Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων κρίνει πως η διατήρηση μη λειτουργούσας κάμερας έχει αρνητικές συνέπειες για τα πρόσωπα και καθιστά δυσχερή τον έλεγχο τυχόν ενεργοποίησής της
Μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις της για τη λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης εξέδωσε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μετά από αίτηση θεραπείας καταγγέλλοντος που είχε δικαιωθεί. Με την απόφαση αυτή, η Αρχή έκρινε πως οι διορθωτικές εξουσίες του άρθρου 58 ΓΚΠΔ τής δίνουν τη δυνατότητα να διατάσσει, όχι μόνο την απαγόρευση λειτουργίας μιας κάμερας, αλλά και την απεγκατάστασή της.
● Ιστορικό
Με την απόφαση ΑΠΔΠΧ 10/2022, η Αρχή εξέτασε καταγγελία δύο πολιτών κατά συγγενούς τους για την εγκατάσταση συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε κατοικία. Σύμφωνα με την καταγγελία, «ο καταγγελλόμενος, που διαμένει σε ισόγειο διπλοκατοικίας, έχει εγκαταστήσει κάμερες, η μία εξ αυτών κάτω από το μπαλκόνι των καταγγελλόντων με τους οποίους είναι συνιδιοκτήτης (εξ αδιαιρέτου) του εν λόγω ακινήτου. Οι ως άνω κάμερες, όπως ισχυρίζονται οι καταγγέλλοντες, λαμβάνουν εικόνα και ήχο και συνδέονται με καταγραφικό μηχάνημα. Επίσης το πεδίο ελέγχου των καμερών περιλαμβάνει χώρους όπως η κοινόχρηστη κεντρική είσοδος του κλιμακοστασίου του κτιρίου, η πιλοτή του κτιρίου και ο κήπος του ακινήτου, ενώ σκοπός της επεξεργασίας φαίνεται ότι είναι η προστασία προσώπων και αγαθών της κατοικίας».
Η Αρχή, κατόπιν ακρόασης του καταγγελλόμενου και εξέτασης των παραμέτρων λειτουργίας του συστήματος βιντεοεπιτήρησης, δικαίωσε τους καταγγέλλοντες, διαπιστώνοντας ότι «προσβάλλονται υπέρμετρα τα δικαιώματα των προσώπων που διαμένουν στο άλλο διαμέρισμα του κτιρίου, καθώς ενδέχεται να παρακολουθούνται σε δραστηριότητες στενά συνδεόμενες με την ιδιωτική τους ζωή. Άρα, η εν λόγω επεξεργασία, δεν μπορεί να είναι νόμιμη, καθώς παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 1 του ΓΚΠΔ». Για τον λόγο αυτό επέβαλε στον υπεύθυνο επεξεργασίας την απαγόρευση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω συστήματος βιντεοεπιτήρησης. Ο καταγγελλόμενος συμμορφώθηκε με την απόφαση και ενημέρωσε την Αρχή πως διέκοψε την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διακοπή για την οποία ενημερώθηκαν οι καταγγέλλοντες.
