Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
(Α) Των εκκαλούντων – εναγόντων: 1) …….. και 2) …………ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους ………., οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «..….» ……….. και 2) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μήλλα (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
(Β) Της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης: της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παπαχρονόπουλο (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – ανακοινώνουσας τη δίκη – προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας: της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μήλλα (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 10.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …/2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η ανακοινώνουσα τη δίκη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 06.06.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2904/2020 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, δεκτή την προσεπίκληση και εν μέρει δεκτή την παρεμπίπτουσα αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλουν: (Α) οι ενάγοντες με την από 08.09.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ………/08.09.2021 και ειδικό …./08.09.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./07.10.2021 και ειδικό …./07.10.2021, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) η καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με την από 05.09.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./05.09.2022 και ειδικό …/05.09.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/07.09.2022 και ειδικό …/07.09.2022, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 08.09.2021 και από 05.09.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 2904/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος, και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 549/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 2010. 211, ΕφΑθ 4422/2003 ΕλλΔνη 2004. 592). Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρα 110 παρ. 2 και 111 του ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιοσδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 του ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου, αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλλΔνη 1995. 346, Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 518, αριθ. 5) και υποδηλώνει τη βούληση του ότι επιθυμεί την εκδίκαση της, ενώ η μη επίδοση της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41. 804, ΑΠ 268/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 322/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 693/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 27/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2904/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκε η από 10.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 κύρια αγωγή των εκκαλούντων – εναγόντων, και η από 06.06.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …/2019 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, δεκτή η προσεπίκληση και εν μέρει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/08.09.2021 και ειδικό …./08.09.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 08.09.2021 η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων – εναγόντων ………………. κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../07.10.2021 και ειδικό …../07.10.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της πληρεξούσιας δικηγόρου των εφεσίβλητων – εναγόμενων …………. ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσης επέσπευσαν οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι, οι οποίοι και επέδωσαν ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/08.09.2021 και ειδικό …./08.09.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./07.10.2021 και ειδικό …./07.10.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τους εκκαλούντες – ενάγοντες, ως παραλήπτες του δικογράφου, να παραστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (20.10.2022) και να συμμετάσχουν στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Τις προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους – εναγόμενους υπ’ αριθ. …./20.10.2021 και …/20.10.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς . ……). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες – ενάγοντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον οι εκκαλούντες που έχουν κληθεί νομίμως από τους εφεσίβλητους, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση της υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσης, ερημοδικούν, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει η ένδικη έφεσή τους να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους ερήμην δικασθέντες εκκαλούντες, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ’ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσής τους.
Οι ενάγοντες στην από 10.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι η πρώτη εναγόμενη, μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «.……..», της οποίας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, έχει την εκμετάλλευση Μονάδας Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης που στεγάζεται στον Πειραιά Αττικής επί της οδού ………………., ότι το ανήλικο τέκνο τους ………….., το οποίο γεννήθηκε την 26.01.2016 και του οποίου τη γονική μέριμνα ασκούν από κοινού, εντάχθηκε από την 06.09.2018 στο Τμήμα Παιδικού Σταθμού της ανωτέρω Μονάδας Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης, στην οποία παρέμενε υπό την επίβλεψη, φροντίδα και ευθύνη των εναγόμενων και των προστηθέντων αυτών εκπαιδευτικών, καθημερινώς από τις 9.00 π.μ. μέχρι τις 13.30 μ.