Δεν παραβιάζουν το Σύνταγμα, το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και τις αρχές της αναλογικότητας, της ανταποδοτικότητας, της ισότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης οι περικοπές του εφάπαξ βοηθήματος συνταξιούχων (πρώην υπαλλήλων της ΔΕΗ ΑΕ) από το ΤΑΥΤΕΚΩ. Αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος χάριν της βιωσιμότητάς του. Η θέσπιση των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Απόρριψη επικουρικής βάσης περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εν μέρει δεκτή η έφεση. Υπολογισμός της μείωσης του εφάπαξ βοηθήματος με κριτήριο τον χρόνο αποχώρησης.
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 12ο Μονομελές
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήρια του στις 27 Σεπτεμβρίου 2021 με δικαστή τον Οδυσσέα Σπαχή, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Βασίλειο Ράγκο,δικαστικό υπάλληλο,
για να δικάσει την από (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ ./2019) έφεση,
των: 1) και 34) …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του φερόμενου ως πληρεξούσιου τους δικηγόρου Σταύρου Ξανθάκου σύμφωνα με την από 229-2021 έγγραφη δήλωσή του (άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.), την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου,
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (ΕΤΕΑΕΠ),ήδη δε «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e – ΕΦΚΑ),ως καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας» (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.), που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου του δικηγόρου Αλέξιου Γιαννέλου η σύμφωνα με την από 24-9-2021 έγγραφη δήλωσή του (άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.), την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία
και σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής:
1.Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμ. 11915/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε αγωγή των εκκαλούντων και εκκαλουσών (πρώην υπαλλήλων της «ΔΕΗ Α.Ε») κατά του ΤΑΥΤΕΚΩ με την οποία ζητούσαν, όπως το αίτημα αυτής νομίμως μετατράπηκε, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου να καταβάλει, νομιμοτόκως, από το χρονικό σημείο περικοπής του εφάπαξ βοηθήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, σε καθένα από αυτές κι αυτούς τα αναλυτικά αναγραφόμενα στο δικόγραφο ποσά ως αποζημίωση κατά τα άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ, για τη ζημία που υπέστησαν από την καταβολή σε αυτούς μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος κατ’ εφαρμογή διατάξεων οι οποίες ήταν αντίθετες, κατά τους ισχυρισμούς τους, προς διατάξεις του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και των γενικών αρχών του δικαίου.
2. Επειδή, στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999,ΦΕΚ Α’, 97), όπως ισχύει, ορίζεται ότι: «Ι. Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139α……….».Εξάλλου, στο άρθρο 139α του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει, ορίζεται ότι Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο στους οποίους έχει χορηγηθεί σχετική πληρεξουσιότητα, σε κάθε περίπτωση, είτε αυτοί έχουν παρασταθεί αυτοπροσώπως ή με δήλωση, είτε δεν έχουν παρασταθεί ή τον διάδικο στην περίπτωση που ο τελευταίος παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις συμπληρώσουν ή να τις καλύψουν, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία………….».
3. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, προσκόμισαν τα κατά νόμο παράβολα (βλ. τα με κωδικό πληρωμής e παράβολα) οι παρακάτω, ήτοι οι με στοιχεία: 21) ., 27) . και 30) .. Οι υπόλοιποι εκκαλούντες δεν προσκόμισαν τα κατά νόμο παράβολα, το Δικαστήριο δε δεν είχε υποχρέωση να τους καλέσει προς τούτο, εφόσον δεν είχε χορηγηθεί απ’ αυτούς σχετική πληρεξουσιότητα προς το δικηγόρο, που έχει υπογράψει το δικόγραφο της έφεσης. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή για τους προαναφερόμενους εκκαλούντες και την προαναφερόμενη εκκαλούσα (που προσκόμισαν τα νόμιμα παράβολα) και ν’ απορριφθεί για τους υπόλοιπους εκκαλούντες λόγω μη καταβολής των προβλεπόμενων στο νόμο παραβόλων. Τέλος, πρέπει, εν όψει των περιστάσεων, ν’ απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα οι εκκαλούντες για τους οποίους η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (αρθρ. 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
4. Επειδή, στο άρθρο 44 παρ. 5α’ του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ Α’, 152/1.7.2011) ορίστηκε αρχικά ότι: «Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του Τ.Π.Δ.Υ. και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας, από 1.1.2010 και μετά, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 10% και 15% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος.» Η παραπάνω διάταξη, ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ Α’, 226/27.10.2011) αντικαταστάθηκε ως εξής: «………….Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του Τ.Π.Δ.Υ. και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., που εξήλθαν της Υπηρεσίας, από 1.1.2010 μέχρι και την 31.12.2010, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 15% και 25% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος. Στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του Τ.Π.Δ.Υ. και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., που εξήλθαν ή θα εξέλθουν της Υπηρεσίας, από 1.1.2011 και μετά, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν τα Ταμεία αυτά, σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, μειώνεται κατά ποσοστό 20% και 30% αντίστοιχα σε όσους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος……..». Τέλος, με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ.5. του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 222/12.11.2012) ορίστηκε ότι: «1………….2. Στους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 που αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν της υπηρεσίας από 1.8.2010 και μετά, στους οποίους δεν έχει εκδοθεί η σχετική απόφαση χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος, το ποσό του εφάπαξ βοηθήματος μειώνεται ποσοστιαία κατά φορέα-τομέα πρόνοιας. Συγκεκριμένα: ………….στον Κλάδο Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ κατά 3,84%………..3.Οι ανωτέρω μειώσεις στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ διενεργούνται μετά την εφαρμογή των μειώσεων που προβλέπονται με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 (Α’, 226). 4………………….6. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που ορίζει διαφορετικά τα θέματα των προηγούμενων περιπτώσεων καταργείται. 7………».
5. Επειδή, οι περικοπές του εφάπαξ βοηθήματος που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα αφενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και, αφετέρου, για την μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του, μεταρρύθμιση η οποία ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Η θέσπιση των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Η βιωσιμότητα δε του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, το οποίο περιλαμβάνει και φορείς εφάπαξ παροχών κατά την συνταξιοδότηση, θα ήταν ανέφικτη χωρίς την λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την μακροπρόθεσμη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εκδηλώθηκε με τις ως άνω διατάξεις και εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αιτιολογείται προσηκόντως. Κατά τα λοιπά δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνον η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 734/2016, 1094, 