Ευθύνη της Europol λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων – Πραγματογνωμοσύνη διενεργηθείσα από την Ευρωπόλ στα πλαίσια εθνικής ποινικής διαδικασίας – Εξαγωγή δεδομένων από κινητά τηλέφωνα και από συσκευή USB – Προβαλλόμενη μη επιτρεπόμενη δημοσιοποίηση των εν λόγω δεδομένων από την Europol
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 15.06.2023 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Αθανάσιος Ράντος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος εντός του οποίου επήλθε ζημία λόγω παράνομης επεξεργασίας δεδομένων είναι δυνατόν να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.
Ιστορικό της υποθέσεως
Κατόπιν της δολοφονίας του Σλοβάκου δημοσιογράφου Ján Kuciak και της μνηστής του Martina Kušnírová, στις 21 Φεβρουαρίου 2018 στη Σλοβακία, οι σλοβακικές αρχές διεξήγαγαν εκτενή έρευνα. Βάσει αιτήματος των εν λόγω αρχών, ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) εξήγαγε τα δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα σε δύο κινητά τηλέφωνα, τα οποία φέρεται ότι ανήκαν στον Marian Kočner, και σε ένα μέσο αποθήκευσης USB. Η Ευρωπόλ κοινοποίησε τις επιστημονικές εκθέσεις της και παρέδωσε έναν σκληρό δίσκο ο οποίος περιείχε τα εξαχθέντα κρυπτογραφημένα δεδομένα.
Τον Μάιο του 2019 δημοσιεύθηκαν μέσω του Τύπου πληροφορίες σχετικές με τον M. Kočner προερχόμενες από τα εν λόγω κινητά τηλέφωνα, συμπεριλαμβανομένων των απομαγνητοφωνήσεων προσωπικών του επικοινωνιών. Επιπλέον, σε μία από τις εκθέσεις της, η Ευρωπόλ ανέφερε ότι ο M. Kočner τελούσε υπό κράτηση από το 2018 λόγω υπονοιών διάπραξης οικονομικού εγκλήματος και ότι το όνομά του συνδεόταν άμεσα, μεταξύ άλλων, με τους «λεγόμενους καταλόγους μαφιόζων» και τα «Panama Papers».
Ο M. Kočner άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας χρηματική ικανοποίηση ύψους 100.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που θεώρησε ότι υπέστη. Με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του. Έκρινε ότι ο M. Kočner, αφενός, δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της συμπεριφοράς της Ευρωπόλ και, αφετέρου, δεν απέδειξε ότι οι «λεγόμενοι κατάλογοι μαφιόζων» καταρτίστηκαν και τηρούνταν από όργανο της Ένωσης και συγκεκριμένα από την Ευρωπόλ. Ο M. Kočner άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Αθανάσιος Ράντος διευκρίνισε ότι η υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο, για πρώτη φορά, την ευκαιρία να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη φύση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπόλ και, ειδικότερα, σχετικά με την ύπαρξη ειδικού καθεστώτος αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του κράτους μέλους εντός του οποίου επήλθε ζημία λόγω εσφαλμένης επεξεργασίας δεδομένων από την Ευρωπόλ ή από το κράτος μέλος.
Κατ’ αρχάς, ο Α. Ράντος υπενθύμισε ότι, όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, η Ένωση υποχρεούται να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο κανόνας αυτός ισχύει για την Ευρωπόλ. Κατά τον κανονισμό Ευρωπόλ, τα πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημία εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων δικαιούνται αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν, είτε εκ μέρους της Ευρωπόλ είτε εκ μέρους του κράτους μέλους στο οποίο επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του. Το (μη δεσμευτικό) προοίμιο του κανονισμού διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση φυσικού προσώπου, ενδέχεται να μην είναι σαφές κατά πόσον η βλάβη την οποία υπέστη το πρόσωπο αυτό εξαιτίας παράνομης επεξεργασίας δεδομένων είναι αποτέλεσμα ενέργειας της Ευρωπόλ ή κράτους μέλους και ότι, κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση η Ευρωπόλ και το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.
Επ’ αυτού, ο Α. Ράντος επισήμανε ότι, καταρχήν, η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον εξωσυμβατική ευθύνη συνεπάγεται ότι, εάν η ζημιογόνος πράξη μπορεί να καταλογισθεί σε περισσότερα πρόσωπα, αυτά υποχρεούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον σε αποκατάσταση της ζημίας.
Υπενθύμισε ότι για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας η επίμαχη διάταξη αποτελεί μέρος.
Ο γενικός εισαγγελέας εξέτασε το σύνολο των σχετικών νομικών διατάξεων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο της Ένωσης καθιερώνει σύστημα αλληλέγγυας και εις ολόκληρον ευθύνης της Ευρωπόλ και του οικείου κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν από παράνομη επεξεργασία δεδομένων συνεπεία ενέργειας της Ευρωπόλ ή του εν λόγω κράτους μέλους.
Συνεπώς, ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου καθ’ ο μέρος η απόφαση αυτή απέκλεισε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο M. Kočner και ενδεχόμενης συμπεριφοράς της Ευρωπόλ για μόνο τον λόγο ότι, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, τόσο η Ευρωπόλ όσο και οι σλοβακικές αρχές είχαν στην κατοχή τους τα δεδομένα που περιέχονταν στα επίμαχα κινητά τηλέφωνα.
Αντιθέτως, όσον αφορά την προβαλλόμενη εγγραφή του ονόματος του M. Kočner στον «λεγόμενο κατάλογο μαφιόζων», ο γενικός εισαγγελέας πρότεινε στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως επικυρώνοντας το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο. Η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου. Καταρχήν, η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εάν είναι παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση που εξέδωσε κατ’ αναίρεση το Δικαστήριο.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA