ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 213/2021
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εταιρίας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Χριστιανίδη, με δήλωση. Και
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: πιστωτικού ιδρύματος ………….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Λάμπρο Κιτσαρά.
Το ενάγον – υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα “……….” ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 αγωγή, την οποία άσκησε κατά της εταιρίας με την επωνυμία “……….” και ήδη “…………” και άλλων πέντε εναγομένων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφαση 4709/2018, δέχθηκε την αγωγή, πλην της κύριας βάσης του αιτήματος περί καταβολής τόκων, ως προς την ως άνω εταιρία. Κατά της απόφασης αυτής, η έκτη εναγόμενη άσκησε την από 15.2.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 έφεση και η ενάγουσα (άσκησε) την από 10.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2020 αντέφεση, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τις 20.2.2020, οπότε αναβλήθηκαν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο. Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, ζήτησε να γίνουν δεκτοί και κατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 15.2.2019 έφεση της ηττηθείσας εναγόμενης – εταιρίας με την επωνυμία “………….” κατά της οριστικής απόφασης 4709/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων αυτών, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε δεκτή η από 19.12.2017 αγωγή του ενάγοντος, πλην του παρεπόμενου αιτήματος της αγωγής περί καταβολής τόκων, κατά την κύρια βάση του, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), χωρίς την κατάθεση παραβόλου, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ., αφού η εκκαλούσα απαλλάσσεται από την καταβολή του, σύμφωνα με τα άρθρα πρώτο του ν. 3912/2011 και 10 §1 ν. 3066/2002, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 §1 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 (Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου). Εξάλλου, το ενάγον, άσκησε την από 10.1.2020 αντέφεση, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στην εκκαλούσα εμπρόθεσμα (άρθρο 523 §2 του Κ.Πολ.Δ.), η οποία αφορά στο κεφάλαιο των τόκων της απόφασης, το οποίο προσβάλλεται με την έφεση, ανεξαρτήτως του ότι αφορά και σε αναγκαίως συνεχόμενο κεφάλαιο με την απαίτηση (Α.Π. 344/2020, Α.Π. 1322/2018 και Α.Π. 207/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), η οποία επίσης προσβάλλεται με την έφεση (άρθρο 523 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει επομένως, η έφεση και η αντέφεση να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και, αφού συνεκδικαστούν υποχρεωτικά, διότι δε νοείται χωριστή εκδίκαση τους, λόγω της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ένδικου βοηθήματος, παρεπόμενου της έφεσης (άρθρα 532 §1, 524 §1 και 246 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το αντεκκαλούν, εφόσον πρόκειται για αντέφεση, για την οποία δεν αναφέρεται στο νόμο (άρθρο 495 §3 του Κ.Πολ.Δ.) ότι απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (εφόσον η έφεση της εναγομένης είναι παραδεκτή, η αντέφεση δεν ισχύει ως αυτοτελής έφεση, ώστε να απαιτείται η κατάθεση τέτοιου) και επομένως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του επισυναφθέντος από αυτό ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……………., όπως ορίζεται στο διατακτικό, ανεξαρτήτως της έκβασης της αντέφεσης.
ΙΙ. Από τα άρθρα 361, 481, 482, 483, 847 και 857 του Α.Κ. συνάγονται τα εξής: Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ’ αυτόν εκ μέρους του πρωτοφειλέτη η οφειλή. Η ευθύνη του εγγυητή είναι παρεπομένη σε σχέση με την ευθύνη του πρωτοφειλέτη. Μία από τις εκδηλώσεις του παρεπομένου της ευθύνης του (εγγυητή) συνίσταται στο ότι εκείνος διαθέτει έναντι του δανειστή την ένσταση της δίζησης. Χωρεί ωστόσο, παραίτηση από αυτή την ένσταση και τούτο συμβαίνει ιδίως, αν εκείνος εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης. Το παρεπόμενο της ευθύνης εκείνου εμποδίζει το να ευθύνονται αυτός και ο πρωτοφειλέτης εις ολόκληρον έναντι του δανειστή. Ωστόσο, ενόψει του ότι οι διατάξεις περί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής είναι ενδοτικού δικαίου, τίποτε δεν αποκλείει να συμφωνήσουν και οι τρεις ότι πρωτοφειλέτης και εγγυητής ενέχονται εις ολόκληρον έναντι του δανειστή, πράγμα που οπωσδήποτε συνεπάγεται το ότι η από τον έναν εξ εκείνων καταβολή της οφειλής του προς το δανειστή απαλλάσσει και τον άλλον από την οφειλή του προς το ίδιο πρόσωπο (Α.Π. 61/2003 Ελλ.Δ/νη 2003, σελ. 736, Α.Π. 573/2001 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 148/1997 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 101, Α.Π. 1129/1975 Νο.Β. 1976, σελ. 416, Εφ.Αθ. 531/2013, Εφ.Λαρ. 165/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Αθ. 6480/2006 Δ.Ε.Ε. 2007, σελ. 953, Εφ.Πατρ. 379/2008, Εφ.Πατρ. 1009/2004, Εφ.Πατρ. 408/2002, Εφ.Θεσ. 1219/1996 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Γεωργιάδης – Σταθόπουλος αστικός κώδιξ κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα 1982, Τόμος IV, άρθρο 847 αρ. 33 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ. Αθήνα 2006, Τόμος Γ, άρθρο 847, αρ. 6, σελ. 537). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 296 §1 του Α.Κ. “για τόκους κάθε είδους οφείλεται τόκος, αν τέτοιος τόκος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή και στις δύο περιπτώσεις, μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολοκλήρου τουλάχιστον έτους ή μιας χρήσης αν πρόκειται για το δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να γίνεται ή η αγωγή να επιδίδεται, αφού λήξει το έτος ή η χρήση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός, αν αυτός συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με καταψηφιστική αγωγή από το δανειστή. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός με τον περιορισμό ότι καθυστερούνται απαιτητοί τόκοι τουλάχιστον ενός έτους (ή μιας χρήσης, αν πρόκειται για το Δημόσιο) και η συμφωνία καταρτίσθηκε ή η αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο ενός τουλάχιστον έτους (ή μιας χρήσης για το Δημόσιο), δηλαδή, αφού έχει συμπληρωθεί, κατά την κατάρτιση της συμφωνίας ή την άσκηση της αγωγής, ετήσια ή και μεγαλύτερη (ποτέ όμως, βραχύτερη του έτους) χρήση του κεφαλαίου και συνεπώς, εφόσον θα υπάρχουν δεδουλευμένοι, ήτοι ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, τόκοι τουλάχιστον ενός έτους ή μιας χρήσης. Αίτημα της αγωγής, με την οποία ζητούνται τόκοι τόκων, είναι η επιδίκασή τους από την επίδοσή της, αφού ο ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν, έως την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού των τόκων, η οποία διακόπτει και τον ανατοκισμό (Ολ.Α.Π. 10/2007 Νο.Β. 2008, σελ. 900, Α.Π. 1252/2019, Α.Π. 1403/2013, Α.Π. 174/2013, Α.Π. 517/2012 και Α.Π. 1847/2007 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Για να είναι ορισμένη η περί ανατοκισμού οφειλομένων τόκων αγωγή, πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ., εκτός των άλλων, σαφή έκθεση α) του ποσού των δεδουλευμένων τόκων, τους οποίους οφείλει ο οφειλέτης, β) της χρονικής περιόδου της τοκογονίας, η οποία θα πρέπει να είναι, κατ’ ελάχιστο, περίοδος ενός έτους και γ) της άσκησης της αγωγής, μετά τη συμπλήρωση του ελάχιστου, κατά τα παραπάνω, χρονικού διαστήματος (Α.