μ., ότι την 15.11.2018, το ανήλικο τέκνο τους διέφυγε από την προσοχή και την επίβλεψη των προστηθέντων των εναγόμενων εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να βραχεί, ενώ την 22.11.2018 πιάστηκε το αριστερό χέρι του σε μία ξύλινη πόρτα των εγκαταστάσεων της ανωτέρω Μονάδας Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης, με αποτέλεσμα αυτό να τραυματιστεί, και συγκεκριμένα να πρηστεί το χέρι του, να μελανιάσει ο δείκτης του και να ματώσει το νύχι του, ότι ακολούθως η δεύτερη ενάγουσα συνόδευσε το ανήλικο τέκνο τους στο ιδιωτικό νοσοκομείο «……….», όπου υποβλήθηκε σε εξέταση από τον χειρουργό – ορθοπεδικό ……….., και σε ακτινογραφία, το κόστος των οποίων ύψους 123,12 ευρώ καταβλήθηκε από την δεύτερη ενάγουσα, ενώ σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ανωτέρω ιατρού, το ανήλικο τέκνο τους υπέστη κάκωση δείκτη αριστερής χειρός και συστήθηκε η τοποθέτηση νάρθηκα για τρεις εβδομάδες, ότι στη συνέχεια η δεύτερη ενάγουσα συνόδευσε το ανήλικο τέκνο τους στο δημόσιο νοσοκομείο «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ», ώστε να λάβει δεύτερη ιατρική εκτίμηση σχετικά με τον τραυματισμό του ανηλίκου τέκνου τους, μετά δε τη διενέργεια ακτινολογικού ελέγχου οι ιατροί της Β’ Ορθοπεδικής Κλινικής διαπίστωσαν ότι το ανήλικο τέκνο τους υπέστη κάκωση δείκτη αριστερής χειρός, ενώ δεν συστήθηκε η τοποθέτηση νάρθηκα και δόθηκαν οδηγίες για περαιτέρω παρακολούθηση, ότι κατά τα ανωτέρω περιστατικά της 15.11.2018 και της 22.11.2018, αντίστοιχα, οι εκπαιδευτικοί προστηθέντες των εναγόμενων επέδειξαν αμελή συμπεριφορά, αφού δεν επέδειξαν την επιμέλεια και την προσοχή που όφειλαν να επιδείξουν ως επιφορτισμένοι με το ιδιαίτερα αυξημένης ευθύνης καθήκον φροντίδας των νηπίων, με αποτέλεσμα να εκτεθεί σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ανηλίκου τέκνου τους, ότι λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων των εναγόμενων και της μη τήρησης εκ μέρους τους των κανόνων που διέπουν την ασφαλή λειτουργία Μονάδας Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης, το ανήλικο τέκνο τους υπέστη τον προαναφερόμενο τραυματισμό, συνεπεία του οποίου υπέστη ηθική βλάβη λόγω του άγχους, της ταλαιπωρίας και της στεναχώριας που αισθάνθηκε. Με βάση αυτό το ιστορικό και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 35.000,00 ευρώ, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτό υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων, επιφυλασσόμενοι να διεκδικήσουν ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων το επιπλέον ποσό των 44,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό δε αυτό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Στη συνέχεια, η πρώτη εναγόμενη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 06.06.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», στην οποία εξέθετε ότι είχε συνάψει με αυτήν σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης προς τρίτους μέχρι του ποσού των 30.000,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης για σωματικές βλάβες ή θάνατο τρίτων, και λόγω χρηματικής ικανοποίησης εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η οποία είχε ανανεωθεί για το χρονικό διάστημα από την 15.01.2018 έως την 15.01.2019, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./…… από 01.01.2018 ανανεωτήριου ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, και με την οποία ζητούσε, κατ’ επιτρεπτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να παρέμβει η καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στην εκκρεμή μεταξύ αυτής και των εναγόντων δίκη προς απόκρουση της κύριας αγωγής, και σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να της καταβάλει κάθε τυχόν ποσό που θα υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες για κεφάλαιο, τόκους υπερημερίας και δικαστικά έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής σε αυτούς έως την εξόφληση και να καταδικασθούν οι κυρίως ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2904/2020 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και την ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής που κρίθηκε μη νόμιμο, μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στους ενάγοντες, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 500,00 ευρώ, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση, έκανε δεκτή την προσεπίκληση και εν μέρει δεκτή την παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των 380,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής του έως την ολοσχερή εξόφληση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ηττηθείσα στη συνεκδικαζόμενη ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, παρεμπιπτόντως εναγόμενη, με την ένδικη υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσή της, στρεφόμενη εναντίον της αντιδίκου της, παρεμπιπτόντως ενάγουσας, για λόγους που αφορούν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε την εξαφάνιση, άλλως την μεταρρύθμισή της, με σκοπό να απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Στις περιπτώσεις των άρθρων 86 και 87 του ΚΠολΔ, ήτοι στην περίπτωση προσεπίκλησης των αναγκαστικών ομοδίκων και του αληθινού κύριου ή νομέα, ο προσεπικαλούμενος αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την προσεπίκληση, χωρίς να ασκήσει παρέμβαση και γίνεται αναγκαίος ομόδικος. Στην περίπτωση όμως του δικονομικού εγγυητή, που προσεπικλήθηκε από τον εναγόμενο και ενάγεται από αυτόν για να τον αποζημιώσει εάν ευδοκιμήσει η κύρια αγωγή, γίνεται δεκτό ότι δεν γίνεται διάδικος στην κύρια δίκη αν δεν προσέρχεται ή προσέρχεται και χωρίς να παρέμβει περιορίζεται στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση (ΑΠ 135/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 165/2004 ΕλλΔνη 2004. 802), αλλά μόνο στη δίκη επί της προσεπίκλησης (ΕφΠατρ 270/1993 ΑχαΝομ 1994. 123), ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ του προσεπικληθέντος και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου (ΑΠ 1365/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2902/2001 ΕλλΔνη 2002. 242). Ειδικότερα, οι δυνατότητες που έχει ο δικονομικός εγγυητής όταν προσεπικληθεί είναι είτε να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλουμένου, είτε να ασκήσει παρέμβαση με την πρόσθετη δήλωση ότι υποκαθίσταται στη θέση του προσεπικαλέσαντα ως κύριου διαδίκου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου ή του αντιδίκου του, οπότε θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης (άρθρο 278 του ΚΠολΔ), είτε να προσέλθει στη δίκη και με τις προτάσεις του να αμφισβητήσει τη βασιμότητα της προσεπίκλησης, είτε να μην προσέλθει στη διαδικασία. Εξάλλου, με την συνεκδίκαση περισσότερων αγωγών δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων σε ομόδικους. Έτσι, δικαίωμα άσκησης ένδικου μέσου κατά της απόφασης που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζόμενων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη, και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζόμενων δικών (ΑΠ 1355/2004 ΕλλΔνη 2005. 