2289/1987 Ολομ.). Κατόπιν τούτων, οι προαναφερόμενες διατάξεις, με τις οποίες επήλθαν μειώσεις της εφάπαξ παροχής δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και, εφόσον οι ασφαλισμένοι δεν επικαλούνται ότι το τελικώς καταβληθέν στους ίδιους εφάπαξ ποσό υπολείπεται, και δη σημαντικά, σε σχέση με τις καταβληθείσες από αυτούς εισφορές καθ’ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας τους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την κατά νόμο αξιοποίηση του κεφαλαίου αυτών, δεν παραβιάζεται ούτε η αρχή της ανταποδοτικότητας, αλλά ούτε και η αρχή της ισότητας. Περαιτέρω, δεν παραβιάζεται ούτε η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεών τους, καθόσον το εφεσίβλητο Ταμείο αντιμετώπιζε άμεσα και πιεστικότατα οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του, η αντιμετώπιση δε των προβλημάτων αυτών έπρεπε να γίνει με έκτακτη οικονομική ενίσχυση από το Κράτος, που ήδη έλαβε χώρα, αλλά και με περικοπές του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος και τούτο για την αποφυγή επιβολής φορολογίας και άλλων επιβαρύνσεων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εξάλλου, η για το παρελθόν μείωση της ανωτέρω εφάπαξ παροχής είναι σύμφωνη με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[(Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Φ.Ε.Κ. Α’ 256)], αλλά και με το άρθρο 17 του Συντάγματος, καθόσον η για το παρελθόν μείωση ασφαλιστικής παροχής είναι, κατ’ αρχήν, συμβατή με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, περαιτέρω δε, η εν προκειμένω μείωση της εφάπαξ παροχής δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας των ασφαλισμένων του Ταμείου, ούτε με αυτήν ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτών, αφού η μείωση αυτή έγινε για τους προαναφερόμενους, σοβαρούς, λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδίως λόγω της σοβαρής αδυναμίας του Ταμείου να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του. Για τους ίδιους λόγους, οι επίμαχες διατάξεις περί μείωσης της εφάπαξ παροχής με κριτήριο τον χρόνο απονομής του βοηθήματος και όχι τον χρόνο αποχώρησης από την υπηρεσία δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας και στην ειδικότερη αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος), αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, ο νομοθέτης δεν κωλυόταν να ορίσει αναδρομικώς τις μειώσεις. Για την επιβολή των επίμαχων περικοπών δεν απαιτείτο η εκπόνηση οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης, διότι σύνταξη τέτοιας μελέτης απαιτείται πριν από την λήψη νομοθετικών επεμβάσεων σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και χάριν της βιωσιμότητας αυτών και, πάντως, σύνταξη οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης δεν απαιτείται, όταν πρόκειται να ληφθούν μέτρα που έχουν και δημοσιονομικό χαρακτήρα, όπως οι επίμαχες περικοπές (πρβλ. ΣτΕ 734/2016, 1285/2012 Ολομ. σκέψεις 12, 13).Τέλος, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη δεν εμποδίζουν τον νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης, ακόμη και σε ήδη δημιουργημένες έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία απαγορεύεται η μεταβολή του ευνοϊκού για τους ασφαλισμένους νομοθετικού καθεστώτος είτε για το μέλλον είτε για το παρελθόν, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και, ειδικώς, στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού (πρβλ. ΣτΕ 734/2016, ΣτΕ 490/2000) και σε ματαίωση της ευχέρειάς του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις συμφώνως προς τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και τις ήδη γεννημένες.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τ’ ακόλουθα: Με την αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως αυτή αναπτύχθηκε με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η εκκαλούσα κι οι εκκαλούντες για τους οποίους η έφεση έγινε τυπικά δεκτή ισχυρίσθηκαν ότι είναι πρώην υπάλληλοι της εταιρείας με την επωνυμία «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.» (Δ.Ε.