Π. 1252/2019, Α.Π. 1403/2013, Α.Π. 174/2013, Α.Π. 517/2012 και Α.Π. 1847/2007 όλες ό.π.).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση το ενάγον – υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα “…………..”, με την από 19.12.2017 αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις του (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ.) και κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ιστορούσε ότι με το επιχειρησιακό πρόγραμμα ανταγωνιστικότητας – επιχειρηματικότητας (………..), δόθηκε η δυνατότητα σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να δανειοδοτηθούν με 100% επιδοτούμενο επιτόκιο και με την εγγύηση της έκτης εναγόμενης – ………., σε ποσοστό 80%, ως προς το κεφάλαιο και με παραίτησή της από την ένσταση της δίζησης. Ότι στο πλαίσιο αυτό χορήγησε στους πέντε πρώτους εναγόμενους (φυσικά και νομικά πρόσωπα), τα ειδικά αναφερόμενα δάνεια, για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους. Ότι η διάρκεια των δανείων ορίστηκε τριετής και η αποπληρωμή τους έπρεπε να γίνει σε έξι ισόποσες δόσεις, αρχής γενομένης έξι μήνες μετά την εκταμίευση. Ότι οι τόκοι, υπολογίζονταν επί του υπόλοιπου του κεφαλαίου, ήταν απαιτητοί στις 30.6 και 31.12 κάθε έτους και θα καταβάλλονταν από την έκτη εναγόμενη, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση θα είχε καταβάλει το ποσό της χρεολυτικής δόσης, το αργότερο μέχρι την ημερομηνία εκτοκισμού. Ότι, λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των πέντε πρώτων εναγόμενων – επιχειρήσεων και σύμφωνα με τους όρους της δανειοδότησης κατήγγειλε τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις. Ότι καθολική διάδοχο της έκτης εναγόμενης – …….. αποτελεί η εταιρία με τον ειδικό τίτλο “………..”, που συστάθηκε με το ν. 3912/2011, η οποία την υποκατέστησε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της. Ότι γνωστοποίησε στην τελευταία, τις καταγγελίες των δανείων των πέντε πρώτων εναγομένων, ενεργοποιώντας έτσι την εγγυητική της ευθύνη και ζητώντας της να καταβάλει το ποσό που εκείνοι όφειλαν (80% του οφειλόμενου κεφαλαίου, αφαιρουμένων των καταβολών, που είχαν γίνει έναντι αυτού). Ότι έναντι των εγγυήσεών της, όχι μόνο για τα δάνεια των πέντε πρώτων εναγομένων, αλλά και για άλλες συμβάσεις, η έκτη εναγόμενη κατέβαλε, πολύ αργότερα από την ημερομηνία που όφειλε, στις 26.7.2016, ένα συνολικό ποσό, 70.754.784,06 ευρώ, που απόσβεσε κάποιες μόνο από τις οφειλόμενες εγγυήσεις των λοιπών εναγομένων. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν: α) ο καθένας από τους πέντε πρώτους εναγόμενους το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, που έλαβε, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο πίνακα οφειλών (ο πρώτος 68.367 ευρώ, η δεύτερη 73.878,90 ευρώ, ο τρίτος 34.120 ευρώ, ο τέταρτος 29.382,85 ευρώ και η πέμπτη 22.717,23 ευρώ), β) η δε έκτη εναγόμενη, εις ολόκληρον με τους παραπάνω, το 80% του οφειλόμενου εκ μέρους τους κεφαλαίου ή του ανεξόφλητου υπόλοιπου και των τόκων υπερημερίας (για τον πρώτο 40.800 ευρώ ως υπόλοιπο κεφαλαίου, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 28.9.2012, σύμφωνα με την ενότητα 10 της Κ.Υ.Α. 28519/3298/23.12.2008, οπότε παρήλθε η δίμηνη προθεσμία από την παραλαβή της καταγγελίας, για τη δεύτερη 43.200 ευρώ ως υπόλοιπο κεφαλαίου, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 28.9.2012, οπότε παρήλθε η δίμηνη προθεσμία από την παραλαβή της καταγγελίας, για τον τρίτο 20.000 ευρώ ως υπόλοιπο κεφαλαίου, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 22.3.2012, οπότε παρήλθε η δίμηνη προθεσμία από την παραλαβή της καταγγελίας, για τον τέταρτο 13.307,09 ευρώ, ως τόκους υπερημερίας του ποσού των 47.916,81 ευρώ, που κατέβαλε στις 26.7.2016, αντί την 1.11.2012, οπότε παρήλθε η δίμηνη προθεσμία από την παραλαβή της καταγγελίας και για την πέμπτη εναγόμενη 8.589,50 ευρώ, ως τόκους υπερημερίας του ποσού των 33.330,91 ευρώ, που κατέβαλε στις 26.7.2016, αντί στιςς 24.2.2013, οπότε παρήλθε η δίμηνη προθεσμία από την παραλαβή της καταγγελίας), τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), αφού θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τους τρίτο και τέταρτο εναγόμενους, δικάζοντας ερήμην των πρώτου, δεύτερης και πέμπτου εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, έκρινε την αγωγή, ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806, 847 του Α.Κ., αυτές του ν. 3066/2002 και της Κ.Υ.Α. 28519/3298/23.12.2008, τη δέχθηκε δε, και ως ουσία βάσιμη (ως προς τους πρώτο, δεύτερη, πέμπτη και έκτη εναγόμενους) και τους υποχρέωσε να καταβάλουν στο ενάγον τα αιτούμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Σημειωτέον ότι η αγωγή, ως προς το αίτημα της καταβολής, από την εγγυήτρια έκτη εναγόμενη, τόκων για τους τόκους, που οφείλει η πέμπτη εναγόμενη, λόγω της υπερημερίας της από τη μη καταβολή του κεφαλαίου έως τις 26.7.2016, για τους οποίους έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, στηρίζεται και στη διάταξη του άρθρου 296 του Α.Κ., με την οποία πρέπει να συμπληρωθεί η εκκαλουμένη. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται η έκτη εναγόμενη, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η από 19.12.2017 αγωγή. Ωστόσο, το αγωγικό αίτημα περί καταβολής τόκων, από την εγγυήτρια έκτη εναγόμενη, επί των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας έως τις 26.7.2016, ως προς τους πρώτο και δεύτερη εναγόμενους, πάσχει από ποσοτική αοριστία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αφού το ενάγον δεν εκθέτει, το ποσό των δεδουλευμένων τόκων, τους οποίους του οφείλουν οι εναγόμενοι αυτοί, καθόσον το κεφαλαιοποιημένο αυτό ποσό των ληξιπρόθεσμων τόκων αποτελεί το κύριο αίτημα της δίκης περί ανατοκισμού. Επίσης, το αίτημα της αγωγής, να υποχρεωθεί η έκτη εναγόμενη να καταβάλει τα αιτούμενα ποσά, εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγόμενους, είναι μη νόμιμο και ως τέτοιο έπρεπε να απορριφθεί, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, το παρεπόμενο της εγγυητικής της ευθύνης εμποδίζει το να ευθύνεται (η έκτη εναγόμενη) εις ολόκληρον με τους πρωτοφειλέτες – λοιπούς εναγόμενους έναντι του δανειστή, ούτε δε, υπό τα εκτιθέμενα δε στην αγωγή, το ενάγον επικαλείται συμφωνία περί εις ολόκληρον ευθύνης της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως προς τα τελευταία αιτήματα αυτά, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει το Δικαστήριο τούτο, αυτεπάγγελτα, αφού κάνει δεκτή την έφεση, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση 4709/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή ως προς αυτά και να τα απορρίψει, το πρώτο ως αόριστο και το δεύτερο ως μη νόμιμο, εφόσον η εκκαλούσα ζητεί την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, έστω και για άλλο λόγο (Α.Π. 991/2019, Α.Π. 1387/2018, Α.Π. 1631/2017, Α.Π. 1280 – 1281/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Έκδοση 2η 2018, Τόμος Ι, άρθρο 522, αρ. 6, σελ. 820 και Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση ΣΤ´ 2009, παρ. 852, σελ. 345). Επιπλέον, κατά της ίδιας εκκαλούμενης από-φασης παραπονείται και το ενάγον με την υπό κρίση αντέφεση, για τον διαλαμβανόμενο λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του και ως προς το παρεπόμενο αίτημα, για την καταβολή τόκων από την ορισθείσα δήλη ημέρα.