1448, ΕφΠειρ 188/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1810/2009 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ «Η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992 ΕλλΔνη 1992. 759, ΕφΑθ 3136/2007 ΕΦΑΔ 2008. 694). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη ήταν περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών εκτιμά ότι έχει συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΕφΛαρ 146/2004 Δικογραφία 2004. 466, ΕφΘεσ 386/1999 Αρμ. 2000. 1218, ΕφΑθ 2921/1998 ΕΣυγκΔ 2003. 272), εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας (ΕφΑθ 1595/2007 ΑρχΝ 2007. 294). Πλειονότητα των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη δημιουργείται και στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους αρχικούς διαδίκους προσεπικαλέσει τρίτους να μετάσχουν σ’ αυτήν ή όταν τρίτος παρέμβει στη δίκη, είτε εκουσίως, είτε κατόπιν ανακοίνωσής της σ’ αυτόν, είτε κατόπιν προσεπίκλησής του. Ειδικότερα, όπως από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 αρ. 4 του ΚΠολΔ προκύπτει, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και να ζητήσει αποζημίωση για το χρηματικό ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα, ανεξαρτήτως αν συγχρόνως ενώσει στην προσεπίκληση και αγωγή αποζημίωσης, ο δε προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής δεν προσέλθει στη δίκη ή προσερχόμενος δεν παρεμβαίνει σ’ αυτήν, περιοριζόμενος μόνο στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ του προσεπικληθέντος και του προσεπικαλέσαντος αυτόν διαδίκου (ΕφΑθ 2416/2010 ΕλλΔνη 2011. 850). Με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία (Μακρίδου, Οι Πρόσθετοι Λόγοι Εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2000, σελ. 61, Τσικρικάς, Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως στην πολιτική δίκη, έκδ. 1996, σελ. 179) και νομολογία (ΑΠ 294/2003 ΑχαΝομ 2006. 88) υποβάλλεται αυτοτελής αίτηση περί παροχής ένδικης προστασίας, ήτοι αγωγή του προσεπικαλέσαντος κατά του προσεπικαλούμενου με αντικείμενο τη σχέση δικονομικής εγγύησης. Η δικονομική εγγύηση, ήτοι η έννομη σχέση προσεπικαλούντος και προσεπικαλούμενου, δύναται να στηρίζεται σε σύμβαση (λ.χ. ασφαλιστική σύμβαση) ή στο νόμο (ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα). Πρόκειται για νέα αυτοτελή αίτηση, η οποία δημιουργεί μία άλλη έννομη σχέση δίκης, διότι εισάγει ένα αντικείμενο δίκης διαφορετικό από το αρχικό. Ο προσεπικαλών δύναται να υποβάλει είτε αναγνωριστικό αίτημα, με το οποίο θα ζητείται να αναγνωριστεί απλά και μόνο ότι υφίσταται μεταξύ των μερών (προσεπικαλέσαντος και δικονομικού εγγυητή) έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο τρίτος υπέχει ευθύνη έναντι του προσεπικαλέσαντος σε περίπτωση που χάσει τη δίκη, είτε να ενώσει στην προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία θα ζητείται να του καταβάλει ο τρίτος την προσήκουσα αποζημίωση, σε περίπτωση που καταδικασθεί σε ορισμένη παροχή προς τον αντίδικό του στην κύρια δίκη (ΑΠ 260/2001 ΕλλΔνη 2001. 1635). Έτσι, υφίστανται δύο έννομες σχέσεις, ήτοι εκείνη που συνδέει τον προσεπικαλέσαντα και τον αντίδικό του και εκείνη που συνδέει τον προσεπικαλέσαντα και προσεπικληθέντα, στο πλαίσιο της οποίας ο μεν πρώτος διαδραματίζει θέση ενάγοντος, ενώ ο δεύτερος θέση εναγόμενου. Στη δεύτερη έννομη σχέση δεν μετέχει ο ενάγων της κύριας δίκης και αντίδικος του προσεπικαλέσαντος. Επομένως, η απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή και την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή αποτελείται από δύο διαφορετικές οριστικές διατάξεις επί διαφόρων αντικειμένων δίκης, εντέλει από δύο ιδιαίτερα κεφάλαια δίκης, όπου το ένα διαγιγνώσκει το παραδεκτό και το βάσιμο της κύριας αγωγής, ενώ το άλλο το παραδεκτό και το βάσιμο της προσεπίκλησης. Περαιτέρω, ο δικονομικός εγγυητής δύναται να μην προσέλθει ή να προσέλθει και να περιοριστεί στην άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση χωρίς να ασκήσει παρέμβαση. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν καθίσταται διάδικος, ούτε βεβαίως αναγκαίος ομόδικος του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη. Εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις της αδράνειας και της άρνησης της προσεπίκλησης, ο δικονομικός εγγυητής έχει τη δυνατότητα να παρέμβει πρόσθετα στην κύρια δίκη υπέρ του προσεπικαλέσαντος. Με την άσκηση της παρέμβασης αυτής, ο δικονομικός εγγυητής καθίσταται διάδικος της κύριας δίκης με την ιδιότητα του πρόσθετου διαδίκου και θα έχει τις εξουσίες που προσιδιάζουν στον κύριο διάδικο. Επιπρόσθετα, σκόπιμη κρίνεται η εξέταση της λειτουργίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος στο πλαίσιο της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή. Όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχεται την κύρια αγωγή και επίσης δέχεται ή απορρίπτει την προσεπίκληση, υφίσταται, όπως ειπώθηκε και ανωτέρω, πλειονότητα κεφαλαίων δίκης μεταξύ διαφορετικών διαδίκων. Εντεύθεν, καθένα εκ των κεφαλαίων αυτών θα πρέπει να προσβληθεί αυτοτελώς προκειμένου να μεταβιβαστεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από το διάδικο που έχει έννομο συμφέρον προς τούτο. Ο παρεμπιπτόντως δε εναγόμενος με την έφεσή του θα περιοριστεί στις διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που αφορούν την παρεμπίπτουσα αγωγή και την τυχόν απόρριψη με την εκκαλουμένη των αιτημάτων του στην δίκη της παρεμπίπτουσας αγωγής (ΑΠ 485/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 196/2010 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 14/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, η δε κρινόμενη από 05.09.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 05.09.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./05.09.2022 και ειδικό …../05.09.