Η.) και εξήλθαν από την εργασία τους για να συνταξιοδοτηθούν, στις 31.12.2010. Έλαβαν δε από το Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. εφάπαξ βοήθημα, δυνάμει των ακόλουθων αποφάσεων του αρμόδιου οργάνου του ασφαλιστικού φορέα: ./31.07.2012 η εκκαλούσα (./14.11.2011 προσωρινή), ./29.06.2012 ο δεύτερος εκκαλών (./16.05.2011 προσωρινή) και ./02.05.2013 ο τρίτος εκκαλών (1./30.05.2011 προσωρινή). Όπως δε ανέφεραν στην αγωγή τους, το ως άνω εφάπαξ βοήθημα τους καταβλήθηκε μειωμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 5α του ν.3986/2011, του άρθρου 2 παρ.6α του ν.4024/2011 και του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Ωστόσο, κατά τους ισχυρισμούς τους, οι ως άνω διατάξεις, βάσει των οποίων μειώθηκαν τα χορηγηθέντα σε αυτούς εφάπαξ βοηθήματα, είναι αντίθετες στις διατάξεις των ν.2773/1999, ν. 3655/2008, ν.3863/2010, ν.4001/2011, οι οποίες ρυθμίζουν, παράλληλα με το ν.4491/1966, το ασφαλιστικό καθεστώς των συνταξιούχων της Δ.Ε.Η.. Επιπλέον, πρόβαλαν ότι οι ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες επιβλήθηκαν οι προαναφερθείσες μειώσεις των εφάπαξ παροχών τους, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ.1-5 και 22 παρ.5 του Συντάγματος, καθώς και στις γενικές αρχές της ανταποδοτικότητας και αναλογικότητας παροχής και αντιπαροχής, όπως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αλλά και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού πρόσβαλαν γεννημένο περιουσιακό δικαίωμά τους για λήψη παροχής κοινωνικής ασφάλισης. Ειδικότερα δε, οι εκκαλούντες υποστήριξαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι σε περιπτώσεις έκδοσης προσωρινών αποφάσεων χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος πριν την έναρξη ισχύος του ν.3986/2011, το Ταμείο εσφαλμένα εφάρμοζε τις διατάξεις των ν.3986/2011, αφού δεν έλαβε υπόψη ότι για αυτούς είχαν ήδη εκδοθεί αποφάσεις χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και, άρα, οι συγκεκριμένοι δικαιούχοι δεν καταλαμβάνονταν από τις διατάξεις του. Ενόψει των ανωτέρω οι εκκαλούντες ζήτησαν ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση του ασφαλιστικού φορέα να τους καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 – 106 του ΕισΝΑΚ στην εκκαλούσα το ποσό των 22.515,48 ευρώ, στον δεύτερο εκκαλούντα το ποσό των 20.602,80 ευρώ και στον τρίτο εκκαλούντα το ποσό των 27.136,66 ευρώ, ποσά, κατά τα οποία μειώθηκε το χορηγηθέν σε αυτούς εφάπαξ βοήθημα, εξαιτίας της εφαρμογής διατάξεων, οι οποίες είναι αντίθετες σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, άλλως, εξαιτίας της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προαναφερθεισών διατάξεων στην περίπτωσή τους. Παράλληλα, με το νομίμως κατατεθέν (ΠΛ./30.11.2017) και επιδοθέν δικόγραφο προσθέτων λόγων οι εκκαλούντες, περαιτέρω, πρόβαλαν ότι, εφόσον η επιβολή ανώτατου ορίου στο εφάπαξ βοήθημά τους κρίθηκε νομολογιακά αντίθετη προς το Σύνταγμα, έπρεπε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, να κριθούν αντίθετες προς το Σύνταγμα και οι ένδικες περικοπές. Επίσης, υποστήριξαν ότι: α) εφόσον εξήλθαν από την υπηρεσία στις 31-12-2010 εσφαλμένα η μείωση του εφάπαξ βοηθήματος υπολογίσθηκε σε 30% αντί του ορθού 25%, β) μη νομίμως δεν προηγήθηκαν της εφαρμογής των εν λόγω περικοπών αναλογιστικές μελέτες και γ) οι επιβληθείσες μειώσεις των εφάπαξ παροχών τους, με κριτήριο τον χρόνο απονομής του εφάπαξ βοηθήματος και όχι τον χρόνο αποχώρησης από την υπηρεσία αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού συνιστούν αναδρομική επέμβαση σε ήδη γεγενημένο περιουσιακό τους δικαίωμα. Επικουρικώς, με το ως άνω δικόγραφο οι εκκαλούντες ζήτησαν τα αιτούμενα ποσά να τους αποδοθούν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 904 του Α.Κ., με το σκεπτικό ότι το Ταμείο κατέστη πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία, αφού κωλυσιεργώντας απέφυγε δαπάνη (καταβολή πλήρους ποσού εφάπαξ) μη εκδίδοντας, σε χρόνο πριν την έναρξη ισχύος των ένδικων διατάξεων, οριστικές αποφάσεις απονομής εφάπαξ βοηθήματος στους εκκαλούντες με δεδομένη την αποχώρηση από την υπηρεσία και την έναρξη διαδικασιών συνταξιοδότησής τους πολύ πριν την ψήφιση των εν λόγω διατάξεων. Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή των εκκαλούντων ως αβάσιμη.