ΙV. Με το ν. 3066/2002 συστάθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………..” και τον ειδικό τίτλο” …………”, η οποία είχε ως σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 3 §1, μεταξύ άλλων, τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρών επιχειρήσεων (ΜΕ) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΠΜΕ), όλων των κλάδων, υφιστάμενων ή νεοϊδρυόμενων, στην αγορά κεφαλαίων, για την προώθηση του τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού, καθώς και την εισαγωγή καινοτομιών στην οργάνωση και λειτουργία των επιχειρήσεων, α) με την παροχή εγγύησης αντεγγυήσεων υπέρ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, για την κάλυψη υποχρεώσεών τους έναντι πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ” ή εταιρειών Επιχειρηματικών Συμμετοχών”, οι οποίες απορρέουν από πάσης μορφής χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις (όπως δάνεια, προεξόφληση επιχειρηματικών απαιτήσεων, χρηματοδοτική μίσθωση κ.ά.), β) με την παροχή συναφών προς την ως άνω δραστηριότητα υπηρεσιών, πλην της απευθείας παροχής πιστώσεων… Εξάλλου, με την κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης 28519/3298/23.12.2008, που εκδόθηκε ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 3 §2 του πιο πάνω νόμου, ανατέθηκε στην ………., ως Ενδιάμεσο Φορέα Διαχείρισης, το έργο της εφαρμογής, διοικητικής και οικονομικής διαχείρισης της ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ……… “…………”. Στην ενότητα 12 αυτής με τίτλο “Παραίτηση από την ένσταση διζήσεως”, αναφέρεται ότι “Το παρόν πρόγραμμα υλοποιείται στο πλαίσιο πρόσθετης εξαίρεσης του κανόνα άσκησης ένστασης διζήσεως και προστίθεται στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις της ενότητας VI του Κανονισμού Παροχής Εγγυήσεων της . …. με αριθμό ………/25.07.03, όπως ισχύει σήμερα και του ν. 3728/2008. Ορίζεται διάστημα 180 ημερών συνεχούς ληξιπροθεσμίας από οποιαδήποτε αιτία (ήτοι κεφάλαιο, τόκοι υπερημερίας, έξοδα κ.λπ.), μετά την παρέλευση του οποίου η Τράπεζα δύναται και οφείλει να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης και δηλωμένης πλήρους αδυναμίας καταβολής οιουδήποτε ποσού της ΜΕ/ΠΜΕ, η οποία συγχρόνως έχει διακόψει πλήρως τη λειτουργία της, δύναται η Τράπεζα να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση μετά τη συμπλήρωση 90 ημερών συνεχούς ληξιπροθεσμίας. Μετά το ως άνω διάστημα, σε περίπτωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού εκ μέρους της επιχείρησης, το ποσό αυτό αφαιρείται από το ποσό του δανείου. Σε περίπτωση καθυστέρησης, η Τράπεζα, με ποινή υπαναχώρησης, υποχρεούται να ενημερώνει την …………. για την καθυστέρηση, το αργότερο έως την 20η ήμερα του επομένου ημερολογιακού μήνα για τις καθυστερήσεις του αμέσως προηγούμενου μήνα. Η Τράπεζα, σε συνέχεια της προαναφερόμενης συνεχούς ληξιπροθεσμίας, αποστέλλει στην ……….. την καταγγελία / κατάπτωση, σύμφωνα με το επισυναπτόμενο υπόδειγμα 9 (παράρτημα IV), στο οποίο θα αναγράφεται το τελικώς οφειλόμενο ποσό και θα συνυποβάλλονται ως συνημμένα τα ακόλουθα: α) αντίγραφο κίνησης δανειακού λογαριασμού, β) αντίγραφο σύμβασης δανείου και τυχόν τροποποιήσεων αυτής, γ) αντίγραφα αποδεικτικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, που καλύπτουν την ημερομηνία εκταμίευσης, δ) αντίγραφα Ε3 της τριετίας που προηγείται της υποβολής της αίτησης & Ε7 της τελευταίας κλεισμένης διαχειριστικής χρήσεως που προηγείται της υποβολής της αίτησης καθώς και Ε7 (εφόσον υφίσταται) της κλεισμένης διαχειριστικής χρήσεως που προηγείται της καταγγελίας της αίτησης, ε) αντίγραφα στοιχείων σώρευσης (αποφάσεις ένταξης της ΜΕ/ΠΜΕ – εφόσον υφίσταται σώρευση), με σκοπό την εξέταση της σώρευσης ενισχύσεων de minimis ή / και τη σώρευση ενισχύσεων de minimis και άλλων κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτά δηλώνονται στην υπεύθυνη δήλωση της ΜΕ/ΠΜΕ, στ) αντίγραφα που αποδεικνύουν τα λοιπά στοιχεία της υπεύθυνης δήλωσης που υποβάλλεται, ζ) αντίγραφο βεβαίωσης έναρξης εργασιών της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και τυχόν μεταβολές αυτής, η) αντίγραφο καταγγελίας και έκθεσης επίδοσης στην ΜΕ/ΠΜΕ. Μετά την παραλαβή από την …………, συμπληρωμένου ορθά του εντύπου της καταγγελίας, που θα συνοδεύεται με όλα τα ως άνω συνημμένα, η …………. θα καταβάλλει στην Τράπεζα το ποσό της εγγύησης εντός προθεσμίας δύο μηνών. Όταν καταβληθεί το ποσό της εγγύησης ο σχετικός φάκελος και η σχετική απόφαση του αρμοδίου οργάνου της ….., διαβιβάζεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., που υπάγεται η επιχείρηση, προκειμένου να εισπραχθεί, κατά Κ.Ε.Δ.Ε. Με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας – Οικονομικών και Ανάπτυξης, κατόπιν εισήγησης της . ……, εξαιρούνται από την παραπάνω διαδικασία περιπτώσεις ανυπαίτιας αδυναμίας πληρωμής από τη ΜΕ/ΠΜΕ. Με την ίδια απόφαση, καθορίζεται ο τρόπος αντιμετώπισης των περιπτώσεων αυτών. Η απόφαση του Δ.Σ. της ………… αποτελεί νόμιμο τίτλο εισπράξεως και περιέχει τουλάχιστον… Η απόφαση αυτή αποστέλλεται για βεβαίωση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. της υπόχρεης ΜΕ/ΠΜΕ και εισπράττεται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων…”.
V. Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, ισχυρίζεται ότι στην από 19.12.2017 αγωγή του εφεσίβλητου δεν αναφέρονται τα δικαιολογητικά, που απαιτούνταν στην ενότητα 12 της Κ.Υ.Α. 28519/3298/23.12.2008, με αποτέλεσμα να είναι αόριστη και επομένως, εσφαλμένα δεν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της. Σύμφωνα όμως και με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, με αριθμό ΙV, από την ως άνω Κ.Υ.Α. δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά των εγγράφων, που συνοδεύουν την καταγγελία της κάθε δανειακής σύμβασης. Αντίθετα, για το ορισμένο αυτής, αρκεί η μνεία του ότι η Τράπεζα (σε συνέχεια της απαιτούμενης συνεχούς ληξιπροθεσμίας του οφειλέτη) αποστέλλει στην ……. την καταγγελία/κατάπτωση. Η παραλαβή από την τελευταία, συμπληρωμένου ορθά του σχετικού εντύπου της καταγγελίας, που θα συνοδεύεται από όλα τα συνημμένα στην ίδια Κ.Υ.Α. έγγραφα, αφορά στον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας της οφειλής, ώστε, αφού καταβληθεί στην τράπεζα το ποσό της εγγύησης, στη συνέχεια, ο σχετικός φάκελος και η απόφαση του αρμοδίου οργάνου της ……….., να διαβιβαστεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., όπου υπάγεται η επιχείρηση, προκειμένου να εισπραχθεί κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το αίτημα του εφεσίβλητου για την καταβολή κεφαλαιοποιημένων τόκων υπερημερίας είναι αόριστο, διότι δεν μνημονεύεται ανά συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το ποσοστό του επιτοκίου που ίσχυε και το πώς αναλύεται το ποσό των τόκων, που ζητείται από κάθε δανειολήπτη. Ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να παρατίθεται το επιτόκιο με το οποίο θα γίνει ο υπολογισμός των τόκων, το οποίο προκύπτει είτε από τις αποδείξεις, είτε με μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ισχύοντος νομίμου επιτοκίου υπερημερίας (Α.Π. 2259/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα με τον πρώτο λόγο της έφεσης (κατά τα δύο πρώτα σκέλη αυτού) πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
VΙ. Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε υπερήμερη και υποχρεώθηκε να καταβάλει τόκους, διότι η καθυστέρηση της καταβολής της παροχής της προς το εφεσίβλητο οφειλόταν σε γεγονός για το οποίο δεν είχε ευθύνη. Ότι ειδικότερα, λόγω ανωτέρας βίας, μετά την ψήφιση του ν. 4093/2012, δεν μπορούσε να ρευστοποιήσει τα ομόλογα που κατείχε, αλλά έπρεπε να καταβάλει την οφειλή της με χρήματα, που θα λάμβανε από το Ελληνικό Δημόσιο, σε αντικατάσταση αυτών (ομολόγων της), σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους, που θα ορίζονταν, ύστερα από την έκδοση απόφασης του Υπουργού Οικονομικών. Ότι, παρά τα συνεχή αιτήματά της προς το Υπουργείο Οικονομικών, η απόφαση του αρμόδιου Υπουργού εκδόθηκε, μόλις στις 21.7.2016, οπότε ρευστοποιήθηκαν ομόλογα 238.400.000 ευρώ, από τα οποία η εφεσίβλητη έλαβε, στις 26.7.2016, ποσό 70.000.000 ευρώ, για την καταβολή εγγυητικής υποχρέωσής της (εκκαλούσας). Ο ισχυρισμός αυτός, ως ένσταση στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 342 του Α.Κ. (Α.Π. 572/2020 και Α.Π. 1184/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), είναι μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά δεν αφορούν σε γεγονότα, για τα οποία η εκκαλούσα δεν υπέχει ευθύνη, αφού δεν συνιστούν ανωτέρα βία, όπως ισχυρίζεται, ενώ ούτε η γενική οικονομική της δυσχέρεια, ή η έλλειψη χρημάτων, όπως ακόμη και η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, πριν από τη διαπλαστική δικαστική απόφαση, κατ’ άρθρο 388 του Α.Κ., μπορούν να αποκλείσουν το πταίσμα της και επομένως, την υπαιτιότητά της (Εφ.Αθ. 1107/2012, Εφ.Αθ. 4529/2001 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Θεσ. 287/1991 Αρμ. 1991, σελ. 1193, Κουμάνης σε Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 2010, Τόμος Ι, άρθρο 342, αρ. 3 και Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, 1979, Τόμος ΙΙ, άρθρο 342, αρ. 3). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε έτσι, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα, με το σκέλος αυτό του δεύτερου λόγου της έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
VΙΙ. Με το άρθρο 7 §1 του ν. 4613/2019, ορίστηκε ότι μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 της υποπαρ. Γ4: ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΤΕΑΝ Α.Ε. της παρ. Γ: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟ-ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που ανέφερε ότι η ΕΤΕΑΝ Α.Ε. εξοφλεί στο εξής τις σχετικές υποχρεώσεις προς τα πιστωτικά ιδρύματα, με την καταβολή μετρητών, τα οποία της αποδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο σε αντικατάσταση ομολόγων, που διακρατεί, προστίθενται εδάφια ως εξής: “Η εξόφληση γίνεται χωρίς περαιτέρω επιβαρύνσεις, ιδία τόκους υπερημερίας”, κατά δε, την §2 του ίδιου άρθρου του ως άνω νόμου, ορίστηκε ότι “η παρ. 1 καταλαμβάνει και εκκρεμείς αγωγές πιστωτικών ιδρυμάτων κατά της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, επί των οποίων δεν έχουν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις”. Περαιτέρω, το άρθρο 2 του Α.Κ. εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου, περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων, ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή (Α.Κ. 2) δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως, ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται κατ’ αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική δύναμη, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητά (π.χ. Εισ.Ν.Α.Κ. 16 και 19) ή σιωπηρά (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα (7 §1 και 78 §2). Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας αυτών των κατηγοριών νόμων συνάγεται, ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 §1 του Συντ.) διατάξεις των άρθρων 6 §1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκαν με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α.Π. 1210/2019, Α.Π. 1189/2018, Α.Π. 113/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1127/2006 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1371 και Α.