Δέκα μήνες μετά την ενημέρωση αυτή, ο ένας εκ των καταγγελλόντων επανήλθε, ζητώντας επανεξέταση της απόφασης της Αρχής. Με την αίτηση θεραπείας που υπέβαλε, ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι:
– στο άρθρο 15 της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής, αλλά και στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμ. 10/2022 Απόφασης, αναφορά γίνεται στην «εγκατάσταση» και όχι στη λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης,
– η αποτελεσματικότητα της προσβαλλόμενης Απόφασης δεν διασφαλίζεται, εάν δεν περιλαμβάνει και την «απεγκατάσταση-αφαίρεση» του συστήματος,
– υφίσταται σειρά Αποφάσεων της Αρχής (προγενέστερη Απόφαση 23/2021, μεταγενέστερες Αποφάσεις 34/2022, 50/2022 και 60/2022), στο διατακτικό των οποίων περιλαμβάνεται εντολή της Αρχής για απεγκατάσταση/αφαίρεση των συστημάτων και επιβολή διοικητικού προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης,
– και μόνον η παράνομη τοποθέτηση (και όχι μόνο η λειτουργία) είναι αρκετή για να δημιουργήσει την αίσθηση παρακολούθησης των πολιτών και να επηρεάσει και να προσβάλει την προσωπικότητά τους, καθώς και να περιορίσει τις ελευθερίες τους,
Εξετάζοντας την αίτηση αυτή, η Αρχή διαπίστωσε την ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεών της ως προς το ζήτημα της απεγκατάστασης ενός συστήματος βιντεοεπιτήρησης. Σύμφωνα με την απόφαση ΑΠΔΠΧ 8/2023, «από το περιεχόμενο της αίτησης και την εξέταση σχετικών αποφάσεων της Αρχής προκύπτει η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων ως προς το ζήτημα αν, κατά την άσκηση της διορθωτικής εξουσίας της Αρχής σε περίπτωση μη νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω συστήματος βιντεοεπιτήρησης, διατάσσεται μόνον απαγόρευση της επεξεργασίας μέσω βιντεοσυστήματος επιτήρησης (Αποφάσεις 10/2022, 4/2022 (Μον. Όργανο) ) ή/και απεγκατάστασή του (ενδεικτικά Αποφάσεις 23/2021, 34/2022, 50/2022).» Με βάση τη διαπίστωση αυτή και λαμβανομένης υπόψιν της γενικότερης σημασίας του ζητήματος, η Αρχή παρέπεμψε την αίτηση θεραπείας στην Ολομέλειά της.
● Η απόφαση της Αρχής
Συνεδριάζοντας σε σύνθεση Ολομέλειας, η Αρχή εξέτασε αφενός τις συνέπειες για τα δικαιώματα των προσώπων από τη διατήρηση μιας κάμερας, έστω και αν αυτή τυπικά παραμένει εκτός λειτουργίας, αφετέρου το κατά πόσον οι διορθωτικές εξουσίες του άρθρου 58 ΓΚΠΔ τής αναγνωρίζουν τη δυνατότητα να διατάσσει την απεγκατάσταση ενός συστήματος βιντεοεπιτήρησης.
Επί του πρώτου ζητήματος και επικαλούμενη την απόφαση ΑΠ 163/2020, αλλά και δικές τις προηγηθείσες αποφάσεις, η Αρχή παρατήρησε πως τα υποκείμενα των δεδομένων δεν έχουν τον τρόπο να διαπιστώνουν αν μια κάμερα που τα παρακολουθεί «τίθεται σε λειτουργία, μόνιμη ή περιστασιακή», με αποτέλεσμα να έχουν την αίσθηση ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση και άρα να επηρεάζεται η συμπεριφορά τους. Η Αρχή υπενθύμισε πως έχει επανειλημμένα κρίνει ότι «ο κίνδυνος να περιορισθεί η ανάπτυξη της έννοιας της ελευθερίας των ατόμων, μπορεί να υφίσταται ακόμα και αν οι συσκευές βιντεοεπιτήρησης βρίσκονται εκτός λειτουργίας, διότι δημιουργείται το αίσθημα ότι είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται ο πολίτης υπό παρακολούθηση, ενώ ο κίνδυνος αυτός ενδέχεται να είναι υψηλός, καθότι οι προσωπικές και κοινωνικές επιπτώσεις από την ύπαρξη των καμερών και του αισθήματος της συνεχούς παρακολούθησης στα θεμελιώδη δικαιώματα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των φυσικών προσώπων που κινούνται στο συγκεκριμένο χώρο είναι άγνωστες».