7. Επειδή, με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, καθόσον θεώρησε «υποχρεωτική», λόγω του πιλοτικού χαρακτήρα, την υπ’ αριθμ. 734/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και εσφαλμένα την εφάρμοσε στην κρινόμενη απ’ αυτό (μη όμοια) περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη ότι στην παραπάνω δικαστική απόφαση έχει διατυπωθεί και σοβαρή μειοψηφία. Ο λόγος όμως αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι δεν συνεπάγεται κανένα σφάλμα της εκκαλούμενης απόφασης η καταχώρηση στην μείζονα σκέψη αυτής επί μέρους κρίσεων, που είχαν διατυπωθεί στην παραπάνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε άλλωστε προκύπτει εκ της ανάγνωσης της εκκαλούμενης απόφασης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε «υποχρεωτική» την παραπάνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
8. Επειδή, με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε διότι δεν απάντησε επί του πρώτου λόγου της αγωγής με τον οποίο υποστήριξαν πως οι γενόμενες με τις προαναφερόμενες διατάξεις περικοπές στο εφ’ άπαξ βοήθημα αντίκεινται στις διατάξεις του ν. 2773/1999 (άρθρο 34), ν. 3655 (άρθρο 134), ν. 3863/2010 (άρθρο 44 παρ. 9β), ν. 4001/2011 (άρθρο 196 παρ. 16), που ρυθμίζουν παράλληλα με το ν. 4491/1996 (Κ.Κ.Π ΔΕΗ), το ασφαλιστικό καθεστώς των συνταξιούχων της ΔΕΗ, σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. 3231/2008 απόφαση του Σ.τ.Ε, σύμφωνα με την οποία, ειδικώς το εφ’ άπαξ βοήθημα που χορηγείται στους εξερχόμενους λόγω συνταξιοδότησης υπαλλήλους της Δ.Ε.Η., έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα. Όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο θα όφειλε να μην εφαρμόσει στη συγκεκριμένη υπόθεση τις μνημονευόμενες στην τέταρτη σκέψη διατάξεις (βάσει των οποίων έγιναν οι επίμαχες περικοπές) μόνο σε περίπτωση που αυτές ήταν αντίθετες σε υπέρτερης ισχύος κανόνα δικαίου, ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι το τελικώς καταβληθέν στους εκκαλούντες ποσό του εφάπαξ βοηθήματος υπολείπεται ουσιωδώς από τις καταβληθείσες από τους ίδιους εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, όπως αυτές θα είχαν διαμορφωθεί μετά την κατά νόμο αξιοποίηση του κεφαλαίου αυτών. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Εξάλλου, με τον τρίτο λόγο της έφεσης προβάλλεται ότι έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεδομένου ότι δεν προηγήθηκαν των επίδικων περικοπών οι αναγκαίες αναλογιστικές ή άλλης φύσεως εμπεριστατωμένες μελέτες, με τις οποίες, στα πλαίσια και της αρχής της αναλογικότητας, θα συνεκτιμάτο συνολικά η υπάρχουσα κατάσταση και τα προβλήματα βιωσιμότητας του τότε Ταμείου ( τέως Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι για την θέσπιση των επίδικων περικοπών δεν απαιτείτο, κατά τα γενόμενα δεκτά στην πέμπτη σκέψη, η εκπόνηση οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης.
9. Επειδή, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης προβάλλεται ότι έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο διότι δέχθηκε ως νόμιμη την αναδρομική επέμβαση σε γεννημένο δικαίωμα των εκκαλούντων, ενώ θα έπρεπε να την κρίνει παράνομη. Ειδικότερα, με τον λόγο αυτό της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη το γεγονός ότι: α) είχαν αποχωρήσει από την υπηρεσία τους πριν από τη θέση σε ισχύ των νόμων περί μείωσης του εφάπαξ βοηθήματος και β) την επομένη του χρόνου κατά τον οποίο αποχώρησαν από την υπηρεσία είχε γεννηθεί το δικαίωμα τους για το επίδικο εφάπαξ βοήθημα κι απλώς εκκρεμούσε η έκδοση της διαπιστωτικής πράξης υπολογισμού του. Στις συγκεκριμένες δε περιπτώσεις, προβάλλουν περαιτέρω, οι εκκαλούντες, ο εφεσίβλητος ασφαλιστικός φορέας παραβίασε τις αρχές της ισότητας, της ίσης μεταχείρισης, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, της χρηστής διοίκησης, της ασφάλειας του δικαίου, καθώς και το άρθρο 1 Π.Π.Π της ΕΣΔΑ. Όμως, οι επίδικες μειώσεις του εφ’ άπαξ βοηθήματος των εκκαλούντων με κριτήριο διαφορετικό από το χρόνο αποχώρησης από την υπηρεσία δεν αντίκεινται σε κανένα υπέρτερο κανόνα δικαίου και, ειδικότερα, δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας, ούτε στην ειδικότερη αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος), καθ’ όσον ο νομοθέτης δεν εμποδιζόταν να ορίσει τις μειώσεις από το χρονικό σημείο που καθόρισαν οι διατάξεις αυτές. Εξ άλλου, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της χρηστής διοίκησης και της ασφάλειας δικαίου δεν εμποδίζουν το νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα, που αφορούν και σε έννομες σχέσεις που έχουν ήδη συσταθεί ή καταστάσεις ή δικαιώματα που έχουν ήδη γεννηθεί, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν, όπως εν προκειμένω, η προαναφερόμενη δημοσιονομική κρίση της χώρας. Η δε για το παρελθόν μείωση της ανωτέρω εφάπαξ παροχής είναι, κατά τα γενόμενα δεκτά στην πέμπτη σκέψη, σύμφωνη και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επομένως, ο ανωτέρω (τέταρτος) λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Εξάλλου, οι πέμπτος και έβδομος λόγοι της έφεσης είναι απορριπτέοι διότι δεν αφορούν στους εκκαλούντες για τους οποίους η έφεση έχει γίνει τυπικά δεκτή.