Π. 188/2005 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 740). Ο νομοθέτης δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, ενόψει των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων, με την ευκαιρία τέτοιων αναδρομικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, να θεσπίζει απόσβεση των απαιτήσεων που απορρέουν από τις ρυθμίσεις αυτές, εφόσον γι’ αυτές έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων ή υπάρχουν εκκρεμείς δίκες ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου, ούτε μπορεί να καταργεί τις δίκες αυτές, διότι άλλως θα αφαιρούνταν η διαφορά από το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος, θα παραβιαζόταν η αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, καθώς και η αρχή της ισότητας των όπλων, που διαθέτουν οι διάδικοι και θα ευνοούνταν ο ένας απ’ αυτούς, συνήθως ο φορέας της δημόσιας εξουσίας (Ολ.ΣτΕ 3368/2015 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1210/2019, Α.Π. 1189/2018, Α.Π. 113/2017 και Α.Π. 1127/2006 ό.π.). Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ορίζεται ότι «παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται ειρηνικής απολαύσεως των αγαθών του. Ουδείς δύναται να στερηθεί των αγαθών αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις ουδαμώς θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως εφαρμόση νόμους ούς ήθελε κρίνει αναγκαίους προς έλεγχον της χρήσεως της ιδιοκτησίας συμφώνως προς το γενικόν συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, που περιλαμβάνει όχι μόνον τα εμπράγματα αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, καθώς και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται έτσι και τα δικαιώματα (απαιτήσεις) ενοχικής φύσης, είτε αναγνωρισμένα με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε γεννημένα κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, κατά το χρόνο της προσφυγής στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν. Μόνο δε, για λόγους δημόσιας ωφέλειας μπορεί να στερηθεί την περιουσία του φυσικό ή νομικό πρόσωπο (πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Pressos Compania Naviera S.A. κ.α. κατά Βελγίου, (Α332): (1995), παραγρ. 28 επ., Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας (Α222): (1992), παραγρ. 51, Ολ.Α.Π. 40/1998 Ελλ.Δ/νη 1999, σελ. 46, Ολ.ΣτΕ 3368/2015 ό.π. και Α.Π. 1386/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Δηλαδή, μέσω της αναδρομικής ισχύος του νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων, που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνο εφόσον η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ήτοι για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος και εφόσον η αναδρομικότητα αυτή δεν προσκρούει στην αρχή της ισότητας, που συμβαίνει όταν δημιουργούνται διακρίσεις, χωρίς γενικότερο δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον (Ολ.Α.Π. 1067/1979 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1127/2006 ό.π. και Α.Π. 188/2005 ό.π.). Εξάλλου, δε συνιστά «περιουσία», που προστατεύεται από την ανωτέρω διάταξη κάθε απαίτηση, η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται δικαστικώς, αλλά μόνο εφόσον η εν λόγω απαίτηση ευρίσκει επαρκές έρεισμα στο εθνικό δίκαιο, όπως συμβαίνει όταν υφίσταται πάγια νομολογία των εθνικών δικαστηρίων που επιβεβαιώνει την ύπαρξή της. Κατά την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να στερηθεί της περιουσίας του, μέσω της θέσπισης κανόνων δικαίου με αναδρομική ισχύ, που μπορεί να καταλαμβάνουν και εκκρεμείς δίκες, μόνο για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και εφόσον δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας [βλ. Ε.Δ.Δ.Α. 6.10.2005 … κατά Γαλλίας (σκ. 59 επ.), 11.4.2002 – 11.7.2002 … κ.λ.π. κατά Ελλάδος (σκ. 29 επ.), 1995… κατά Βελγίου (σκ. 28 επ.) (Ολ.ΣτΕ 3368/2015 ό.π.)]. Επιπλέον, στο άρθρο 6 §1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…». Με τη διάταξη αυτή, με την οποία κατοχυρώνονται η αρχή της νομιμότητας και ο θεσμός της δίκαιης δίκης, δεν απαγορεύεται γενικά η θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, όμως, είναι αντίθετες προς αυτήν νομοθετικές ρυθμίσεις, μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου [βλ. Ε.Δ.Δ.Α. 11.4.2002 – 11.7.2002 .. κ.λ.π. κατά Ελλάδος (σκ. 20 επ.), 28.6.2001 – 28.9.2001 … κατά Ελλάδος (σκ. 27 επ.), 28.10.1999 …κ.λ.π. κατά Γαλλίας (σκ. 50 επ.), 22.10.1997 … κατά Ελλάδος (σκ. 33 επ.), 9.12.1994 … και Στρ. … κατά Ελλάδος (σκ. 41 επ.), για περίπτωση συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος Ε.Δ.Δ.Α. 23.10.1997 …… κ.λ.π. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σκ. 94 επ.) (Ολ.ΣτΕ 3368/2015 ό.π.)]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 21 του κ.ν. της 26.6 – 10.7/1944 «περί δικών του Δημοσίου», που εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 109 εδ. δ´ του Εισ.Ν.Α.Κ., “ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 §1 του ν. 4607/24.4.2019 “το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της §2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013, β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος”. Η ανωτέρω παράγραφος, σύμφωνα με την §3 του ίδιου άρθρου του ν. 4607/2019, εφαρμόζεται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος”, ήτοι από 1.5.2019. Τέλος, με το άρθρο 10 §1 του ν. 3066/2002, το ταμείο (…………)… έχει όλα τα διοικητικά, οικονομικά και δικαστικά προνόμια του δημοσίου, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, ενώ με το άρθρο τρίτο παρ. 4 του ν. 3912/2011 ορίστηκε ότι οι εκκρεμείς δίκες της ……. συνεχίζονται από την εταιρεία ……., χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτούνται άλλες ειδικότερες διατυπώσεις ή ενέργειες για τη συνέχιση τους, καθώς και ότι για τις δίκες αυτές εξακολουθούν να ισχύουν τα ουσιαστικά και δικονομικά προνόμια της ……………
VΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, μετά την κατάθεση της από 19.12.2017 αγωγής της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος και την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, πριν όμως τη συζήτηση αυτής (έφεσης) εκδόθηκε ο ν. 4613/2019, σύμφωνα με τον οποίο θεσπίστηκε ότι η εξόφληση από την εκκαλούσα εγγυήσεων, που είχαν παρασχεθεί σε πιστωτικά ιδρύματα και καταπίπτουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3066/2002, θα γίνεται χωρίς περαιτέρω επιβαρύνσεις, ιδίως τόκους υπερημερίας, καθώς και ότι η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και εκκρεμείς αγωγές πιστωτικών ιδρυμάτων (όπως το εφεσίβλητο) κατά της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Α.