Μεγαλύτερη σύνταξη από 26,2 ευρώ έως 254 ευρώ το μήνα μπορούν να λάβουν πολλοί ασφαλισμένοι που θα παρατείνουν τον εργασιακό τους βίο. Οι πλέον κερδισμένοι είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης και πληρωμένων εισφορών.
Όσο περισσότερα χρόνια εξασφαλίζει κανείς μέσα στη δεκαετία 30,1-40 έτη ασφάλισης τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει. Πιο σημαντικό είναι το όφελος στην πενταετία 35-40 έτη ασφάλισης. Για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση για την 40ετία φτάνει στα 252 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Αντίστοιχα, για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές η αύξηση φτάνει στα 72 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά.
Στην 35ετία η αύξηση για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές φτάνει στα 35 ευρώ, ενώ για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές ανεβαίνει στα 123 ευρώ. Υπενθυμίζεται πως οι συντάξιμες αποδοχές είναι η βάση υπολογισμού της σύνταξης, δηλαδή ο μισθός ή το εισόδημα επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές στο διάστημα του εργασιακού βίου.
Επισημαίνεται ότι οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται με βάση τον μέσο όρο των μεικτών μηνιαίων αποδοχών των ασφαλισμένων από το 2002 έως τον μήνα πριν από τη συνταξιοδότηση επί των οποίων έγιναν ασφαλιστικές κρατήσεις κλάδου κύριας σύνταξης. Οι μήνες υπολογίζονται επί 14 μισθούς λόγω των δώρων. Ο μέσος όρος βγαίνει από το άθροισμα των μισθών διά τους μήνες ασφάλισης από 2002 και μετά.
Οι ακριβείς συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται από τον ΕΦΚΑ όταν κατατεθεί η αίτηση συνταξιοδότησης. Ωστόσο κάθε ασφαλισμένος μπορεί να πάρει μια ιδέα, υπολογίζοντας χονδρικά τον μέσο όρο των αποδοχών του με βάση τα στοιχεία είτε από τον εργοδότη του είτε από τον Ατομικό Λογαριασμό Ασφάλισης, ο οποίος υπάρχει σε ψηφιακή μορφή στο site του ΕΦΚΑ (efka.gov.gr).
Ο Ατομικός Λογαριασμός Ασφάλισης περιλαμβάνει όλες τις εισφορές και τις αποδοχές από το 2002 και μετά, οπότε ο ασφαλισμένος μπορεί να υπολογίσει, έστω κατά προσέγγιση, τον μέσο όρο των αποδοχών του.
Μεγάλο ρόλο για την τελική ανταποδοτική σύνταξη παίζουν και τα χρόνια για τα οποία έχει συνεισφέρει. Αυτό έρχεται να αποτυπώσει το λεγόμενο ποσοστό αναπλήρωσης. Έναν υντελεστή με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ο συντάξιμος μισθός και παράγεται η τελική ανταποδοτική σύνταξη.
Το ποσοστό αναπλήρωσης, με τον Νόμο 4670/2020 (νόμος Βρούτση), ξεκινάει από 11,55% για 15 έτη ασφάλισης (δηλαδή 4.500 ημερομίσθια), φτάνει το 50% για 40 έτη ασφάλισης (12.000 ημερομίσθια) και αυξάνεται κατά 0,5% για κάθε επιπλέον έτος.
Διευκρινίζεται ότι «κλειδί» για τη συντόμευση του χρόνου απονομής της σύνταξης είναι η έκδοση πριν από την αίτηση συνταξιοδότησης βεβαιώσεων για τον χρόνο ασφάλισης. Με τις βεβαιώσεις ασφάλισης πιστοποιείται ο χρόνος που έχουν διανύσει οι ασφαλισμένοι σε ένα ή σε περισσότερα Ταμεία και έτσι εξασφαλίζεται η ταχεία ολοκλήρωση της ανακεφαλαίωσης χρόνου για την έκδοση της οριστικής απόφασης.
Επίσης, τη στιγμή της υποβολής της αίτησης θα πρέπει να πληρούνται οι συνδυαστικές προϋποθέσεις – χρόνος ασφάλισης και όριο ηλικίας – για να μην απορριφθεί η αίτηση. Παγίως περίπου το 10% των αιτήσεων απορρίπτονται λόγω μη συμπλήρωσης των απαραίτητων προϋποθέσεων. Το δικαίωμα για αναγνωρίσεις πλασματικών χρόνων ασφάλισης εξακολουθεί να ισχύει κανονικά.