άρθρα 422 και 424 του ΚΠολΔ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από το δεύτερο άρθρο του άρθρου 1 του ν.4335/2015), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα, η οποία-κατά δήλωση της ιδίας στο δικόγραφο της αγωγής- είναι υπήκοος τρίτης, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Χώρας και συγκεκριμένα Αλβανίδα υπήκοος, προσελήφθη από την εναγομένη στις 21-12-2012, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως πωλήτρια, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερον εβδομαδιαίως, και συγκεκριμένα από Δευτέρα έως Σάββατο, με μία ημέρα αναπληρωματικής ανάπαυσης και οκτάωρο ημερησίως, έναντι μηνιαίου μισθού, ύψους 750,67 ευρώ. Κατά την πρόσληψή της αλλά και καθ’όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης, δεν αποδείχθηκε ότι κατείχε την απαιτούμενη (άρθρο 19 του ν.2910/2001) άδεια εργασίας, και ως εκ τούτου, η σύμβαση εργασίας της κρίνεται ως άκυρη και η σχέση που τη συνέδεε με την εναγομένη ήταν αυτή της απλής σχέσης εργασίας. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα εργαζόταν καθ’υπέρβαση του ημερησίου ωραρίου της, ήτοι ξεκινούσε κάθε ημέρα την εργασία της στις 07.00 και εργαζόταν τη Δευτέρα έως τις 15.00, κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, έως τις 14.00 και από τις 17.00 έως τις 20.00 και το Σάββατο έως τις 16.00, ενώ η ημέρα της ανάπαυσής της (ρεπό) ήταν η Τετάρτη. Το ωράριο αυτό, παρά τις αντικρουόμενες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ήτοι του συζύγου της αφενός και της συζύγου του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης, που εργαζόταν και εκείνη στο κρεοπωλείο, αφετέρου, συνάδει με τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων γενικά, και η προσέλευσή της νωρίτερα από την ώρα ανοίγματος, κατά μία ώρα, δικαιολογείται από την ανάγκη εκτέλεσης προπαρασκευαστικών εργασιών (τακτοποίηση εμπορευμάτων, προετοιμασία παραγγελιών κ.α). Αντιθέτως, λόγω της εργασίας στο ίδιο κατάστημα και άλλων υπαλλήλων, κρίνεται ότι δεν ήταν αναγκαία η παραμονή της και πέραν των ωρών λειτουργίας του, και δεν υπήρχε λόγος έναρξης της εργασίας της στις 06.00 πμ κατά τα Σάββατα, δηλαδή δύο ώρες πριν το άνοιγμα του καταστήματος, διότι δεν κρίνεται λογικό να υπάρχει τέτοια ανάγκη σε ένα συνοικιακό κατάστημα, όπως αυτό της εναγομένης. Επίσης, από τις 15 έως τις 31 Δεκεμβρίου και τη Μ.Εβδομάδα, κάθε έτους, που ισχύει το εορταστικό ωράριο και τα καταστήματα παραμένουν ανοιχτά περισσότερες ώρες, κατά τη διάρκεια της ημέρας, το ωράριό της ακολουθούσε το συγκεκριμένο ωράριο, το οποίο είναι γνωστό, ως γενικό πασίδηλο (άρθρο 336 § 1 του ΚΠολΔ), πλην Κυριακών, με την επισήμανση ότι και κατά τις περιόδους αυτές ξεκινούσε την εργασία της, όπως και τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες του χρόνου, μία ώρα πριν το άνοιγμα του καταστήματος. Επιπλέον, από τις 16 έως τις 30 Απριλίου του έτους 2018 βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας σε εν μέρει διαφορετική κρίση, έσφαλε εν μέρει περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης, να γίνουν δεκτοί, ως εν μέρει βάσιμοι και κατ’ουσίαν, δηλαδή μόνον ως προς τη χρονική διάρκεια της εργασία της τα Σάββατα και τις εορταστικές περιόδους. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι το κρεοπωλείο που εργαζόταν η ενάγουσα παρέμεινε κλειστό από τις 13 έως τις 27 Αυγούστου, ημέρα Δευτέρα, του έτους 2018, χρονικό διάστημα, το οποίο συνέπιπτε με μέρος της θερινής αδείας όλων των υπαλλήλων της εναγομένης. Η ίδια, ήδη από τις αρχές του ίδιου μήνα, είχε δηλώσει την πρόθεσή της να αποχωρήσει από την εργασία της, επικαλούμενη λόγους υγείας και οικογενειακούς λόγους, χωρίς όμως να έχει καταστήσει αυτή της την πρόθεση απολύτως σαφή στην εργοδότριά της. Μάλιστα, είχε ζητήσει από την μάρτυρα ανταπόδειξης, η οποία εργαζόταν και η ίδια στο κατάστημα, να γίνει εικονική απόλυσή της, ώστε να μπορεί να επιδοτηθεί από τον ΟΑΕΔ, αίτημα, όμως, που δεν έγινε δεκτό. Έτσι, παρότι δεν επέστρεψε πράγματι στην εργασία της, κατά το άνοιγμα του καταστήματος ούτε επικοινώνησε με την εναγομένη για να δικαιολογήσει την απουσία της, αλλά ούτε και επικαλέστηκε εκ των υστέρων κάποιο κώλυμα για την παράλειψη ειδοποίησής της, η τελευταία ανέμενε την επιστροφή της. Τελικά, στις 31-8-2018, ημέρα Παρασκευή, η ίδια ως άνω μάρτυρας διαβλέποντας ότι η ενάγουσα δεν επρόκειτο να επιστρέψει, συμπλήρωσε το έντυπο οικειοθελούς αποχώρησής της, θέτοντας στην οικεία θέση υπογραφή, ως δήθεν προερχόμενη από την ενάγουσα, χωρίς καμία προσπάθεια απομίμησης της πραγματικής της υπογραφής, αλλά και πάλι, ανέμενε μέχρι τις 5-9-2018, οπότε και την υπέβαλε στην αρμόδια Υπηρεσία. Όταν η ενάγουσα επικοινώνησε μαζί της στις 6-9-2018, η μάρτυρας την ενημέρωσε ότι είχε ήδη αποστείλει το έγγραφο της οικειοθελούς αποχώρησής της και την κάλεσε να το παραλάβει. Η ενάγουσα την επομένη, περί ώρα 10-11 πμ, μετέβη στο κατάστημα, όπου, παρουσία και άλλων υπαλλήλων, διαμαρτυρήθηκε για την μη απόλυσή της, ενώ αρνήθηκε και την πρόταση που της έγινε για συνέχιση της εργασίας της. Κατά την παραμονή της εκεί συμπληρώθηκε νέο έντυπο οικειοθελούς αποχώρησής της, το οποίο αυτή τη φορά υπέγραψε η ίδια, γνωρίζοντας, παρά τα όσα αντιθέτως ισχυρίζεται, το περιεχόμενό της. Η υπογραφή και νέου εντύπου έγινε προφανώς για να επιβεβαιωθεί κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η βούληση της ενάγουσας να αποχωρήσει από την εργασία της. Τα