Ε. (όπως μετονομάστηκε η εκκαλούσα), επί των οποίων δεν είχαν εκδοθεί αμετάκλητες αποφάσεις. Σημειωτέον ότι, με το ν. 4093/2012 είχε θεσπιστεί πως η εξόφληση, για τις ανωτέρω υποχρεώσεις της εκκαλούσας, θα γίνονταν με μετρητά, που θα της αποδίδονταν από το Ελληνικό Δημόσιο (το οποίο καλύπτει όλο το μετοχικό της κεφάλαιο) σε αντικατάσταση ομολόγων, που αυτή διακρατούσε. Μέχρι την έκδοση του τελευταίου αυτού νόμου, η εκκαλούσα, σύμφωνα με την §3 του ν. 3066/2002, όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν. 3661/2008 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3775/2009, είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει, από το υφιστάμενο κεφάλαιό της, ποσό 116.000.000 ευρώ, κατ’ ανώτατο όριο, για την επιδότηση του κόστους δανεισμού τραπεζικών δανείων και χρηματοδοτικών μισθώσεων των επιχειρήσεων, υπέρ των οποίων είχε εγγυηθεί, ύστερα από σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης αυτής και τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατ’ αρχήν, με την παραπάνω διάταξη του ν. 4613/24.5.2019, δεν αφαιρείται, στην προκείμενη περίπτωση, η διαφορά, ως προς το ζήτημα της καταβολής τόκων υπερημερίας, από το δικαστήριο τούτο, ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντ. και δεν παραβιάζεται η αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων και η αρχή της ισότητας των όπλων που διαθέτουν οι διάδικοι, διότι, δεν έχει ακόμα εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, που αφορά, πλην άλλων αποσπασματικών διατάξεων, στην κύρωση δωρεάς μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Πεντέλης και των συνεκτελεστών της διαθήκης της …………… για την αναδιαρρύθμιση και ανακαίνιση της Β´ Παιδιατρικής – Νευρολογικής Κλινικής του ως άνω Νοσοκομείου, ουδέν αναφέρεται για τη βούληση του νομοθέτη να απαλλάξει την εκκαλούσα από την καταβολή τόκων υπερημερίας, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ότι συνέτρεξαν, ειδικά για την εκκαλούσα, λόγοι δημόσιας ωφέλειας, που να καθιστούν αναγκαία τη μη καταβολή από αυτή τόκων. Και τούτο, λαμβανομένου υπόψη του ότι, ακόμη και το δημόσιο και τα ν.π.δ.δ., αλλά και τα λοιπά νομικά πρόσωπα, που έχουν τα προνόμια του δημοσίου, υποχρεούνται σε καταβολή τόκων, έστω μειωμένων, για το μετά την επίδοση αγωγής χρονικό διάστημα. Άλλωστε, μόνη η προσθήκη της διάταξης αυτής στο ν. 4093/2012 (έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016 – επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012 – μνημονίου 2), το έτος 2019, όταν η χώρα είχε εξέλθει από τα μνημόνια, δε συνιστά ρύθμιση που εισάγεται με νόμο απρόσωπο, ούτε μπορεί να δικαιολογήσει επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και μάλιστα με αναδρομική ισχύ (βλ. σχετ. και Α.Π. 1386/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) και ακόμη πιο σοβαρούς από αυτούς που ισχύουν για το Ελληνικό Δημόσιο, έτσι ώστε το εφεσίβλητο να στερείται την περιουσία του, μέσω της θέσπισης κανόνα δικαίου, αντίθετου με αυτούς των άρθρων 345 – 346 του Α.Κ., που ισχύουν για όλα τα υπόλοιπα φυσικά και νομικά πρόσωπα, του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. συμπεριλαμβανομένων. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 7 §1 του ν. 4613/ 2019 και δη, με αναδρομική ισχύ, όπως θεσπίζεται με την §2 του ίδιου άρθρου, υπερβαίνει τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 §1 του Συντ.) διατάξεις των άρθρων 6 §1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκαν με το ν.δ/γμα 53/1974 και ως τέτοια, το Δικαστήριο αυτό έχει υποχρέωση, κατ’ άρθρο 93 §4 του Συντάγματος, να μην την εφαρμόσει. Σημειωτέον ότι με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο λειτουργεί στα πλαίσια του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του (νόμου) και μόνον και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, χωρίς να υποκαθιστά στο ρόλο του τον νομοθέτη, επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για τον σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά [(βλ. σχετ. (ποιν.) Ολ.Α.Π. 3/2016 Ποιν.Χρ. 2016, σελ. 734 και (ποιν.) Ολ.Α.Π. 11/2001 Ποιν.Χρ. 2001, σελ. 792)]. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, η εκκαλούσα έχει όλα τα προνόμια του δημοσίου, μεταξύ των οποίων και αυτά του ποσοστού του οφειλόμενου τόκου σε ποσοστό 6% έως τις 30.4.2019 και από 1.5.2019 με το επιτόκιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 45 §1 του ν. 4607/2019. Αντίθετα, ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι των ως άνω διατάξεων υπερισχύουν αυτές του π.δ.166/2003, που αφορούν σε εμπορικές συναλλαγές και εκδόθηκε προς ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας 35/2000 στην Ελληνική έννομη τάξη (παρά την κατάργησή του με το άρθρο πρώτο του ν.4152/2013, αφού με την υποπαρ. Ζ.14 του αυτού, ορίστηκε ότι οι διατάξεις του παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του και η επίδικη υπογράφηκε στις 27.11.2008), είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι, στο άρθρο 2 του ως άνω π.δ., με τίτλο “πεδίο εφαρμογής”, ορίζεται ότι οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, τέτοιο δε, χαρακτήρα (αμοιβής) δεν έχει η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, ούτε άλλωστε, εκτίθεται η ύπαρξη τέτοιας στην από 19.12.2017 αγωγή της εκκαλούσας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας αντίθετα επιδίκασε στο εφεσίβλητο τα οφειλόμενα από την εκκαλούσα ποσά, με το νόμιμο τόκο και όχι με αυτόν, που ισχύει για το δημόσιο, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης (πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου και τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου) και ως ουσιαστικά βάσιμοι. Επιπλέον, μεταξύ των προνομίων του δημοσίου, που έχει η εκκαλούσα, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, είναι και αυτό της έναρξης οφειλής τόκων από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της αντέφεσης, με τον οποίο το εφεσίβλητο παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, με το να μην του επιδικαστούν τόκοι υπερημερίας από το χρονικό διάστημα της παρέλευσης δύο μηνών από την παραλαβή από την εκκαλούσα της καταγγελίας των υπό κρίση δανείων και κατ’ επέκταση, της γνώσης της περί κατάπτωσης της εγγυητικής της ευθύνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και χωρίς αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο. Τέλος, η προβαλλόμενη από την εκκαλούσα πλημμέλεια, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης, ότι εσφαλμένα υπολογίστηκε το ποσό των τόκων, αφού η έναρξη του υπολογισμού τους αρχίζει όχι από την παρέλευση της δήλης ημέρας, αλλά από την επίδοση της αγωγής, προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι, με την εκκαλουμένη, επιδικάστηκαν σε βάρος της, τόκοι υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και όχι νωρίτερα.
