Ανακοπή κατά έκθεσης πλειστηριασμού και περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης. Προβαλλόμενοι λόγοι ως προς τις επιδόσεις της προδικασίας του πλειστηριασμού, την ώρα διεξαγωγής αυτού και το περιεχόμενο της έκθεσης πλειστηριασμού. Εμπρόθεσμο και αρχή της συγκέντρωσης των λόγων ανακοπής – απαράδεκτο των λόγων ανακοπής κατά τα άρθρα 934 και 935 ΚΠολΔ. Απαιτούμενες επιδόσεις του αποσπάσματος στο Δημόσιο ως ενυπόθηκο δανειστή μετά την θέσπιση του άρθρου 3 παρ. 9 του ν. 4038/2012. Ατέλειες περί την ώρα διεξαγωγής του πλειστηριασμού: ορισμένο του σχετικού λόγου ανακοπής και η ανάγκη συνδρομής δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης.
Αριθμός απόφασης: 127/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Κωνσταντίνο Ρόκο, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Εφετών, Διευθύνουσα το Εφετείο Ανατολικής Κρήτης και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Δασκαλάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στο Ηράκλειο, στις 9 Μαίου 2023 για να δικάσει τις επόμενες υποθέσεις μεταξύ:
-Α-
Της εκκαλούσας: ……………… του ………….. και της ……………., κατοίκου Ηρακλείου, οδός ………………., με ΑΦΜ …………., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ηρακλείου, Γεωργίου Ι. Μουστάκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και έγγραφα.
Της εφεσίβλητης: Πελαγίας Σπυριδάκη του ………., δικηγόρου, κατοίκου Ηρακλείου, οδός …………….., με ΑΦΜ …………, ως μη δικαιούχου διαδίκου, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια αφερεγγυότητας (συνδίκου πτώχευσης) του …………………… του …………., κατοίκου Ηρακλείου, οδός …………… με ΑΦΜ …………., τελούντος σε πτώχευση δυνάμει της υπ’ αριθ. 87/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ με την παραπάνω ιδιότητα της, η οποία προκατέθεσε προτάσεις με έγγραφα.
Των καθ’ων η κοινοποίηση: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………………………… » (ή «………»), που εδρεύει ……………επί της ……………….., με Α.Φ.Μ. ………….. και αρ. Γ.Ε.ΜΗ …………., νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. …./../………. της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης …../………… της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. …./………… Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί, δυνάμει της από …-…-……1 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις …-……με αρ. πρωτ. …./..-..-….. στον τόμο … και με α.α. ….σε συνδυασμό με το υπ’ αρ. ……/…-…-…… Ειδικό Πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ., η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………………………………………»), που εδρεύει ………………………, προς την οποία μεταβιβάστηκαν ως προϊόντα τιτλοποίησης απαιτήσεις της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………………………..» δυνάμει των από ..-..-…. και ..-..-…… συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτές νομίμως καταχωρήθηκαν στα Βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ. …../…-..-…… στον τόμο … και με α.α …. και …../…-…-….. στον τόμο … και με α.α. …. αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………………………» και τον δ.τ. «…………», με έδρα την ………, οδός ……………., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……………, με ΑΦΜ …………… (Επωφελούμενης), νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………………………» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……………. και ΑΦΜ …………….. (Διασπώμενης), κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στην ως άνω νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα, εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. ………./……… απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης και της Επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./………. και ………../……….. Ανακοινώσεις αντίστοιχα, στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της οποίας («Διασπώμενης») έχει υπεισέλθει αυτοδικαίως η «Επωφελούμενη» και ενασκούνται αποκλειστικά από αυτήν (την «Επωφελούμενη»), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Ηρακλείου, Ευαγγελίας Εμμ. Τσικαλάκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και έγγραφα, 2) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με ΑΦΜ ., ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (άρθρα 1 παρ. 1, 36 παρ. 1 και 43 του Ν. 4389/2016) και στη προκειμένη περίπτωση και από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Ηρακλείου που κατοικοεδρεύει στο Ηράκλειο (άρθρο 85 εδ. α’ του ΚΕΔΕ), η οποία παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ, Καλλιόπης Ζαχαράκη.
-Β-
Της εκκαλούσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………………………………» (ή «……………»), που εδρεύει ….……………… επί της …………………, με Α.Φ.Μ. …………. και αρ. Γ.Ε.ΜΗ ……………… νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. …./../……………… της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της Πράξης ……/……….. της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. …../……….. Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί, δυνάμει της από …-…-…… Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις …-…-…… με αρ. πρωτ. …./…-..-…….. στον τόμο … και με α.α. ….. σε συνδυασμό με το υπ’ αρ. ………/…-…-……… Ειδικό Πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ., η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………………………………»), που εδρεύει ……………….., προς την οποία μεταβιβάστηκαν ως προϊόντα τιτλοποίησης απαιτήσεις της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………………………..» δυνάμει των από …-…-…….και …-…-…….συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτές νομίμως καταχωρήθηκαν στα Βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ. …../…-…-…… στον τόμο … και με α.α ….. και …./…-…-……. στον τόμο … και με α.α. …..αντίστοιχα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………………….» και τον δ.τ. «………….», με έδρα την ………, οδός ………….., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …………….., με ΑΦΜ ……………….(Επωφελούμενης), νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………………..» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……………. και ΑΦΜ ……………. (Διασπώμενης), κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στην ως άνω νεοσυσταθείσα εταιρεία – πιστωτικό ίδρυμα, εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. ……../………… απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης και της Επωφελούμενης με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/………… και ……../………… Ανακοινώσεις αντίστοιχα, στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της οποίας («Διασπώμενης») έχει υπεισέλθει αυτοδικαίως η «Επωφελούμενη» και ενασκούνται αποκλειστικά από αυτήν (την «Επωφελούμενη»), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Ηρακλείου, Ευαγγελίας Εμμ. Τσικαλάκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις και έγγραφα.
Της εφεσίβλητης: Πελαγίας Σπυριδάκη του ………. δικηγόρου, κατοίκου Ηρακλείου, οδός ……………, με ΑΦΜ …………… ως μη δικαιούχου διαδίκου, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια αφερεγγυότητας (συνδίκου πτώχευσης) του …………….. του …………., κατοίκου ………….., οδός ……………. με ΑΦΜ ……………, τελούντος σε πτώχευση δυνάμει της υπ’ αριθ. 87/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, η οποία παραστάθηκε δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ με την παραπάνω ιδιότητα της, η οποία προκατέθεσε προτάσεις με έγγραφα.
Των καθ’ων η κοινοποίηση: 1) ……………….. του …………..και της ………….., κατοίκου …………., οδός …………………., με ΑΦΜ …………, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ηρακλείου, Γεωργίου Ι. Μουστάκα και 2) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με ΑΦΜ ., ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (άρθρα 1 παρ. 1, 36 παρ. 1 και 43 του Ν. 4389/2016) και στη προκειμένη περίπτωση και από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ Ηρακλείου που κατοικοεδρεύει στο Ηράκλειο (άρθρο 85 εδ. α’ του ΚΕΔΕ), η οποία παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ, Καλλιόπης Ζαχαράκη.
Ο ανακόπτων και ήδη εκπροσωπούμενος από τη μη δικαιούχο διάδικο, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας αφερεγγυότητας (συνδίκου πτώχευσης) διαχειρίστρια αφερεγγυότητας και εφεσίβλητη αμφότερων των εφέσεων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου την από 6-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου Γ.Α. ./2022 ανακοπή του, ακολούθως δε η ανωτέρω διαχειρίστριας αφερεγγυότητας προσέθεσε λόγους ανακοπής με το από 14-11-2022 δικόγραφο προσθέτων λόγων, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου με αριθμό καταθέσεως δικογράφου Γ.Α. ./2022. Στη συνέχεια, η καθ’ής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα της υπό το στοιχείο Α έφεσης ανακοίνωσε τη δίκη και προσεπικάλεσε σε παρέμβαση το Ελληνικό Δημόσιο με την από 8.9.2022 ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου με αριθμό καταθέσεως δικογράφου Γ.Α. ./2022 και, τέλος, το προσεπικαλούμενο – προσθέτως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο και ήδη καθ’ού η κοινοποίηση της αμφοτέρων των εφέσεων, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.10.2022 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑ ./2022 πρόσθετη παρέμβασή του και να απορριφθεί η ανακοπή. Η ανακοπή έγινε δεκτή δυνάμει της υπ’ αριθ. 274/2023 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: Α) η πρώτη καθ’ής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα της υπό το στοιχείο Α έφεσης με την από 5-4-2023 έφεσή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6-4-2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 89/2023 αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στις 6-4-2023 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθ. πρωτ. ./4/2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, Β) η δεύτερη καθ’ής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα της υπό το στοιχείο Β έφεσης με την από 5-4-2023 έφεσή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6-4-2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2023 αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στις 6-4-2023 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθ. πρωτ. .-6/4/2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν αυτοπροσώπως αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους. Η πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης αμφοτέρων των εφέσεων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι εκκρεμείς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου α) υπό το στοιχείο Α από 5-4-2023 έφεση (αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2023 με αριθμό προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου .-6/4/2023) και β) υπό το στοιχείο Β από 5-4-2023 έφεση (αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2023 με αριθμό προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου .-6/4/2023) μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που βάλλουν κατά της ίδιας απόφασης, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και επειδή έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Η υπό κρίση από 5-4-2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου ./2023 και με αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού στο παρόν Δικαστήριο .-6/4/2023 έφεση της ηττηθείσας πρώτης καθ’ής η ανακοπή και η υπό κρίση από 5-4-2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο ./2023 αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού στο παρόν Δικαστήριο 202-6/4/2023 έφεση της ηττηθείσας δεύτερης καθ’ής η ανακοπή στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 274/2023 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρ. 614 ΚΠολΔ), όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ΚΠολΔ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν ή αντικαταστάθηκαν με το ν. 4335/2015 και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, από την οποία να αφετηριάζεται η γνήσια προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως (30ήμερη) ούτε από την δημοσίευση της οριστικής αποφάσεως (31-3-2023) μέχρι την κατάθεση των δύο ανωτέρω εφέσεων (6-4-2023) έχει παρέλθει διετία. Συντρέχουν δε ακόμη όλες οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεως αυτής (άρθρα 495 παρ.1, 496, 498, 511, 513 παρ.1 β’, 514, 516 παρ.1, 517 εδάφιο πρώτο, 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την μνημονευθείσα διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, αφού έχουν καταβληθεί και το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ παράβολο των 100 € (βλ. το με αριθμό . e παράβολο Δημοσίου αναφορικά με την υπό το στοιχείο Α έφεση και το με αριθμό . e παράβολο Δημοσίου αναφορικά με την υπό το στοιχείο Β έφεση).
Με την υπό κρίση ανακοπή της στην οποία προσέθεσε λόγους ανακοπής, ο ανακόπτων, ο οποίος κηρύχθηκε σε καθεστώς πτώχευσης, με την υπ’ αριθ. 87/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, δικάζοντος με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και στη δίκη πλέον στη θέση του συμμετέχει δικηγόρος, ως μη δικαιούχος διάδικος υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας αφερεγγυότητας (συνδίκου πτώχευσης), ζήτησε για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρει και κατά την εκτίμηση των αιτημάτων του από το Δικαστήριο, την ακύρωση της με αριθ. ………/………. έκθεσης αναγκαστικού (ηλεκτρονικού) πλειστηριασμού και κατακυρωτικής έκθεσης της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Ειρήνης Γερακιανάκη, με την οποία εκπλειστηριάσθηκε το αναφερόμενο σε αυτήν ακίνητο ιδιοκτησίας του, της με αριθμό ……/………. περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και της παρά πόδα συνταχθείσης και τεθείσης κάτωθι του ως άνω α΄ εκτελεστού απογράφου της ως άνω περίληψης από 25.5.2022 επιταγής προς αποβολή από την νομή και την κατοχή του ακινήτου, η οποία του επιδόθηκε την 27η.5.2022. Παράλληλα, η πρώτη καθ’ής η ανακοπή υπερθεματίστρια ανακοίνωσε τη δίκη και προσεπικάλεσε το Ελληνικό Δημόσιο να παρέμβει σε αυτή, ενώ το τελευταίο με πρόσθετη παρέμβαση στην ανοιγείσα με την κρινόμενη ανακοπή δίκη, υπό την ιδιότητά του ως προνομιούχου δανειστή της καθ’ ής η εκτέλεση, παρενέβη στη δίκη και ζήτησε να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη και με αριθμό 274/2023 οριστική απόφασή του, αφού εκδίκασε την ανακοπή κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, ακολούθως την έκρινε ως νόμω βάσιμη και την έκανε δεκτή, ακυρώνοντας την υπ’ αριθμ. ……./………. έκθεση αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου …, την υπ’ αριθμ……./……….. περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας παραπάνω συμβολαιογράφου και την από 25-05-2022 επιταγή προς αποβολή από τη νομή και κατοχή του ανωτέρω ακινήτου, η οποία έχει συνταχθεί κάτωθι πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης. Τέλος δε, συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται η πρώτη καθ’ής η ανακοπή και υπερεθεματίστρια με την κρινόμενη υπό το στοιχείο Α έφεσή της και η δεύτερη καθ’ ής η ανακοπή και επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση με την κρινόμενη υπό το στοιχείο Β έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προς το σκοπό απορρίψεως της ανακοπής.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 934 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. A’ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύος την 1/1/2016 σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015): «1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ` ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Συνεπώς, το άρθρο 934 παρ. 1αρ. α KΠολΔ. όπως αντικαταστάθηκε ανωτέρω, προβλέπει μία ενιαία προθεσμία για όλους τους λόγους ανακοπής που υπάγονταν προηγουμένως στο (παλαιό) άρθρο 934 παρ. 1 αρ. α και β και συνεπώς, όλους τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας έως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας εκθέσεως, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως πράξεων της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως όπως και τους λόγους που αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, αν και δεν περιλαμβάνονται στην γραμματική διατύπωση του άρθρου και στην απαίτηση. Εξάλλου, η προσήκουσα κάθε φορά προθεσμία που πρέπει να τηρήσει ο εκάστοτε ανακόπτων κρίνεται και υπό την νέα μορφή του άρθρου 934 KΠολΔ, όχι από το αίτημα της ανακοπής του, δηλαδή από την πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλει αυτός, αλλά από τους λόγους που προτείνει με την ανακοπή του, δηλαδή από τα ιστορούμενα σε αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στο κύρος της προσβαλλόμενης με την ανακοπή πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1107/2003, ΕλλΔνη 46 (2005), 107, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009.698, ΕφΙωαν 129/2006 NoΒ 55 (2007), 2127, Πελαγία Γέσιου- Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Γενικό Μέρος εκδ. 2017 σελ.692). Εξάλλου, κριτήριο του εμπροθέσμου της ανακοπής αποτελεί ο προβαλλόμενος λόγος, ήτοι η πράξη όπου ενυπάρχει το επικαλούμενο ελάττωμα και όχι το αίτημά της, δηλαδή οι επόμενες πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση (ΑΠ 1898/2011, ΑΠ 37/2009, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Αν κάποια πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν προσβληθεί μέσα στην προσήκουσα, κατά τα παραπάνω, προθεσμία, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της, γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, , κατά τα παραπάνω, (άρθρ. 161 KΠολΔ) – από το δικαστήριο, που κρίνει τη σχετική ανακοπή, με αποτέλεσμα η πράξη να θεωρείται έγκυρη και ισχυρή και το ελάττωμά της να μην μπορεί να προβληθεί μεταγενέστερα, ούτε να μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1371/2013, ΑΠ 37/2009, ΑΠ 93/2001 και 1784/1998, αμφότερες στο Σύστημα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α., Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδ. β, παρ. 149. σελ. 395, Φραγκίστα-Γέσιου/Φάλτσή, έκδ. 1998 Αναγκαστική Εκτέλεση I, παρ. 40, σελ. 203). Συνεπώς, η ανακοπή που περιέχει λόγους ακυρότητας που θίγουν αμέσως τις προγενέστερες του πλειστηριασμού πράξεις της εκτέλεσης και εμμέσως μόνο την πράξη του πλειστηριασμού, ως τελευταία πράξη της εκτέλεσης, πρέπει να ασκηθεί μέσα στην ανωτέρω προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. α’ KΠολΔ, μόνο δε μετά την τελεσίδικη παραδοχή της και την ακύρωση των προγενεστέρων αυτών πράξεων της εκτέλεσης, η οποία ακύρωση επιδρά ακυρωτικά και επί του πλειστηριασμού, μπορεί να προσβληθεί παραδεκτώς για το λόγο αυτόν ο πλειστηριασμός μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. β και 2 του KΠολΔ. Η νέα διαδικαστική δομή της 1 ανακοπής του άρθρου 933, επέβαλε και την τροποποίηση του άρθρου 934, ώστε τα στάδια προσβολής των πράξεων εκτέλεσης και προβολής των ελαττωμάτων τους να περιοριστούν από τρία σε δύο. Έτσι, όλες οι ανακοπές που αφορούν ενδεχόμενες πλημμέλειες που εντοπίζονται στο χρονικό πλαίσιο από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, που συντελούνται από την προδικασία της επιταγής (924), την εντολή προς εκτέλεση (927) και την κατάσχεση (954, 955, 992, 995) ή και την προδικασία του πλειστηριασμού (ιδίως 999), πρέπει να ασκηθούν μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης. (ΕφΑιγ80/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Απαλαγάκη Χ., Συστηματική παρουσίαση των Βασικών τροποποιήσεων του KΠολΔ από το Ν 4335/2015, εκδ. 2016, σελ. 50, Μακρίδου Κ./Απαλαγάκη Χ./Διαμαντόπουλος Γ., Πολιτική Δικονομία-θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα, εκδ. 2016, σελ. 35).
ΙΙ. Ο δικονομικός νομοθέτης μετέφερε το αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι και στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με την θέσπιση του άρθρ. 935 ΚΠολΔ. Ο αποκλεισμός των μη προβληθέντων, πλην υφιστάμενων στην πρώτη δίκη λόγων ανακοπής αποκλείεται μεν μέσω της διάταξης του άρθρ. 330 ΚΠολΔ επιτυγχάνεται όμως μέσω της διάταξης του άρθρ. 935 ΚΠολΔ. Το άρθρο 935 ΚΠολΔ συνδέθηκε λειτουργικά με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης του άρθρ. 933 ΚΠολΔ . Η εν λόγω διάταξη ορίζει, ότι λόγοι ανακοπής που είναι γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρ. 933 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, όπου ανακύπτει δηλαδή ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα το κύρος συγκεκριμένης πράξης της εκτέλεσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 935 ΚΠολΔ «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης». Μετά την αντικατάσταση του ως άνω άρθρου με το άρθρ. 19 παρ. 2 του ν. 4055/20121029, η διατύπωσή του έχει ως εξής: «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρ. 933 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Το απαράδεκτο της διάταξης του άρθρ. 935 ΚΠολΔ πριν από την αντικατάστασή της είχε θεωρηθεί ότι λειτουργούσε μόνο αν στη μεταγενέστερη δίκη κρινόταν το ζήτημα του κύρους της ίδιας της διαδικαστικής πράξης της εκτέλεσης. Η στενή αυτή ερμηνεία είχε κατακριθεί, ως τελολογικώς δε επιδοκιμαστέα εθωρείτο η λειτουργία του άρθρ. 935 ΚΠολΔ κατά την αποδιδόμενη πλέον νομοθετική της διατύπωση. Γίνεται πλέον και νομοθετικά δεκτό ότι οι λόγοι ανακοπής που είναι γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στην επί της ανακοπής δίκη κατά τους ορισμούς του άρθρ. 933 ΚΠολΔ απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, αν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, όπου τίθεται ζήτημα κύρους της ίδιας πράξης, που προσβλήθηκε με την αρχική ανακοπή ή άλλης πράξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, έστω και αν υπάρχει η προθεσμία από το άρθρ. 934 ΚΠολΔ για την εμπρόθεσμη προβολή τους. Δεδομένου ότι το κατ΄ άρθρ. 935 ΚΠολΔ απαράδεκτο καλύπτει με τη νέα ρύθμιση και την προσβολή των επόμενων της προσβληθείσας πράξεων εκτέλεσης για τους προϋπάρχοντες λόγους, το κύρος της εκτελεστικής διαδικασίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εφεξής από τον ίδιο ανακόπτοντα για τους λόγους αυτούς. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης που σκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτέλεσης από αμφισβητήσεις για το κύρος της και στην ασφάλεια των συναλλαγών, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας της εκτέλεσης, πρέπει με το κύριο αυτής δικόγραφο ή των πρόσθετων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το κύρος οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που έχει προσβληθεί με ανακοπή, η οποία ασκήθηκε κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ νέου από εκείνον που έχει ασκήσει την ανακοπή και να τεθεί σε νέα κύρια ή παρεμπίπτουσα κρίση, για λόγους που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν στην προγενέστερη δίκη της ανακοπής, οι οποίοι είναι απαράδεκτοι, χωρίς έτσι να αποκλείονται οι οψιγενείς λόγοι, εφόσον είναι εμπρόθεσμοι κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ. Και αν ακόμη υπάρχει προθεσμία από το άρθρο 934 ΚΠολΔ1034 για την άσκηση νέας ανακοπής, δεν μπορεί να προταθούν οι λόγοι ανακοπής που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή. Επίσης σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει θέμα κύρους ορισμένης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας κατά της οποίας (πράξης), έχει ήδη ασκηθεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δεν είναι δυνατόν να προταθούν νέοι λόγοι ακυρότητας, πολύ δε περισσότερο δεν μπορούν με νέα ανακοπή να εισαχθούν λόγοι ακυρότητας της ίδιας πράξης εκτέλεσης που έχουν εισαχθεί με προηγούμενη ανακοπή του ίδιου ανακόπτοντος1036 και ανεξάρτητα από την περάτωση (τελεσίδικη ή όχι) της δίκης που ανοίχθηκε με την προηγούμενη αυτή ανακοπή. Το θεσπιζόμενο με την εν λόγω διάταξη απαράδεκτο, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως ισχύει ανεξαρτήτως, αν οι λόγοι ανακοπής αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση και προβλέπεται ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 330 ΚΠολΔ, δεν στηρίζεται δηλαδή στην ύπαρξη τυχόν τελεσίδικης κρίσης ως προς τους λόγους ακυρότητας της πράξης σε προγενέστερη δίκη ανακοπής, αλλά απλώς στο γεγονός της μη προβολής τους σε αυτήν. Προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρ. 935 ΚΠολΔ, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει προηγηθεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτέλεσης, της οποίας το κύρος καλείται να εξετάσει άλλο δικαστήριο, είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως. Περαιτέρω, το άρθρ. 935 ΚΠολΔ προϋποθέτει να υφίστανται λόγοι ανακοπής γεννημένοι στον χρόνο της διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης και να μπορούσαν να προβληθούν από τον ανακόπτοντα σ΄αυτήν, είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με αυτό των πρόσθετων λόγων της. Ο χρόνος άσκησης των πρόσθετων λόγων της αρχικής ανακοπής κατ΄ άρθρ. 585 παρ. 2 και ήδη 933 παρ. 1 ΚΠολΔ με τον ν. 4335/2015 συνιστά το απώτατο χρονικό σημείο, με το οποίο κρίνεται αν ένας λόγος ήταν ήδη γενημμένος κατά τη διεξαγωγή της προηγούμενης δίκης επί ανακοπής του άρθρ. 933 ΚΠολΔ. Η εφαρμογή του άρθρ. 935 ΚΠολΔ προϋποθέτει περαιτέρω να υφίστατο η δυνατότητα προβολής των γεννημένων λόγων από τον ανακόπτοντα στο πλαίσιο της δίκης επί της αρχικής ανακοπής του άρθρ. 933 ΚΠολΔ, αλλά να παραλείφθηκε η έγκαιρη προβολή τους. Ειδικότερα, για τον αποκλεισμό των λόγων από τη δυνατότητα μεταγενέστερης προβολής τους εξαιτίας του άρθρ. 935 ΚΠολΔ πρέπει να ήταν ήδη γεννημένοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της δίκης επί της αρχικής ανακοπής, επιπλέον ο ανακόπτων να ήταν σε θέση να τους προτείνει στο πλαίσιο της ανοιγείσας δίκης είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με εκείνο των προσθέτων λόγων και τελικά να παρέλειψε να τους προβάλλει. Ως λόγοι γεννημένοι και δυνάμενοι να προταθούν θεωρούνται τόσο οι γνωστοί όσο και οι άγνωστοι στον ανακόπτοντα, ανεξάρτητα αν η άγνοια τους οφείλεται σε αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς λόγους (Μιχαηλίδου, III. Η αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής, σε: Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σ. 217-223). Κατ’ εξαίρεση, το άρθρο 935 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται: (α) στις δίκες που ανοίγουν με την ανακοπή κατά της δήλωσης του τρίτου σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ, επί κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, (β) στις δίκες των αντιρρήσεων που προβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 1031 ΚΠολΔ κατά των αναγγελιών και του πίνακα διανομής, επί κατάσχεσης ειδικών περιουσιακών στοιχείων, όπως επίσης και (γ) στις δίκες των αντιρρήσεων που προβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 1044 § 1 ΚΠολΔ κατά της αναγγελίας και του πίνακα διανομής, επί αναγκαστικής διαχείρισης (Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην Αναγκαστική Εκτέλεση, 2016, § 3, σ. 203-212).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ. ε’ ΚΠολΔ, η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 159 του ίδιου Κώδικα, η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο, αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του “Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου” (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), που δεν καταργήθηκε ως ειδική και ισχύει και μετά την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ., “μόνον αι προς τον Υπουργό Οικονομικών κατά τας διατάξεις του από 24/28 Μαρτίου 1867 γενόμεναι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι εννόμους συνεπείας. Η διάταξις εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητας αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης” (ΑΠ 2067/2009 σε areiospagos.gr). Ήδη, όμως, σύμφωνα με άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4389/2016 ,«1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) [στο εξής η «Αρχή»], με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της» ενώ με το άρθρο 36 § 1 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α’, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’, 97) και 85 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του νδ 356/1974 (Α’ 90). Η προβλεπόμενη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του νδ 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ». Οι δε διατάξεις αυτές σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 του ιδίου νόμου, ισχύουν από 1η Ιανουαρίου 2017». Από τις διατάξεις αυτές του ν. 4389/2016 συνάγεται ότι από 1-1-2017, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο πρέπει να γίνει με ποινή ακυρότητας, τόσο στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όσο και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, Εφ.Πατρ. 301/2021, ΜΕφΠειραιά 538/2020 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αρμόδιος για την παραλαβή του εγγράφου και την υπογραφή της Σύνθεσης είναι ο Πρόεδρος του ΝΣΚ, ο οποίος όμως μπορεί με πράξη του να εξουσιοδοτήσει νομικό σύμβουλο ή πάρεδρο να παραλαμβάνουν και υπογράφουν με εντολή του εκθέσεις επίδοσης προς το Δημόσιο. Η επίδοση γίνεται μόνο στο οίκημα όπου εδρεύει το ΝΣΚ, ώστε να μην είναι δυνατή η επίδοση σε άλλον τόπο (άρθ. 6 I κ.δ. 26.6./10.7.1944, άρθ. 19 § 28 ν. 2386/1996), όπως π.χ. απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών και κατά μείζονα λόγο σε άλλο πρόσωπο, όπως π.χ. σε πάρεδρο του ΝΣΚ ο οποίος είχε παρασταθεί σε προηγούμενη συζήτηση ως αντικλήτου, εφόσον ο τελευταίος δεν είναι εξουσιοδοτημένος από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ για την παραλαβή δικογράφων. Τα ανωτέρω αφορούν την επίδοση δικογράφων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και η κλήση για συζήτηση, όπως και η δικαστική απόφαση. Τέλος, η επίδοση προς τον Υπουργό Οικονομικών απαιτείται ακόμη και για την πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού κατά το άρθρο 979 § 1 ΚΠολΔ, πλην όμως προκειμένου για εξώδικα έγγραφα, δεν είναι υποχρεωτική η επίδοση τους στον Υπουργό Οικονομικών, αλλά μπορούν να κοινοποιηθούν σε οποιοδήποτε όργανο εκπροσωπεί το δημόσιο στην εκάστοτε περίσταση. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 54 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, η οποία αποβλέπει στην εξασφάλιση και προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου, σαφώς προκύπτει, ότι ο τρίτος που επισπεύδει πλειστηριασμό είναι υποχρεωμένος να κοινοποιήσει αντίγραφο του προγράμματος πλειστηριασμού πριν από 10 ή 20 ημέρες από το χρόνο του πλειστηριασμού, αναλόγως αν πρόκειται για εκπλειστηριαζόμενο κινητό ή ακίνητο, στους διευθυντές των Δημοσίων Ταμείων στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η κατά το χρόνο συντάξεως του οικείου προγράμματος κατοικία και το κατάστημα του καθού επισπεύδεται ο πλειστηριασμός οφειλέτη και ότι σε περίπτωση παράλειψης αυτής της υποχρεώσεως ο πλειστηριασμός, αν διενεργηθεί, θα είναι άκυρος (ΑΠ 133/93, 1031/96, 1474/91). Χωρίς κοινοποίηση συντρέχει σχετική ακυρότητα του πλειστηριασμού υπέρ του Δημοσίου που απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση επί ανακοπής που ασκείται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ (Α. Γέροντας/Α. Ψάλτης, Ερμηνεία ΚΕΔΕ, 3η έκδ., 2016, άρθ. 54, σ. 589-590, υποσ. 731). Η ακυρότητα αυτή ισχύει μόνον υπέρ του Δημοσίου και μπορεί να προταθεί μόνο από αυτό και, επομένως, δεν μπορεί προταθεί από ΝΠΔΔ, υπέρ των οποίων εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ, διότι η υποχρέωση τήρησης των παραπάνω επιδόσεων έχει τεθεί προς το συμφέρον του Δημοσίου. Διαφορετικά, εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού και την ικανοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή, του Δημοσίου αλλά και τυχόν τρίτων αναγγελθέντων δανειστών. Κατά το εδ. 3, δεν απαιτείται κοινοποίηση του αντιγράφου της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού στον Υπουργό Οικονομικών, ενώ σημειώνεται ότι κατά δε το άρθρο 55 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα, «…ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ` οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ` ου ο Πλειστηριασμός, δι` αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι` έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας». Το συγκεκριμένο εδάφιο τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 9 του ν. 4038/2012 και μάλιστα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4038/2012, επισημάνθηκε ότι «Η επιπρόσθετη επίδοση αντιγράφων της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού στον Υπουργό Οικονομικών: α) είναι περιττή, β) επιβαρύνει ασκόπως την κεντρική υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γ) δημιουργεί πρόσθετα έξοδα στους επισπεύδοντες τον πλειστηριασμό και δ) προκαλεί ζημία στους καταταγέντες δανειστές – μεταξύ των οποίων και στο Δημόσιο – καθόσον η προεκταθείσα δαπάνη επιδόσεως αφαιρείται ως έξοδο εκτελέσεως από το πλειστηρίασμα κατά τη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως δανειστών». Συνεπώς, πλέον αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης και του προγράμματος πλειστηριασμού δεν κοινοποιείται πλέον στον Υπουργό Οικονομικών αλλά διενεργείται μόνο μια επίδοση στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Επισημαίνεται ότι η μνεία της αιτιολογικής έκθεσης στο ότι η «επιπρόσθετη επίδοση αντιγράφων της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού στον Υπουργό Οικονομικών» καταλαμβάνει την επίδοση του παλαιότερου άρθρου 999 ΚΠολΔ (νυν άρθρο 995 παρ. 4 ΚΠολΔ) στο δημόσιο ως ενυπόθηκου δανειστή, αφού μέχρι την θέσπιση του 4038/2012, η επίδοση του προγράμματος/αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στον Υπουργό Οικονομικών έβρισκε έρεισμα μόνο σε μια νομοθετική διάταξη σε αυτή του τότε άρθρου 999 ΚΠολΔ. Κατά λογική αναγκαιότητα, συνεπώς, η εν λόγω τροποποίηση αποσκοπούσε να ρυθμίσει μόνο το ζήτημα της έως τότε προβλεπόμενης υποχρέωσης επίδοσης του προγράμματος στον Υπουργό Οικονομικών μόνο στην περίπτωση που το Ελληνικό Δημόσιο ήταν ενυπόθηκος δανειστής. Εκ τούτων παρέπεται ότι, όταν το Δημόσιο έχει εγγράψει υποθήκη στο πλειστηριαζόμενο ακίνητο του οφειλέτη και επισπεύδεται ο πλειστηριασμός από τρίτο, πρέπει ο επισπεύδων για την εγκυρότητα του πλειστηριασμού να προβεί σε μία κοινοποίηση, ήτοι προς το διευθυντή του δημόσιου ταμείου της περιφέρειας της κατοικίας και του τόπου ασκήσεως του επαγγέλματος του καθού η εκτέλεση οφειλέτη βάσει του ΚΕΔΕ (ΑΠ 439/2004 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βασίμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις είτε εν σχέσει προς την ανακοπή υπάρχουν και άλλοι λόγοι ανακοπής, δοθέντος ότι οι λόγοι ανακοπής επέχουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στους λόγους της ανακοπής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η ανακοπή. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως λόγων ανακοπής γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ανακόπτοντος. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις ή και την κύρια βάση και δέχθηκε την ανακοπή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της ή την επικουρική αντίστοιχα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του καθ’ού η ανακοπή, ο οποίος παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια ή αντίστοιχα την επικουρική βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές ή την κύρια βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 2039/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1556/2012 ΕΔΠολ 2013.559, ΑΠ 920/2011 ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 2003, παράγρ. 968 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούσες ισχυρίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επαναφέροντας τον ισχυρισμό τους με τον πρώτο λόγο αμφοτέρων των κρινόμενων εφέσεων, με τον οποίο παραπονούνται για την κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απόρριψη αυτού από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθούν ως εκπρόθεσμοι, απαράδεκτοι σύμφωνα με το άρθρο 935 ΚΠολΔ και νομικά αβάσιμοι. Πιο συγκεκριμένα, με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./………… πιστοποιητικό βαρών του Υποθηκοφύλακα Ηρακλείου επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου υφίστανται τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο βάρη, μεταξύ των οποίων υποθήκη που γράφτηκε στις …/…./……..για το ποσό των 147.015,37 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, στον τόμο ……., φυλ. ……….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./……./…….. εγγράφου της ΔΟΥ Ηρακλείου πλην όμως ουδέποτε κοινοποιήθηκε το με αριθμό …./.-…-…… απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης του πλειστηριασθέντος ακινήτου στο Διοικητή της ΑΑΔΕ, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου κατά παράβαση του αρ. 995 παρ. 4 ΚΠολΔ και συνεπώς ο προσβαλλόμενος πλειστηριασμός που διενεργήθηκε στις …………… και οι μεταγενέστερες αυτού πράξεις, χωρίς να έχει προηγηθεί επίδοση της ανωτέρω περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης στο Ελληνικό Δημόσιο υπέρ του οποίου είχε εγγράφει στο πλειστηριασθέν ακίνητο υποθήκης, πάσχουν από ακυρότητα.
Οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής τυγχάνουν πολλαπλώς αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Ειδικότερα, κατά πρώτον, στην προκειμένη περίπτωση, και σύμφωνα με την υπό το στοιχείο Ι νομική σκέψη, οι αιτιάσεις του ανακόπτοντος περί ελλιπών επιδόσεων του αποσπάσματος της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης έπρεπε να είχαν ασκηθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. α’ ΚΠολΔ, μόνο δε μετά την τελεσίδικη παραδοχή της και την ακύρωση των προγενεστέρων αυτών πράξεων της εκτέλεσης, η οποία ακύρωση επιδρά ακυρωτικά και επί του πλειστηριασμού, μπορεί να προσβληθεί παραδεκτώς για το λόγο αυτόν ο πλειστηριασμός μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. β και 2 του ΚΠολΔ. Όπως δε, συνάγεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα η κατάσχεση εν προκειμένω έλαβε χώρα στις ………….., δυνάμει της με αριθ. …./………….. κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης Μαρίας Αλεξανδρή και η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στις 06-07-2022 και επιδόθηκε στις καθ’ ων την 6η.7.2022 και την 18η.7.2022 αντίστοιχα όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……../………… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης . και την υπ’ αριθ. ………/………… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ., και συνεπώς είχε παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των σαρανταπέντε (45) ημερών. Περαιτέρω, και επικουρικά, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και πάλι θα απορρίπτονταν ως απαράδεκτη κατά παράβαση του άρθρου 935 ΚΠολΔ, καθόσον οι επικαλούμενοι λόγοι ακυρότητας ήταν ήδη γεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν ως φερόμενα ελαττώματα της εκτελεστικής διαδικασίας σε προηγούμενο δικόγραφο της ανακοπής. Ειδικότερα, ο ανακόπτων είχε ασκήσει την 21η-11-2021 την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑ ./2021 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με σκοπό την ακύρωση της εκτελούμενης επιταγής προς πληρωμή και της με αρ……/……. κατασχετήριας έκθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ. 253/2021 απορριπτική απόφαση. Στην ανωτέρω, ωστόσο, ανακοπή του καίτοι μπορούσε να προτείνει τις αιτιάσεις που διατυπώνει με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής του, αφού αυτές ήταν γεννημένες και μπορούσαν να προταθούν με αίτημα ακύρωσης του αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης και της ίδιας της κατασχετήριας έκθεσης, εντούτοις δεν το έπραξε. Συνεπώς, δεν μπορεί, σύμφωνα και με ην υπό το στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, να προβάλλει τις αιτιάσεις αυτές με την υπό κρίση ανακοπή. Τέλος, και όλως επικουρικά, ακόμα και αν οι δύο πρώτοι λόγοι ανακοπής είναι εμπρόθεσμοι και παραδεκτοί, εντούτοις θα απορρίπονταν ως νομικά αβάσιμοι στην ουσία τους.
Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση, δεν απαιτείται, σύμφωνα και με την υπό το στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη η επιπρόσθετη επίδοση στην ΑΑΔΕ, όπως διατείνεται ο ανακόπτων, αλλά αρκεί μία μόνο επίδοση προς τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Ηρακλείου, την οποία οι διάδικοι ομολογούν ότι έλαβε χώρα (βλ. άλλωστε την με αριθμό ………/…-…-……. έκθεσης επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Πρωτοδικείου Ηρακλείου Μαρίας Αλεξανδρή δια της οποίας επιδόθηκε αντίγραφο του με αρ. …../…-..-…….. αποσπάσματος της με αρ. …../…-..-……..κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας προς τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Ηρακλείου, στην οποία υπάγεται ο καθ’ ού η εκτέλεση). Επισημαίνεται επιπλέον, ότι το έχων έννομο συμφέρον να προβάλλει την ακυρότητα (βλ. την υπό το στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη) Ελληνικό Δημόσιο αναγγέλθηκε νομίμως με τη με αρ. πρωτ. ……../..-..-……… αναγγελία του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ηρακλείου στον κρινόμενο πλειστηριασμό.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχτηκε τους πρώτο και δεύτερο λόγο ανακοπής εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, κατά το βάσιμο τούτο λόγο, οι εφέσεις να γίνουν δεκτές και ως κατ’ ουσίαν βάσιμες, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρ.535 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν για τη βασιμότητα των λοιπών λόγων ανακοπής (τρίτου, τετάρτου και πρόσθετου) που δεν εξετάστηκαν, σύμφωνα και με την υπό το στοιχείο IV νομική σκέψη.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχείρισης, η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Εξ άλλου, με τον ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 παρ. 1 στ. α΄, β΄, 1 παρ. 1 στ. γ΄, 2 παρ. 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 στ. β΄ ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 παρ. 1 Ν. 4354/2015 και 2 παρ. 5 στ. δ` Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 παρ. 1 στ. α` Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β στ` ββ και γγ` Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 παρ. 2 εδ. α` Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 δεν απονέμει ρητώς στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του, στην εταιρεία διαχείρισης (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία απόκτησης) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού. Με άλλα λόγια, δεν φαίνεται να της απονέμει ενεργητική κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Με βάση όμως την αντικειμενική θεωρία του κανόνος δικαίου με την οποίαν αναζητείται η ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική και κατά την τελολογική ερμηνεία σύμφωνα με την οποίαν αναζητείται μεταξύ των περισσότερων δυνατών νοημάτων που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του δηλ. την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, στο περιεχόμενο της έννοιας της διαχείρισης ή είσπραξης των απαιτήσεων εντάσσεται αναμφίβολα και η δικαστική επιδίωξη αυτής με την άσκηση των πρόσφορων ενδίκων βοηθημάτων από πλευράς της εταιρείας διαχείρισης. Τούτο επιρρωνύεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, οι οποίες παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, έτσι ώστε ο κανόνας δικαίου που χρήζει ερμηνείας να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο που να βρίσκεται σε αρμονία με τους λοιπούς κανόνες του συστήματος και με το τελευταίο ως σύνολο, εν όψει του ότι και οι δύο ως άνω νόμοι ορίζουν την διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων ως βασικό τους αντικείμενο, με περαιτέρω εξειδίκευση ως προς τα δικονομικά δικαιώματα που μπορούν να ασκήσουν οι εταιρείες διαχείρισης στην μία ή στην άλλη περίπτωση. Δηλ. οι ως άνω διατάξεις που ισχύουν παράλληλα, αφού με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα απόκτησης και διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση,δεν αλληλοσυγκρούονται ή δεν αλληλοαναιρούνται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και αποδείχνουν την αληθινή βούληση του νομοθέτη για την επέκταση της διαχείρισης μιας απαίτησης και στο πεδίο της δικαστικής τους επιδίωξης, εν όψει και του ότι οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 ν. 4354/2015 μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο τιτλοποίησης και κατά το ν. 3156/2003, ο οποίος εφαρμόστηκε αποκλειστικά για απαιτήσεις τραπεζικών ιδρυμάτων, και οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρόσωπο του αγοραστή στα άρθρα 1 παρ. 1 ν. 4354/2015 και 10 παρ. 2 ν. 3156/2003 είναι ίδιες. Η μη αναφορά το ν. 3156/2003 του περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 4 ν. 4354/2015 δεν σημαίνει ότι δεν θα ίσχυαν τα οριζόμενα στο περιεχόμενό της περί χαρακτηρισμού της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου ή υπόχρεου διαδίκου, αν δεν οριζόταν κάτι σχετικό στο ν. 4354/2015, εν όψει του ότι η ως άνω έννοια είναι γνωστή στη θεωρία και νομολογία. Με άλλα λόγια η πηγή της νομιμοποίησης της ΕΔΑΠΔ δεν είναι μόνον η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία “απονέμει” στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου με πανηγυρική διατύπωση. Η διαφορετική εκδοχή κείται έξω του σκοπού του νομοθετικών διατάξεων του ν. 3156/2003 με βάση τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του κανόνος δικαίου, κατά τα προαναφερθέντα. Ο νομοθέτης με το ν. 4354/2015 στην ουσία εξειδικεύει τις δικονομικές εξουσίες του διαχειριστή της απαίτησης ως μη δικαιούχου διαδίκου με βάση τη θεώρηση ότι αυτός είναι πλέον εκείνος που μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησης με τα παρεχόμενα ένδικα βοηθήματα, με τις απ` εδώ απορρέουσες συνέπειες ως προς την επέκταση του δεδικασμένου της απόφασης ρυθμίζοντας μόνον την υπόθεση της δέσμευσης του δικαιούχου διαδίκου από το δεδικασμένο της απόφασης που εκδίδεται σε δίκη με τον δικαιούχο διάδικο (ΟλΑΠ 1/2023, ΕλλΔνη 2/2023.443-449, σχόλιο: Ν. Κατηφόρη, ΑΠ 1871/2022, ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 1102/2022 όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρόσθετο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων εξέθεσε ότι από ………… επιταγή προς πληρωμή συντάχθηκε από την δεύτερη των καθ’ών, όπως και η υπ’ αριθμ. …./…………. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και το υπ’ αριθμ. …./…………. απόσπασμα αυτής, ως αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………» μολονότι στη διενέργεια αυτών (κατά τους ισχυρισμούς της) νομιμοποιούνταν μόνο η τελευταία. Συνεπώς, η δεύτερη των καθ’ών προέβη στην επισπευθείσα σε βάρος του ανακόπτοντος ένδικη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δίχως να νομιμοποιείται η ίδια ενεργητικά στη διενέργειά της. Εν όψει, λοιπόν, των προαναφερθέντων στοιχείων, ο ανακόπτων εκθέτει ότι ο πλειστηριασμός του ένδικου ακινήτου διενεργήθηκε κατά πρόδηλη παράβαση των διατάξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης και ως εκ τούτου τυγχάνει καθ’ ολοκληρίαν άκυρος και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ……../..-..-…….. έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων και κατακύρωση ακινήτου της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης . για ποσό 345.000 €, όπως και η υπ’ αριθ. ……./…-..-……. περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης . αλλά και η παρά πόδας συνταχθείσα και τεθείσα κάτωθι του ως άνω α’ εκτελεστού απογράφου της άνω περίληψης από …/../…….. επιταγή προς αποβολή από την νομή και κατοχή του ακινήτου επιδοθείσα στον ανακόπτοντα στις …………., τυγχάνουν άκυρες λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο λόγος αυτός ανακοπής στο μέτρο που στρέφεται κατά της έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων και κατακύρωση ακινήτου είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον ο ανακόπτων είχε ασκήσει την 21η-11-2021 την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑ ./2021 ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με σκοπό την ακύρωση της εκτελούμενης επιταγής προς πληρωμή και της με αρ. ……/……. κατασχετήριας έκθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ. 253/2021 απορριπτική απόφαση. Στην ανωτέρω, ωστόσο, ανακοπή του, καίτοι μπορούσε να προτείνει τις αιτιάσεις που διατυπώνει με τον πρόσθετο λόγο της κρινόμενης ανακοπής του, αφού αυτές ήταν γεννημένες και μπορούσαν να προταθούν με αίτημα ακύρωσης του αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης και της ίδιας της κατασχετήριας έκθεσης, εντούτοις δεν το έπραξε. Συνεπώς, δεν μπορεί, σύμφωνα και με ην υπό το στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, να προβάλλει τις αιτιάσεις αυτές με την υπό κρίση ανακοπή. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, σύμφωνα και με την υπό το στοιχείο ΙV νομική σκέψη, τόσο κατά το σκέλος που προσβάλλει την έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων και κατακύρωση ακινήτου (επικουρικά σε σχέση με τον κύριο λόγο απόρριψης ως απαράδεκτου) όσο και κατά το σκέλος που βάλλει κατά της από …/../…… επιταγής προς αποβολή από την νομή και κατοχή του ακινήτου.
V. Σύμφωνα με το άρθρο 998 § 1 τελ.εδαφ. ΚΠολΔ επί του (υποχρεωτικώς πλέον) ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ακινήτων εφαρμόζονται όσα αναφέρονται στην ερμηνεία του άρθρ. 959 ΚΠολΔ. Οι προκείμενες διατάξεις συμπληρώνονται από αυτές του άρθρ. 965 ΚΠολΔ και πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με εκείνες. Με το άρθρ. 959 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τον ν. 4512/2018, καθιερώνεται η υποχρεωτική από 21.2.2018 (άρθρ. 208 ν. 4512/2018) διενέργεια των πλειστηριασμών αποκλειστικώς με ηλεκτρονικά μέσα και συγκεκριμένα μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.). Οι πλειστηριασμοί διεξάγονται πλέον μόνον ενώπιον συμβολαιογράφων πιστοποιημένων ως υπαλλήλων για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών στα παραπάνω συστήματα. Στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. έχουν πρόσβαση ως χρήστες του (άρθρ. 6 ΥΑ 41756/2017): Α) Οι ενδιαφερόμενοι να ενημερωθούν για τους πλειστηριασμούς (επισκέπτες της ιστοσελίδας), για τους οποίους δεν απαιτούνται ειδικές διαδικασίες εγγραφής, ταυτοποίησης και αναγνώρισης και οι οποίοι έχουν πρόσβαση αποκλειστικά και μόνο στον ελεύθερα προσβάσιμο χώρο των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Β) Οι πιστοποιημένοι στο σύστημα συμβολαιογράφοι που αναρτούν την αναγγελία πλειστηριασμού και διενεργούν τον πλειστηριασμό, οι οποίοι έχουν ελεγχόμενη πρόσβαση για τους συγκεκριμένους πλειστηριασμούς. Γ) Οι πιστοποιημένοι υποψήφιοι πλειοδότες, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα, που, ενεργώντας για λογαριασμό τους ή ως εκπρόσωποι νομικού ή άλλου φυσικού προσώπου, επιθυμούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία ορισμένου πλειστηριασμού, υποβάλλοντας προσφορές, έχουν δε ελεγχόμενη πρόσβαση στους πλειστηριασμούς αυτούς. Αυτοί πιστοποιούνται κατόπιν ηλεκτρονικής υποβολής, μέσω της οικείας ιστοσελίδας, αίτησης εγγραφής με τις απαραίτητες πληροφορίες (ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, ΑΦΜ ή τα στοιχεία τα αναφερόμενα κατά τις κατωτέρω διακρίσεις), διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κωδικό αριθμό πλειστηριασμού στον οποίο ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν), αποδεχόμενοι ανεπιφύλακτα τους «όρους και προϋποθέσεις» χρήσης των συστημάτων και των προσωπικών τους δεδομένων, ταυτοποιούνται δε κατ’ άρθρ. 7 της ΥΑ 41756/2017: α) Όσοι διαθέτουν ελληνικό ΑΦΜ μέσω των διαπιστευτηρίων τους που τηρούνται στα συστήματα TAXISNET της Γ.Γ.Π.Σ. Μετά την ταυτοποίησή τους εγκρίνεται η εγγραφή τους. β) Οι πολίτες κρατών-μελών της ΕΕ, οι οποίοι υποχρεούνται να συμπληρώσουν τον αριθμό ταυτότητας ΦΠΑ (VAT Ιdentification Number) αντί του ΑΦΜ, με τη χρήση των διαπιστευτηρίων που κατέχουν από τα αντίστοιχα συστήματα. Μετά την ταυτοποίηση, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εγκρίνει την εγγραφή τους στα συστήματα. Εάν φυσικό ή νομικό πρόσωπο στερείται αριθμού ΦΠΑ, εφαρμόζονται όσα αναφέρονται παρακάτω υπό στοιχ. δ΄ ή γ΄ αντιστοίχως. γ) Εάν είναι πολίτες τρίτων κρατών ενεργούντες ως νόμιμοι εκπρόσωποι ν.π., καταχωρίζοντας στο σύστημα το έγγραφο πληρεξουσιότητας και είτε υπεύθυνη δήλωση σε μορφή αρχείου pdf ψηφιακά υπογεγραμμένη είτε ένορκη βεβαίωση ή πιστοποιητικό σε όμοια μορφή με επίσημη μετάφραση στην ελληνική και στις δύο περιπτώσεις, στα οποία δηλώνεται και με τα οποία αποδεικνύεται η εγγραφή τους σε επαγγελματικό ή εμπορικό μητρώο. δ) Εάν ενεργούν ως φυσικά πρόσωπα και είναι πολίτες τρίτων κρατών, καταχωρίζοντας στο σύστημα αρχείο σε μορφή pdf που περιέχει σαρωμένο αντίγραφο δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου σε ισχύ και υπεύθυνη δήλωση σε όμοια μορφή ψηφιακά υπογεγραμμένη περί της ορθότητας και εγκυρότητας των υποβαλλόμενων στοιχείων με επίσημη μετάφραση στην ελληνική αμφοτέρων τους. Στις περιπτώσεις γ και δ οι υποψήφιοι έχουν υποχρέωση να προσκομίσουν τα παραπάνω στοιχεία και ως έγγραφα πλέον (σε πρωτότυπο ή ακριβές αντίγραφο) εντός 3 εργάσιμων ημερών στο γραφείο του συμβ/φου, ο οποίος, μετά την ταυτοποίησή τους, εγκρίνει την εγγραφή τους στα συστήματα. Δ) Οι πιστοποιημένοι με τον ίδιο, όπως και οι υποψήφιοι πλειοδότες, τρόπο παρατηρητές- οφειλέτες, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα, που, ενεργώντας για λογαριασμό τους ή ως εκπρόσωποι νομικού ή άλλου φυσικού προσώπου ως οφειλέτη, μπορούν να συμμετάσχουν ως παρατηρητές στη διαδικασία του πλειστηριασμού που σχετίζεται με την οφειλή τους, έχοντας ελεγχόμενη πρόσβαση σ’ αυτόν. Οι τρεις τελευταίες κατηγορίες χρηστών ταυτοποιούνται, αφού υποβάλουν σχετική ηλεκτρονική αίτηση εγγραφής με τα απαιτούμενα για τον καθένα τους αναφερόμενα στο άρθρ. 7 της Υ.Α. 41756/2017 στοιχεία (και τυχόν δικαιολογητικά), οπότε και πιστοποιούνται κατά τον προσδιοριζόμενο τρόπο. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό λαμβάνουν μέρος μόνον πιστοποιημένοι κατά τα ανωτέρω υποψήφιοι πλειοδότες (βλ. ανωτ. αρ. 6). Πλειοδοσία περισσότερων από κοινού δεν επιτρέπεται για τεχνικούς λόγους (βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ΔΑνΕκτ, ΙΙα2, § 59, αρ. 181· Νίκα, ΔΑνΕκτ ΙΙ2, § 48, αρ. 42). Περαιτέρω προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους είναι η καταβολή εγγυήσεως κατ’ άρθρ. 965 Ι (εφόσον η εγγύηση καταβάλλεται σε μετρητά ή με μεταφορά χρημάτων από τραπεζικό λογαριασμό, το ποσό της καταβάλλεται ή μεταφέρεται αποκλειστικά σε ειδικό ακατάσχετο επαγγελματικό λογαριασμό που διατηρείται σε ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού: βλ. ως προς αυτόν και ΥΑ 86979/2017, εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του καταργηθέντος άρθρ. 959Α), εάν προτίθεται δε κάποιος να υπερθεματίσει σε πλειστηριασμό ακινήτου για λογαριασμό τρίτου, απαραίτητη είναι και η ηλεκτρονική υποβολή του πληρεξουσίου του άρθρ. 1003 § 2 ΚΠολΔ. Η τήρηση όλων των παραπάνω διατυπώσεων πρέπει να έχει λάβει χώρα μέχρι ώρα 15:00 δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού, χωρίς να προσμετρώνται η ημέρα της δήλωσης και αυτή του πλειστηριασμού (π.χ. εάν ημέρα πλειστηριασμού ορίσθηκε η Τετάρτη και η Δευτέρα και Τρίτη είναι εργάσιμες, η προθεσμία λήγει ώρα 15.00 της προηγούμενης Παρασκευής, εφόσον αυτή είναι εργάσιμη). Το τέλος χρήσης των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. καταβάλλεται, μετά τον πλειστηριασμό από τον υπερθεματιστή. Προκαταβολή του από όλους τους υποψήφιους πλειοδότες δεν απαιτείται. Με ηλεκτρονικώς υποβαλλόμενη εντός της ίδιας παραπάνω προθεσμίας δήλωση κάθε υποψήφιος πλειοδότης διορίζει αντίκλητο που κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης. Η παράλειψη διορισμού αντικλήτου ειδικώς δεν αποκλείει (σε αντίθεση με τις υπόλοιπες προαναφερόμενες προϋποθέσεις: προηγούμενη πιστοποίηση πλειοδότη, δήλωση συμμετοχής και αποδοχή όρων, καταβολή εγγυήσεως) τη συμμετοχή πλειοδότη στον πλειστηριασμό. Αυτή έχει ως μόνη συνέπεια να θεωρείται αντίκλητος ο γραμματέας του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης (κατάσχεσης), ανεξαρτήτως της έδρας του συμβολαιογράφου που θα διενεργήσει τον πλειστηριασμό. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, μετά την παρέλευση της προθεσμίας που τάσσεται για τις δηλώσεις συμμετοχής, αφού ελέγξει τα αρχεία που υποβλήθηκαν ηλεκτρονικώς από τους υποψήφιους πλειοδότες (αλλά και τα τυχόν έγγραφα στοιχεία που τυχόν απαιτείται να προσκομισθούν σ’ αυτόν, όπως π.χ. τραπεζική επιταγή ή εγγυητική επιστολή για την καταβολή εγγυήσεως κατ’ άρθρ. 965) συντάσσει διαπιστωτική πράξη, μέχρι ώρα 17:00 της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας (όχι απαραιτήτως εργάσιμης), ως προς την τήρηση των διατυπώσεων για τη συμμετοχή ή μη υποψηφίων πλειοδοτών και υποβάλλει στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος. Σ’ αυτόν δεν περιλαμβάνονται όσοι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν τηρήσει τις διατυπώσεις (π.χ. όσοι δεν κατέβαλαν εγγύηση), οι δε υποψήφιοι λαμβάνουν γνώση για τη συμμετοχή τους ή μη διά των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ (άρθρ. 8 ΥΑ 41756/2017). Για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μπορεί να επιλεγεί μία από περισσότερες ημέρες κάθε εβδομάδα και συγκεκριμένα εργάσιμη ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή (με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην § 8), η δε διάρκειά του, ανερχόμενη σε 4 ώρες κατ’ αρχήν, μπορεί να ορισθεί είτε από τις 10:00 π.μ. έως τις 14:00 είτε από τις 14:00 έως τις 18:00. Η διάρκεια αυτή παρατείνεται αυτομάτως κατά 5 λεπτά, εάν κατά το τελευταίο λεπτό του τετραώρου υποβληθεί προσφορά, προκειμένου να δοθεί δυνατότητα στους υπόλοιπους υποψήφιους πλειοδότες να υποβάλουν ακόμη μεγαλύτερη προσφορά. Η αυτόματη παράταση των 5 λεπτών επαναλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση νέας μεγαλύτερης προσφοράς, που υποβλήθηκε κατά το τελευταίο λεπτό της προηγούμενης παράτασης, μέχρι τη συμπλήρωση 2 ωρών το μέγιστο από την αρχικώς ορισθείσα ώρα λήξης του πλειστηριασμού, οπότε ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής προσφορών. Προκειμένου να επιτευχθεί το υψηλότερο δυνατό πλειστηρίασμα με όλα τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται για τον οφειλέτη και για τους συμμετέχοντες στη διανομή του πλειστηριάσματος δανειστές (βλ. αιτ. έκθ. Ν, 4512/2018) επιλέχθηκε ο πλειστηριασμός να είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου. Κατ’ αυτόν μπορούν να υποβάλλονται από τους συμμετέχοντες πλειοδότες, ευρισκόμενους ακόμη και σε απομακρυσμένα μέρη, έως τον χρόνο λήξης της υποβολής προσφορών, συνεχώς διαδοχικές προσφορές (σύστημα συνεχούς αναπλειοδοσίας: βλ. Πλαστήρα, ΕλλΔνη 2017.1038), υψηλότερες από την αμέσως προηγουμένη. Όλες οι προσφορές καταγράφονται στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., οι δε υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από αυτά για το ποσό της προσφοράς τους, τον ακριβή χρόνο υποβολής της, την πραγματοποίηση της εγγραφής της, καθώς και για την εκάστοτε μέγιστη προσφορά, προκειμένου να κρίνουν εάν θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται με τους υπόλοιπους υποψηφίους υποβάλλοντας ακόμη υψηλότερη προσφορά. Κατά τα λοιπά παραβάσεις των ρυθμίσεων που αφορούν τη διάρκεια και τη διαδικασία διεξαγωγής του πλειστηριασμού επιφέρουν ακυρότητα, απαγγελλόμενη μετά από άσκηση ανακοπής του άρθρ. 933, με τη συνδρομή του στοιχείου της δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης (πρβλ. υπό το προϊσχύσαν δίκαιο και ΑΠ 1196/1993, ΕλλΔνη 1995.345 ∙ 347/1995 ΕλλΔνη 1996.1333 ∙ 53/2004, ΕΕμπΔ 2005.782 ο.d.), την οποία πρέπει να επικαλείται ο ανακόπτων, καθορίζοντας σε τί συνίσταται. Αν επικαλείται ότι η μη τήρηση διατυπώσεων (π.χ. ως προς την οριζόμενη διάρκεια του πλειστηριασμού ή τις αυτόματες 5λεπτες παρατάσεις) παρεμπόδισε τρίτους να πλειοδοτήσουν, με αποτέλεσμα να εκπλειστηριασθεί το κατασχεθέν σε τιμή μικρότερη της αξίας του, πρέπει οι τρίτοι να προσδιορίζονται συγκεκριμένα [πρβλ. ΑΠ 610/2002, ΝοΒ 2003.1181, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας (-Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ – Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδ., 2021, άρθ. 959, σ. 388-402].
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων με τον τρίτο λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι ο πλειστηριασμός είναι άκυρος λόγω αναντιστοιχίας της αναγραφείσας στο απόσπασμα ώρας διενέργειας του πλειστηριασμού και αυτής που αναρτήθηκε στο διαδικτυακό ιστότοπο δημοσιεύσεων πλειστηριασμών www.e-auction.gr και ειδικότερα εκθέτει ότι ο πλειστηριασμός εκκίνησε στις 10:00 το πρωί (ως πράγματι αναγραφόταν στο e-auction.gr) αντί στις 14.00 το μεσημέρι, όπως μνημονευόταν αρχικά στην ως άνω υπ’ αριθμ. …./………….. Κατασχετήρια Έκθεση. Προς αιτιολόγηση της ακυρότητας ιστορεί ότι από την παραπάνω πλημμέλεια διενέργειας του πλειστηριασμού δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα αυτού καθώς αφενός δεν τηρήθηκαν (δεν εφαρμόστηκαν) οι όροι διενέργειας του σχετικά με την ακριβή ώρα διεξαγωγής του, αφετέρου δε υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη, μη δυνάμενη να καλυφθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της. Και τούτο διότι, με τις ειδικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά τον επίδικο πλειστηριασμό, αν ο πλειστηριασμός είχε εκκινήσει την ώρα που είχε αναγγελθεί, ήτοι στις 14 μ.μ. και όχι στις 10 π.μ. όπως αυθαίρετα εκκίνησε, θα είχε οδηγήσει στην επίτευξη υψηλότερου πλειστηριάσματος με όλα τα οφέλη που αυτό συνεπάγεται για τον ίδιο, καθώς θα μειώνονταν αντίστοιχα ισόποσα οι οφειλές του προς τους δανειστές του. Αντίστοιχα βέβαια θα λάμβαναν μεγαλύτερα ποσά και οι δανειστές από τη διανομή του μεγαλύτερου πλειστηριάσματος. Προβαίνοντας σε αλλαγή της ώρας εκκίνησης του επίδικου πλειστηριασμού, εν αγνοία των πλειοδοτών προκλήθηκε σε αυτόν αναμφίβολα περιουσιακή βλάβη, η οποία ανέρχεται σε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ δεδομένου ότι εντός 2 ωρών και 19 λεπτών εξασφαλίστηκε προσφορά στις 345.000 ευρώ, ενώ αν πραγματικά είχε διαρκέσει ο πλειστηριασμός 6 ώρες (4 ώρες κανονικής διάρκειας με εκκίνηση στις 14 μ.μ. πλέον 2 ωρών παράτασης) το πλειστηρίασμα θα είχε ξεπεράσει τις 500.000 ευρώ με βάση τις διαρκείς προσφορές που υποβλήθηκαν όταν πλέον συμμετείχαν όλοι οι πλειοδότες.
Ο λόγος αυτός ανακοπής στο μέτρο που επικαλείται απόλυτη ακυρότητα είναι νόμω αβάσιμος, σύμφωνα και με την υπό το στοιχείο V νομική σκέψη, δοθέντος ότι η μη τήρηση των ρυθμίσεων που αφορούν τη διάρκεια και τη διαδικασία διεξαγωγής του πλειστηριασμού επιφέρουν ακυρότητα με τη συνδρομή του στοιχείου της δικονομικής ή περιουσιακής βλάβης. Περαιτέρω, είναι αόριστος, δοθέντος ότι δεν επικαλείται ποιός εκ των τριών λοιπών συμμετεχόντων – πλειοδοτών στη διαδικασία του πλειστηριασμού εμποδίστηκε από το να προσφέρει μεγαλύτερη προσφορά και μάλιστα με ποιό τρόπο συνέβη αυτό, δοθέντος μάλιστα ότι, όπως ομολογεί, περί ώρα 13:34 (ήτοι πριν από την αναφερόμενη στην έκθεση κατάσχεσης ώρα 14:00) και οι τέσσερις υποψήφιοι πλειοδότες είχαν εισέλθει στην πλατφόρμα e auction, λαμβάνοντας γνώση (τουλάχιστον οι δύο εξ αυτών που εισήλθαν στις 13:34) ότι ο πλειστηριασμός είχε αρχίσει, ενώ διαπίστωσαν (όπως ομολογείται) ότι είχαν γίνει τρεις προσφορές. Ακολούθως, μάλιστα, ομολογείται ότι και οι τέσσερις πλειοδότες προέβησαν συνολικά σε 138 προσφορές με αποτέλεσμα το επιτευχθέν πλειστηρίασμα να ανέλθει στο ποσό των 345.000 €, έναντι τιμής πρώτης προσφοράς ύψους 210.000 €. Ο ισχυρισμός δε του ανακόπτοντος ότι οι πλειοδότες δεν γνώριζαν τον ακριβή χρόνο έναρξης και πως αν είχαν εισέλθει στο σύστημα θα προσέφεραν περισσότερα ποσά, λαμβάνει το αιτούμενο (την επίτευξη υψηλότερου πλειστηριάσματος) ως δεδομένο. Σε καμία δε, λογική συνεπαγωγή δεν προβαίνει ο ανακόπτων κατά την οποία να καθίσταται λογικά απρόσβλητος ο συλλογισμός του. Άλλωστε, επισημαίνεται ότι το βασικό στοιχείο του συλλογισμού του, ήτοι ότι οι ενδιαφερόμενοι να συμμετάσχουν στον πλειστηριασμό αγνοούσαν ότι ο πλειστηριασμός θα ξεκινούσε στις 10:00 ανατρέπεται από τις ενέργειες στις οποίες θα έπρεπε να προβούν αυτοί προκειμένου να συμμετάσχουν σε αυτόν. Ειδικότερα, σύμφωνα και με την υπό το στοιχείο V νομική σκέψη οι υποψήφιοι πλειοδότες, α) ταυτοποιούνται, αφού υποβάλουν σχετική ηλεκτρονική αίτηση εγγραφής με τα απαιτούμενα για τον καθένα τους αναφερόμενα στο άρθρ. 7 της Υ.Α. 41756/2017 στοιχεία (και τυχόν δικαιολογητικά), οπότε και πιστοποιούνται κατά τον προσδιοριζόμενο τρόπο, ακολούθως, β) δηλώνουν ηλεκτρονικώς τη συμμετοχή τους στον συγκεκριμένο πλειστηριασμό σύμφωνα με τους όρους του, επιλέγοντας στην οικεία ιστοσελίδα τον κωδικό αριθμό του συγκεκριμένου πλειστηριασμού (άρθρ. 8 ΥΑ 41756/2017), οπότε λαμβάνουν πλήρη γνώση από την ηλεκτρονική πλατφόρμα e auction όλων των στοιχείων του πλειστηριασμού, και προεχόντως τον χρόνο έναρξης, ακολούθως γ) καταβάλουν εγγύηση κατ’ άρθρ. 965 § 1 ΚΠολΔ καταβάλλοντας την αποκλειστικά σε ειδικό ακατάσχετο επαγγελματικό λογαριασμό που διατηρείται σε ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Σημαντική δε είναι η απαίτηση του νομοθέτη όλα τα παραπάνω να έχουν λάβει χώρα μέχρι ώρα 15:00 δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού, χωρίς να προσμετρώνται η ημέρα της δήλωσης και αυτή του πλειστηριασμού, ενώ ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει διαπιστωτική πράξη, την παραμονή μέχρι ώρα 17:00 της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας ως προς την τήρηση των διατυπώσεων για τη συμμετοχή ή μη υποψηφίων πλειοδοτών και υποβάλλει στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος. Σε συνέχεια της έγκρισης, οι πλειοδότες λαμβάνουν e-mail από το ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ με το οποίο ενημερώνονται ότι έχουν δικαίωμα συμμετοχής στον πλειστηριασμό, ο οποίος περιγράφεται καθ’όλα τα στοιχεία του (τόπος και ιδίως χρόνος). Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι ο αριθμός των ενδιαφερομένων λαμβάνει πλήρως γνώση του πλειστηριασμού από την εφαρμογή e auction και διαμέσω αυτής διενεργεί όλα τα απαιτούμενα στάδια για τη συμμετοχή του σε αυτόν, ενώ ο εγγεγραμμένος Υποψήφιος Πλειοδότης δύναται επιπλέον να λαμβάνει αυτόματες ειδοποιήσεις μέσω email και να ειδοποιείται σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν τη χρονική στιγμή έναρξης του πλειστηριασμού. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι οι υποψήφιοι πλειοδότες αγνοούσαν τον ακριβή χρόνο έναρξης του πλειστηριασμού, όπως και ο επικουρικός ισχυρισμός ότι ο επίδικος πλειστηριασμός διήρκησε 4 ώρες, αφού ομολογείται ότι διήρκησε έξι ώρες (από 10:00 έως 16:00). Εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ανακοπής, ως αβάσιμος.
VI. Με τη λήξη της διαδικασίας υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών, το αποτέλεσμα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ανακοινώνεται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων και όσοι έχουν πλειοδοτήσει ενημερώνονται αμελλητί (άρθρο 959 παρ. 12 εδ. α, β ΚΠολΔ). Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού συντάσσει την έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, σύμφωνα με το άρθρο 959 παρ. 12 εδ. γ ΚΠολΔ. Όσα συνέβησαν στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού περιέχονται στην κατακυρωτική έκθεση, που συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (άρθρα 965 παρ. 2 εδ. β, 1003 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η έκθεση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 117 παρ. 2 ΚΠολΔ, μπορεί να συντάσσεται και με ηλεκτρονικά μέσα. Εκτός από τα τυπικά στοιχεία της κάθε έκθεσης (άρθρο 117 ΚΠολΔ) και την περιγραφή όλης της διαδικασίας του πλειστηριασμού, με καταχώριση όλων των προσφορών που έγιναν (άρθρο 965 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), αυτή περιλαμβάνει και την κατακύρωση με τους όρους που ενδεχομένως υπάρχουν στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, εφόσον αφορούν την κατακύρωση και δεσμεύουν τον υπερθεματιστή (άρθρο 1003 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από την έκθεση πρέπει να προκύπτει και η ταυτότητα του ακινήτου για το κύρος της μεταγραφής της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, δίχως όμως η έλλειψη της ακριβούς περιγραφής να επιφέρει ακυρότητα. Η κατακυρωτική έκθεση πρέπει, επίσης, να περιέχει και τη βεβαίωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού για τη νόμιμη διενέργεια του πλειστηριασμού, βάσει του ελέγχου του για τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων της προδικασίας και της διενέργειάς του. Αν δεν γίνει κατακύρωση για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. άρθρα 964 εδ. δ, 966 παρ. 1,2, 3, 969 παρ. 2 εδ. α, 1001 εδ. δ, 1002 παρ. 2 ΚΠολΔ), η έκθεση περιέχει τη βεβαίωση της ματαίωσης της κατακύρωσης και την αιτία της. Με βάση το άρθρο 117 ΚΠολΔ, η έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, πρέπει να συντάσσεται, όταν γίνεται η πράξη, με την παρουσία όσων συμπράττουν. Η έκθεση πλειστηριασμού πρέπει να υπογράφεται από τον συντάκτη της υπάλληλο του πλειστηριασμού και από το πρόσωπο που συνέπραξε. Από τους διαδίκους η έκθεση υπογράφεται μόνον όταν η παρουσία τους κατά τον χρόνο της υπογραφής απορρέει από το περιεχόμενό της. H παράλειψη αναγραφής ή η ανακρίβεια των στοιχείων που συνιστούν το κατά νόμο περιεχόμενο της έκθεσης του πλειστηριασμού επιφέρει ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης. Η κατακυρωτική έκθεση είναι δημόσιο έγγραφο και αποτελεί πλήρη απόδειξη για ό,τι βεβαιώνει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ότι έγινε από τον ίδιο ή ενώπιόν του, π.χ. σχετικά με τις προσφορές που έγιναν (άρθρο 965 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή με τις δηλώσεις των πλειοδοτών. Για τα ως άνω επιτρέπεται μόνο προσβολή για πλαστότητα (άρθρο 438 ΚΠολΔ). Για γεγονότα, όμως, την αλήθεια των οποίων διαπιστώνει ο συμβολαιογράφος, π.χ. ότι ο πλειοδότης δεν έχει κώλυμα για να πλειοδοτήσει (άρθρο 965 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, 533 ΑΚ), δημιουργείται πλήρης απόδειξη, χωρεί όμως ανταπόδειξη με όλα τα μέσα της απόδειξης (άρθρο 440 ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει για όσα αφηγηματικά εκθέτει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού για την προδικασία του πλειστηριασμού ή την προηγούμενη διαδικασία, διότι έχουν άμεση σχέση με το κύριο αντικείμενο της κατακυρωτικής έκθεσης (άρθρο 441 παρ. 2 ΚΠολΔ). Oταν ανατρέπεται η πλήρης αποδεικτική δύναμη της έκθεσης πλειστηριασμού ανατρέπεται και αυτή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης κατ’ άρθρο 436 ΚΠολΔ, διότι υπάρχει σχέση αναφέροντος και αναφερόμενου εγγράφου, το ουσιώδες περιεχόμενο του οποίου υπάρχει στο αναφέρον (Σ. Πανταζόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2η έκδ., 2022, σ. 558-560, Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τόμ. 2, 2η έκδ., 2018, § 48, σ. 424-426).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων με τον τέταρτο λόγο ανακοπής επικαλείται ακυρότητα του πλειστηριασμού λόγω της ελλιπούς παράθεσης στην Έκθεση Πλειστηριασμού των νόμιμων διατυπώσεων και συγκεκριμένα λόγω ανεπαρκούς αναφοράς στα στοιχεία των επιδόσεων του υπ’ αριθμ. ……/…….. αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης. Περαιτέρω δε, επικαλείται ότι υπέστη δικονομική βλάβη μη δυνάμενη να θεραπευτεί, κατά το άρθρο 159 παρ. 3 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο γεγονός της ελλιπούς μνείας των στοιχείων των επιδόσεων, με βλαπτικό προς αυτόν αποτέλεσμα να μην μπορεί να γνωρίζει εάν οι εν λόγω επιδόσεις έγιναν εμπροθέσμως και προσηκόντως προς τους ενυπόθηκους και προσημειούχους δανειστές του ενώ η μη έγκαιρη γνωστοποίηση της διενέργειας του πλειστηριασμού στους δυνητικά ενδιαφερόμενους δανειστές του, η μη συμμετοχή τους στην διαδικασία του πλειστηριασμού και κατ’ επέκταση η μη επίτευξη υψηλότερου πλειστηριάσματος.
Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στο νόμο, δεδομένου ότι δεν απαιτείται πλέον από το νόμο η μνεία στην προγενέστερη διαδικασία, όπως η μνεία του εκτελεστού τίτλου, η επίδοση της επιταγής, η κατάσχεση και τα σχετικά της προδικασίας του πλειστηριασμού, στις οποίες περιλαμβάνονται οι κατ’ άρθρ. 960 ή 999 ΚΠολΔ ή άλλες ειδικές διατάξεις διατυπώσεις, δοθέντος ότι τέτοια υποχρέωση πλέον δεν υπάρχει, παρά μόνο η μνημονευθείσα περί καταχώρισης στην έκθεση του μόνο όλων των προσφορών που έγιναν.
Συνεπώς, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στις εκκαλούσες (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α) την υπό το στοιχείο Α από 5-4-2023 έφεση (αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2023 με αριθμό προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου .-6/4/2023) και β) υπό το στοιχείο Β από 5-4-2023 έφεση (αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2023 με αριθμό προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου .-6/4/2023).
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 274/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει τη με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. ./2022 ανακοπή, το με αριθμό καταθέσεως Γ.Α. ./2022 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, τη με αριθμό καταθέσεως δικογράφου Γ.Α. ./2022 ανακοίνωση δίκης και τη με αριθμ. κατάθεσης ΓΑ ./2022 πρόσθετη παρέμβαση.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Διατάσσει την επιστροφή στις εκκαλούσες του παραβόλου εκάστης έφεσης.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Ηράκλειο σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Μαΐου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