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 08.09.2022. Σύμφωνα δε με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, η έφεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά της αντιδίκου της εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, ήτοι της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, δεδομένου ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη δεν παρενέβη στην κύρια δίκη και δεν κατέστη διάδικος με κάποιον από τους προαναφερόμενους τρόπους, αλλά παρέμεινε τρίτη. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), οι οποίοι πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών, λαμβανομένου υπόψη ότι η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με την υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσή της και τους λόγους αυτής οφείλει να περιοριστεί στις διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης που αφορούν την παρεμπίπτουσα αγωγή και την τυχόν απόρριψη με την εκκαλουμένη των αιτημάτων αυτής στη δίκη της παρεμπίπτουσας αγωγής, στα κεφάλαια, δηλαδή, που με την άσκηση της ένδικης έφεσής της μεταβιβάζονται προς επανεκτίμηση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Από το συνδυασμό των άρθρων, 1 παρ. 1, 2, 7 παρ. 3 εδ. α’, 6 εδ. 1, 7 του Ν. 2496/1997, για την «Ασφαλιστική σύμβαση και τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση κ.λπ.», συνάγονται τα ακόλουθα: Με την ασφαλιστική σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση, που είναι ο Ασφαλιστής, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενό της, που είναι ο λήπτης της ασφάλισης, ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση). Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται, κατά την πραγματοποίηση του κινδύνου, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή ή μείωση της ζημίας και να ακολουθεί τις οδηγίες του ασφαλιστή, σε περίπτωση δε υπαίτιας παράβασης αυτών των υποχρεώσεων του η ευθύνη του έγκειται στο να αποζημιώσει τον ασφαλιστή. Η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, δηλαδή από το νόμο ορίζεται ως αποδεικτικός τύπος της ως άνω δικαιοπραξίας το έγγραφο. Ακριβώς δε, εξαιτίας του αποδεικτικού χαρακτήρα του ασφαλιστηρίου παρέπεται, ότι για την απόδειξη της κατάρτισης της σύμβασης αυτής μεταξύ των συμβαλλομένων, δεν επιτρέπονται μάρτυρες, παρά μόνο αν το έγγραφο που είχε συνταχθεί έχει χαθεί τυχαία (ΑΠ 1701/1995 ΝΟΜΟΣ), ενώ οι γενικοί και ειδικοί όροι ασφάλισης, που περιέχονται σ’ αυτό, δεσμεύουν τον ασφαλισμένο, και αν ακόμη δεν το υπέγραψε, εφόσον σ’ αυτό στηρίζει τις αξιώσεις του, ενώ το επικαλείται και το προσκομίζει στο Δικαστήριο (ΑΠ 156/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1995/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 18/2009 NΟΜΟΣ, ΑΠ 76/2005 ΕλλΔνη 46. 1415, ΑΠ 657/2001 ΕΕμπΔ ΝΒ’. 234). Περαιτέρω, ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης είναι τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι πρόσωπο διαφορετικό του συμβαλλόμενου, η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο που σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), οι τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το Ελληνικό. Πέραν των ουσιωδών αυτών στοιχείων είναι δυνατό, στο πλαίσιο της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων, να συμφωνηθούν και πρόσθετοι όροι, εφόσον και αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτοί (ΑΠ 242/2011 NΟΜΟΣ). Ειδικότερα, με το άρθρο 7 παρ. 5 του άνω νόμου, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την παρ. 6 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Με βάση τις τελευταίες διατάξεις, επιτρέπεται η συνομολόγηση, στην περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης, απαλλαγών του ασφαλιστή πέραν των προβλεπόμενων από το Νόμο (ΑΠ 18/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1663/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2477/2014 NΟΜΟΣ). Οι όροι απαλλαγής αποτελούν εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη (ΑΠ 677/2013 NΟΜΟΣ) και συνιστούν καταλυτική της αγωγής ένσταση του ασφαλιστή περί απαλλαγής του από την υποχρέωση για καταβολή του ασφαλίσματος. Η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την «κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων», πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 33 παρ. 1 του ως άνω Νόμου, κατά την οποία, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα Νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή, εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του Ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο Νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχομένη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή, μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013 NΟΜΟΣ). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο Νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κίνδυνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις, είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου Νόμου, υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται, όμως, από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο Ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρου 7 παρ. 6 του Ν. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του Νόμου αυτού, που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις, και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΟλΑΠ 18/2015 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 19/2015 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 14/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1880/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 854/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 166/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5289/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2685/2018 NΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 ως προς την προστασία των καταναλωτών, που αποτελεί εξειδίκευση του άρθρου 281 του ΑΚ στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), ήτοι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου) και επιβάλλονται από τον προμηθευτή στον καταναλωτή (άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2251/1994), απαγορεύονται και είναι αναδρομικώς (ex tunc, άρθρο 180 του ΑΚ) απολύτως άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα δύο περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Η σωρευτική εφαρμογή από το δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, επιβάλλεται και δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Και οι περιγραφόμενες από τον νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν δείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 42 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 207. 975, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001. 1125, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1467, ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτα λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευτεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005. 460, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1461). Οι ανωτέρω περιπτώσεις καταχρηστικού ΓΟΣ, σε συνδυασμό με την αρχή της διαφάνειας, έχουν αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας από τη νομολογία στο πλαίσιο των τραπεζικών συμβάσεων παροχής πιστωτικών υπηρεσιών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών, αλλά και με αφορμή ασφαλιστικές συμβάσεις (ΕφΑθ 74/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως ΓΟΣ νοούνται εκείνοι οι συμβατικοί όροι, τους οποίους καθορίζει εκ των προτέρων ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελέσουν το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός αόριστου αριθμού συμβάσεων, κύριο δε χαρακτηριστικό τους είναι η μονομερής προδιατύπωση, με την έννοια ότι ο αντισυμβαλλόμενος εκείνου που τις προδιατύπωσε δεν μετείχε στη διαμόρφωσή τους, πλην όμως δεν αρκεί αυτό το χαρακτηριστικό, αλλά απαιτείται περαιτέρω να μην υφίστατο κατά την κατάρτιση της σύμβασης δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης ως προς το περιεχόμενο των όρων. Αντίποδας αυτών των ΓΟΣ είναι οι ειδικοί όροι που συμφωνήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση ύστερα από διαπραγμάτευση, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή διατάξεις. Συνήθης είναι η χρήση ΓΟΣ και στις ασφαλιστικές συμβάσεις του Ν. 2496/1997, διότι περιέχουν ασφαλιστικούς όρους, γενικούς και ειδικούς, τους οποίους ο ασφαλιστής επαναλαμβάνει ομοιόμορφα στις συμβάσεις του, δεν διαπραγματεύεται το περιεχόμενό τους με κάθε λήπτη ασφάλισης, αλλά τους έχει ετοιμάσει εκ των προτέρων, έτσι ώστε ο μέλλων να ασφαλιστεί ή τους δέχεται όλους και προσχωρεί στη σύμβαση ή δεν τους δέχεται και δεν συνάπτεται η σύμβαση. Ωστόσο, η ασφαλιστική σύμβαση περιέχει και όρους που έχουν συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με το λήπτη. Τέτοιοι είναι οι όροι που συνιστούν τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης, όπως είναι τα ασφαλιζόμενα πρόσωπα, οι κίνδυνοι που καλύπτονται, η περιουσία ή το αντικείμενο που ασφαλίζεται και η χρηματική αξία τους, η διάρκεια της ασφάλισης, το ασφάλιστρο, ο χρόνος και ο τόπος έκδοσης του ασφαλιστηρίου, το τυχόν ασφαλιστικό ποσό, δηλαδή το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή και γενικά τα κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2496/1997 στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 2 και ό,τι άλλο επί πλέον στοιχείο απαιτεί η κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως τυχόν ποσό απαλλαγής του ασφαλιστή για ένα μέρος της κάθε ζημίας κ.λπ. Συνεπώς, οι όροι αυτοί περιέχουν μόνο τη συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε ο λήπτης, και όχι τους γενικούς όρους με τους οποίους ο ασφαλιστής παρέχει την κάλυψη ομοιόμορφα στους πελάτες του. Έτσι δεν τίθεται γι’ αυτούς θέμα καταχρηστικότητας κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ), τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, δηλαδή ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 237/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 166/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 202/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 161/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 369/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μετά τον Ν. 4512/2018 οι έννοιες του καταναλωτή και του προμηθευτή καταλαμβάνουν αντίστοιχα “κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα” και “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο όνομά του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες (άρθρο 1α του Ν. 2251/2014). Σύμφωνα δε με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 111 του Ν. 4512/2018, τα άρθρα 100 έως 110 (Κεφάλαιο Α’ του παρόντος Τμήματος) δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως την έναρξη ισχύος των άρθρων αυτών, ήτοι δύο μήνες μετά την δημοσίευση του νόμου, δηλαδή στις 17.03.2018, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 126 του παρόντος, παρά μόνο στις ανανεώσεις των συμβάσεων αυτών, και ως εκ τούτου για τις ήδη συναφθείσες συμβάσεις ισχύει ο ορισμός του τελικού αποδέκτη. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 8 του Ν. 2251/1994 συνάγεται ότι τον προσδιορισμό της αόριστης νομικής έννοιας της καταχρηστικότητας του γενικού όρου της ασφαλιστικής σύμβασης, ο νόμος εξαρτά από ορισμένα στοιχεία, τα οποία πρέπει να τεθούν υπόψη του δικαστηρίου, ώστε αυτό να κρίνει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός. Η απαγόρευση, δηλαδή, της εφαρμογής ενός καταχρηστικού γενικού όρου της ασφαλιστικής σύμβασης αποτελεί εξειδικευμένη περίπτωση της θεμελιώδους αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρία προβάλλει κατά της αγωγής του καταναλωτή για επιδίκαση του ασφαλίσματος ένσταση καταλυτική της αγωγής αυτής, με βάση κάποιο γενικό όρο του ασφαλιστηρίου, ο ενάγων καταναλωτής μπορεί να επικαλεστεί με αντένσταση την ακυρότητα του όρου αυτού ως καταχρηστικού. Για το παραδεκτό της αντένστασης αυτής από άποψη χρόνου προβολής της, τα συγκροτούντα την καταχρηστικότητα περιστατικά πρέπει να προβάλλονται όπως και στην περίπτωση του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την πρώτη σε πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης και συγχρόνως να διατυπώνεται από τον προβάλλοντα και αίτημα απόρριψης της ένστασης της αντιδίκου του για την αιτία αυτή. Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 εδ. 1 του ΚΠολΔ, μπορεί κατ’ εξαίρεση ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, να προβάλει παραδεκτώς για πρώτη φορά στο Εφετείο την ως άνω καταλυτική της ένστασης του εναγόμενου – εκκαλούντος αντένσταση της καταχρηστικότητας του γενικού όρου, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης του αντιδίκου του, εφόσον, βέβαια, δεν μεταβάλλεται με την αντένσταση αυτή η βάση της αγωγής του (ΑΠ 1584/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1519/2001 Δελτίο Α.Ε. και ΕΠΕ 2004. 408, ΕφΑθ 2894/2008 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσης, η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ειδικότερα των διατάξεων του Ν. 2251/1994, αφού έκρινε ότι η εφεσίβλητη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συνήψε την επίδικη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης, υπό την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτρια ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, ήτοι για την κάλυψη της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή, δοθέντος ότι σύμφωνα με τα άρθρα 100 επ. του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α’ 5/17.01.2018) και την προσθήκη νέου άρθρου 1α στο Ν. 2251/1994, τροποποιήθηκε η έννοια του καταναλωτή και καταλαμβάνει πλέον μόνο φυσικά πρόσωπα, τα οποία ενεργούν για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική τους δραστηριότητα, στην προκειμένη δε περίπτωση το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα την 15.11.2018, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4512/2018, και ως εκ τούτου η εφεσίβλητη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεν εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή, κατ’ εφαρμογή του Ν. 4512/2018. Επιπλέον με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ειδικότερα των διατάξεων του Ν. 2251/1994 και του Ν. 2496/1997, αφού έκρινε ότι οι όροι της επίδικης σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης ελέγχονται βάσει του Ν. 2251/1994, ο οποίος, όμως, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, διότι εφαρμόζεται ο Ν. 2496/1997 ως ειδικότερο νομοθέτημα που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις, και ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2496/1997 σχετικά με την έγκυρη ένταξη των Γενικών Ασφαλιστικών Όρων σε όλα τα είδη των ασφαλιστικών συμβάσεων και την ιδιαίτερα μεγάλη προστασία που παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους του ασφαλιστή με την πρόβλεψη δικαιώματος εναντίωσης του λήπτη της ασφάλισης, εάν δεν του παραδοθούν οι όροι με το ασφαλιστήριο, εντός προθεσμίας 14 ημερών από την παράδοση του ασφαλιστηρίου. Ο πρώτος λόγος της ένδικης υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 111 του Ν. 4512/2018, τα άρθρα 100 έως 110 δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως την έναρξη ισχύος των άρθρων αυτών, ήτοι δύο μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή στις 17.03.2018, στην προκειμένη δε περίπτωση η επίδικη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης προς τρίτους ανανεώθηκε για το χρονικό διάστημα από την 15.01.2018 έως την 15.01.2019, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/…… από 01.01.2018 ανανεωτήριου ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, και ως εκ τούτου ως προς την επίδικη σύμβαση ασφάλισης, ως ήδη συναφθείσα κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 4512/2018, εξακολουθεί να ισχύει ο ορισμός του καταναλωτή ως του τελικού αποδέκτη, και ως εκ τούτου η εφεσίβλητη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, θεωρείται ως καταναλωτής, κατά την έννοια του Ν. 2251/1994, παρά το γεγονός ότι ενήργησε την επίδικη ασφάλιση για την ικανοποίηση των επαγγελματικών της αναγκών, καθόσον καταναλωτής θεωρείται και ο λήπτης της ασφάλισης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έστω και αν ενεργεί την ασφάλιση για την ικανοποίηση των επαγγελματικών του αναγκών, αρκεί να είναι ο τελικός αποδέκτης του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, εφόσον, δηλαδή, είναι αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει περαιτέρω σε τρίτους (βλ. ΑΠ 957/2021 ΝΟΜΟΣ). Ομοίως κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος της ένδικης υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, δοθέντος ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994 περιπτώσεις καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών έχουν αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας από τη νομολογία τόσο στο πλαίσιο των τραπεζικών συμβάσεων παροχής πιστωτικών υπηρεσιών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών, όσο και με αφορμή ασφαλιστικές συμβάσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι οι παρεχόμενες τραπεζικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, και ως εκ τούτου συνιστούν παροχές προς τελικούς αποδέκτες που εμπίπτουν στο Ν. 2251/1994. Εξάλλου, η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, ασφαλιστική εταιρεία, με τον δεύτερο λόγο κατά το πρώτο σκέλος του, τον τρίτο λόγο και τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της επαναφέρει τους προβληθέντες και πρωτοδίκως ισχυρισμούς της, και ειδικότερα συνομολογεί την κατάρτιση της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο επέλευσης του επίμαχου ατυχήματος, ισχυρίζεται, όμως, ότι η ίδια απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης, καθόσον δυνάμει του γενικού όρου του άρθρου 2 περ. 18 της ασφαλιστικής σύμβασης δεν καλύπτονται από την ένδικη σύμβαση ασφάλισης απαιτήσεις τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλιζόμενου, οι οποίες σχετίζονται με την επαγγελματική ευθύνη αυτών, κυρίως από διάγνωση, συμβουλή, σχεδιασμό, καθορισμό προδιαγραφών ή οποιαδήποτε άλλη πλημμελή παροχή υπηρεσιών στα πλαίσια και κατά την εκτέλεση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, διότι οι κίνδυνοι αυτοί συνιστούν περιεχόμενο ασφαλιστικής σύμβασης επαγγελματικής αστικής ευθύνης, ενώ στην ένδικη ασφαλιστική σύμβαση γενικής αστικής ευθύνης εμπίπτουν μόνο οι τυπικοί και συνήθεις κίνδυνοι από τη λειτουργία του χώρου του εκπαιδευτηρίου, και συγκεκριμένα ατυχήματα που θα προκληθούν σε τρίτους, εξαιτίας της λειτουργίας των χώρων του εκπαιδευτηρίου, και ως εκ τούτου το επίμαχο ατύχημα που οφείλεται στην πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων των εκπαιδευτικών της αντισυμβαλλόμενής της, και όχι στη λειτουργία του χώρου του εκπαιδευτηρίου, δεν καλύπτεται από την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση γενικής αστικής ευθύνης, αφού αφενός δεν εμπίπτει στους κινδύνους που περιγράφονται στην «περιγραφή καλύψεων», αφετέρου συμφωνήθηκε ρητώς, δυνάμει του γενικού όρου του άρθρου 2 περ. 18, ότι αυτή η κατηγορία των κινδύνων δεν καλύπτεται. Ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά παραδεκτώς προβαλλόμενη ένσταση περί απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 361 του ΑΚ, 1, 7 παρ. 5 και 6 και 25 του Ν. 2496/1997, καθώς και στους προαναφερθέντες όρους του ανωτέρω ασφαλιστηρίου. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η παρεμπιπτόντως ενάγουσα ουδόλως προέβαλε, είτε με τις προτάσεις της κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είτε καθ’ υποφορά με το δικόγραφο της από 06.06.2019 ανακοίνωσης δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση, ενωμένης με παρεμπίπτουσα αγωγή, την αντένσταση ότι ο ανωτέρω γενικός όρος του άρθρου 2 περ. 18 της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης είναι άκυρος ως καταχρηστικός, διότι αντιβαίνει στις διατάξεις του Ν. 2251/1994, προκειμένου να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της ότι η αξίωσή της για καταβολή του ασφαλίσματος έχει γεννηθεί και είναι δικαστικά επιδιώξιμη και να επιτύχει την απόρριψη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της προβληθείσας από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ένστασης περί απαλλαγής αυτής από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος.
Από την επανεκτίμηση των προσκομιζόμενων από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα υπ’ αριθ. …/11.07.2019, …/11.07.2019, …./12.07.2019 και …/12.07.2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων ………….., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. …../05.07.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς . ….), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..», η οποία έχει την εκμετάλλευση Μονάδας Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης που στεγάζεται στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …………. και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………………..», καταρτίσθηκε σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης, η οποία είχε ανανεωθεί για το χρονικό διάστημα από την 15.01.2018 έως την 15.01.2019, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. …/….. από 01.01.2018 ανανεωτήριου ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …../……. ανανεωτήριο ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, ορίσθηκε στο κεφάλαιο «συνοπτικός πίνακας καλύψεων», γενική αστική ευθύνη προς τρίτους, ασφαλιζόμενο κεφάλαιο 30.000,00 ευρώ και αστική ευθύνη εργοδότη, ασφαλιζόμενο κεφάλαιο 30.000,00 ευρώ, αντί ασφαλίστρων ετήσιας περιόδου ύψους 463,39 ευρώ. Επιπλέον στο κεφάλαιο «περιγραφή καλύψεων» ορίσθηκε στην αρχή του και υπό τον τίτλο «εξαιρέσεις» ότι το ασφαλιστήριο υπόκειται στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 των συνημμένων Γενικών Όρων Ασφαλιστηρίου Αστικής Ευθύνης, στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο συνημμένο έντυπο με τίτλο «εξαίρεση ζημιών από μη αναγνώριση ημερομηνίας» και στις ειδικές εξαιρέσεις και/ή ειδικούς όρους που αναγράφονται στην «περιγραφή καλύψεων», στη συνέχεια δε ορίσθηκε υπό τον τίτλο «παρεκκλίσεις» ότι το ασφαλιστήριο εκδόθηκε χωρίς παρέκκλιση από την αίτηση για ασφάλιση και υπό τον τίτλο «απαλλαγές» ότι προβλέπεται απαλλαγή ποσού 120,00 ευρώ σε κάθε ζημία και αξίωση. Στο ίδιο ως άνω στο κεφάλαιο «περιγραφή καλύψεων» ορίσθηκε στη συνέχεια ότι η ασφάλιση καλύπτει, σύμφωνα με τους γενικούς ή/και ειδικούς όρους του ασφαλιστηρίου, την αστική ευθύνη της ασφαλιζόμενης εταιρείας, με την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων προς τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών, για σωματικές βλάβες ή θάνατο, (συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) ή υλικές ζημιές που θα προξενηθούν σ’ αυτούς από ατυχήματα που θα συμβούν εξαιτίας της λειτουργίας των χώρων του εκπαιδευτηρίου, που βρίσκεται επί της οδού ……………. στον Πειραιά, από άδικες πράξεις ή παραλείψεις του ιδιοκτήτη του εκπαιδευτηρίου ή των προσώπων που έχει στην υπηρεσία του και ότι στον ασφαλιζόμενο χώρο συμπεριλαμβάνεται και ο χώρος που βρίσκεται απέναντι από το σχολείο επί της οδού ………………, συνολικά τ.μ. 128, που χρησιμοποιείται για επιβίβαση – αποβίβαση μαθητών καθώς και για διεξαγωγή αθλητικών δραστηριοτήτων. Ορίσθηκε επίσης αναφορικά με τα ασφαλισμένα ανώτατα όρια ευθύνης, ότι η ευθύνη για σωματικές βλάβες ή θάνατο κατ’ άτομο (συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), τρίτων και εργαζόμενων, ανέρχεται μέχρι ποσού 30.000,00 ευρώ, ότι η ευθύνη για υλικές ζημιές που θα υποστούν τρίτοι για κάθε ένα ατύχημα ή σειρά ατυχημάτων από την ίδια αιτία, ανεξαρτήτως αριθμού δικαιούχων, ανέρχεται μέχρι ποσού 7.000,00 ευρώ, ότι η ευθύνη για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες (συνολικά) για κάθε ομαδικό ατύχημα οσοιδήποτε και αν είναι οι παθόντες, ανέρχεται μέχρι ποσού 60.000,00 ευρώ και ότι η ευθύνη της εταιρείας προς τρίτους για το σύνολο των σωματικών βλαβών, θάνατο και υλικών ζημιών που θα συμβούν κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου, ανέρχεται μέχρι ποσού 120.000,00 ευρώ. Συμφωνήθηκε, τέλος, με ειδικό όρο ότι η ασφάλιση ισχύει μόνο εφόσον ο αριθμός των εγγεγραμμένων στο σταθμό παιδιών δεν υπερβαίνει τους 326 και ότι προβλέπεται απαλλαγή ποσού 120,00 ευρώ σε κάθε ζημία και αξίωση. Στο κεφάλαιο «γενικοί όροι ασφαλιστηρίου αστικής ευθύνης» συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι γενικές εξαιρέσεις του άρθρου 2 και ορίσθηκε στην παρ. 18 ότι η ασφάλιση δεν καλύπτει απαιτήσεις τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλιζόμενου, οι οποίες σχετίζονται με την επαγγελματική ευθύνη αυτών, κυρίως από διάγνωση, συμβουλή, σχεδιασμό, καθορισμό προδιαγραφών ή οποιαδήποτε άλλη πλημμελή παροχή υπηρεσιών στα πλαίσια και κατά την εκτέλεση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας (επαγγελματική αστική ευθύνη), εκτός εάν άλλως αναγράφεται σε ειδικό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης ή στο ασφαλιστήριο. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης εμπίπτει στις περιπτώσεις ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, ήτοι κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα της λήπτριας της ασφάλισης, και ως εκ τούτου οι όροι αυτής διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, λαμβανομένου υπόψη ότι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δύναται να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ανωτέρω όρος που περιλήφθηκε στο κεφάλαιο «περιγραφή καλύψεων» και με τον οποίο ορίσθηκε ότι η ασφάλιση καλύπτει, σύμφωνα με τους γενικούς ή/και ειδικούς όρους του ασφαλιστηρίου, την αστική ευθύνη της ασφαλιζόμενης εταιρείας, με την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων προς τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών, για σωματικές βλάβες ή θάνατο ή υλικές ζημιές που θα προξενηθούν σ’ αυτούς από ατυχήματα που θα συμβούν εξαιτίας της λειτουργίας των χώρων του εκπαιδευτηρίου, από άδικες πράξεις ή παραλείψεις του ιδιοκτήτη του εκπαιδευτηρίου ή των προσώπων που έχει στην υπηρεσία του, δεν αποτελεί γενικό όρο συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994, δηλαδή ασφαλιστικό όρο προδιατυπωμένο και καθορισμένο εκ των προτέρων από τον ασφαλιστή κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελέσει το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός αόριστου αριθμού παρόμοιων συμβάσεων με άλλα πρόσωπα, διότι η ρήτρα αυτή δεν αναφέρεται σε κάποιο ομοιόμορφο και προς χρήση για αόριστο αριθμό άλλων συμβάσεων ζήτημα, αλλά σε ένα από τα εξατομικευμένα στοιχεία της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2496/1997, και συγκεκριμένα στους κινδύνους που καλύπτονται, και ως εκ τούτου αποτελεί ειδικό όρο που έχει συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με τη λήπτρια της ασφάλισης, δοθέντος ότι περιέχει μόνο τη συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε η λήπτρια, και όχι τους γενικούς όρους με τους οποίους ο ασφαλιστής παρέχει την κάλυψη ομοιόμορφα στους πελάτες του. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, ο ανωτέρω ειδικός όρος, ο οποίος έχει διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, χωρίς να έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας, και ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, θεωρείται επικρατέστερος των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου αστικής ευθύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 2251/1994, και συνεπώς υπερισχύει του γενικού όρου του άρθρου 2 παρ. 18, με τον οποίο προβλέφθηκαν οι γενικές εξαιρέσεις και ορίσθηκε ότι η ασφάλιση δεν καλύπτει απαιτήσεις τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλιζόμενου, οι οποίες σχετίζονται με την επαγγελματική ευθύνη αυτών, κυρίως από διάγνωση, συμβουλή, σχεδιασμό, καθορισμό προδιαγραφών ή οποιαδήποτε άλλη πλημμελή παροχή υπηρεσιών στα πλαίσια και κατά την εκτέλεση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας (επαγγελματική αστική ευθύνη). Άλλωστε, και στο κείμενο του γενικού όρου του άρθρου 2 ρητώς αναγράφεται ότι οι γενικές εξαιρέσεις ισχύουν «εκτός εάν άλλως αναγράφεται σε ειδικό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης ή στο ασφαλιστήριο», όπως στην προκειμένη περίπτωση που ρητώς προβλέφθηκε με τον ανωτέρω ειδικό όρο της ασφαλιστικής σύμβασης ότι καλύπτεται η αστική ευθύνη της ασφαλιζόμενης παρεμπιπτόντως ενάγουσας, υπό την ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων προς τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών, για όλες τις σωματικές βλάβες ή θάνατο ή υλικές ζημιές που θα προξενηθούν σ’ αυτούς από ατυχήματα που θα συμβούν, εξαιτίας της λειτουργίας των χώρων του εκπαιδευτηρίου, από άδικες πράξεις ή παραλείψεις της ίδιας της ιδιοκτήτριας του εκπαιδευτηρίου ή των προστηθέντων αυτής κατά την υπηρεσία τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω, αφού δέχθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης για την ασφαλιστική κάλυψη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας αναφορικά με το ένδικο ατύχημα που συνέβη, εξαιτίας της λειτουργίας των χώρων του εκπαιδευτηρίου της τελευταίας, και οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, κατά την υπηρεσία τους, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την προβληθείσα από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ένσταση περί απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, έστω και με διάφορη αιτιολογία που αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) και έκανε δεκτή την προσεπίκληση και εν μέρει δεκτή την παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των 380,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων υπερημερίας και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής του έως την ολοσχερή εξόφληση, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, τρίτος λόγος και τέταρτος λόγος της υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, λόγω της ήττας της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην των εκκαλούντων της υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, τις από 08.09.2021 και από 05.09.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 2904/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Ορίζει παράβολο διακόσια ενενήντα (290,00) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους απολιπόμενους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσης.
Απορρίπτει την υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της της υπό στοιχείο Α’ από 08.09.2021 έφεσής τους με το υπ’ αριθ. ……………./2021 ηλεκτρονικό παράβολο.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεση.
Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης της υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………/2022 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που κατέβαλε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ από 05.09.2022 έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 27.4.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