παραπάνω προκύπτουν με σαφήνεια από την κατάθεση της προαναφερθείσας μάρτυρος, η οποία με τρόπο πειστικό παρέθεσε με τις απαραίτητες διευκρινίσεις και με λεπτομέρειες, το περιεχόμενο της συνομιλίας της με την ενάγουσα πριν αλλά και μετά την αποχώρησή της. Αντιθέτως, τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης και σύζυγος της ενάγουσας, ότι δηλαδή η εναγομένη την απέλυσε και η ίδια υπέγραψε το έντυπο της οικειοθελούς αποχώρησής της, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενό του, καθώς αγνοεί την ελληνική γλώσσα, κρίνεται ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι δεν προβάλλει καμία εξήγηση για την μη προσέλευση της συζύγου του στην εργασία της, κατά τη λήξη της θερινής αδείας της και την μη ειδοποίηση της εργοδότριάς της. Άλλωστε, ο ίδιος δεν ήταν παρών στις σχετικές συζητήσεις της συζύγου του, με την άνω μάρτυρα, ενώ είναι χαρακτηριστικό, ως συνεπές προς την κατάθεση της τελευταίας, και το γεγονός ότι η ίδια μέχρι την εμφάνιση της ενάγουσας δεν προέβη σε πρόσληψη άλλου ατόμου στη θέση της, η οποία επακολούθησε. Επιπλέον, αν ήταν αληθές ότι η εναγομένη κατήγγειλε τη σχέση εργασίας της ενάγουσας, η ίδια όταν προσήλθε στις 7-9-2018 στο κατάστημά της, δεν είχε κανένα λόγο να υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο. Μετά από συνεκτίμηση όλων όσων προεκτέθηκαν συνάγεται ότι η αποχή της ενάγουσας από την εργασία της, δεδομένης και της προηγούμενης γνωστοποίησης της πρόθεσής της να αποχωρήσει, ήταν δηλωτική της βούλησής της για διακοπή της σχέσης εργασίας της, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και συνιστά κατ’αντικειμενική κρίση, σιωπηρή εκ μέρους της καταγγελία αυτής. Ως εκ τούτου, εφόσον η λύση της σχέσης εργασίας της επήλθε με υπαιτιότητά της, δεν δικαιούται αποζημίωσης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο πρώτος λόγος της αντέφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η ενάγουσα, η οποία εργαζόταν 47 ώρες εβδομαδιαίως (από 10 ώρες την Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, 8 ώρες τη Δευτέρα και 9 ώρες το Σάββατο) και περισσότερες ώρες κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα, δικαιούται για το σύνηθες ωράριό της αλλά και το ωράριό της κατά τις παραπάνω περιόδους, πρόσθετη αμοιβή για υπερεργασία πέντε ωρών την εβδομάδα, εφόσον εξαντλούσε το νόμιμο ωράριο των 40 ωρών την εβδομάδα για την πενθήμερη εργασία της, καθώς και αποζημίωση για την πλέον του εννεαώρου, εργασία της, η οποία παρεχόταν τακτικά και δεν κάλυπτε έκτακτες ανάγκες της εναγομένης, και η τελευταία δεν είχε τηρήσει τις προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που προεκτέθηκαν. Σημειώνεται ότι για τις εβδομάδες, στις οποίες κάποια εκ των ημερών εργασίας της συνέπιπτε με αργία, κατά την οποία δεν εργαζόταν, δεν δικαιούται αμοιβή για υπερεργασία, εφόσον δεν υπερέβαινε κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο των 40 ωρών, παρ’όλο που τις λοιπές εργάσιμες ημέρες εργαζόταν και πέραν των οκτώ ωρών (ΑΠ 393/2020 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα εργάστηκε πέραν του ωραρίου της, ως εξής (κατά τις εβδομάδες, που παραλείπονται δεν υπήρξε υπέρβαση του ωραρίου), πραγματοποιώντας: Α) για το έτος 2013: 1) από 31 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου 2013, 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 2) από 7 έως 13 Ιανουαρίου, 3) από 14 έως 20 Ιανουαρίου, 4) από 21 έως 27 Ιανουαρίου, 5) από 28 Ιανουαρίου έως 3 Φεβρουαρίου, 6) από 4 έως 10 Φεβρουαρίου, 7) από 11 έως 17 Φεβρουαρίου, 8) από 18 έως 24 Φεβρουαρίου, 9) από 25 Φεβρουαρίου έως 3 Μαρτίου, 10) από 4 έως 10 Μαρτίου, 11) από 11 έως 17 Μαρτίου, 12) από 18 έως 24 Μαρτίου, δηλαδή επί 11 εβδομάδες, από 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά, 44 ώρες υπερεργασία και 33 ώρες παράνομες υπερωρίες, 13) από 25 (αργία) έως 31 Μαρτίου, 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 14) από 1 έως 7 Απριλίου, 15) από 8 έως 14 Απριλίου, 16) από 15 έως 21 Απριλίου, 17) από 22 έως 28 Απριλίου, δηλαδή επί 4 εβδομάδες, από 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, κάθε εβδομάδα, συνολικά 16 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 18) από 29 Απριλίου έως 5 Μαϊου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 την Μ. Δευτέρα, Μ.Τρίτη και Μ.Πέμπτη, 12.00-17.00 τη Μ.Παρασκευή και 08.00 έως 15.00 το Μ.Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 19) από 6 έως 12 Μαΐου, αργία στις 6 και τις 7/5 (μεταφορά Πρωτομαγιάς), 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 20) από 13 έως 19 Μαΐου, 21) από 20 έως 26 Μαΐου, 22) από 27 Μαΐου έως 2 Ιουνίου, 23) από 3 έως 9 Ιουνίου, 24) από 10 έως 16 Ιουνίου, 25) από 17 έως 23 Ιουνίου, 26) από 24 έως 30 Ιουνίου, 27) από 1 έως 7 Ιουλίου, 28) από 8 έως 14 Ιουλίου, 29) από 15 έως 21 Ιουλίου, 30) από 22 έως 28 Ιουλίου, 31) από 29 Ιουλίου έως 4 Αυγούστου, 32) από 5 έως 11 Αυγούστου, δηλαδή επί 13 εβδομάδες, από 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 52 ώρες υπερεργασία και 39 ώρες παράνομες υπερωρίες, 33) από 12 έως 18 Αυγούστου, 1 ώρα παράνομη υπερωρία, 34) από 2 έως 8 Σεπτεμβρίου, 35) από 9 έως 15 Σεπτεμβρίου, 36) από 16 έως 22 Σεπτεμβρίου, 37) από 23 έως 29 Σεπτεμβρίου, 38) από 30 Σεπτεμβρίου έως 6 Οκτωβρίου, 39) από 7 έως 13 Οκτωβρίου, 40) από 14 έως 20 Οκτωβρίου, 41) από 21 έως 27 Οκτωβρίου, δηλαδή για 8 εβδομάδες, από 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 