Ως προς το ζήτημα της εξουσίας της να διατάσσει την απεγκατάσταση των καμερών, η Αρχή επικαλέστηκε τις Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2019 ΕΣΠΔ για τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης, όπου είχε κριθεί ότι η νομιμότητα της εγκατάστασης και λειτουργίας ενός συστήματος πρέπει να τεκμηριώνεται σε χρόνο προηγούμενο της εγκατάστασης και λειτουργίας αυτής, ενώ είχε επισημανθεί ότι «Η βιντεοεπιτήρηση δεν είναι εξ ορισμού αναγκαία εφόσον υπάρχουν άλλα μέσα για την επίτευξη του υποκείμενου σκοπού. Στην αντίθετη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να μεταβληθούν οι πολιτισμικοί κανόνες και επομένως να εδραιωθεί ως γενική αρχή η έλλειψη της ιδιωτικότητας (…)».
Ακολούθως και ερμηνεύοντας τη διορθωτική εξουσία του άρθρου 58 παρ. 2στ’ περί απαγόρευσης της επεξεργασίας, η Αρχή παρατήρησε ότι «σε περίπτωση εγκατάστασης συστήματος βιντεοεπιτήρησης δεν εμφαίνεται αν αυτό βρίσκεται ή τίθεται περιστασιακά σε λειτουργία, και κατ’ ακολουθίαν δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η συμμόρφωση του υπευθύνου επεξεργασίας προς τις κατά τον ΓΚΠΔ προϋποθέσεις για τη νόμιμη λειτουργία του συστήματος». Υπό το δεδομένο αυτό, κρίθηκε ότι «στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν προκύπτει ότι συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, πέρα από την απαγόρευση της επεξεργασίας η οποία διενεργείται κατά τη λειτουργία του συστήματος βιντεοεπιτήρησης, κατά την άσκηση των διορθωτικών εξουσιών της, διατάσσει καταρχήν και την απεγκατάστασή του, με σκοπό τη διασφάλιση της παύσης της επεξεργασίας, εκτός αν με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα πραγματικά περιστατικά και από το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, συνάγεται ότι δεν απαιτείται και απεγκατάστασή του για το σκοπό αυτό».
Για τους λόγους αυτούς, η αίτηση θεραπείας έγινε δεκτή, με την Αρχή να δίνει στον καταγγελλόμενο την εντολή να απεγκαταστήσει τις συσκευές βιντεοεπιτήρησης, τη λειτουργία των οποίων του είχε προηγουμένως απαγορεύσει.
● Απόσπασμα της απόφασης
[…] 3. Επειδή, όπως προελέχθη, με την Απόφαση 8/2023 του Τμήματος, η Αρχή, επιλαμβανόμενη της ανωτέρω αίτησης θεραπείας, έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση παραπομπής της στην Ολομέλεια προς επίλυση του γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματος αν, σε περίπτωση μη νόμιμης επεξεργασίας μέσω βιντεοσυστήματος επιτήρησης, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να διατάσσει απαγόρευση της επεξεργασίας μέσω βιντεοσυστήματος επιτήρησης ή/ και απεγκατάσταση του συστήματος.
4. Επειδή, η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, μονίμως εγκατεστημένων σε ένα χώρο, τα οποία έχουν τη δυνατότητα λήψης ή/και μετάδοσης εικόνας ή και ήχου προς οθόνες προβολής ή μηχανήματα καταγραφής δια της συλλογής, διατήρησης, αποθήκευσης, πρόσβασης και διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνιστούν ως επιμέρους πράξεις επεξεργασίας, επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής κατ’ άρθ. 9 Σ., 7 ΧΘΔΕΕ και 8 ΕΣΔΑ καθώς και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ άρθ. 9Α Σ., 8 ΕΣΔΑ και 8 ΧΘΔΕΕ , όπως έκρινε η Αρχή με την υπ’ αριθμ. 3/2020 Γνωμοδότησή της,
5. Επειδή, σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές 3/2019 του ΕΣΠΔ σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω βιντεοσυσκευών, προκειμένου να κριθεί η νομιμότητα της εγκατάστασης και λειτουργίας του συστήματος βιντεοεπιτήρησης πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις των άρθρων 5 και 6 παρ. 1 ΓΚΠΔ και, κατ’ ακολουθίαν πρέπει σε προηγούμενο χρόνο της εγκατάστασης και λειτουργίας του συστήματος να τεκμηριωθεί εσωτερικά η νομιμότητα της επεξεργασίας και μάλιστα κατά τον προσδιορισμό του σκοπού της επεξεργασίας ενδέχεται να χρειαστεί σχετική αξιολόγηση ιδιαιτέρως για κάθε κάμερα, ανάλογα με το σημείο τοποθέτησής της. Ειδικότερα στις Κατευθυντήριες αυτές Γραμμές ορίζονται τα εξής: «α (…) 5. Η βιντεοεπιτήρηση δεν είναι εξ ορισμού αναγκαία εφόσον υπάρχουν άλλα μέσα για την επίτευξη του υποκείμενου σκοπού. Στην αντίθετη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να μεταβληθούν οι πολιτισμικοί κανόνες και επομένως να εδραιωθεί ως γενική αρχή η έλλειψη της ιδιωτικότητας (…)».