ΙΧ. Ως προς τον τρίτο λόγο της έφεσης, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το ν. 3066/2002 συστάθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……….” και τον ειδικό τίτλο “…………”, η οποία είχε ως σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 3 §1, μεταξύ άλλων, τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρών επιχειρήσεων (ΜΕ) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΠΜΕ), όλων των κλάδων, υφιστάμενων ή νεοϊδρυόμενων στην αγορά κεφαλαίων, για την προώθηση του τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού, καθώς και την εισαγωγή καινοτομιών στην οργάνωση και λειτουργία των επιχειρήσεων, με την παροχή εγγυήσεως αντεγγυήσεων υπέρ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για την κάλυψη υποχρεώσεών τους έναντι πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών Επιχειρηματικών Συμμετοχών, οι οποίες απορρέουν από πάσης μορφής χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις (όπως δάνεια, προεξόφληση επιχειρηματικών απαιτήσεων, χρηματοδοτική μίσθωση κ.ά.)… Περαιτέρω, με την κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης 28519/3298/2008, που εκδόθηκε ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 3 §2 του πιο πάνω νόμου, ανατέθηκε στην …….., ως Ενδιάμεσο Φορέα Διαχείρισης, το έργο της εφαρμογής, διοικητικής και οικονομικής διαχείρισης της ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ …. “……….”, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ. Το πρόγραμμα, που προϋπέθετε αίτηση από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, αφορούσε στην εγγύηση και επιδότηση του επιτοκίου τραπεζικών δανείων κεφαλαίου κίνησης, τακτής λήξης, σε επιλέξιμες επιχειρήσεις και δραστηριότητες, με την παροχή εγγύησης και επιδότησης ολόκληρου του επιτοκίου δανεισμού των δανείων, μέγιστης διάρκειας τριών ετών. Για τα δάνεια αυτά θα εγγυόταν η . ………, σε ποσοστό 80% του κεφαλαίου, με παραίτηση από το δικαίωμα της ένστασης δίζησης, ενώ ρητά αναφερόταν ότι δεν ήταν επιλέξιμο προς εγγύηση ή / και επιδότηση κάθε ποσό, που αφορούσε τόκους υπερημερίας, προμήθειες, έξοδα κ.λπ. Για το υπόλοιπο ποσοστό 20% του δανείου, το οποίο δεν καλυπτόταν από την εγγύηση, η Τράπεζα δεν θα αναζητούσε εξασφαλίσεις από τις δανειολήπτριες – επιχειρήσεις. Τα δάνεια θα ήταν χρεολυτικής απόσβεσης με εξαμηνιαία συχνότητα πληρωμής δόσεων κεφαλαίου και εξαμηνιαίο ημερολογιακό εκτοκισμό, με ανώτατο επιτόκιο EURIBOR εξαμήνου + 210 μονάδες βάσης (2,10%), αφορούσαν δε, σε συγκεκριμένο, προσδιοριζόμενο στη δανειακή σύμβαση, ύψος δανείου, το οποίο δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει το 30% του μέσου όρου του κύκλου εργασιών των τριών τελευταίων κλεισμένων διαχειριστικών χρήσεων. Σημειωτέον ότι μεταγενέστερα, με το άρθρο πρώτο παρ. 1 του ν. 3912/17.2.2011, συστάθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την Επωνυμία “…………….” και τον ειδικό τίτλο “…………..”, η οποία υποκατέστησε, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, την ανώνυμη εταιρεία με την Επωνυμία “……….”. Τέλος, με το άρθρο 1 §1 του ν. 4608/25.4.2019 προστέθηκαν παράγραφοι 1Α και 1Β, σύμφωνα με τις οποίες η ……… μετονομάστηκε σε “……..” με διακριτικό τίτλο “………., όπου δε, στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η εταιρεία με την επωνυμία “……………” και τον τίτλο “……..”, νοείται εφεξής η εταιρεία “………”. Στο πλαίσιο της δράσης του παραπάνω προγράμματος (……..) υπογράφηκε ανάμεσα στην …….. και στην Τράπεζα ……….., η από 27.11.2008 σύμβαση συνεργασίας, σύμφωνα με την οποία η τελευταία ανέλαβε να χορηγήσει δάνεια, στις επιλέξιμες επιχειρήσεις και για τις επιλέξιμες δραστηριότητες, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των ως άνω προγράμματος και Κ.Υ.Α. Σημειωτέον ότι με την απόφαση 85/1/26.7.2013 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, ως τραπεζικού ιδρύματος, της Τράπεζας . ….., τερματίστηκε το έργο του επιτρόπου, τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση και διορίστηκε ειδικός εκκαθαριστής – ήδη δε, ειδικός εκκαθαριστής της ορίστηκε η εταιρία με την επωνυμία “………”. Μετά την υπογραφή της σύμβασης αυτής και την έκδοση της πιο πάνω Κ.Υ.Α., η Τράπεζα …….. σύναψε συμβάσεις δανείου με επιλέξιμες, κατά τα ανωτέρω επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η από 11.11.2009 σύμβαση με τον ………, που διατηρούσε ατομική επιχείρηση, καθώς και οι από 3.4.2009 και 23.2.2009 συμβάσεις με τις εταιρίες με την επωνυμία “………” και “………..” αντίστοιχα. Την ίδια ημέρα υπογράφηκαν, από τους δανειολήπτες και τους διαδίκους, σχετικές πράξεις εγγύησης για την ανάληψη από την εφεσίβλητη – με την επωνυμία τότε ……….., εγγυητικής ευθύνης ως προς τα δάνεια των πρώτων (δανειοληπτών). Όμως, λόγω μη τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων των τελευταίων, η Τράπεζα κατήγγειλε τις συβάσεις, που σύναψε με τις ανωτέρω επιχειρήσεις και απέστειλε τις καταγγελίες αυτές στην εγγυήτρια .. ……. Σύμφωνα με αυτές, καταγγέλθηκαν οι ανωτέρω συμβάσεις, με συνολικό οφειλόμενο κεφάλαιο (χωρίς τον υπολογισμό τόκων υπερημερίας, εξόδων, προμηθειών κλπ., διότι δεν αποτελούσαν, κατά τα ανωτέρω, επιλέξιμες δαπάνες για την …….): α) ποσού 50.413,21 ευρώ για τον δανειολήπτη ………. (αρχικά οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου 55.069,66 ευρώ – 4.656,45, που καταβλήθηκε), από το οποίο ζητούνταν να καλυφθεί από την εκκαλούσα ως εγγυήτρια το 80%, ήτοι αυτό των 40.330,57 ευρώ και β) ποσού 49.992,66 ευρώ για τη δανειολήπτρια εταιρία με την επωνυμία “……….” (όσο και το αρχικά οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου, αφού δεν καταβλήθηκε κάποιο ποσό), από το οποίο ζητούνταν να καλυφθεί από την εκκαλούσα ως εγγυήτρια το 80%, ήτοι αυτό των 39.993,70 ευρώ. Ως προς τον πρώτο δανειολήπτη, για τον οποίο δεν αμφισβητείται από την εκκαλούσα ότι προσκομίστηκαν από το εφεσίβλητο, μαζί με την καταγγελία/κατάπτωση της σύμβασης δανείου και τα απαραίτητα δικαιολογητικά, σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. 28519/3298/ 2008 και τη σύμβαση εγγύησης και πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την καταβολή από την εκκαλούσα, λόγω της εγγυητικής της ευθύνης, του πιο πάνω ποσού των 39.993,70 ευρώ, αυτό δεν καταβλήθηκε από την τελευταία, αν και είχε παραιτηθεί από την ένσταση της δίζησης. Σημειωτέον ότι η διαδικασία καταβολής της επιδότησης (που αφορούσε στους τόκους), είτε τους καταβαλλόμενους ανά ημερολογιακό εξάμηνο από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου, είτε αυτούς που γεννιούνταν για το χρονικό διάστημα από το τέλος του εκάστοτε ημερολογιακού εξαμήνου μέχρι την εξόφληση τους από την …….., όπως προαναφέρθηκε, δεν καλύπτονταν από την εγγύηση της τελευταίας, σύμφωνα με το άρθρο 5.5.2 της Κ.