32 ώρες υπερεργασία και 24 ώρες παράνομες υπερωρίες, 42) από 28 Οκτωβρίου έως 3 Νοεμβρίου, καμία υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 43) από 4 έως 10 Νοεμβρίου, 44) από 11 έως 17 Νοεμβρίου, 45) από 18 έως 24 Νοεμβρίου, 46) από 25 Νοεμβρίου έως 1 Δεκεμβρίου, 47) από 2 έως 8 Δεκεμβρίου, 48) από 9 έως 15 Δεκεμβρίου, δηλαδή επί 6 εβδομάδες, από 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 24 ώρες υπερεργασία και 18 ώρες παράνομες υπερωρίες, 49) από 16 έως 22 Δεκεμβρίου (με ωράριο από 08.00 έως 21.00, τη Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή και 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), 5 ώρες υπερεργασία και 17 ώρες παράνομες υπερωρίες, 50) από 23 έως 29 Δεκεμβρίου (με ωράριο από 08.00 έως 21.00 τη Δευτέρα, 08.00 έως 18.00 την Τρίτη, αργία την Τετάρτη και Πέμπτη, 08.00 έως 21.00 την Παρασκευή και 08.00 έως 20.00 το Σάββατο), 4 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 51) Στις 30 και 31 Δεκεμβρίου, όπου στην ίδια εβδομάδα υπήρχαν μία ημέρα ανάπαυσης (Τετάρτη) και μία αργία (Πέμπτη), 2 ώρες υπερεργασία και 5 ώρες παράνομες υπερωρίες, δηλαδή συνολικά 182 ώρες υπερεργασία και 183 ώρες παράνομες υπερωρίες. Αντιθέτως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε συνολικά 151 ώρες υπερεργασία-παρ’ότι μάλιστα στο σκεπτικό της δέχεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν επί 38 ώρες εβδομαδιαίως και δεν υπερέβαινε έτσι το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο- και 339 ώρες παράνομες υπερωρίες, εκ των οποίων οι 49 αφορούν εργασία εννέα ωρών, δηλαδή μίας ώρας επιπλέον του νομίμου ωραρίου της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας, τα εργάσιμα Σάββατα, τις οποίες εσφαλμένως θεώρησε ως παράνομες υπερωρίες, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπερεργασία, και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των ωρών εργασίας της αντεκκαλούσας, την αντίστοιχη εβδομάδα, υπερέβαινε τις 40. Επομένως, πρέπει, ο τρίτος λόγος της έφεσης, ως προς το συγκεκριμένο έτος, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εφεσίβλητη δεν εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου της, να γίνει δεκτός, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επίσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, θεώρησε την εργασία της κατά τα Σάββατα, ως έκτη ημέρα εργασίας, ενώ εργαζόταν επί πενθήμερο και ως ημέρα ανάπαυσής της είχε συμφωνηθεί η Τετάρτη, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης, για το συγκεκριμένο έτος, ως βάσιμος κατ’ουσίαν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη τον μικτό μηνιαίο μισθό της ενάγουσας-αντεκκαλούσας (750,67 ευρώ), το μικτό ημερομίσθιό της ανερχόταν στο ποσό των 30,02 (750,67 : 25) ευρώ και το μικτό ωρομίσθιό της, σε 4,50 (750,67 : 25 Χ 6 : 40) ευρώ, και, συνακόλουθα, το ωρομίσθιο για την υπερεργασία της, στο ποσό των 5,4 (4,5 + προσαύξηση 20 %) ευρώ και για την κατ’εξαίρεση υπερωριακή της απασχόληση, στο ποσό των 8,1 (4,50 + προσαύξηση 80%) ευρώ, βάσει των οποίων αυτή δικαιούται να λάβει, για υπερεργασία το ποσό των (182 ώρες Χ 5,4) 982,8 ευρώ και για παράνομες υπερωρίες το ποσό των (183 ώρες Χ 8,1=) 1.482,3 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που της επιδίκασε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 679,5 και των 2.665,71 ευρώ-συνυπολογιζόμενης και της αποζημίωσης για παράνομη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα- αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Β) Για το έτος 2014 : 1) από 1 έως 5 Ιανουαρίου 2014 (με το σύνηθες ωράριο, πλην της Δευτέρας, από 08.00 έως 21.00 και της Τρίτης από 08.00 έως 18.00, με αργία την Τετάρτη και την Πέμπτη), καμία ώρα υπερεργασία και 1 ώρα παράνομη υπερωρία, 2) από 6 έως 12 Ιανουαρίου (με μία αργία) καμία ώρα υπερεργασία και 3 παράνομες υπερωρίες, 3) από 13 έως 19 Ιανουαρίου, 4) από 20 έως 26 Ιανουαρίου, 5) από 27 Ιανουαρίου έως 2 Φεβρουαρίου, 6) από 3 έως 9 Φεβρουαρίου, 7) από 10 έως 16 Φεβρουαρίου, 8) από 17 έως 23 Φεβρουαρίου, 9) από 24 Φεβρουαρίου έως 2 Μαρτίου, δηλαδή επί 7 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά, 24 ώρες υπερεργασία και 18 ώρες παράνομες υπερωρίες, 10) από 3 έως 9 Μαρτίου (με μία αργία, τη Δευτέρα), καμία ώρα υπερεργασίας και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 11) από 10 έως 16 Μαρτίου, 12) από 17 έως 23 Μαρτίου, δηλαδή επί 2 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 ώρες παράνομης υπερωρίας κάθε εβδομάδα, συνολικά, 8 ώρες υπερεργασία και 6 ώρες παράνομες υπερωρίες, 13) από 24 έως 30 Μαρτίου (με μία αργία, ημέρα Τρίτη), καμία ώρα υπερεργασίας και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 14) από 31 Μαρτίου έως 6 Απριλίου, 15) από 7 έως 13 Απριλίου, δηλαδή επί 2 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά, 8 ώρες υπερεργασία και 6 ώρες παράνομες υπερωρίες, 16) από 14 έως 20 Απριλίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 την Μ. Δευτέρα, Μ.Τρίτη και Μ.Πέμπτη, 12.00-19.00 τη Μ.Παρασκευή και 08.00 έως 15.00 το Μ.Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 17) από 21 έως 27 Απριλίου (με αργία τη Δευτέρα), καμία υπερεργασία και 3 ώρες παράνομης υπερωρίας, 18) από 28 Απριλίου έως 4 Μαΐου (με αργία την Πέμπτη), καμία ώρα υπερεργασία και 2 παράνομες υπερωρίες, 19) από 5 έως 11 Μαΐου, 20) από 12 έως 18 Μαΐου, 21) από 19 έως 25 Μαΐου, 22) από 26 Μαΐου έως 1 Ιουνίου, 23) από 2 έως 8 Ιουνίου, 24) από 9 έως 15 Ιουνίου, 25) από 16 έως 22 Ιουνίου, 26) από 23 έως 29 Ιουνίου, 27) από 30 Ιουνίου έως 6 Ιουλίου, 28) από 7 έως 13 Ιουλίου, 29) από 14 έως 20 Ιουλίου, 30) από 21 έως 27 Ιουλίου, 31) από 28 Ιουλίου έως 3 Αυγούστου, 32) από 4 έως 10 Αυγούστου, δηλαδή επί 14 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά, 56 ώρες υπερεργασία και 24 ώρες παράνομες υπερωρίες, 33) από 11 έως 17 Αυγούστου (με αργία την Παρασκευή και έναρξη αδείας το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 34) από 1 έως 7 Σεπτεμβρίου, 35) από 8 έως 14 Σεπτεμβρίου, 36) από 15 έως 21 Σεπτεμβρίου, 37) από 22 έως 28 Σεπτεμβρίου, 38) από 29 Σεπτεμβρίου έως 5 Οκτωβρίου, 39) από 6 έως 12 Οκτωβρίου, 40) από 13 έως 19 Οκτωβρίου, 41) από 20 έως 26 Οκτωβρίου, δηλαδή επί 8 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά, 32 ώρες υπερεργασία και 24 ώρες παράνομες υπερωρίες, 42) από 27 Οκτωβρίου έως 2 Νοεμβρίου (με μία αργία, την Τρίτη), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 43) από 3 έως 9 Νοεμβρίου, 44) από 10 έως 16 Νοεμβρίου, 45) από 17 έως 23 Νοεμβρίου, 46) από 24 έως 30 Νοεμβρίου, 47) από 1 έως 7 Δεκεμβρίου, 48) από 8 έως 14 Δεκεμβρίου, δηλαδή επί 6 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 παράνομης υπερωρίας κάθε εβδομάδα, συνολικά 24 ώρες υπερεργασία και 18 ώρες παράνομες υπερωρίες, 49) από 15 έως 21 Δεκεμβρίου, (ωράριο 08.00 έως 21, τη Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή και 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), 5 ώρες υπερεργασία και 17 ώρες παράνομες υπερωρίες, 50) από 22 έως 28 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 τη Δευτέρα και την Τρίτη, ανάπαυση την Τετάρτη, αργία την Πέμπτη και την Παρασκευή, και από 08.00 έως 20.00 το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και 11 ώρες παράνομες υπερωρίες, 51) από 29 έως 31 Δεκεμβρίου (με ωράριο από 08.00 έως 21.00 τη Δευτέρα και την Τρίτη, ανάπαυση την Τετάρτη, αργία την Πέμπτη και το σύνηθες ωράριο την Παρασκευή και το Σάββατο), 2 ώρες υπερεργασία και 8 ώρες παράνομες υπερωρίες, δηλαδή συνολικά 166 ώρες υπερεργασία και 183 ώρες παράνομες υπερωρίες. Αντιθέτως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε συνολικά 148 ώρες υπερεργασία, παρ’ότι μάλιστα στο σκεπτικό της δέχεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν επί 38 ώρες εβδομαδιαίως και δεν υπερέβαινε έτσι το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο- και 291 ώρες παράνομες υπερωρίες, εκ των οποίων οι 49 αφορούν εργασία εννέα ωρών, δηλαδή μίας ώρας επιπλέον του νομίμου ωραρίου της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας, τα εργάσιμα Σάββατα, τις οποίες εσφαλμένως θεώρησε ως παράνομες υπερωρίες, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπερεργασία, και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των ωρών εργασίας της αντεκκαλούσας, την αντίστοιχη εβδομάδα, υπερέβαινε τις 40. Επομένως, πρέπει, ο τρίτος λόγος της έφεσης ως προς το συγκεκριμένο έτος, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εφεσίβλητη δεν εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου της, να γίνει δεκτός, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επίσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, θεώρησε την εργασία της κατά τα Σάββατα, ως έκτη ημέρα εργασίας, ενώ εργαζόταν επί πενθήμερο και ως ημέρα ανάπαυσής της είχε συμφωνηθεί η Τετάρτη, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης, για το συγκεκριμένο έτος, ως βάσιμος κατ’ουσίαν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα-αντεκκαλούσα δικαιούται να λάβει, για υπερεργασία το ποσό των (166 ώρες Χ 5,4) 896,4 ευρώ και για παράνομες υπερωρίες το ποσό των (183 ώρες Χ 8,1=) 1.482,3 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που της επιδίκασε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 666 και των 2.617 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Γ) Για το έτος 2015 : 1) από 1 έως 4 Ιανουαρίου 2015 (με ωράριο από 08.00 έως 21.00 τη Δευτέρα και την Τρίτη, ανάπαυση την Τετάρτη, αργία την Πέμπτη και το σύνηθες ωράριο την Παρασκευή και το Σάββατο), 1 ώρα υπερεργασία και 1 ώρα παράνομη υπερωρία, 2) από 5 έως 11 Ιανουαρίου (με μία αργία την Τρίτη), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 3) από 12 έως 18 Ιανουαρίου, 4) από 19 έως 25 Ιανουαρίου, 5) από 26 Ιανουαρίου έως 1 Φεβρουαρίου, 6) από 2 έως 8 Φεβρουαρίου, 7) από 9 έως 15 Φεβρουαρίου, 8) από 16 έως 22 Φεβρουαρίου, δηλαδή επί 6 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 24 ώρες υπερεργασία και 18 ώρες παράνομες υπερωρίες, 9) από 23 Φεβρουαρίου έως 1 Μαρτίου (με μία αργία τη Δευτέρα) καμία ώρα υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 10) από 2 έως 8 Μαρτίου, 11) από 9 έως 15 Μαρτίου, 12) από 16 έως 22 Μαρτίου, 13) από 23 έως 29 Μαρτίου, 14) από 30 Μαρτίου έως 5 Απριλίου, δηλαδή επί 5 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 20 ώρες υπερεργασίας και 15 ώρες παράνομες υπερωρίες, 15) από 6 Απριλίου έως 12 Απριλίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 την Μ. Δευτέρα, Μ.Τρίτη και Μ.Πέμπτη, 12.00-19.00 τη Μ.Παρασκευή και 08.00 έως 15.00 το Μ.Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες), 16) από 13 έως 19 Απριλίου, 17) από 20 έως 26 Απριλίου, δηλαδή 2 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 8 ώρες υπερεργασία και 6 ώρες παράνομες υπερωρίες, 18) από 27 Απριλίου έως 3 Μαΐου (με μία αργία, την Παρασκευή), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 19) από 4 έως 10 Μαΐου, 20) από 11 έως 17 Μαΐου, 21) από 18 έως 24 Μαΐου, 22) από 25 έως 31 Μαΐου, 23) από 1 έως 7 Ιουνίου, 24) από 8 έως 14 Ιουνίου, 25) από 15 έως 21 Ιουνίου, 26) από 22 έως 28 Ιουνίου, 27) από 29 Ιουνίου έως 5 Ιουλίου, 28) από 6 έως 12 Ιουλίου, 29) από 13 έως 19 Ιουλίου, 30) από 20 έως 26 Ιουλίου, 31) από 27 Ιουλίου έως 2 Αυγούστου, 32) από 3 έως 9 Αυγούστου, δηλαδή επί 14 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 56 ώρες υπερεργασία και 42 ώρες παράνομες υπερωρίες, 33) από 10 έως 16 Αυγούστου (με μία αργία, ημέρα Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 34) από 31 Αυγούστου έως 6 Σεπτεμβρίου (με άδεια τη Δευτέρα), καμία ώρα υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 35) από 7 έως 13 Σεπτεμβρίου, 36) από 14 έως 20 Σεπτεμβρίου, 37) από 21 έως 27 Σεπτεμβρίου, 38) από 28 Σεπτεμβρίου έως 4 Οκτωβρίου, 39) από 5 έως 11 Οκτωβρίου, 40) από 12 έως 18 Οκτωβρίου, 41) από 19 έως 25 Οκτωβρίου, 42) από 26 Οκτωβρίου έως 1 Νοεμβρίου, 43) από 2 έως 8 Νοεμβρίου, 44) από 9 έως 15 Νοεμβρίου, 45) από 16 έως 22 Νοεμβρίου, 46) από 23 έως 29 Νοεμβρίου, 47) από 30 Νοεμβρίου έως 6 Δεκεμβρίου, 48) από 7 έως 13 Δεκεμβρίου, δηλαδή επί 14 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 56 ώρες υπερεργασία και 42 ώρες παράνομες υπερωρίες, 49) από 14 έως 20 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00 έως 21, τη Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή και 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), 5 ώρες υπερεργασία και 17 ώρες παράνομες υπερωρίες, 50) από 21 έως 27 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 τη Δευτέρα και την Τρίτη, ανάπαυση την Τετάρτη, 08.00 έως 18.00 την Πέμπτη και αργία την Παρασκευή και το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασίας και 9 ώρες παράνομες υπερωρίες, 51) από 28 έως 31 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00-21.00 τη Δευτέρα και την Τρίτη, 08.00-18.00 την Πέμπτη και αργία την Παρασκευή και το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και 9 ώρες παράνομες υπερωρίες, δηλαδή συνολικά 176 ώρες υπερεργασία και 184 ώρες παράνομης υπερωρίες. Αντιθέτως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε συνολικά 152 ώρες υπερεργασία, παρ’ότι μάλιστα στο σκεπτικό της δέχεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν επί 38 ώρες εβδομαδιαίως και δεν υπερέβαινε έτσι το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο- και 291 ώρες παράνομες υπερωρίες, εκ των οποίων οι 48 αφορούν εργασία εννέα ωρών, δηλαδή μίας ώρας επιπλέον του νομίμου ωραρίου της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας, τα εργάσιμα Σάββατα, τις οποίες εσφαλμένως θεώρησε ως παράνομες υπερωρίες, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπερεργασία, και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των ωρών εργασίας της αντεκκαλούσας, την αντίστοιχη εβδομάδα, υπερέβαινε τις 40. Επομένως, πρέπει, ο τρίτος λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός, ως προς το συγκεκριμένο έτος, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εφεσίβλητη δεν εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου της, να γίνει δεκτός, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επίσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, θεώρησε την εργασία της κατά τα Σάββατα, ως έκτη ημέρα εργασίας, ενώ εργαζόταν επί πενθήμερο και ως ημέρα ανάπαυσής της είχε συμφωνηθεί η Τετάρτη, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης, για το συγκεκριμένο έτος, ως βάσιμος κατ’ουσίαν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα-αντεκκαλούσα δικαιούται να λάβει, για υπερεργασία το ποσό των (176 ώρες Χ 5,4) 950,4 ευρώ και για παράνομες υπερωρίες, το ποσό των (184 ώρες Χ 8,1) 1.490,4 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που της επιδίκασε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 675 και των 2.604,96 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Δ) Για το έτος 2016 : 1) από 1 έως 3 Ιανουαρίου (με ωράριο 08.00-21.00 τη Δευτέρα και την Τρίτη, 08.00-18.00 την Πέμπτη και αργία την Παρασκευή και το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και 1 ώρα παράνομη υπερωρία, 2) από 4 έως 10 Ιανουαρίου, 3) από 11 έως 17 Ιανουαρίου, 4) από 18 έως 24 Ιανουαρίου, 5) από 25 έως 31 Ιανουαρίου, 6) από 1 έως 7 Φεβρουαρίου, 7) από 8 έως 14 Φεβρουαρίου, 8) από 15 έως 21 Φεβρουαρίου, 9) από 22 έως 28 Φεβρουαρίου, 10) από 29 Φεβρουαρίου έως 6 Μαρτίου, 11) από 7 έως 13 Μαρτίου, δηλαδή επί 10 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 40 ώρες υπερεργασία και 30 ώρες παράνομες υπερωρίες, 12) από 14 έως 20 Μαρτίου (αργία η Δευτέρα), καμία ώρα υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 13) από 21 έως 27 Μαρτίου (αργία η Παρασκευή), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 14) από 28 Μαρτίου έως 3 Απριλίου, 15) από 4 έως 10 Απριλίου, 16) από 11 έως 17 Απριλίου, 17) από 18 έως 24 Απριλίου, δηλαδή επί 4 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 ώρες παράνομης υπερωρίας κάθε εβδομάδα, δηλαδή συνολικά 16 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 18) από 25 Απριλίου έως 1 Μαΐου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 την Μ. Δευτέρα, Μ.Τρίτη και Μ.Πέμπτη, 12.00-19.00 τη Μ.Παρασκευή και 08.00 έως 15.00 το Μ.Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 19) από 2 έως 8 Μαΐου (αργία η Δευτέρα και η Τρίτη, λόγω μεταφοράς της Πρωτομαγιάς), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 20) από 9 έως 15 Μαΐου, 21) από 16 έως 22 Μαΐου, 22) από 23 έως 29 Μαΐου, 23) από 30 Μαΐου έως 5 Ιουνίου, 24) από 6 έως 12 Ιουνίου, 25) από 13 έως 19 Ιουνίου, 26) από 20 έως 26 Ιουνίου, 27) από 27 Ιουνίου έως 3 Ιουλίου, 28) από 4 έως 10 Ιουλίου, 29) από 11 έως 17 Ιουλίου, 30) από 18 έως 24 Ιουλίου, 31) από 25 έως 31 Ιουλίου, 32) από 1 έως 7 Αυγούστου, 33) από 8 έως 14 Αυγούστου, δηλαδή επί 14 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, δηλαδή συνολικά 56 ώρες υπερεργασία και 42 ώρες παράνομες υπερωρίες, 34) από 29 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου (άδεια Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 35) από 5 έως 11 Σεπτεμβρίου, 36) από 12 έως 18 Σεπτεμβρίου, 37) από 19 έως 25 Σεπτεμβρίου, 38) από 26 Σεπτεμβρίου έως 2 Οκτωβρίου, 39) από 3 έως 9 Οκτωβρίου, 40) από 10 έως 16 Οκτωβρίου, 41) από 17 έως 23 Οκτωβρίου, δηλαδή επί 7 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 28 ώρες υπερεργασία και 21 ώρες παράνομες υπερωρίες, 42) από 24 έως 30 Οκτωβρίου (με αργία την Παρασκευή), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 43) από 31 Οκτωβρίου έως 6 Νοεμβρίου, 44) από 7 έως 13 Νοεμβρίου, 45) από 14 έως 20 Νοεμβρίου, 46) από 21 έως 27 Νοεμβρίου, 47) από 28 Νοεμβρίου έως 4 Δεκεμβρίου, 48) από 5 έως 11 Δεκεμβρίου, δηλαδή επί 6 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 24 ώρες υπερεργασία και 18 ώρες παράνομες υπερωρίες, 49) από 12 έως 18 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00 έως 21, την Πέμπτη και την Παρασκευή και 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), 4 ώρες υπερεργασία και 10 ώρες παράνομες υπερωρίες, 50) από 19 έως 25 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 τη Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, ανάπαυση την Τετάρτη, και 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), 5 ώρες υπερεργασία και 17 ώρες παράνομες υπερωρίες, 51) από 26 έως 31 Δεκεμβρίου (με αργία τη Δευτέρα, ανάπαυση την Τετάρτη και ωράριο από 08.00-21.00 την Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή και 08.00 έως 17.00 το Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, δηλαδή συνολικά 179 ώρες υπερεργασία και 186 ώρες παράνομες υπερωρίες. Αντιθέτως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε συνολικά 149 ώρες υπερεργασία, παρ’ότι μάλιστα στο σκεπτικό της δέχεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν επί 38 ώρες εβδομαδιαίως και δεν υπερέβαινε έτσι το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο- και 308 ώρες παράνομες υπερωρίες, εκ των οποίων οι 51 αφορούν εργασία εννέα ωρών, δηλαδή μίας ώρας επιπλέον του νομίμου ωραρίου της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας, τα εργάσιμα Σάββατα, τις οποίες εσφαλμένως θεώρησε ως παράνομες υπερωρίες, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπερεργασία, και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των ωρών εργασίας της αντεκκαλούσας, την αντίστοιχη εβδομάδα, υπερέβαινε τις 40. Επομένως, πρέπει, ο τρίτος λόγος της έφεσης, ως προς το συγκεκριμένο έτος, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εφεσίβλητη δεν εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου της, να γίνει δεκτός, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επίσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, θεώρησε την εργασία της κατά τα Σάββατα, ως έκτη ημέρα εργασίας, ενώ εργαζόταν επί πενθήμερο και ως ημέρα ανάπαυσής της είχε συμφωνηθεί η Τετάρτη, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης, για το συγκεκριμένο έτος, ως βάσιμος κατ’ουσίαν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα-αντεκκαλούσα δικαιούται να λάβει, για υπερεργασία το ποσό των (179 ώρες Χ 5,4) 966,6 ευρώ και για παράνομες υπερωρίες το ποσό των (186 ώρες Χ 8,1) 1.506,6 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που της επιδίκασε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 670,5 και των 2.723,22 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Ε) Για το έτος 2017 : 1) από 2 έως 8 Ιανουαρίου (με αργία τη Δευτέρα και την Παρασκευή και ανάπαυση την Τετάρτη), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 2) από 9 έως 15 Ιανουαρίου, 3) από 16 έως 22 Ιανουαρίου, 4) από 23 έως 29 Ιανουαρίου, 5) από 30 Ιανουαρίου έως 5 Φεβρουαρίου, 6) από 6 έως 12 Φεβρουαρίου, 7) από 13 έως 19 Φεβρουαρίου, 8) από 20 έως 26 Φεβρουαρίου, δηλαδή επί 7 εβδομάδες, 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 28 ώρες υπερεργασία και 21 ώρες παράνομες υπερωρίες, 9) από 27 Φεβρουαρίου έως 5 Μαρτίου (αργία τη Δευτέρα), καμία ώρα υπερεργασίες και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 10) από 6 έως 12 Μαρτίου, 11) από 13 έως 19 Μαρτίου, 2 εβδομάδες, 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 12) από 20 έως 26 Μαρτίου (αργία το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 13) από 27 Μαρτίου έως 2 Απριλίου, 14) από 3 έως 9 Απριλίου, δηλαδή επί 2 εβδομάδες, 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 8 ώρες υπερεργασία και 6 ώρες παράνομες υπερωρίες, 15) από 10 έως 16 Απριλίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 την Μ. Δευτέρα, Μ.Τρίτη και Μ.Πέμπτη, 12.00-19.00 τη Μ.Παρασκευή και 08.00 έως 15.00 το Μ.Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 16) από 17 έως 23 Απριλίου, 17) από 24 έως 30 Απριλίου, δηλαδή επί 2 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 8 ώρες υπερεργασία και 6 ώρες παράνομες υπερωρίες, 18) από 1 έως 7 Μαΐου (με αργία τη Δευτέρα), 3 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 19) από 8 έως 14 Μαΐου, 20) από 15 έως 21 Μαΐου, 21) από 22 έως 28 Μαΐου, 22) από 29 Μαΐου έως 4 Ιουνίου, 23) από 5 έως 11 Ιουνίου, 24) από 12 έως 18 Ιουνίου, 25) από 19 έως 25 Ιουνίου, 26) από 26 Ιουνίου έως 2 Ιουλίου, 27) από 3 έως 9 Ιουλίου, 28) από 10 έως 16 Ιουλίου, 29) από 17 έως 23 Ιουλίου, 30) από 24 έως 30 Ιουλίου, 31) από 31 Ιουλίου έως 6 Αυγούστου, 32) από 7 έως 13 Αυγούστου, δηλαδή επί 14 εβδομάδες, 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, συνολικά 56 ώρες υπερεργασία και 42 ώρες παράνομες υπερωρίες, 33) από 14 έως 20 Αυγούστου (εργασία μόνο τη Δευτέρα) καμία ώρα υπερεργασία και παράνομη υπερωρία, 34) από 28 Αυγούστου έως 3 Σεπτεμβρίου (με εργασία την 1 και 2/9, ημέρα Παρασκευή και Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και μία ώρα παράνομη υπερωρία, 35) από 4 έως 10 Σεπτεμβρίου, 36) από 11 έως 17 Σεπτεμβρίου, 37) από 18 έως 24 Σεπτεμβρίου, 38) από 25 Σεπτεμβρίου έως 1 Οκτωβρίου, 39) από 2 έως 8 Οκτωβρίου, 40) από 9 έως 15 Οκτωβρίου, 41) από 16 έως 22 Οκτωβρίου, δηλαδή επί 7 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 28 ώρες υπερεργασία και 21 ώρες παράνομες υπερωρίες, 42) από 23 έως 29 Οκτωβρίου (με αργία το Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 43) από 30 Οκτωβρίου έως 5 Νοεμβρίου, 44) από 6 έως 12 Νοεμβρίου, 45) από 13 έως 19 Νοεμβρίου, 46) από 20 έως 26 Νοεμβρίου, 47) από 27 Νοεμβρίου έως 3 Δεκεμβρίου, 48) από 4 έως 10 Δεκεμβρίου, δηλαδή επί 6 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 24 ώρες υπερεργασία και 18 ώρες παράνομες υπερωρίες, 49) από 11 έως 17 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00 έως 21, την Παρασκευή και 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), 5 ώρες υπερεργασία και 8 ώρες παράνομες υπερωρίες, 50) από 18 έως 24 Δεκεμβρίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 τη Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, ανάπαυση την Τετάρτη, και 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), 5 ώρες υπερεργασία και 17 ώρες παράνομες υπερωρίες, 51) από 25 έως 31 Δεκεμβρίου (αργία τη Δευτέρα και την Τρίτη, και ωράριο από 08.00 έως 21.00 την Πέμπτη και την Παρασκευή και από 08.00 έως 18.00 το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και 9 ώρες παράνομες υπερωρίες, δηλαδή συνολικά 171 ώρες υπερεργασία και 175 ώρες παράνομες υπερωρίες. Αντιθέτως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε συνολικά 148 ώρες υπερεργασία, παρ’ότι μάλιστα στο σκεπτικό της δέχεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν επί 38 ώρες εβδομαδιαίως και δεν υπερέβαινε έτσι το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο- και 267 ώρες παράνομες υπερωρίες, εκ των οποίων οι 48 αφορούν εργασία εννέα ωρών, δηλαδή μίας ώρας επιπλέον του νομίμου ωραρίου της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας, τα εργάσιμα Σάββατα, τις οποίες εσφαλμένως θεώρησε ως παράνομες υπερωρίες, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπερεργασία, και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των ωρών εργασίας της αντεκκαλούσας, την αντίστοιχη εβδομάδα, υπερέβαινε τις 40. Επομένως, πρέπει, ο τρίτος λόγος της έφεσης, ως προς το συγκεκριμένο έτος, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εφεσίβλητη δεν εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου της, να γίνει δεκτός, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επίσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, θεώρησε την εργασία της κατά τα Σάββατα, ως έκτη ημέρα εργασίας, ενώ εργαζόταν επί πενθήμερο και ως ημέρα ανάπαυσής της είχε συμφωνηθεί η Τετάρτη, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης, για το συγκεκριμένο έτος, ως βάσιμος κατ’ουσίαν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα-αντεκκαλούσα δικαιούται να λάβει, για υπερεργασία το ποσό των (171 ώρες Χ 5,4) 923,4 ευρώ και για παράνομες υπερωρίες το ποσό των (175 ώρες Χ 8,1) 1.417,5 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που της επιδίκασε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 675 και των 2.604,96 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. ΣΤ) Για το έτος 2018 : 1) από 1 έως 7 Ιανουαρίου (με αργία τη Δευτέρα, την Τρίτη και το Σάββατο), καμία ώρα υπερεργασία και 2 ώρες παράνομες υπερωρίες, 2) από 8 έως 14 Ιανουαρίου, 3) από 15 έως 21 Ιανουαρίου, 4) από 22 έως 28 Ιανουαρίου, 5) από 29 Ιανουαρίου έως 4 Φεβρουαρίου, 6) από 5 έως 11 Φεβρουαρίου, 7) από 12 έως 18 Φεβρουαρίου, δηλαδή επί 6 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 24 ώρες υπερεργασία και 18 ώρες παράνομες υπερωρίες, 8) από 19 έως 25 Φεβρουαρίου (με αργία τη Δευτέρα), καμία ώρα υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 9) από 26 Φεβρουαρίου έως 4 Μαρτίου, 10) από 5 έως 11 Μαρτίου, 11) από 12 έως 18 Μαρτίου, 12) από 19 έως 25 Μαρτίου, 13) από 26 Μαρτίου έως 1 Απριλίου, δηλαδή επί 5 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασίας και 3 ώρες παράνομης υπερωρίας κάθε εβδομάδα, δηλαδή συνολικά 20 ώρες υπερεργασία και 15 ώρες παράνομες υπερωρίες, 14) από 2 έως 8 Απριλίου (με ωράριο 08.00 έως 21.00 την Μ. Δευτέρα, Μ.