6. Επειδή, σύμφωνα με το προοίμιο της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής, η οποία θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται υπό το φως των διατάξεων του Κανονισμού 2016/679/ΕΕ: «6. (…) η βιντεοεπιτήρηση επιδρά στην συμπεριφορά των προσώπων που βρίσκονται σε συγκεκριμένους χώρους και, κατ’ επέκταση, την κατευθύνει, γεγονός που μπορεί να δημιουργεί ψυχολογική πίεση, καθώς ένα πρόσωπο που γνωρίζει ότι παρακολουθείται προσπαθεί να προσαρμόζει την συμπεριφορά του στις προσδοκίες εκείνου που κάθε φορά το παρακολουθεί.(…)».
7. Επειδή, η Αρχή ήδη από το έτος 2003, σε υπόθεση με αντικείμενο την εγκατάσταση καμερών σε πολυκατοικία, έχει επισημάνει ότι, μολονότι από τον έλεγχο που διενεργήθηκε δεν διαπιστώθηκε ότι η κάμερα του ισογείου εστίαζε σε κοινόχρηστους χώρους, το σημείο στο οποίο αυτή είχε τοποθετηθεί «δημιουργεί στους εισερχομένους στην πολυκατοικία την εντύπωση ότι παρακολουθούνται οι κινήσεις τους» (Απόφαση 40/2003). Περαιτέρω, η Αρχή έχει επανειλημμένα κρίνει ότι ο κίνδυνος να περιορισθεί η ανάπτυξη της έννοιας της ελευθερίας των ατόμων, μπορεί να υφίσταται ακόμα και αν οι συσκευές βιντεοεπιτήρησης βρίσκονται εκτός λειτουργίας, διότι δημιουργείται το αίσθημα ότι είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται ο πολίτης υπό παρακολούθηση, ενώ ο κίνδυνος αυτός ενδέχεται να είναι υψηλός, καθότι οι προσωπικές και κοινωνικές επιπτώσεις από την ύπαρξη των καμερών και του αισθήματος της συνεχούς παρακολούθησης στα θεμελιώδη δικαιώματα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των φυσικών προσώπων που κινούνται στο συγκεκριμένο χώρο είναι άγνωστες (Αποφάσεις 77/2009, 60/2021). Επιπλέον, η Αρχή έχει κρίνει ότι, κατά περίπτωση, η ύπαρξη εγκατεστημένων καμερών στο συγκεκριμένο χώρο του δημιουργεί στο κοινό την εύλογη πεποίθηση ότι αυτές λειτουργούν, με όσες συνέπειες προκαλεί η αίσθηση αυτή (ανάμεσα στις οποίες και το “chilling effect”, βλ. και Απόφαση 23/2021 της Αρχής).