10. Επειδή, με τον έκτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διότι μη νομίμως οι επίδικες διατάξεις περί μείωσης του εφάπαξ βοηθήματος καταλαμβάνουν εκείνους για τους οποίους είχε εκδοθεί προσωρινή απόφαση χορήγησης εφ’ άπαξ βοηθήματος πριν από τη θέσπιση της διάταξης του άρθρου 44 του ν. 3986/2011.Με τον τρόπο, όμως αυτό, κατά τους εκκαλούντες, παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, της ασφάλειας του δικαίου και της χρηστής διοίκησης καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο προστατεύεται το δικαίωμα της περιουσίας (άρθρο 17 του Συντάγματος). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος διότι οι προσωρινές αποφάσεις καθορίζουν προσωρινά το προκαταβλητέο ποσό εφ’ άπαξ βοηθήματος μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση, με την οποία υπολογίζεται οριστικά αυτό και ολοκληρώνεται η διαδικασία απονομής του. Συνεπώς, η μείωση του εφ’ άπαξ βοηθήματος σε όσους ασφαλισμένους δεν είχε εκδοθεί οριστική απόφαση (δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία) δεν παραβιάζει τις παραπάνω συνταγματικές αρχές, ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση.
11. Επειδή, με τον ένατο λόγο της έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι η μη νόμιμη αιτία, εν προκειμένω, πηγάζει από την παράνομη, άνευ αποχρώντος λόγου, καθυστέρηση έκδοσης, εκ προφανούς υπαιτιότητας του Ταμείου, οριστικής απόφασης εφ’ άπαξ βοηθήματος, πριν τεθούν σε ισχύ οι επίμαχες (περί μείωσης του εφάπαξ βοηθήματος) διατάξεις, η εφαρμογή των οποίων οδήγησε στην περικοπή του εφ’ άπαξ βοηθήματος των εκκαλούντων. Καταρχάς, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει επιβοηθητική φύση και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία (πρβλ. ΣτΕ 651/2018). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α’, 45), με την οποία αποδίδεται γενική αρχή του διοικητικού δικαίου (βλ. Σ.τ.Ε, 84/2016 , 174/2000 κ.ά.), οι προθεσμίες που τάσσονται στη διοίκηση προς ενέργεια είναι ενδεικτικές, εκτός αν προκύπτει αντίθετη βούληση του νομοθέτη, και ,συνεπώς, η διοίκηση δύναται να ενεργήσει και μετά την λήξη των πιο πάνω προθεσμιών, μέσα σε εύλογο χρόνο (Σ.τ.Ε 84/2016).Εν όψει των προαναφερόμενων και εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι λόγω του χρόνου έκδοσης των επίδικων αποφάσεων απονομής εφάπαξ βοηθήματος ο εφεσίβλητος ασφαλιστικός φορέας κατέστη πλουσιότερος από αιτία μη νόμιμη, εν προκειμένω, δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την αποδοχή της αγωγής των εκκαλούντων κατά την επικουρική της βάση, ήτοι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και, ως εκ τούτου, ορθά απορρίφθηκε εκ του πρωτόδικου δικαστηρίου (αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία), όσα δε αντίθετα προβάλλονται με τον παραπάνω (ένατο) λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα.
