Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία. Ευθύνη τράπεζας προς αποζημίωση. Προστασία καταναλωτή. Ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής. Ευθύνη τράπεζας από παράνομη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της.
Αριθμός Απόφασης: 1792/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Σπυρίδου, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και τη Γραμματέα Εμορφίλη Μπαλτατζή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Μαΐου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ- ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1)… 3) …, απάντων ατομικά και ως κληρονόμων του αποβιώσαντος την 6-2-2018 πρώτου ενάγοντος …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν βάσει ΔΗΛΩΣΕΩΣ κατ’ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ΤΙΓΚΑ ΑΝΤΩΝΙΟ με A.M. 000102 του Δ.Σ. ΤΡΙΚΑΛΩΝ
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ -ΚΑΘ’ ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου αρ. 40), ΑΦΜ ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με ΑΦΜ ., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία -πιστωτικό ίδρυμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» ως καθολικής διαδόχου με απορρόφηση της «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕΠΕΥ» που εδρεύει στην Αθήνα, Καρνεάδου αρ. 25-29 και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ., 3) …, οι οποίες άπασες εκπροσωπήθηκαν βάσει ΔΗΛΩΣΕΩΣ κατ’ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ΝΙΚΟΛΑΟ ΚΑΝΕΛΛΙΑ με A.M. 011528 του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.
Οι ενάγοντες-εκκαλούντες και ο . (στη θέση του οποίου, μετά τον θάνατο του που επήλθε στις 6-2-2018 υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του οι λοιποί ενάγοντες-εκκαλούντες) με την από 3-3-2017 με αριθμό κατάθεσης ./3-3-2017 αγωγή τους που άσκησαν κατά των εναγομένων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ αριθμ. 4294/2018 οριστική απόφαση του δικάζοντας την αγωγή ,αντιμωλία των διαδίκων, την απέρριψε.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με την από 15-1-2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (ενώπιον της γραμματείας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ./20-1-2020 έφεση τους ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (αρ. κατ. ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης ./20-1-2020) και με τους από 22-4-2021 με αρ. κατάθεσης ./23-4-2021 πρόσθετους λόγους έφεσης. Δικάσιμος για τη συζήτηση της εφέσεως είχε ορισθεί αρχικά η 6-11-2020. Κατά την ως άνω δικάσιμο η συζήτηση της εφέσεως ματαιώθηκε συνεπεία της προσωρινής αναστολής λειτουργίας όλων των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του covid-19. Με την 327/2020 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης διατάχθηκε η συζήτηση της εφέσεως κατά την δικάσιμο της 5-3-2021 οπότε ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο λόγο και ακολούθως με την 97/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης διατάχθηκε η συζήτηση της- κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε προσδιορίσθηκε και η συζήτηση των πρόσθετων λόγων της.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνηση των ως άνω δικογράφων από το σχετικό πινάκιο στη σειρά τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει, και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 15-1-2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (ενώπιον της γραμματείας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ./20-1-2020 έφεση (αρ. κατ. ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης ./20-1-2020) κατά της υπ’ αριθ. 4294/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το νόμιμο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 περ.Α εδ.γ ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Παραδεκτός, επίσης, είναι και ο πρόσθετος λόγος έφεσης που άσκησαν οι εκκαλούντες με το από 22-4-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου (αριθ. κατ. ./23-4-2021) και κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα στις εφεσίβλητες, ο οποίος-αφορά κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτός και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, συνεκδικαζόμενος με την έφεση (άρθρα 246, 520 παρ. 2, 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 3-3-2017 με αριθμό κατάθεσης ./3-3-2017 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης οι εκκαλούντες και ο κληρονομηθείς από αυτούς κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή . (πατέρας των δυο πρώτων εκκαλούντων και σύζυγος της τρίτης εκκαλούσας, οι οποίοι δεν αποποιήθηκαν την κληρονομιά του βλ. τα προσκομιζόμενα σχετικά πιστοποιητικά του Δήμου Θέρμης και του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης) που απεβίωσε στις 6-2-2018 (μετά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου βλ. το από 7-2-2018 απόσπασμα της ./2019 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Θεσσαλονίκης), ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα: Ότι επί σειρά ετών τηρούσαν στην πρώτη εναγομένη, αποκλειστικά και μόνο απλούς καταθετικούς και προθεσμιακούς λογαριασμούς για την αποταμίευση των χρημάτων τους, ότι κατόπιν προτροπής της πρώτης εναγομένης και δυνάμει συμβάσεως που συνήψαν με τις δυο πρώτες εναγόμενες μετέφεραν τις καταθέσεις τους στο τμήμα αυτών “private banking” και ότι, παρότι κατέστησαν εκ νέου σαφές στις δυο πρώτες εναγόμενες την πρόθεση τους να συνεχίσουν να τοποθετούν τα χρήματα τους σε απλούς προθεσμιακούς λογαριασμούς, αυτές διά της προστηθείσας υπαλλήλου τους, τρίτης εναγομένης, κατά τη σύναψη της υπ’ αρ. ./12.11.2002 πρόσθετης πράξης στην ως άνω σύμβαση περιορισμένης εντολής, παρέστησαν σε αυτούς ψευδώς και τους έπεισαν ότι οι τοποθετήσεις χρημάτων που θα πραγματοποιούνταν εφεξής δυνάμει της νέας σύμβασης θα προσιδίαζαν ως προς τα χαρακτηριστικά τους στις προθεσμιακές καταθέσεις, δεν θα είχαν δηλαδή κανέναν κίνδυνο, θα ήταν άμεσα ρευστοποιήσιμες και θα απέφεραν σταθερό εισόδημα σε ετήσια βάση και ακολούθως, έχοντας παρουσιάσει σε αυτούς και άλλα παρεμφερή προϊόντα, τους παρουσίασαν για την τοποθέτηση των χρημάτων τους ένα ομόλογο εκδόσεως της εταιρίας ASPIS FINANCE PLC με κωδικό IS IN ., παριστώντας σε αυτούς ψευδώς ότι αυτό προσιδίαζε ως προς τα χαρακτηριστικά του στις προθεσμιακές καταθέσεις, ότι ήταν μηδενικού ρίσκου, ότι το κεφάλαιο τους ήταν απόλυτα εγγυημένο από την πρώτη εναγόμενη και ότι μπορούσαν να αναλάβουν τα χρήματα τους ανά πάσα στιγμή. Ότι από τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις, πείστηκαν και αγόρασαν στις 25.10.2005 το ανωτέρω ομόλογο με χρήματα από την πώληση προηγούμενων τίτλων τους και έχοντας την πεπλανημένη πεποίθηση ότι τοποθετούσαν τα χρήματα τους σε απολύτως ασφαλή τραπεζικά προϊόντα, όμοια με τις προθεσμιακές καταθέσεις που τηρούσαν ως τότε, ενώ η αλήθεια, την οποία διαπίστωσαν το πρώτον το Σεπτέμβριο του 2008, ήταν ότι το παραπάνω τραπεζικό προϊόν ήταν ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης, πράγμα που σήμαινε ότι θα κατατασσόταν τελευταίο σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής στη σειρά ικανοποίησης των δανειστών του εκδότη του ομολόγου, εμπεριείχε μεγάλο επενδυπκό κίνδυνο, δεν είχε καμία σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις, εγγυήτρια του δε δεν ήταν η πρώτη εναγομένη αλλά η τράπεζα ASPIS ΒΑΝΚ, Ότι μετά την ανάκληση της άδειας της τράπεζας ASPIS BANK και τη θέση σε ειδική εκκαθάριση αυτής αλλά και της εκδότριας του ομολόγου ASPIS FINANCE PLC, το παραπάνω ομόλογο έχασε εντελώς την αξία του. Ότι η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων προκάλεσε σε αυτούς πλάνη για τα χαρακτηριστικά του τραπεζικού προϊόντος που αγόρασαν, η οποία είναι ουσιώδης, αφού, εάν γνώριζαν ότι πρόκειται για προϊόν σαφώς διαφορετικό, κατά τα ήδη αναφερθέντα, από μια απλή προθεσμιακή κατάθεση, την οποία στην πραγματικότητα επιθυμούσαν, δεν θα το αγόραζαν. Ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες, κατά παραβίαση της τραπεζικής νομοθεσίας, διέθεσαν το επίδικο τραπεζικό προϊόν μέσω της υπαλλήλου τους, τρίτης εναγομένης, η οποία δεν διέθετε την απαραίτητη πιστοποίηση, χωρίς να εκδώσουν και να υποβάλουν προς έγκριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο για το προϊόν και χωρίς να επιτρέπεται καμία ενέργεια προσέλκυσης του ελληνικού επενδυτικού κοινού για την αγορά του προϊόντος. Ότι οι εναγόμενες παραβίασαν τις διατάξεις του ΚΔΕΠΕΥ, του ν. 3606/2007 και του ν. 2251/1994, αφού δεν τους παρείχαν επενδυτικές συμβουλές κατάλληλες για τους σκοπούς που επιθυμούσαν (άμεση πρόσβαση στα χρήματα τους, αποκομιδή σταθερού εισοδήματος, αποφυγή οποιουδήποτε επενδυτικού κινδύνου), δεν τους παρουσίασαν τα κατάλληλα επενδυτικά προϊόντα αλλά ένα προϊόν εντελώς ακατάλληλο για τους ίδιους, του οποίου τα αληθή χαρακτηριστικά δεν τους γνωστοποίησαν, αντίθετα τα απέκρυψαν, κατά παράβαση και των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Ότι οι εναγόμενες με βάση τα ανωτέρω δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια κατά τη λειτουργία της συναφθείσας με τους ενάγοντες σύμβασης εντολής. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις αλόκληρον έκαστη σε καθένα από αυτούς: α) το ποσό των 68.750 ευρώ που επένδυσαν στο παραπάνω ομόλογο και συνολικά 275.000 ευρώ πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την απώλεια του ισόποσου κεφαλαίου τους που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία του ομολόγου που αγόρασαν και σήμερα έχει εκμηδενιστεί, β) το ποσό των 6.917,25 ευρώ και συνολικά 27.669 ευρώ που απώλεσαν από τόκους που θα εισέπρατταν με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά το χρονικό διάστημα από 10.11.2011 μέχρι 10.2.2015 από την εκδότρια του ομολόγου σε εκτέλεση αντίστοιχης συμβατικής της υποχρέωσης, γ) το ποσό των 1.193 ευρώ και συνολικά 4.772 ευρώ που κατέβαλαν ως προμήθεια στις εναγόμενες για την αγορά του επίδικου ομολόγου πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής και δ) το ποσό των 10.000 ευρώ πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες έτρεψαν το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό : 1) στο σύνολο του ως προς τα υπό στοιχεία β, γ και δ κονδύλια και 2) εν μέρει και συγκεκριμένα ως προς το ποσό των 195.000 ευρώ (από το συνολικό των 275.000 ευρώ) ως προς το υπό στοιχείο α κονδύλιο.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 4294/2018 οριστική απόφαση του έκρινε νόμιμη και ορισμένη την αγωγή κατά ένα μέρος, την απέρριψε ως μη νόμιμη κατά τα λοιπά και κατά το μέρος που την έκρινε νόμιμη, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεση και τον πρόσθετο λόγο της και επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά το μέρος που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και, ύπαρξη αιπώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους όικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β. 500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β’ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.”… Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τά απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.”. Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνιυστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς.” …Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ).
Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. ʼλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΈΚ, γνωστή ως MIF1D, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013).
Από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του “προμηθευτή” προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην “απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε “εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν, όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσες, εκ μέρους του “προμηθευτή”, συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 1228/2019 Τ.Ν.Π.'”Νόμος”).
Από την εκτίμηση των μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους προσκομιζομένων εγγράφων και των ακόλουθων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων : α) υπ’ αρ. …/2017 ενώπιον της (συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ., ./2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ., ./2017 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Κοζάνης και ./2021 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των εναγόντων-εκκαλούντων μετά από κλήτευση των εναγομένων- εφεσίβλητων (βλ. τις εκθέσεις επιδόσεως υπ’ αρ. …/2017 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., …/2017 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης . και ./2021 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ..) και β) υπ’ αρ. ./2017 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . που λήφθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια των εναγομένων-εφεσίβλητων μετά από κλήτευση των εναγόντων-εκκαλούντων (βλ. την υπ’ αρ. .Α/2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης .), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων ., πατέρας των δεύτερου και τρίτου και σύζυγος της τέταρτης των εναγόντων που, όπως προεκτέθηκε, απεβίωσε στις 6-2-2018 ήτοι μετά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και πριν από την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως, ήταν πελάτης της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας από το έτος 1989 καθώς τηρούσε σε αυτήν τις αποταμιεύσεις του (σε απλές και προθεσμιακές καταθέσεις) και την χρησιμοποιούσε για τις συναλλακτικές ανάγκες της επιχείρησης (βιοτεχνίας παιδικών ενδυμάτων) που διατηρούσε μέχρι τή συνταξιοδότηση του. Το έτος 1999 του προτάθηκε από τους υπαλλήλους του 701 υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης στη Θεσσαλονίκη, με το οποίο έως τότε συνεργαζόταν, να μεταφερθεί στο πελατολόγιο του τμήματος της Ιδιωτικής Τραπεζικής της (Private Banking) διότι λόγω του ύψους των καταθέσεων του (500.000 ευρώ) ανήκε στο “εκλεκτό πελατολόγιο “της, προκειμένου έτσι να έχει μεγαλύτερα προνόμια και καλύτερη αξιοποίηση των καταθέσεων του. Ο πρώτος ενάγων ,έχοντας εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης λόγω της άριστης μέχρι τότε συνεργασίας τους, αποδέχτηκε την πρόταση αυτή και συνήψε (μαζί με τους λοιπούς ενάγοντες, συνδικαιούχους των τραπεζικών του καταθέσεων) με την πρώτη εναγομένη, την ./27-3-1999 Σύμβαση Περιορισμένης Εντολής, με περιεχόμενο την πραγματοποίηση επενδυτικών πράξεων που ειδικότερα προβλέπονταν σε αυτήν από την πρώτη εναγομένη μετά από εντολή τους. Το έτος 2002, ο ( προϊστάμενος του 701 υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης με το οποίο συνεργαζόταν ο πρώτος ενάγων) μαζί με την τρίτη εναγομένη που κατ’ εκείνο το χρόνο ήταν διευθυντικό στέλεχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Αλφα Επενδυτικές Υπηρεσίες Α.