Τρίτη και Μ.Πέμπτη, 12.00-19.00 τη Μ.Παρασκευή και 08.00 έως 15.00 το Μ.Σάββατο), 3 ώρες υπερεργασία και 12 ώρες παράνομες υπερωρίες, 15) από 9 έως 15 Απριλίου (αργία τη Δευτέρα), καμία ώρα υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 16) από 30 Απριλίου έως 6 Μαΐου (με αναρρωτική τη Δευτέρα και αργία την Τρίτη), καμία ώρα υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες, 17) από 7 έως 13 Μαΐου, 18) από 14 έως 20 Μαΐου, 19) από 21 έως 27 Μαΐου, 20) από 28 Μαΐου έως 3 Ιουνίου, 21) από 4 έως 10 Ιουνίου, 22) από 11 έως 17 Ιουνίου, 23) από 18 έως 24 Ιουνίου, 24) από 25 Ιουνίου έως 1 Ιουλίου, 25) από 2 έως 8 Ιουλίου, 26) από 9 έως 15 Ιουλίου, 27) από 16 έως 22 Ιουλίου, 28) από 23 έως 29 Ιουλίου, 29) από 30 Ιουλίου έως 5 Αυγούστου, 30) από 6 έως 12 Αυγούστου, δηλαδή επί 14 εβδομάδες, με 4 ώρες υπερεργασία και 3 ώρες παράνομες υπερωρίες κάθε εβδομάδα, συνολικά 56 ώρες υπερεργασία και 42 ώρες παράνομες υπερωρίες, δηλαδή συνολικά 103 ώρες υπερεργασία και 98 ώρες παράνομες υπερωρίες. Αντιθέτως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε συνολικά 90 ώρες υπερεργασία, παρ’ότι μάλιστα στο σκεπτικό της δέχεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν επί 38 ώρες εβδομαδιαίως και δεν υπερέβαινε έτσι το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο- και 163 ώρες παράνομες υπερωρίες, εκ των οποίων οι 39 αφορούν εργασία εννέα ωρών, δηλαδή μίας ώρας επιπλέον του νομίμου ωραρίου της εφεσίβλητης-αντεκκαλούσας, τα εργάσιμα Σάββατα, τις οποίες εσφαλμένως θεώρησε ως παράνομες υπερωρίες, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για υπερεργασία, και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των ωρών εργασίας της αντεκκαλούσας, την αντίστοιχη εβδομάδα, υπερέβαινε τις 40. Επομένως, πρέπει, ο τρίτος λόγος της έφεσης, ως προς το συγκεκριμένο έτος, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εφεσίβλητη δεν εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου της, να γίνει δεκτός, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επίσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, θεώρησε την εργασία της κατά τα Σάββατα, ως έκτη ημέρα εργασίας, ενώ εργαζόταν επί πενθήμερο και ως ημέρα ανάπαυσής της είχε συμφωνηθεί η Τετάρτη, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης, για το συγκεκριμένο έτος, ως βάσιμος κατ’ουσίαν. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα-αντεκκαλούσα δικαιούται να λάβει, για υπερεργασία το ποσό των (103 ώρες Χ 5,4) 556,2 ευρώ και για παράνομες υπερωρίες το ποσό των (98 ώρες Χ 8,1) 793,8 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που της επιδίκασε για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 675 και των 2.604,96 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Έτσι, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει για την πρόσθετη εργασία της (υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση) καθ’όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της, το ποσό των 5.275,80 (982,8 + 896,4 + 950,4 + 966,6 + 923,4 + 556,2) και των 8.172,9 (1.482,3 + 1.482,3 + 1.490,4 + 1.506,6 + 1.417,5 + 793,8) ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά των 13.448,7 ευρώ. Συνεπώς, κατ’εσφαλμένη κρίση το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το συνολικό ποσό που η εναγομένη-εκκαλούσα της οφείλει ανέρχεται στο ποσό των 29.137,80 ευρώ.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως και αντέφεσης, πρέπει αυτές να γίνουν δεκτές, ως εν μέρει βάσιμες και κατ’ουσίαν, κατά παραδοχή, του τρίτου και τέταρτου λόγου της έφεσης, και του δεύτερου λόγου της αντέφεσης, ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της κατά το άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν πλήττεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης (ΑΠ 207/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της δικαστικής κρίσης, αναγκαίως δε, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε μετά από παραδοχή άλλων λόγων εφέσεως, και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, ως νόμιμη, στηριζόμενη στις μνημονευόμενες στην οικεία σκέψη περί υπερεργασίας και παράνομων υπερωριών διατάξεις, και όχι εκείνες του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη-εκκαλούσα οφείλει στην ενάγουσα-αντεκκαλούσα, το συνολικό ποσό των 13.449 ευρώ, κατόπιν στρογγυλοποίησης, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου που ως εκ περισσού κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης και να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ αυτών, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 iα), 68 § 1, 69 § § 1,2, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 24-4-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../30-7-2020) έφεση της εναγομένης και την από 13-10-2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……../15-1-2021) αντέφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 2358/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που η εκκαλούσα κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 30-11-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../30-11-2018) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα εννέα (13.449) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-αντεκκαλούσας-εφεσίβλητης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11-2-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