Υ.Α. και χρεώνονταν, κατόπιν εντολής της τελευταίας (……..), σε ειδικό λογαριασμό για το πρόγραμμα αυτό, στην Τράπεζα της Ελλάδος, απ’ όπου το εφεσίβλητο – Τράπεζα αντλούσε το ποσό της επιδότησης προς εξυπηρέτηση των σχετικών δανειακών συμβάσεων. Ωστόσο, όσον αφορά στη δεύτερη δανειολήπτρια – εταιρία με την επωνυμία “………….”, δεν αποδείχθηκε ότι απεστάλησαν από το εφεσίβλητο, στην εκκαλούσα, μαζί με την καταγγελία/κατάπτωση της σύμβασης δανείου, τα ακόλουθα δικαιολογητικά: αντίγραφο Ε7 τελευταίας κλεισμένης χρήσης προ της υποβολής της αίτησης (οικ. έτος 2008, χρήσης 2007), αντίγραφο Ε7 της κλεισμένης διαχειριστικής χρήσης που προηγείται της καταγγελίας της αίτησης και αποδεικτικό παρακράτησης και απόδοσης ποσού 4.850,89 ευρώ στη Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, σύμφωνα με την …/3.4.2009 φορολογική ενημερότητα που προσκομίστηκε, τα οποία απαιτούνταν, τόσο από την Κ.Υ.Α. 28519/3298/2008, όσο και από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εγγύησης, όπως άλλωστε επισημάνθηκε και με το με αριθμό πρωτοκόλλου ……/5.3.2019 έγγραφο της εκκαλούσας προς τον ειδικό εκκαθαριστή του εφεσίβλητου. Το γεγονός ότι η πρώτη κατέβαλε στο τελευταίο, στις 26.7.2016, το συνολικό ποσό των 70.754.784,06 ευρώ, για την απόσβεση εγγυήσεών της συνολικά για δάνεια, χωρίς να περιλαμβάνεται σ’ αυτά και το δάνειο της εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, δεν συνιστά αναγνώριση της οφειλής της, ως εγγυήτριας και για την τελευταία εταιρία, κατ’ άρθρο 873 Α.Κ., όπως ισχυρίζεται το εφεσίβλητο, αφού δεν προσκόμισε προς τούτο (αναγνώριση της οφειλής αυτής) κάποιο έγγραφο αναγνώρισης του συγκεκριμένου χρέους από την εκκαλούσα (Α.Π. 1455/2005 Χρ.Ι.Δ. 2006, σελ. 222). Επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, που ορίζονταν από την Κ.Υ.Α. και τη σχετική από 3.4.2009 σύμβαση εγγύησης, ώστε να καταβληθεί στο εφεσίβλητο, λόγω της εγγυητικής ευθύνης της εκκαλούσας, το πιο πάνω ποσό, της πρωτοφειλέτριας εταιρίας “………..” (χωρίς όλα τα έγγραφα, που απαιτούνταν άλλωστε, δεν θα μπορούσε να εκδοθεί σχετική απόφαση του Δ.Σ. της εκκαλούσας και να εισπραχθεί το ποσό που θα καταβαλλόταν, κατά τον ΚΕΔΕ, σε βάρος της εταιρίας αυτής). Τέλος, ως προς την εταιρία, με την επωνυμία “………..” η καταγγελία της Τράπεζας, στις 23.10.2012, αφορούσε σε οφειλόμενο κεφάλαιο 41.663,64 ευρώ, από το οποίο έπρεπε να καλυφθεί από την ως άνω εγγυήτρια το 80%, ήτοι αυτό των 33.330,91 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε, στις 26.7.2016. Το αιτούμενο από το εφεσίβλητο ποσό των 8.589,50 ευρώ, που αφορά σε τόκους υπερημερίας, επειδή το οφειλόμενο ποσό των 33.330,91 ευρώ καταβλήθηκε στις 26.7.2016 και όχι στις 24.12.2012, οπότε παρήλθε η δίμηνη προθεσμία από την παραλαβή της καταγγελίας από την εκκαλούσα, είναι αβάσιμο. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη VΙΙ, όπως και στο δεύτερο λόγο της έφεσης – σκέψη VΙΙΙ, μεταξύ των προνομίων του δημοσίου, που έχει η εκκαλούσα, είναι και αυτό της έναρξης οφειλής τόκων από την επίδοση της αγωγής, με αποτέλεσμα να μην οφείλει τόκους υπερημερίας, πριν την επίδοση της από 19.12.2017 αγωγής του εφεσίβλητου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει, λόγω της εγγυητικής της ευθύνης, για τον δανειολήπτη ……… και για τις δανειολήπτριες εταιρίες με την επωνυμία “………..” και “……..”, τα ποσά των 40.800 ευρώ, 43.200 ευρώ και 8.589,50 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 92.589,50 ευρώ, εις ολόκληρον με τους τελευταίους, αντί αυτού των 40.330,57 ευρώ, ως εγγυήτρια μόνο της επιχείρησης του δανειολήπτη ………., χωρίς να ευθύνεται εις ολόκληρον με τον τελευταίο, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμος.
ΧΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αντέφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ωστόσο, δεν θα επιβληθούν έξοδα σε βάρος του αντεκκαλούντος, επειδή η αντεφεσίβλητη δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα για την αντίκρουση της αντέφεσης. Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ’ ουσία βάσιμη και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4709/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 19.12.2017 αγωγή ως προς την έκτη εναγόμενη – εκκαλούσα, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η τελευταία, να καταβάλει στο ενάγον, ως εγγυήτρια του πρώτου εναγόμενου, το ποσό των 40.330,57 ευρώ, με το τόκο υπερημερίας 6% έως τις 30.4.2019 και από την 1.5.2019 με το επιτόκιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 45 §1 του ν. 4607/2019, που ισχύει για το δημόσιο, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 179 και 183 εδ. β´ του Κ.Πολ.Δ.), επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 15.2.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 έφεση και την από 10.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………2020 αντέφεση, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση και την αντέφεση.
Απορρίπτει κατ’ ουσία την αντέφεση.
Διατάσσει την επιστροφή στο αντεκκαλούν – υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία “………..”, του κατατεθέντος παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Δέχεται κατ’ ουσία την έφεση της εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία “……….” και ήδη “………”.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 4709/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς την ως άνω εκκαλούσα – έκτη εναγόμενη.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 19.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2017 αγωγή, ως προς την έκτη εναγόμενη.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς αυτήν.
Υποχρεώνει την έκτη εναγόμενη – εταιρία με την επωνυμία “……..” και ήδη “……….”, ως καθολική διάδοχο της εταιρίας με την επωνυμία “……..”, να καταβάλει, ως εγγυήτρια του πρώτου εναγόμενου ……., στο ενάγον – υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία “………”, το ποσό των σαράντα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (40.330,57), με τόκο υπερημερίας 6% ετησίως έως τις 30.4.2019 και από την 1.5.2019 με το επιτόκιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 45 §1 του ν. 4607/2019, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Και
Συμψηφίζει, στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