8. Επειδή, εξάλλου, με την Απόφαση ΑΠ 163/2020, που εκδόθηκε σε υπόθεση, στην οποία είχε προβληθεί ισχυρισμός αναφορικά με σύστημα βιντεοεπιτήρησης που δεν λειτουργούσε, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι « (…) η τοποθέτηση των εν λόγω καμερών έθεσε αυτές (σ.σ. τις ενάγουσες) υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωσης της ακωλύτου αναπτύξεως της προσωπικότητας τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητας τους, αφού και μόνο η αίσθησή τους ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση ήταν ικανή να επηρεάσει την συμπεριφορά τους. Είναι δε άνευ σημασίας το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία και επεξεργασία εκ μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνων και ήχου των εναγουσών κατά τις διατάξεις των άρθρων 4,5 και 7 του Ν. 2472/1997, αφού η θέση και μόνο και η εμβέλεια του επιδίκου συστήματος, που επέτρεπε την λήψη εικόνων των εναγουσών που συνιστά επίσης μη νόμιμη επεξεργασία, ήταν αρκετή για να δημιουργήσει σ’ αυτές την παραπάνω αίσθηση και επηρεασμό της συμπεριφοράς τους.»
9. Επειδή σε περίπτωση εγκατάστασης συστήματος βιντεοεπιτήρησης, ακόμα και αν βρίσκεται εκτός λειτουργίας, δεν δύναται να διαπιστωθεί από τα υποκείμενα αν αυτό τίθεται σε λειτουργία, μόνιμη ή περιστασιακή, με άμεσες τις προαναφερόμενες συνέπειες στη δημιουργία της αίσθησης ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση και στον επηρεασμό της συμπεριφοράς τους,
10. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ. 2 στοιχ. στ) ΓΚΠΔ : «Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες διορθωτικές εξουσίες: (…) στ) να επιβάλλει προσωρινό ή οριστικό περιορισμό, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης της επεξεργασίας, (..)»,
11. Επειδή σε περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω βιντεοσυσκευών, η οποία τελείται κατά παράβαση των διατάξεων του ΓΚΠΔ, η Αρχή, διαθέτει την εξουσία, συμφώνως προς το άρθρο 58 παρ. 2 στοιχ. στ), να διατάσσει απαγόρευση της επεξεργασίας, η οποία διενεργείται κατά τη λειτουργία (λήψη ή/ και μετάδοση δεδομένων εικόνας ή/και ήχου) του συστήματος βιντεοεπιτήρησης,
12. Επειδή, περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτεθέντων και του γεγονότος ότι σε περίπτωση εγκατάστασης συστήματος βιντεοεπιτήρησης δεν εμφαίνεται αν αυτό βρίσκεται ή τίθεται περιστασιακά σε λειτουργία, και κατ’ ακολουθίαν δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η συμμόρφωση του υπευθύνου επεξεργασίας προς τις κατά τον ΓΚΠΔ προϋποθέσεις για τη νόμιμη λειτουργία του συστήματος, η Αρχή κρίνει ότι στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν προκύπτει ότι συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, πέρα από την απαγόρευση της επεξεργασίας η οποία διενεργείται κατά τη λειτουργία του συστήματος βιντεοεπιτήρησης, κατά την άσκηση των διορθωτικών εξουσιών της, διατάσσει καταρχήν και την απεγκατάστασή του, με σκοπό τη διασφάλιση της παύσης της επεξεργασίας, εκτός αν με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα πραγματικά περιστατικά και από το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, συνάγεται ότι δεν απαιτείται και απεγκατάστασή του για το σκοπό αυτό,
13. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση θεραπείας και, κατά τροποποίηση της προσβαλλόμενης Απόφασης 10/2022 της Αρχής, να δοθεί εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας να απεγκαταστήσει τις επίμαχες συσκευές βιντεοεπιτήρησης που λαμβάνουν εικόνα από κοινόχρηστους χώρους,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Αρχή
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση θεραπείας.
Δίνει εντολή στον υπεύθυνο της επεξεργασίας Γ, όπως εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την παραλαβή της παρούσας, απεγκαταστήσει τις συσκευές βιντεοεπιτήρησης των οποίων η εμβέλεια καλύπτει τους κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου στο οποίο διαμένουν ο ίδιος, η οικογένειά του και ο αιτών, καθώς και να ενημερώσει εγγράφως την Αρχή για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.