12. Επειδή, με τον όγδοο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι (όπως υποστήριξαν και με τον έκτο πρόσθετο λόγο της αγωγής τους) εφόσον εξήλθαν από την υπηρεσία στις 31-12-2010, η μείωση του εφάπαξ βοηθήματος σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να υπολογισθεί με κριτήριο το χρόνο αποχώρησης (31-12-2010) και να ανέρχεται σε 25% και όχι σε 30% όπως έπραξε ο εφεσίβλητος ασφαλιστικός φορέας, κατά προφανή παράβαση του νόμου και κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.
13. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις που μνημονεύονται στην τέταρτη σκέψη, οι ασφαλισμένοι που εξήλθαν από την υπηρεσία έως και την 31η-12-2010, υπόκεινται, καταρχάς, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4024/2011 σε μείωση σε 25%,δεδομένου ότι η εν λόγω εφαρμοστέα διάταξη θέτει ως κρίσιμο χρόνο για τον καθορισμό του ποσοστού περικοπής του εφάπαξ βοηθήματος τον χρόνο εξόδου από την υπηρεσία, που στις περιπτώσεις της εκκαλούσας και των εκκαλούντων είναι η 31.12.2010. Εξάλλου, το γεγονός της εξόδου των εκκαλούντων στις 31-12-2010 δεν αμφισβητείται συγκεκριμένα από τον εφεσίβλητο ασφαλιστικό φορέα, εφόσον όπως προκύπτει εκ των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, η εκκαλούσα και οι εκκαλούντες την 1-1-2011 ήταν συνταξιούχοι (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. ./2017 έκθεση απόψεων του ασφαλιστικού φορέα).Συνεπώς,η αντίθετη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη ,ο δε παραπάνω (όγδοος) λόγος της έφεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
14. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί, κατά τα ανωτέρω, εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, να αποδοθεί προς την εκκαλούσα και προς καθένα από τους εκκαλούντες ποσό παραβόλου 50 ευρώ εξ εκείνου που κατέβαλαν για την έφεση και να εκδικασθεί, κατά το μέρος που εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, η αγωγή της εκκαλούσας και των εκκαλούντων (άρθρ. 98 παρ. 1 του ΚΔΔ).
15. Επειδή, όπως προκύπτει εκ των στοιχείων του διοικητικού φακέλου και δεδομένου ότι με τους προαναφερόμενους λόγους τόσο της αγωγής όσο και της έφεσης αμφισβητήθηκε μόνο το ποσοστό περικοπής του εφάπαξ βοηθήματος κατά 30%: α) ως προς την εκκαλούσα-ενάγουσα . μη νομίμως μειώθηκε το καταβληθέν εφάπαξ βοήθημα κατά 3.752,58 ευρώ (αρχικό ποσό εφάπαξ βοηθήματος 75.051,60 ευρώ, περικοπή σε ποσοστό 30% = 22.515,48 ευρώ, περικοπή σε ποσοστό 25% = 18.762,90 ευρώ, ήτοι οφειλόμενο ποσό 22.515,48 ευρώ μείον 18.762,90 ευρώ =3.752,58 ευρώ), β) ως προς τον εκκαλούντα-ενάγοντα . μη νομίμως μειώθηκε το καταβληθέν εφάπαξ βοήθημα κατά 3.433,80 ευρώ (αρχικό ποσό εφάπαξ βοηθήματος 68.676 ευρώ, περικοπή σε ποσοστό 30% = 20,602,80 ευρώ, περικοπή σε ποσοστό 25% = 17.169 ευρώ, ήτοι οφειλόμενο ποσό 20.602,80 ευρώ μείον 17.169 ευρώ =3.433,80 ευρώ),γ) ως προς τον εκκαλούντα- ενάγοντα . μη νομίμως μειώθηκε το καταβληθέν εφάπαξ βοήθημα κατά 3.991,47 ευρώ (α) αρχικό ποσό εφάπαξ βοηθήματος 83.017,20 ευρώ, περικοπή σε ποσοστό 30% = 24.905,16 ευρώ, υπόλοιπο εφάπαξ βοήθημα μετά την περικοπή 58.112,08 ευρώ {83.017,20 ευρώ μείον 24.905,16 ευρώ}, περαιτέρω περικοπή επί του ποσού αυτού σε ποσοστό 3,84% {η