Ε.Π.Ε.Υ” (θυγατρικής της πρώτης εναγομένης, της οποίας καθολική διάδοχος κατόπιν συγχωνεύσεως με απορρόφηση κατέστη το έτος 2009 η δεύτερη εναγομένη) και διηύθυνε το τμήμα Private Banking των δυο πρώτων εναγομένων, ενεργώντας υπό τις παραπάνω ιδιότητες τους προσέγγισαν τον πρώτο ενάγοντα και του πρότειναν να συνεργαστεί μαζί τους προκειμένου να τοποθετήσει τις καταθέσεις του σε ασφαλή αποταμιευτικά προϊόντα ώστε να πετύχει καλύτερες αποδόσεις του κεφαλαίου του. Ο πρώτος ενάγων δέχθηκε την πρόταση αυτή και συνήψε μαζί με τους λοιπούς ενάγοντες που ήταν συνδικαιούχοι των καταθέσεων του και την τρίτη εναγομένη, που εκπροσωπούσε ως υπάλληλος τους τις λοιπές εναγόμενες, την με αριθ../12-11-2002 πρόσθετη (στην ως άνω σύμβαση) πράξη που τροποποίησε την αρχική σύμβαση και στην οποία συμφωνήθηκε να υπεισέλθει και η δεύτερη εναγόμενη. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή (άρθρο 3.1), οι δυο πρώτες εναγόμενες (“Εταιρείες”) ανέλαβαν την υποχρέωση να καταρτίζουν συναλλαγές επί του χαρτοφυλακίου των εναγόντων (“Επενδυτών”), σύμφωνα με τις εντολές που θα ελάμβαναν από αυτούς, επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονταν στην παράγραφο Γ (I) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996, εκτός από τις συναλλαγές επί παραγώγων (3.2). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της έγγραφης αναλυτικής παρουσίασης των επενδυτικών κινδύνων, ρητά συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων στον όρο 9.1 της παραπάνω πρόσθετης πράξης, ότι «λόγω των μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι Εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του Επενδυτή, δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του Επενδυτή», ενώ σύμφωνα με τον όρο 9.2 της ίδιας πρόσθετης πράξης, συμφωνήθηκε ότι «οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία, που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής,’ από συναλλαγή που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε Επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται προς τις Εταιρίες είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των Εταιριών». Επιπλέον, στο παράρτημα Α της πρόσθετης πράξης, που ρύθμιζε τους κινδύνους που αναλάμβαναν οι ενάγοντες συμφωνήθηκε ότι μεταξύ των άλλων επενδυτικών κινδύνων που ανέλαβαν οι επενδυτές ήταν και ο πιστωτικός κίνδυνος, ο οποίος προκαλείται εφόσον η εκδότρια των αξιών εταιρία ή ο αντισυμβαλλόμενος κατά περίπτωση ενδέχεται να μην εκπληρώσουν αναληφθείσες υποχρεώσεις τους (ενδεικτικά πληρωμή μερίσματος, τοκομεριδίων κ.λπ.). Επίσης, σύμφωνα με ρητό όρο του ίδιου παραρτήματος Α, συμφωνήθηκε ότι ο επενδυτής θα πρέπει να γνωρίζει ότι βασική αρχή είναι ότι η αναμενόμενη απόδοση είναι αντίστοιχη του επενδυτικού κινδύνου που αναλαμβάνει. Με άλλα λόγια, μεγαλύτερη απόδοση συνεπάγεται μεγαλύτερο κίνδυνο. Επίσης, με το ίδιο παράρτημα έγινε γνωστό στους ενάγοντες ότι οι επενδυτικές επιλογές τους ενέχουν, εκ της φύσεως τους, κινδύνους μειώσεως της αξίας της επενδύσεως τους, για τους οποίους οι αντισυμβαλλόμενες δεν είναι δυνατόν να φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη και ότι, επομένως, δεν είναι δυνατή ούτε η προεξόφληση ή εγγύηση οποιουδήποτε επιπέδου απόδοσης, ούτε η βέβαιη διαφύλαξη ή αύξηση του επενδυτικού κεφαλαίου, το οποίο υπόκειται, στο σύνολο του, στους πάσης φύσεως επενδυτικούς κινδύνους.
Από τα παραπάνω, και ιδίως από τους όρους 3.1 και 9.2, συμπεραίνεται ότι οι κατά τη σύμβαση αυτή, παρεχόμενες στους ενάγοντες υπηρεσίες των εναγομένων εξαντλούνταν στην παρουσίαση των εκάστοτε διαθέσιμων επενδυτικών προϊόντων, χωρίς έκφραση οποιοσδήποτε γνώμης για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων συναλλαγών, ενώ, οι ενάγοντες έλαβαν γνώση των κινδύνων που ανέλαβαν, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο κίνδυνος ολοσχερούς απώλειας του κεφαλαίου τους. Τον Οκτώβριο του έτους 2005 η τρίτη εναγομένη, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της και εκπροσωπώντας τις δυο πρώτες εναγόμενες, υπέδειξε μετ επιτάσεως στον πρώτο ενάγοντα (ο οποίος διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο και για λογαριασμό των λοιπών) ως πλέον συμφέρουσα γι’ αυτόν την τοποθέτηση των χρημάτων του σε ένα νέο ομόλογο,το ASPIS FINANCE PLC με κωδικό (SIN XS., το οποίο, κατά δήλωση της, ήταν σύμφωνο με το συντηρητικό του προφίλ, προσιδίαζε στις προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις, ήταν μηδενικού ρίσκου και είχε «καλή απόδοση». Ο πρώτος ενάγων πείσθηκε ότι όσα του ανέφερε ήταν αληθή και στις 25-10-2005 έδωσε εντολή για την μεταφορά ποσού 275.000 ευρώ που προερχόταν από την πώληση προηγούμενων τίτλων (των εναγόντων) για την αγορά του ως άνω ομολόγου έκδοσης της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «ASPΙS FINANCE PLC», λήξης την 10-02-2015, ονομαστικής αξίας 275.000 ευρώ, για το οποίο κατέβαλε ως ποσό διακανονισμού το ποσό των 279.772,08 ευρώ. Για την εν λόγω αγορά χορηγήθηκε στον πρώτο ενάγοντα ένα έγγραφο με τίτλο «Αποδεικτικό εντολής συναλλαγής (Ομόλογα)», όπου στο άνω αριστερό τμήμα αυτού αναγραφόταν η επωνυμία «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ» και κάτωθεν αυτής οι επωνυμίες «Alpha Bank» και «Alpha Private ΕΠΕΥ», ενώ αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου περιείχε αποκλειστικά και μόνο τα ανωτέρω στοιχεία, στη θέση δε με ένδειξη «εκδότης» αναγράφονταν η λέξη «corporate» και όχι η επωνυμία της εκδότριας του ομολόγου, πλην όμως αναγραφόταν ότι επρόκειτο για το ομόλογο «ASPIS FINANCE PLC 10-2-2005», χωρίς στο εν λόγω αποδεικτικό συναλλαγής να αναφέρεται η πιστοληπτική διαβάθμιση του ομολόγου και ότι επρόκειτο για ομόλογο προερχόμενο από τη δευτερογενή αγορά. Όπως αποδείχθηκε εκδότρια του ομολόγου ήταν η εταιρία με την επωνυμία «ASPIS FINANCE ΡίΟ»,η οποία είχε έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Λονδίνο), είχε εκδώσει την 10-02-2005 ομολογιακό δάνειο ύψους 50.000.000 ευρώ, με ημερομηνία λήξης την 10-02-2015, το οποίο ήταν αμετακλήτως εγγυημένο από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ASPIS BANK Α.Ε.». Η εκδότρια του ομολογιακού δανείου ήταν 100% θυγατρική εταιρία της εγγυήτριας τράπεζας και είχε συσταθεί μόλις την 16-11-2004 στην Αγγλία και την Ουαλία ως δημόσια εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Public Limited Company), διεπόμενη από το Αγγλικό δίκαιο.Η εκδότρια εταιρεία είχε μετοχικό κεφάλαιο 50.000 λίρες Αγγλίας και δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία εκτός από την προσδοκία επιστροφής του δανείου από την εγγυήτρια εταιρεία. Η τελευταία ήταν πιστωτικό ίδρυμα υπό την έννοια του άρθρου 1 αρ. 1 Ν. 3606/2007, με έδρα την Αθήνα ,η οποία ήλεγχε καθ ολοκληρίαν την εκδότρια του ομολόγου. Το ανωτέρω ομολογιακό δάνειο δεκαετούς διάρκειας είχε συμβατικό κυμαινόμενο επιτόκιο, υπολογιζόμενο ανά τρεις μήνες, με πρώτη ημερομηνία αυτή της έκδοσης του (10-02-2005) και περιθώριο ανερχόμενο σε + 1,35% για κάθε χρόνο από την έκδοση του δανείου έως την πρώτη πιθανή ημερομηνία ανάκλησης του (ήτοι την 10-02-2010) και σε + 2,65% για κάθε χρόνο από την πρώτη πιθανή ημερομηνία ανάκλησης και εφεξής, οι εκδοθείσες δε ομολογίες του εν λόγω ομολογιακού δανείου είχαν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση στην Οργανωμένη Αγορά του Χρηματιστηρίου του Λουξεμβούργου, με κωδικό τίτλου (ISIN) . και ονομασία τίτλου . CLAS και τηρούνταν στα μητρώα άυλων τίτλων της Eurociear και Clearsiream του Λουξεμβούργου. Τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στον πρώτο ενάγοντα (που ενεργούσε και για λογαριασμό των λοιπών) πριν από την αγορά του ομολόγου, ούτε αναγράφονται στο προαναφερόμενο «αποδεικτικό εντολής συναλλαγής». Κατά την ημερομηνία αγοράς του επιδίκου ομολόγου από τους ενάγοντες (25-10-2005) ήταν ήδη γνωστό στις εναγόμενες που ασχολούνται με τις τραπεζικές υπηρεσίες, ότι η διαβάθμιση του επιδίκου ομολόγου ήταν ΒΒ, ήτοι ότι ήταν μειωμένης εξασφάλισης, σε αντίθεση με τον πρώτο ενάγοντα που δεν γνώριζε, ούτε όφειλε να τη γνωρίζει, αφού θα έπρεπε να του παρασχεθούν από τις εναγόμενες οι στοιχειώδεις πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο της συγκεκριμένης επένδυσης καθώς από αυτές του προτάθηκε μετ’ επιτάσεως και με τις παραπάνω διαβεβαιώσεις η αγορά του. ’λλωστε ο πρώτος ενάγων γι’ αυτό εμπιστεύθηκε τις εναγόμενες και δη τη διεύθυνση «Private Banking» αυτών, αφού οι υπάλληλοι της παρουσιάστηκαν, σε αυτόν ως γνώστες του χώρου των επενδύσεων και ανέμενε ότι θα τον ενημέρωναν και θα τον προστάτευαν από τυχόν ατόπημα ή λανθασμένη επιλογή πόσο μάλλον όταν οι ίδιες του πρότειναν κάποιο προϊόν με τη διαβεβαίωση ότι είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως έγινε εν προκειμένω. Ο πρώτος ενάγων (αλλά και οι λοιποί)σε καμία περίπτωση δεν ενδιαφερόταν για μία ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζε υψηλά κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα, αντιθέτως, ενδιαφερόταν για ένα ασφαλές επενδυτικό προϊόν, που θα προσομοίαζε με αυτά των προθεσμιακών καταθέσεων, το οποίο θα διασφάλιζε, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου του και μακροπρόθεσμα θα του απέφερε κέρδη από τους τόκους. Τούτο καθίσταται σαφές από τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές και εμπειρία του, οι οποίες περιορίζονταν σε τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του σε προθεσμιακούς ή απλούς καταθετικούς λογαριασμούς, ενώ η τοποθέτηση των χρημάτων του σε αγορά μετοχών και άλλων επενδυτικών προϊόντων (μετοχές της ΟΠΑΠ Α.Ε., ΔΕΗ Α.Ε, συμμετοχή σε ομολογιακό δάνειο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και θυγατρικών εταιρειών της πρώτης εναγομένης κ.λπ.), από τα έγγραφα που οι ίδιες οι εναγόμενες προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα παράλληλα ή μεταγενέστερα της κτήσης του επιδίκου ομολόγου και στα πλαίσια της συνεργασίας του με τις εναγόμενες, οι εν λόγω δε επενδυτικές κινήσεις του δεν αποδεικνύεται ότι ενείχαν υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο. Ο πρώτος ενάγων δε δεν διέθετε πς αναγκαίες γνώσεις ώστε να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών, που αφορούσαν ένα τέτοιο εξειδικευμένο επενδυτικό προϊόν, τούτο δε τον καθιστούσε ανίκανο να ταξινομήσει το προϊόν αυτό ανάλογα με τον κίνδυνο που μπορούσε να έχει η επιλογή του. Προς τούτο ο πρώτος ενάγων(που εκπροσωπούσε και τους λοιπούς στις συναλλακτικές επαφές του με τις εναγόμενες) χρειαζόταν την αποφασιστική βοήθεια και συνδρομή των υπαλλήλων της διεύθυνσης «Private Banking» των δυο πρώτων εναγομένων, ιδία δε της τρίτης εναγομένης, οι οποίοι φέρονταν ότι διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία επί των χρηματοπιστωτικών ζητημάτων, για το λόγο δε αυτό παραπέμφθηκε όπως προεκτέθηκε στην εν λόγω διεύθυνση από το 701 υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης στην Θεσσαλονίκη. Με βάση τα παραπάνω, τα οποία αποδείχθηκαν σαφώς από την προσήκουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων, στις 25-10-2005 μεταξύ του πρώτου ενάγοντος που εκπροσωπούσε και τους λοιπούς και των αντισυμβαλλομένων του εναγομένων εταιριών και της τρίτης εναγομένης που τις εκπροσωπούσε, στην πραγματικότητα καταρτίστηκε σιωπηρά (δηλαδή χωρίς την τήρηση εγγράφου τύπου), σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – συμβουλών, δοθέντος του ότι η τρίτη εναγομένη ως διευθύντρια του τμήματος «Private Banking» των εναγομένων εταιρειών, η οποία φερόταν ότι διέθετε εξειδικευμένες γνώσεις, ήταν αυτή που διαμόρφωσε το περιεχόμενο της επενδυτικής επιλογής του πρώτου ενάγοντος, δηλαδή της αγοράς του επιδίκου ομολόγου. Υπό τους ανωτέρα.) όρους, το Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας του πρώτου ενάγοντος (που ενεργούσε και για τους λοιπούς), κρίνει ότι η σχέση που συνέδεε τα συμβαλλόμενα μέρη, όσον αφορά την αγορά του επίδικου ομολόγου, ήταν της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών -συμβουλών και όχι της εκτέλεσης απλώς από τις εναγόμενες των εντολών του πρώτου ενάγοντος για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχε καταλήξει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος, μετά από απλή ενημέρωση εκ μέρους των υπαλλήλων των διαδίκων εταιριών για τα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα, σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν στην προαναφερόμενη έγγραφη σύμβαση που είχαν συνάψει και στα πλαίσια λειτουργίας της ,όπως αβάσιμα διατείνονται οι εναγόμενες, αρνούμενες κατά τούτο την αγωγή, επικαλούμενες ειδικότερα ότι η σχέση που τις συνέδεε με τους ενάγοντες ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών τους, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξη τους στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασης τους. Συνεπώς στην σιωπηρώς συναφθείσα ως άνω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – συμβουλών που συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων και αφορούσε το επίδικο ομόλογο δεν ίσχυαν οι όροι της εγγράφως ως άνω συναφθείσας σύμβασης και της πρόσθετης αυτής πράξης που είχε συναφθεί κατά τα προαναφερόμενα μεταξύ αυτών, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι από την αγορά του επιδίκου ομολόγου (25-10-2005), οι ενάγοντες λάμβαναν από τις εναγόμενες εταιρείες ενημερωτικά δελτία αναφορικά με την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους (στα οποία περιλαμβάνονταν στοιχεία αναφορικά με το επίδικο ομόλογο, καθώς και τις λοιπές επενδύσεις τους), στα οποία αναλυτικώς απεικονίζονταν η κατηγορία επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση του επιδίκου ομολόγου, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής αυτού από την τιμή της κτήσης του, η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού και οι δεδουλευμένοι τόκοι. Στα πλαίσια της ενημέρωσης αυτής κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2008, οι ενάγοντες διαπίστωσαν από το ενημερωτικό δελτίο που έλαβαν για την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους ότι η συνολική αποτίμηση του επίδικου ομολόγου είχε μειωθεί για πρώτη φορά και ήταν κάτω από την αξία του αρχικώς τοποθετημένου κεφαλαίου τους. Θορυβημένοι απευθύνθηκαν δια του πρώτου ενάγοντος στους υπαλλήλους της διεύθυνσης «Private Bankings, οι οποίοι τους καθησύχασαν λέγοντας τους ότι πρόκειται για μια πρόσκαιρη απομείωση της αξίας του προϊόντος τους, λόγω προσωρινής αναστάτωσης στις αγορές και ότι δεν διέτρεχε κανενός είδους κίνδυνο το κεφάλαιο τους. Τον Δεκέμβριο του έτους 2011, με την από 28.12.2011 επιστολή από την διεύθυνση «Private Bankings οι ενάγοντες ενημερώθηκαν ότι με τη με αριθμό 25/17-12-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τραπεζικής εταιρίας «Τ BANK ΑΤΕ», όπως είχε μετονομαστεί η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ASPiS BANK Α.Ε.», εγγυήτρια του ανωτέρω ομολογιακού δανείου, και τέθηκε αυτή σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεων τους από το επίδικο ομόλογο θα εξαρτιόταν από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της ως άνω εγγυήτριας τραπεζικής εταιρίας και ότι ο εκκαθαριστής ήδη από την 27-12-2011 είχε απευθύνει πρόσκληση για την αναγγελία των απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι την 10-02-2012. Ακολούθως με την από 23-01-2012 επιστολή της η πρώτη εναγομένη ενημέρωσε τους ενάγοντες για τη δυνατότητα να προβεί η ίδια για λογαριασμό τους στην αναγγελία των απαιτήσεων τους με έξοδα της. Επιπλέον, με την από 2-11-2012 επιστολή της προς τους ενάγοντες, στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν η εκδότρια του ομολόγου εταιρία, καθώς και η εγγυήτρια αυτού, η πρώτη εναγομένη τους ενημέρωνε ότι η εκδότρια εταιρία του ομολόγου τέθηκε σε εκούσια εκκαθάριση, κατόπιν απόφασης των μετόχων της, στη γενική συνέλευση που έλαβε χώρα την 20-09-2012 και ότι οι ορισθέντες εκκαθαριστές καλούσαν τους πιστωτές της εταιρίας να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους μέχρι την 16-11-2012. Οι ενάγοντες ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους κατά τη διαδικασία της ως άνω εκκαθάρισης. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ASPIS BANK SA» εξαγοράστηκε από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και μετονομάστηκε σε «Τ BANK ΑΤΕ». Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο την 17-12-2011 διέσπασε την εν λόγω τράπεζα σε «καλή/κακή τράπεζα» και το επίδικο ομόλογο μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία της, ύστερα από απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση τής ./17-12-2011), πέρασε στην «κακή» τράπεζα. Στη με αριθμό ./17-12-2011 απόφαση (άρθρο 2 στοιχ. Β’) αναφέρεται ότι στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ως άνω τραπεζικής Εταιρίας από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης έκδοσης της «ASPIS FINANCE PLC» για κεφάλαιο ύψους 50.000.000 ευρώ, ενώ σύμφωνα με την από 11-10-2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρίας είναι απίθανη η εξόφληση των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών, που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται σαφώς ότι από τη θέση σε εκούσια εκκαθάριση της εκδότριας και σε ειδική εκκαθάριση της εγγυήτριας του επιδίκου ομολόγου εταιρίας, δεν υφίσταται, διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του ποσού του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί από τους ενάγοντες και της αξίας του τίτλου που περιλαμβάνεται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Περαιτέρω, αναφορικά με το ως άνω ομόλογο, αποδείχθηκε ότι αυτό ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφάλισης, υψηλού κινδύνου, που είχε εκδοθεί από μια θυγατρική της εγγυήτριας εταιρία, χωρίς οικονομική δραστηριότητα, που συστάθηκε με μοναδικό σκοπό την έκδοση ομολόγων και ενέπιπτε στην έννοια του σύνθετου τραπεζικού προϊόντος, εφόσον η απόδοση του εξαρτιόταν από π] διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor (βλ. ΠΔΤΕ 2501/2002) και ως εκ τούτου ουδόλως προσομοίαζε στις προθεσμιακές καταθέσεις. Αποδεικνύεται επίσης ότι ο πρώτος ενάγων πριν προβεί (για λογαριασμό και των λοιπών) στην αγορά του ομολόγου, το οποίο του πρότειναν οι προστηθέντες υπάλληλοι της διεύθυνσης «Private Banking» των εναγόμενων εταιρειών και ιδία η τρίτη εναγομένη, δεν είχε λάβει ακριβή και σαφή πληροφόρηση σχετικά με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου επενδυτικού προϊόντος, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να κατανοήσει τους κινδύνους που η επιλογή του περιέκλειε για το κεφάλαιο του, δεδομένου ότι από τους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων εταιρειών και ιδία την τρίτη εναγομένη παρουσιάστηκε σε αυτόν μόνο το θετικό γεγονός της είσπραξης μεγαλύτερου τόκου από αυτόν που έδιναν εκείνη την εποχή οι προθεσμιακές καταθέσεις, χωρίς περαιτέρω ενημέρωση του για τη φύση και λειτουργία του υποδεικνυόμενου επενδυτικού προϊόντος, την εκδότρια του ομολόγου, την εγγυήτρια αυτού, την επισφάλεια ως προς την απώλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου και εν γένει τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο εν λόγω επενδυτικό προϊόν. Πέραν της προαναφερόμενης έλλειψης ενημέρωσης και πληροφόρησης, η πρόταση αυτού του επενδυτικού προϊόντος ήταν αντίθετη και με το επενδυτικό προφίλ του πρώτου ενάγοντος, που ήταν συντηρητικό, δεδομένου ότι το ομόλογο ενείχε στοιχεία κερδοσκοπίας, δηλαδή περιελάμβανε την ανάληψη κινδύνου, με την έννοια ότι ο κίνδυνος αυτός αποτελούσε την ουσία της επιχειρούμενης πράξης και συνδυάζεται με την προσδοκία κέρδους από τις διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά σε βραχύ χρονικό διάστημα. Ο πρώτος ενάγων που βρισκόταν στο τέλος του εργασιακού βίου του δεν αποσκοπούσε σε κάτι τέτοιο, καθόσον τα χρήματα του προέρχονταν από την επαγγελματική του δραστηριότητα, τις οικονομίες και τις αποταμιεύσεις του και ενδιαφερόταν με αυτά να εξασφαλίσει κυρίως τις μελλοντικές ανάγκες της οικογένειας του, όπως σαφώς δήλωσε και στους υπαλλήλους των εναγομένων εταιρειών, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν γι αυτό. Εάν ο πρώτος ενάγων είχε την προσήκουσα ενημέρωση και πληροφόρηση από τους εξειδικευμένους υπαλλήλους των εναγομένων εταιριών και της τρίτης εναγομένης για τα πλήρη χαρακτηριστικά του επιδίκου ομολόγου, το οποίο γι’ αυτόν ήταν ένα άγνωστο επενδυτικό προϊόν, και ειδικότερα για το πώς θα εξελισσόταν η επένδυση του αυτή σε σχέση με τη διακύμανση των τιμών των αγορών και ποια ήταν η εξάρτηση του κεφαλαίου του από την εξέλιξη των οικονομικών προβλημάτων της εκδότριας και εγγυήτριας του ομολογιακού δανείου- στοιχεία που ήταν εξειδικευμένα και παντελώς άγνωστα γι αυτόν, αφού δεν ήταν ειδικός σε επενδύσεις- ουδέποτε θα επέλεγε να επενδύσει τις οικονομίες του σε ένα τέτοιο ομόλογο. ʼλλωστε ο λόγος που ο πρώτος ενάγων εμπιστεύθηκε τις εναγόμενες ήταν το γεγονός ότι ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων και ανέμενε ότι θα τον ενημέρωναν και θα τον προστάτευαν από τυχόν λανθασμένη επιλογή, καθόσον άλλη πληροφόρηση για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσε να έχει, αφού για το επίδικο ομόλογο δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη ήταν κύρια ανάδοχος του επίδικου ομολόγου στην Ελλάδα όμως οι εναγόμενες απέκρυψαν το γεγονός αυτό από τον πρώτο ενάγοντα που, εάν του είχε γνωστοποιηθεί, είναι βέβαιο ότι δεν θα αποδεχόταν την πρόταση τους χωρίς κανένα περαιτέρω έλεγχο των στοιχείων του επίδικου ομολόγου. Στους όρους δε αναδοχής του ομολόγου που αφορούσαν και στην πρώτη εναγομένη, συμφωνήθηκε ότι δεν θα προσφερθεί ή πωληθεί δημοσίως και ότι δεν θα πωλήσει ή προσφέρει δημοσίως κανέναν τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαφήμιση, ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα με σκοπό την προσέλκυση κοινού της Ελλάδας στην αγορά των συγκεκριμένων τίτλων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι δεν επιτρέπεται καμία δημόσια προσφορά των τίτλων στην Ελλάδα χωρίς την έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού φυλλαδίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνου με όλες τις διατάξεις του Ν. 876/1979 και του π.δ. 52/1992, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με κάθε πράξη σχετική με τη δημόσια προσφορά των τίτλων και τη διάθεση τους στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτό μεταγενέστερα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μετά από καταγγελία άλλου πελάτη της πρώτης εναγομένης κατά την ./3-7-2018 συνεδρίαση του Δ.Σ. της αποφάσισε την επιβολή προστίμου ποσού 100.000 ευρώ στην πρώτη εναγομένη για παράβαση των διατάξεων του π.δ. 52/1992 και του ν.3401/2005 διότι προέβη σε δημόσια προσφορά των ένδικων ομολογιών χωρίς να δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο, όπως ήταν εκ του νόμου υποχρεωμένη να πράξει. Μάλιστα στη σχετική απόφαση του (./2018) το Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφέρει ότι η μη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου από την πρώτη εναγομένη κατά τη δημόσια προσφορά την περίοδο από 17-10-2005 έως 21-7-2008 ενείχε μεγάλο κίνδυνο για πρόκληση ζημίας στους επενδυτές ενόψει του σημαντικότατου ρόλου που επιτελεί αυτό για τη δημόσια προσφορά ή/και εισαγωγή κινητών αξιών για διαπραγμάτευση ως μέσο αντικειμενικής ορθής και πλήρους ενημέρωσης του επενδυτικού κοινού για την εκδότρια εταιρεία προκειμένου να λάβει αυτό την επενδυτική του απόφαση αλλά ενείχε μεγάλο κίνδυνο και για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εφόσον αυτό (ενημερωτικό δελτίο) εκπληρώνει σκοπούς προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας της χρηματιστηριακής αγοράς ως θεσμός ενίσχυσης της διαφάνειας και εμπέδωσης της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού στη μορφή αυτή τοποθέτησης. Περαιτέρω και η Τράπεζα της Ελλάδος με σχετική απόφαση της επέβαλε στην πρώτη εναγομένη πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου διότι σύμφωνα με καταγγελίες διαφόρων πελατών της που τις έκανε δεκτές (απόφ. ./4-4-2014) διαπίστωσε ότι κατά την πώληση του επίδικου ομολόγου δεν μερίμνησε ώστε η επενδυτική συμβουλή που παρείχε εμμέσως στους πελάτες της -επενδυτές να συναρτάται προς αυτούς και τους επενδυτικούς στόχους και η ενημέρωση τους να τους παρέχεται με τρόπο καταληπτό κατά παράβαση των διατάξεων της Τρίτης Αρχής του Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (παρ. 6.1 και 6.2 δ)και να κατατάξει αυτούς (πελάτες της) αναλόγως του επενδυτικού τους προφίλ και του επενδυτικού τους στόχου. Η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών συνιστά αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων-πελατών τους, αναφορικά κυρίως με την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, το οποίο κατόπιν προτροπών των υπαλλήλων αυτών και ιδία της τρίτης εναγομένης επέλεξαν (δια του πρώτου από αυτούς) να τοποθετήσουν σε ένα επενδυτικό προϊόν με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά της προθεσμιακής κατάθεσης, στα οποία προσέβλεπαν, και εξεταζόμενη (η συμπεριφορά) υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, σε συνδυασμό με τον Ν. 2396/1996, συνιστά υπαίτια εκ μέρους των εναγομένων εταιρειών πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, που απορρέουν από τη σιωπηρά συναφθείσα, μεταξύ αυτών και των εναγόντων, σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Παράλληλα, η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων εταιρειών και ιδία της τρίτης εναγομένης, οι οποίοι εξυπηρέτησαν τον πρώτο ενάγοντα, συνιστά ταυτόχρονα και παράβαση του τότε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως οι αρχές αυτού αναλύθηκαν στην μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τις οποίες δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης της εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, ενδεικτικά, εάν δεν επιμελούνται της συμπλήρωσης σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή επενδυτικής συμβουλής, εάν δεν εφιστούν εγγράφως, αλλά και προφορικά, την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για ένα προϊόν πιο περίπλοκο ή πιο επικίνδυνο από αυτά που μέχρι τότε επέλεγε, εάν δεν πραγματοποιούν με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, εάν δεν ενημερώνουν τον επενδυτή κατά τρόπο απολύτως σαφή και ακριβή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων, το σύνολο δε των ανωτέρω αφού ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν ορθά και προς το συμφέρον του επενδυτή η οικονομική του κατάσταση, οι στόχοι που επιδιώκει, η εμπειρία και οι γνώσεις του, δεδομένου ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη και στο αντικείμενο της επένδυσης. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το γεγονός ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2501/2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (αριθμ. 4 περ. γ) (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ΦΕΚ Α’ 277/2002), «Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν επίσης να παρέχουν ενημέρωση για τη νομική θέση και τα δικαιώματα των συναλλασσομένων, ιδίως στην περίπτωση κατοχής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τίτλων (πχ συμφωνίες πώλησης με επαναγορά) και λοιπών αξιών των συναλλασσομένων, είτε αυτή προκύπτει από τις καταθέσεις, είτε από επενδυτικά ή σύνθετα προϊόντα», και επιπλέον από το γεγονός ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της διεύθυνσης «Private Banking» των εναγομένων εταιρειών και δη η τρίτη εναγομένη κατά τον χρόνο που πρότεινε την αγορά του επιδίκου ομολόγου στον πρώτο ενάγοντα δεν διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα κατά το άρθρο 4 του ισχύοντος τότε Ν. 2836/2000 (ΦΕΚ Α’ 168/24.07.2000) ήτοι το σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και αφορά πέραν από την παροχή επενδυτικών συμβουλών και πράξεις όπως η λήψη και διαβίβαση εντολών, η εκτέλεση εντολών και η διαχείριση χαρτοφυλακίου. Εξάλλου, ο πρώτος ενάγων που εκπροσωπούσε τους λοιπούς και με τον οποίο έρχονταν σε επαφή οι εναγόμενες υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή, καθόσον δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, ο οποίος δε διαθέτει καμία εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία επί των επενδυτικών προϊόντων και των συναλλαγών που αφορούν αυτά, δεν παρουσιάζει συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, το αυτό δε ισχύει και για τους λοιπούς ενάγοντες (τέκνα και σύζυγο του πρώτου ενάγοντος που εκπροσωπούνταν από αυτόν και ήταν απλώς συνδικαιούχοι των καταθέσεων του). Μάλιστα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι μέχρι να έρθει σε επαφή με τη διεύθυνση «Private Bankings ο πρώτος ενάγων διέθετε μόνο καταθετικούς και προθεσμιακούς λογαριασμούς προς διασφάλιση των οικονομιών του. Ως εκ τούτου, τυγχάνει της προβλεπόμενης στο Ν. 2251/1994 προστασίας ως το ασθενέστερο μέρος έναντι των παρεχουσών σε αυτόν επενδυτικών υπηρεσιών εναγομένων εταιρειών. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των τελευταίων ότι ο πρώτος ενάγων (και οι εκπροσωπούμενοι από αυτόν λοιποί ενάγοντες) ήταν έμπειροι επενδυτές, διότι κατείχαν μετοχές και είχαν τοποθετήσει χρήματα και σε άλλα επενδυτικά προϊόντα, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από τις περιορισμένες ως άνω συναλλαγές που είχαν πραγματοποιήσει πριν από την αγορά του επίδικου ομολόγου, δεν μπορεί να συναχθεί η κρίση ότι ήταν έμπειροι επενδυτές. Παράλληλα, η ανωτέρω περιγραφόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων πληροί συγχρόνως και το πραγματικό της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, λόγω υπαίτιας παραβίασης των αρχών που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 268 ΑΚ, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και του ανωτέρω Κώδικα Δεοντολογίας, δεδομένου ότι η παραβίαση όσων προβλέπονται στον τελευταίο συνιστούν την απαιτούμενη, κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, παρανομία, όπως έγινε δεκτό και στην ανωτέρω νομική σκέψη. Συγκεκριμένα, οι προστηθέντες των δυο πρώτων εναγομένων υπάλληλοι και ιδία η τρίτη εναγομένη, λόγω έλλειψης της ιδιαίτερης προσοχής και της επιμέλειας, που μπορούσαν και έπρεπε να επιδείξουν κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον πρώτο ενάγοντα που εκπροσωπούσε και τους λοιπούς, και ενεργούντες αντίθετα προς όσα ανέμενε ο τελευταίος από τη σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους, τον προέτρεψαν να προβεί στην αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος, το οποίο ήταν εντελώς άγνωστο σε αυτόν και δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω, ενώ δεν τον πληροφόρησαν για τους κινδύνους που περιέκλειε το προϊόν αυτό για το κεφάλαιο του, την εξασφάλιση του οποίου επεδίωκε ο πρώτος ενάγων, γεγονός που είχε καταστήσει σαφές στους υπαλλήλους, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω υπάλληλοι επέδειξαν αμελή συμπεριφορά με το να μην εκτιμήσουν ορθά τα συμφέροντα του, να μην του παράσχουν διαφώτιση, ορθή συμβουλευτική καθοδήγηση και προειδοποίηση αναφορικά με τους άγνωστους κινδύνους που αναλάμβανε, τους οποίους αυτός δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί και να αξιολογήσει, και το ζημιογόνο αποτέλεσμα που θα μπορούσαν οι κίνδυνοι αυτοί να έχουν, ώστε αυτός να έχει στη διάθεση του όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να διαμορφώσει συνειδητά την απόφαση του για τη συγκεκριμένη επένδυση. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, θεμελιώνεται ευθύνη της τρίτης εναγομένης από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της ενώ οι δυο πρώτες εναγόμενες ευθύνονται αντικειμενικά για την αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτής και των λοιπών προστηθέντων από αυτές υπαλλήλων (άρθρ. 922 ΑΚ), δεδομένου ότι υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης τους και της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί από αυτές. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία των εναγόντων, διότι η επένδυση τους στο επίδικο ομόλογο επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τον πρώτο από αυτούς ,που εκπροσωπούσε και τους Λοιπούς, της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσει τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής (επένδυσης) και να αποφασίσουν οι ενάγοντες, κατόπιν συσχετισμού των πληροφοριών και των στόχων τους, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη σε αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής τους όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Ενόψει των ανωτέρω, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρωτοδίκως προβληθείς από τις εφεσίβλητες και επαναφερόμενος στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμός τους, ερειδόμενος στις διατάξεις του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, ότι δεν συντρέχει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτών λόγω ελλιπούς ενημέρωσης των εναγόντων, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του ομολόγου, συνδεόμενη αιτιωδώς με τη ζημία, ενώ ομοίως απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη τυγχάνει και η πρωτοδίκως προβληθείσα από τις εφεσίβλητες και επαναφερόμενη στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επικουρικά προβαλλόμενη ένσταση τους περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων σε ποσοστό 99% στη ζημία που υπέστησαν, για το λόγο ότι δεν πώλησαν το επίδικο ομόλογο νωρίτερα ,τον Ιούνιο του έτους 2008, όταν κατά τους ισχυρισμούς τους έληξε η πρώτη πτωτική περίοδος του ομολόγου και όπως έπραξαν άλλοι επενδυτές. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, αφενός μεν οι ενάγοντες , όταν για πρώτη φορά, κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2008, διαπίστωσαν, μετά την αποστολή σ’ αυτούς σχετικής ενημερωτικής επιστολής, ότι η συνολική αποτίμηση του αρχικώς τοποθετημένου κεφαλαίου τους και απευθύνθηκαν δια του πρώτου από αυτούς στους υπαλλήλους της διεύθυνσης «Private Bankings» εκείνοι τους καθησύχασαν και, σε κάθε περίπτωση, δεν τους προέτρεψαν να προβούν στην πώληση του επιδίκου ομολόγου, ως εκ τούτου, ήταν εύλογο αυτοί να ακολουθήσουν τις συμβουλές των υπαλλήλων που εμπιστεύονταν και λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων και της εμπειρίας τους, και αφετέρου δεν είχαν στη διάθεση τους το σύνολο των πληροφοριών που απαιτούνταν για να κρίνουν τη μελλοντική πορεία της επένδυσης τους, δεδομένου ότι δεν γνώριζαν πώς είχε αξιολογηθεί από τους διεθνείς οίκους η πιστοληπτική ικανότητα της εκδότριας του επιδίκου ομολόγου, ούτε το γεγονός ότι η εγγύηση της εγγυήτριας εταιρίας ήταν μειωμένης εξασφάλισης, στοιχεία που αναλύονταν στην Ενημερωτική Εγκύκλιο της εκδότριας εταιρίας και προφανώς ήταν γνωστά στους υπαλλήλους των δυο πρώτων εναγομένων και ιδία στην τρίτη εναγομένη και άγνωστα στους ενάγοντες. Συνακόλουθα, οι ενάγοντες δεν συνετέλεσαν με οποιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση της ζημίας τους ή στην έκταση αυτής, η δε συνολική περιουσιακή ζημία που υπέστησαν και την οποία οι εναγόμενες οφείλουν να αποκαταστήσουν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ανέρχεται στο ποσό των 279.772ευρώ [=275.000 ευρώ (ονομαστική αξία του ομολόγου) + 4.772 ευρώ (τιμή διακανονισμού – προμήθειας αγοράς αυτού)], το οποίο κατέβαλαν συνολικά για την αγορά του ομολόγου. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαίτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται χαρτοφυλακίου τους είχε μειωθεί σημαντικά και ήταν κάτω από την αξία του μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 244/2016 Τ.Ν.Π. “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητες επαναφέρουν την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση τους περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας (ΑΚ 298 εδ. α), με την οποία ζητούν, επικουρικά, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, να αφαιρεθεί από τα ποσό που θα επιδικαστεί στους ενάγοντες το εισπραχθέν από τους ίδιους κέρδος τους από τα τοκομερίδια που έλαβαν ως απόδοση του ομολόγου για όσο χρονικό διάστημα το είχαν υπό την κατοχή τους, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 69.212,07 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη, δεδομένου ότι τα όποια τοκομερίδια έλαβαν οι ενάγοντες αποτελούν κέρδος τους από την κατοχή του τίτλου, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου στην εκδότρια του ομολόγου εταιρία, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο γι’ αυτή τρόπο, αποδίδοντας στους ενάγοντες τους συμφωνηθέντες τόκους (βλ. ΑΠ 244/2016, ΕΑ 4841/2014 Τ.Ν.Π.”Νόμος”, ΜονΕφΑΘ 820/2019, προσκομιζόμενη). Με βάση τα ανωτέρω, η θετική ζημία, που υπέστησαν οι ενάγοντες συνίσταται στην ανωτέρω δαπάνη απόκτησης του ομολόγου, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγομένων (ως προς τις δυο πρώτες δια των προστηθέντων αυτών υπαλλήλων), οι οποίες υποχρεούνται να τους καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για την αποκατάσταση της. Ουσιαστικά αβάσιμο όμως τυγχάνει το αγωγικό κονδύλιο περί διαφυγόντων κερδών ύψους 27.669 ευρώ, που αντιστοιχούν στα τοκομερίδια του ομολόγου από 10-11-2011 έως 10-2-2015 που με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αυτοί θα εισέπρατταν, αφού οι μεν εναγόμενες εταιρείες δεν αποδείχθηκε ότι εγγυήθηκαν την απόδοση τοκομεριδίων από την εκδότρια του ομολόγου, το δε επιτόκιο του ένδικου ομολόγου ήταν μεταβλητό και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει υπολογισμός της απόδοσης αυτού κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ενόψει και της οικονομικής κρίσης που εχώρησε, συνεπεία της οποίας οι αποδόσεις ανάλογων προϊόντων σημείωσαν σημαντική πτώση ή εκμηδενίστηκαν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, υπό τις ειδικές περιστάσεις που παραπάνω εκτίθενται, με συνέπεια την ανωτέρω περιουσιακή τους ζημία, οι ενάγοντες υπέστησαν θλίψη και στεναχώρια και επομένως δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του τις αναφερόμενες ανωτέρω συνθήκες, το βαθμό πταίσματος των εναγομένων, το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα και το μέγεθος της ζημίας των εναγόντων, το είδος και τη σοβαρότητα της προσβολής, την έκταση της ταραχής και τον ψυχικό πόνο που βίωσαν, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων και τις εν γένει ως άνω περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 1.000 ευρώ για καθένα από αυτούς. Το ποσό αυτό είναι εύλογο (άρθρο 932 του ΑΚ), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αγωγή, η οποία με το ως άνω περιεχόμενο είναι ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τα στοιχεία τα διωκόμενου αιτήματος (άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ήτοι ακριβή περιγραφή των ομολόγων, που αγοράστηκαν από τους ανωτέρω ενάγοντες, λεπτομερή υπολογισμό της περιουσιακής βλάβης που υπέστησαν και διεξοδική ανάλυση της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγόμενων, αλλά και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναγράφονται ανωτέρω, έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε κατά τους βάσιμους σχετικά λόγους της έφεσης και τον πρόσθετο λόγο της. Συνεπώς πρέπει, η έφεση και ο πρόσθετος λόγος της να γίνουν δεκτοί και ως κατ’ ουσία βάσιμοι, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολο της για το ενιαίου του τίτλου και στη συνέχεια το Δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση να δικάσει την αγωγή επί της ουσίας, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη με την εκκαλουμένη και ως προς το οποίο αυτή προσβάλλεται και, απορριπτόμενων των ανωτέρω ενστάσεων των εναγόμενων, να κάνει αυτή εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, για τα ακόλουθα ποσά: 1) ως προς τον δεύτερο ενάγοντα: α) ατομικά για το ποσό των 70.943 ευρώ, ήτοι 69,943 (279.772/4)+1000 ευρώ και β) για το ποσό των 26.603,62 ευρώ ως κληρονόμο του πρώτου ενάγοντος και συνολικά για το ποσό των 97.546,62 ευρώ, μέρος του οποίου ανερχόμενο σε 27.500 ευρώ πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες – εφεσίβλητες εις ολόκληρον η καθεμία από αυτές να του το καταβάλουν και το υπόλοιπο να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να του το καταβάλουν με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, 2) ως προς τον τρίτο ενάγοντα: α) ατομικά για το ποσό των 70.943 ευρώ ήτοι 69.943 (279.772/4)+1000 ευρώ και β) για το ποσό των 26.603,62 ευρώ ως κληρονόμο του πρώτου ενάγοντος και συνολικά για το ποσό των 97.546,62 ευρώ, μέρος του οποίου ανερχόμενο σε 27.500 ευρώ πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες- εφεσίβλητες εις ολόκληρον η καθεμία από αυτές να του το καταβάλουν και το υπόλοιπο να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να του το καταβάλουν με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και 3) ως προς την τέταρτη ενάγουσα :α) ατομικά για το ποσό των 70.943 ευρώ ήτοι 69.943 (279.772/4)+1000 ευρώ και β) για το ποσό των 17.735,75 ευρώ ως κληρονόμο του πρώτου ενάγοντος και συνολικά για το ποσό των 88.678,75 ευρώ, μέρος του οποίου ανερχόμενο σε 25.000 ευρώ πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες- εφεσίβλητες εις ολόκληρον η καθεμία από αυτές να της το καταβάλουν και το υπόλοιπο να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να της το καταβάλουν με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει κατόπιν αιτήματος τους και ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ, να επιστραφεί στους εκκαλούντες το κατατεθέν από αυτούς παράβολο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και τον πρόσθετο λόγο της.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και τον πρόσθετο λόγο της.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 4294/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 3-3-2017 με αριθμό κατάθεσης ./3-3-2017 αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία εξ αυτών: 1) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων πεντακοσίων (27.500) ευρώ,2) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων πεντακοσίων (27.500) ευρώ και 3) στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία εξ αυτών: 1) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα δυο λεπτών (70.046,62) ,2) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων σαράντα έξι ευρώ και εξήντα δυο λεπτών (70.046,62) και 3) στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό των εξήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (63.678,75) με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος από αυτούς ηλεκτρονικού παράβολου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε την 3 Νοεμβρίου 2021, στη Θεσσαλονίκη, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