οποία είναι νόμιμη βάσει του προαναφερόμενου ν. 4093/2012 εν όψει του χρόνου έκδοσης της απόφασης χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος στις 2-5-2013} =2.231,50 ευρώ, τελικό ποσό καταβληθέντος εφάπαξ βοηθήματος 55.880,54 ευρώ {83.017,20 ευρώ μείον 24.905,16 ευρώ μείον 2.231,50 ευρώ},β) αρχικό ποσό εφάπαξ βοηθήματος 83.017,20 ευρώ, περικοπή σε ποσοστό 25% = 20.754,30 ευρώ, υπόλοιπο εφάπαξ βοήθημα μετά την περικοπή 62.262,90 ευρώ {83.017,20 ευρώ μείον 20.754,30 ευρώ}, περαιτέρω, νόμιμη κατά τα προαναφερόμενα, περικοπή επί του ποσού αυτού σε ποσοστό 3,84% =2.390,89 ευρώ, τελικό ποσό εφάπαξ βοηθήματος που πρέπει να καταβληθεί 59.872,01 ευρώ {83.017,20 ευρώ μείον 20.754,30 ευρώ μείον 2.390,89 ευρώ}. Οφειλόμενο ποσό 59.872,01 ευρώ μείον 55.880,54 ευρώ = 3.991,47 ευρώ). Επομένως, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας οφείλει να καταβάλει τα προαναφερόμενα ποσά στους εκκαλούντες-ενάγοντες ως αποζημίωση λόγω του εσφαλαμένου, κατά τα ανωτέρω, υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος που αυτοί δικαιούντο.
16. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου-εναγόμενου ασφαλιστικού φορέα να καταβάλει τα προαναφερόμενα ποσά στην εκκαλούσα-ενάγουσα και στους εκκαλούντες-ενάγοντες νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτών (αρθρ. 275 παρ. 1 του ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη εκτός από τους εκκαλούντες με στοιχεία: 21) ., 27) . και 30) . για τους οποίους και μόνον η έφεση γίνεται τυπικά δεκτή.
Απαλλάσσει από τα δικαστικά έξοδα τους εκκαλούντες για τους οποίους η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Δέχεται εν μέρει την έφεση ως προς την ανωτέρω εκκαλούσα (.) και τους παραπάνω εκκαλούντες (.) κατά το αιτιολογικό.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλούμενη (υπ’ αριθμ. 11915/2019) απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών μόνο ως προς την παραπάνω εκκαλούσα (.) και τους ανωτέρω εκκαλούντες (.).
Διατάσσει την απόδοση προς την ανωτέρω εκκαλούσα και προς καθένα από τους παραπάνω εκκαλούντες ποσού παραβόλου πενήντα (50) ευρώ εξ εκείνου που κατέβαλαν για την έφεση.
Δικάζει την αγωγή κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό μόνο κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από την παραπάνω εκκαλούσα-ενάγουσα (.) και τους ανωτέρω εκκαλούντες-ενάγοντες (.).
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εφεσίβλητου-εναγόμενου ασφαλιστικού φορέα να καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση :α) στην εκκαλούσα-ενάγουσα . το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων, επτακοσίων πενήντα δύο ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (3.752,58 ευρώ),β) στον εκκαλούντα-ενάγοντα . το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων, τετρακοσίων τριάντα τριών ευρώ και ογδόντα λεπτών (3.433,80 ευρώ) και γ) στον εκκαλούντα-ενάγοντα . το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων, εννιακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (3.991,47 ευρώ).
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 08-11-2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΠΑΧΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΡΑΓΚΟΣ