Απόκτηση ιδιότητας διαδίκου στην εκούσια δικαιοδοσία. Άρθρο 762 ΚΠολΔ. Παθητική νομιμοποίηση έφεσης στην εκούσια δικαιοδοσία. Μη απεύθυνση έφεσης κατά διαδίκου πρωτοβάθμιας δίκης. Κλήτευση αυτού κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 ΚΠολΔ. Άσκηση έφεσης από τον αντίδικο του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση διαδίκου, επί απλής προσθέτου παρεμβάσεως το ένδικο μέσο της εφέσεως στρέφεται μόνο κατά του κυρίου διαδίκου-αντιδίκου και όχι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ο οποίος δεν έχει καταστεί κύριος διάδικος στη δίκη, επειδή όμως συμμετέχει στη δίκη δια παρεμβάσεως θα πρέπει να καλείται στη δίκη του ενδίκου μέσου επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, αντιθέτως, επί αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, επειδή μεταξύ του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος και του υπερ’ ου η παρέμβαση δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, αν και ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων δεν καθίσταται δια της παρεμβάσεώς του κύριος διάδικος, το ένδικο μέσο της εφέσεως στρέφεται αφενός κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος-υπέρ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αφετέρου κατά του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, εκτός αν η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση έχει απορριφθεί. Επίδοση πρωτόδικης απόφασης από ΕΔΑΔΠ, που δεν κατέστη διάδικος στη πρωτοβάθμια δίκη, δεν εκκινεί τη προθεσμία της έφεσης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΦΕΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Ν. 3869/2010
Αριθμός Απόφασης 139/2023
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης έφεσης …./….7.2021]
[αριθμός έκθεσης προσδιορισμού συζήτησης έφεσης ΜΕ…./….7.2021]
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης …../…..3.2015]
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σπυροπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Απριλίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : Γ….. Β…… του Χ……. και της Α……., κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Γ……. της Δημοτικής Ενότητας Πύργου του Δήμου Πύργου Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, ΑΦΜ……., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Δημητρίου Κονδύλη [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 70, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ Νο ……./….4.2022] και κατέθεσε προτάσεις.
Των εφεσίβλητων : 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…… ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …… αρ….., και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ…….., ΦΑΕ Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Φωτίου Λουμίτη [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 67, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗΛ Νο Η……/…..4.2022] και κατέθεσε προτάσεις, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …… ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …… αρ……, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «….. BANK», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ. 40, και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ……., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντίκλητου της εταιρείας με την επωνυμία «G……. II F…… D….. A…… C……..», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (1-2 VICTORIA BUILDINGS, HADDINGTON ROAD,DUBLIN 4, D04 XN32), όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 30.¬4¬.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου ……/30.4.2020 στο τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό ….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 Ν.3156/2003, και του υπ΄αριθμ. ……./30.4.2020 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ., της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «…….BANK», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ. ….., και νομίμως εκπροσωπείται, ΑΦΜ……, ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 στο τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ……, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 Ν.3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000, η οποία παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της 12ης.3. 2021 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πύργου, μόνο ως προς τα χρέη του αιτούντα που απορρέουν από : α) την υπ’αριθμ.5…… και με αριθμό λογαριασμού 5……. σύμβαση στεγαστικού δανείου και β) την υπ’αριθμ. 5…… και με αριθμό λογαριασμού 5………. σύμβαση στεγαστικού δανείου, η οποία δεν παραστάθηκε, 4) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Τ….. Π…… ΚΑΙ Δ……», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Ακαδημίας αρ. 40, και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Πολυτίμης Παυλάτου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 84] και κατέθεσε προτάσεις, 5) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «…… BANK», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ. 40, και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ……, ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντίκλητου της εταιρείας με την επωνυμία «G….. II F…… D….. A….. C……», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (1-2 VICTORIA BUILDINGS, HADDINGTON ROAD,DUBLIN 4, D04 XN32), όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …../30.4.2020 στο τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό ….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 Ν.3156/2003, και του υπ΄αριθμ. ……./30.4.2020 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γ…..Σ….., της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «…..BANK», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ. 40, και νομίμως εκπροσωπείται, ΑΦΜ….., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …../30.4.2020 στο τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό….., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 Ν.3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000, η οποία άσκησε κύρια παρέμβαση κατά τη συζήτηση της 12ης.3.2021 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου, μόνο ως προς τα χρέη του αιτούντα που απορρέουν από :α) την υπ’αριθ.5…..και με αριθμό λογαριασμού 5…….σύμβαση στεγαστικού δανείου, και β) την υπ’αριθ. 5…… και με αριθμό λογαριασμού 5…… σύμβαση στεγαστικού δανείου, η οποία δεν παραστάθηκε.
Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας : ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία «C…… H…… ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «C….. H….», που εδρεύει στη Ν… Σ….. Αττικής, επί της Λεωφόρου Σ…. αρ……, ΑΦΜ……, ΓΕΜΗ……, νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος [Απόφαση υπ’αριθμ…../1/…..11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος] ως εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Ν.4354/2015 και της Πράξης …../19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’αριθμ…../08.01.2021 Πράξη, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντίκλητου της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού με την επωνυμία «G….. II F…… D……. A……. COMPANY», με έδρα την Ιρλανδία, 1-2 VICTORIA BUILNDINGS, HADDINGTON ROAD, DUBLIN 4, D04 XN32, και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας 6……, όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει του από 18.6.2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Απαιτήσεων, που αποτελεί την περίληψη της από 08.4.2021 σύμβασης μακροπρόθεσμης διαχείρισης, όπως καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 22.6.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …../22.6.2021 στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …… και σύμφωνα με την παρ.14 του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, όπως ισχύει, και δυνάμει του υπ’αριθμ.//15.6.2021 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γ….. Σ….., της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «….. BANK», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νόμιμα και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 30.4.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 στον τόμο / και με αύξοντα αριθμό /, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Κωνσταντίνας Κολλιοπούλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ. 168, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.ΗΛ Νο Η…../13.4.2022 ] και κατέθεσε προτάσεις.
Υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «….. BANK Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σ….. αρ….., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Καθού η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση: Γ…… Β…… του Χ…. και της Α….., κατοίκου Α…… Ο……, ο οποίος παραστάθηκε ως άνω.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας την από 06.3.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./…..3.2015 αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ…../…..6.2021 οριστική απόφασή του, που απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής […./2021] ο αιτών άσκησε την από 08.7.2021 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…..7.2021 και εν συνεχεία για τον προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΕ ……./…..7.2021. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [13.4.2022] και γράφηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό πέντε (5).
Κατά την έναρξη συζήτησης της υπόθεσης η ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «C…… H……ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «C….. H……», που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, με το δικόγραφο των προτάσεών της που κατέθεσε επί έδρας και σχετική δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια, ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «G….. II F…… D…. A…. C……», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και εκπροσωπείται νόμιμα, άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «A…..ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και ζήτησε να απορριφθεί η έφεση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τη πρόβλεψη του εδ. β’ της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠΔ) και να τον αποδείξει. Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και, επομένως, παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 του ΚΠΔ, η ένσταση της πιστώτριας τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (άρθρ. 744) και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 759 παρ. 3) Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται. Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ενώ η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως, και ανεπίτρεπτα) καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης. Η εξουσία όμως αυτή του δικαστηρίου δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να αναλύει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της ένστασης, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αλλά μόνο κατά πρόταση του διαδίκου και τα οποία αναγκαία πραγματικά περιστατικά δεν αναφέρονται σαφώς και ορισμένα ως περιεχόμενο αυτής (ένστασης). Ειδικότερα σε περίπτωση αίτησης οφειλέτη περί υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν.3869/2010, κατά την εκδίκαση της οποίας υποβάλλεται από τον πιστωτή εντελώς αορίστως ένσταση δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του, χωρίς η ένσταση αυτή να περιέχει τα προαναφερθέντα στοιχεία, η εξουσία του δικαστηρίου δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να δύναται αυτό να αναλύει αυτεπαγγέλτως τα ποσά του δανεισμού και τα εισοδήματα του αιτούντος, αφού έτσι ουσιαστικά υποκαθιστά τον διάδικο (πιστωτή) προς το συμφέρον του οποίου έχει ταχθεί η σχετική νομοθετική ρύθμιση και ο οποίος κατά το νόμο οφείλει να προτείνει ορισμένα την αντίστοιχη ένσταση, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως [ΑΠ 166/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι εκκρεμείς : α) η από 08.7.2021 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης …./…..7.2021) έφεση, που άσκησε ο αιτών και ήδη εκκαλών κατά της υπ’ αριθμ. …./2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 06.3.2015 ( αριθμός έκθεσης κατάθεσης …./….3.2015) αίτηση, που άσκησε ενώπιον του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και β) η ασκηθείσα με τις προτάσεις από 13.4.2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «C…… H…. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, ενόψει και του ότι δικάζονται με την ίδια διαδικασία και με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ).
Από την υπ’αριθμ. ……/16.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Π….. Μ……, που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [13.4.2022], επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία « Α….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με επιμέλεια του εκκαλούντος, ο οποίος επέσπευσε τη συζήτηση της έφεσης, καθώς ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του, που υπογράφει το εφετήριο δικόγραφο, κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ακριβές αντίγραφο του τελευταίου για τον προσδιορισμό δικασίμου [άρθρα 122 παρ.1, 123, 124 παρ.1 και 2, 126 παρ.1 περ.γ, 127 παρ.1, 129 παρ.1, 748 παρ.1,2,4 και 760 ΚΠολΔ]. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η ανωτέρω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Α…… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» [τρίτη – πέμπτη εφεσίβλητη], η οποία κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στη παρούσα δικάσιμο, δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην [ΚΠολΔ 524, 741].Το Δικαστήριο, όμως, θα προχωρήσει στη συζήτηση της έφεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρα 524 παρ. 4 και 764 παρ. 2 ΚΠολΔ ). Παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί, διότι η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου δεν προβλέπεται στη προκειμένη περίπτωση (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010). Σημειωτέον ότι η μη παριστάμενη τρίτη-πέμπτη εφεσίβλητη δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους εφεσίβλητους, παρά το γεγονός ότι στη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ο δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους «μετέχοντες στη δίκη» πιστωτές, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας (άρθρο 76 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ), καθόσον στην εκούσια δικαιοδοσία, κατά την ορθότερη γνώμη, δεν εφαρμόζεται, όπως στην αμφισβητούμενη, η διάταξη του άρθρου 76 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται». Και τούτο διότι η έκταση του επηρεασμού στις έννομες σχέσεις του αιτούντος και των άλλων ενδιαφερομένων είναι διάφορη ( Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση του ΚΠολΔ, τόμος δ, έκδοση 1996, άρθρο 754 αριθμ. Ια). Ειδικά δε στο Ν. 3869/2010, όπου συντρέχουν αντίθετα συμφέροντα των πιστωτών, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη (ΕιρΛαρ 69/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», όπου παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).
Η υπό κρίση [αριθμ. εκθ. καταθ. 17/08.7.2021] έφεση του ηττηθέντος αιτούντος κατά της υπ’αριθμ. …../…..6.2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ερήμην της δεύτερης καθής η ανακοπή, των εγγυητριών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [άρθρα 17 Α, 741 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3. Ν.3869/2010]. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 17/08.7.2021, και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 04.6.2021 (άρθρα 14 Ν.3869/2010, 495 αρ.1, 511, 513 παρ.1 περ.β εδ.α, 518 παρ.1 ΚΠολΔ). Επιπλέον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το νόμιμο ηλεκτρονικό παράβολο, που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει την υπ’ αριθμ. …./…..7.2021 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Σημειωτέον ότι η επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα, που έλαβε χώρα στις 09 Ιουνίου 2021, επιμελεία της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « I….. H……ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» ενεργούσα ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «P….. S…. D…… A….. C…..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της δεύτερης των καθών και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τ…..Π….Α.Ε.», όπως προκύπτει από την από 09 Ιουνίου 2021 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Μ….. Τ….., στο ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης, που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών, σε συνδυασμό με τη συνημμένη στο αντίγραφο του ανωτέρω εφετήριου δικογράφου από 08.6.2021 εντολή προς επίδοση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο «I….. H….. Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», δεν εκκινεί την κατά το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμία των τριάντα [30] ημερών για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης. Και τούτο διότι εάν ο ειδικός διάδοχος – και κατ’ επέκταση η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων- δεν ασκήσει παρέμβαση δεν δύναται να ενεργήσει στο όνομα και για λογαριασμό του καμία διαδικαστική πράξη που σχετίζεται με τη πρόοδο και διεξαγωγή της δίκης [Απαλλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, [-Ευθυμίου Χ.], υπό άρθρο 225, § 3, σελ.912-913].
Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ. Συνέπειες δε της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ως προς την διαδικαστική θέση του αυτοτελώς παρεμβαίνοντα είναι η χωριστή κίνηση προθεσμιών με τις προς αυτόν επιδόσεις, ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας του και ο αποκλεισμός της εξέτασής του ως μάρτυρα, η επέλευση βίαιης διακοπής της δίκης (άρθρο 286 του ΚΠολΔ) με τη μεταβολή του προσώπου του, η εκπροσώπησή του κατά την απουσία του από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως, η καταδίκη στα έξοδα κατά τους κανόνες του άρθρου 180 του ΚΠολΔ και η απεύθυνση των ενδίκων μέσων και κατά αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, τόσο η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση όσο και η μη αυτοτελής ή απλή πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι όταν στην πρώτη περίπτωση το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος στηρίζεται στο γεγονός ότι, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού ή στις θεσπισμένες από το νόμο αρμοδιότητες αυτού, και στη δεύτερη περίπτωση όταν το έννομο συμφέρον στηρίζεται σε άλλο γεγονός, δεν εισάγουν νέα δίκη, δεδομένου ότι με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η δίκη που δημιουργείται δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αφού η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που άρχισε με την αίτηση ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωρισθεί, γι` αυτό η περάτωση της κύριας δίκης συνεπιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και της δίκης για την παρέμβαση. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση (ΑΠ 368/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1260/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 477/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ η παρέμβαση, κατά την απουσία του, από τον παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως [ ΕφΠειρ 111/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Με το Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 του Ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α’ Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015 και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του Ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω Ν.4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχόμενων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015. Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, o διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015), [ΟΛΑΠ 1/2023, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Η ΕΔΑΔΠ συμμετέχει στην ήδη εκκρεμή δίκη που έχει ανοιγεί στο όνομα του δικαιούχου με την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 368/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 14/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ · βλ. σχετ. Π.Γιαννόπουλο, ο.π. σελ.256-257, κατά τον οποίο η κάλυψη της ΕΔΑΔΠ από το δεδικασμένο της δίκης που διεξάγει ο αληθής δικαιούχος, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 Ν.4354/2015 ρυθμίζει την αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αυτή της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της δίκης μεταξύ της ΕΔΑΔΠ και του δανειολήπτη στον αληθή δικαιούχο, θα πρέπει να αναζητηθεί στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.7 Ν.4345/2015 και στο ότι η αναγνώριση της δυνατότητας της ΕΔΑΔΠ να ενάγει εκ νέου τον οφειλέτη, παρά το ευνοϊκό για τον ίδιο δεδικασμένο προηγούμενης δίκης κατά του πιστωτικού ιδρύματος, συνιστά προφανώς απαγορευμένη επιδείνωση της δικονομικής του θέσης, κατά τρόπο ώστε η απαγόρευση της εξεταζόμενης ρύθμισης να μπορεί να χρησιμεύσει για την διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και στο μη δικαιούχο διάδικο· Αντιθέτως περί αυτοδίκαιης εκπροσώπησης του διαδίκου πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΔΑΔΠ κατά τη συζήτηση με τη νομότυπη κατάθεση προτάσεων βλ.ΑΠ 763/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα με την επωνυμία «C…. H….. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με δικόγραφο προτάσεων που κατέθεσε επί έδρας άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση [ άρθρα 80,83, 747,752 ΚΠολΔ] υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «A…. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «A…… BANK». Ειδικότερα, δυνάμει της από 30.4.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «A….. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «G…. II F…. D…..A…… C…..» με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του Ν.3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή/και έχουν ρυθμιστεί. Η ανωτέρω σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρήθηκε στις 30.4.2020 σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …../30.4.2020, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ……. σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 και 8 του Ν.3156/2003. Συνεπεία των ανωτέρω η εταιρεία με την επωνυμία «G…… II F…… D…… A…… C…..» κατέστη δικαιούχος και των επίδικων απαιτήσεων ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «A…… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Ακολούθως, στις 16.4.2021 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «A…… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ », ΓΕΜΗ ….., ΑΦΜ……, [Διασπώμενη], με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της Διασπώμενης και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «……BANK», με έδρα την Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΓΕΜΗ……, ΑΦΜ……, [Επωφελούμενη], σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν.2515/1997, την παρ.3 του άρθρου 54, την παρ.3 του άρθρου 57 και των άρθρων 59 έως και 74 και 140 Ν.4601/2019, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με την υπ’αριθμ……./07.4.2021 Πράξη Διάσπασης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γ…… Σ…….. Εν συνεχεία, η εταιρεία ειδικού σκοπού « G….. II F…… D…… A…… C…….», ως ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «……ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», με το από 18.6.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων, που αποτελεί την περίληψη της από 08.4.2021 Σύμβασης Μακροπρόθεσμης Διαχείρισης, όπως καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 22 Ιουνίου 2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …./22.6.2021 στον τόμο …. και αύξοντα αριθμό …… και σύμφωνα με την παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, όπως ισχύει, και του υπ’ αρ. ……../15.06.2021 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γ…… Σ……, ανέθεσε τη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της από δάνεια και πιστώσεις στην προσθέτως παρεμβαίνουσα. Συνεπεία των ανωτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «C…… H….. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος διάδικος και ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «G….. II F….. D…… ACTIVITY C…..», ειδική διάδοχος της «…..ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, με τις προτάσεις της, επικαλούμενη προς τούτο έννομο συμφέρον, άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της διαδίκου με την επωνυμία «……ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «……BANK».
Η παρέμβαση αυτή είναι πρόσθετη και δη αυτοτελής, σύμφωνα και με τα όσα εκτίθενται στις ανωτέρω νομικές σκέψεις της παρούσας, καθώς ασκείται από τη διαχειρίστρια των ενδίκων απαιτήσεων και ως εκ τούτου νομιμοποιούμενη μη δικαιούχος διάδικος, ενόψει του ότι η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και αυτή μετά την εκκρεμοδικία, παρά το γεγονός ότι η αποκλειστική νομιμοποίηση στη συνέχιση της δίκης, παραμένει στη δικαιοπάροχό της εταιρείας, και είναι παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 80, 83, 325 αρ.1 και 2, 752 ΚΠολΔ, 15 Ν.3869/2010. Συνεπώς μεταξύ των δύο διαδίκων, ήτοι της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση «……ΤΡΑΠΕΖΑ AΝΩΝΥΜH EΤΑΙΡΕΙΑ», καθολικής διαδόχου της δεύτερης εφεσίβλητης, δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας.
Τα πρόσωπα, τα οποία μετέχουν στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ονομάζονται μεν διάδικοι, όμως πρόκειται, κατ’ουσίαν, περί «ενδιαφερομένων» προσώπων, θετικώς ή αρνητικώς, ως προς τη ρύθμιση που θα αποφασιστεί και αποτελεί αντικείμενο της αίτησης. Η έννοια του διαδίκου, όπως αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741-781 ΚΠολΔ διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου: α) με την υποβολή της αίτησης κατά τη διάταξη του άρθρου 747 ΚΠολΔ για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευσή τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου δικαστηρίου είτε κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου είτε μεταγενέστερα (άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 752 ΚΠολΔ) και δ) με την προσεπίκληση, που γίνεται είτε με πρωτοβουλία του διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 753 ΚΠολΔ). Συνεπώς κατά την ανωτέρω διαδικασία ο καθού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του Δικαστηρίου, δεν προσκλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς να ασκήσει παρέμβαση, παραστεί στη δίκη. Ως εκ τούτου, εκείνος τον οποίο αφορά το ρυθμιστικό μέτρο, το οποίο διατάσσεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν δεν έγινε διάδικος κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, δεν έχει δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, αλλά αν προκαλεί σε αυτόν βλάβη ή εκθέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του, έχει δικαίωμα τριτανακοπής (ΑΠ 41/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 84/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 578/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Απαλλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τομος 2ος, εκδ.2022, (-Μπαλογιάννη), υπό άρθρο 747, §1, σελ. 2514). Κατά μια δε άποψη ο ορισμός από τον δικαστή κατά τη κατάθεση της αίτησης απλώς της προθεσμίας για την τυχόν κοινοποίησή της στον καθ’ ού για να ασκήσει παρέμβαση, δεν συνιστά, ούτε μπορεί να αναπληρώσει, την προβλεπόμενη από το άρθρο 748 παρ.3 κλήτευση με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, ώστε να προσδοθεί στον καθ’ ού η αίτηση ιδιότητα διαδίκου (ΜΠΑγρ 42/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘες 6890/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
Με τη κοινοποίηση της αίτησης σε τρίτο πρόσωπο με διαταγή του αρμόδιου δικαστή, αυτό αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου ανεξάρτητα αν θα εμφανιστεί ή όχι στη δίκη [Μπαλογιάννη ό.π. υπό άρθρο 747, § 2, σελ.2514].
Κατά τη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 741 επ.), « Αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους». Συνεπώς επί ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δημιουργείται, σύμφωνα με το άρθρο 762, περίπτωση αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας, λόγω υποχρεώσεως η έφεση να απευθύνεται κατά αυτών αλλά και της ανάγκης ενιαίας επίλυσης του ζητήματος [ΑΠ 438/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Ωστόσο, η υποχρέωση απεύθυνσης της έφεσης κατά όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση δεν τίθεται με κύρωση του απαράδεκτο, καθώς το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη κλήτευσή τους στη δίκη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 εδ.α` του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα (ΚΠολΔ 760 εδ.α), το Δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο κατά αποφάσεως που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί να διατάξει τη κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η έφεση κατά αποφάσεως που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας πρέπει μεν να απευθύνεται κατά όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και μεταξύ αυτών και κατά των παρεμβάντων, πλην όμως όχι με κύρωση το απαράδεκτο της εφέσεως, αλλά το δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, επομένως δε και του διαδίκου που είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά του οποίου δεν απευθύνεται το ένδικο μέσο, τούτο δε διότι το άρθρο 748 παρ.3 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 760 του ΚΠολΔ, δεν καταλαμβάνει μόνο τους τρίτους που δεν κατέστησαν διάδικοι στην πρωτοβάθμια δίκη αλλά και τους κατ` αυτήν διαδίκους κατά των οποίων δεν στρέφεται η έφεση (ΟλΑΠ 6/1999, ΕλλΔνη 1999. 274, ΑΠ 157/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8561/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6399/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 187/2000, ΕλλΔνη 2000.1385). Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν τυχόν δεν κλητευθούν οι λοιποί διάδικοι της πρωτόδικης δίκης, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη γιατί παραβιάζεται η αρχή που αναφέρεται στην ακρόαση όλων των διαδίκων μερών (ΑΠ 894/2003, ΕλλΔνη 45 (2004). σελ.168, ΕφΛαρ 141/2006, ΕΠΙΣΚΕΔ 2006.1120, Απαλλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. ό.π. (-Μπαλογιάννη) ό.π. υπό άρθρο 762,§ 1, σελ.2539 ∙αντιθέτως ότι δεν απαιτείται στην κατ’έφεση δίκη η κλήτευση του αρχικώς διαδίκου έτερου καθού η αίτηση, λόγω της απλής ομοδικίας που συνδέει τα διάδικα μέρη βλ.Ι. Βενιέρη-Κατσά, Εφαρμογή του Ν.3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, 2η έκδοση, σελ.198 επί του κεφαλαίου Ζ περ.2, Αρβανιτάκη, παρατηρήσεις σε ΕιρΣητ 6/2012, ΕΠολΔ 2012. σελ. 225).
Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 225 ΚΠολΔ, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα ενώ κατά τη διάταξη της παρ.2 του ίδιου άρθρου, η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματος δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη, ο δε ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση στη δίκη. Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 225 ΚΠολΔ η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν συνεπάγεται την αποστέρηση της εξουσίας των διαδίκων να διαθέτουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Η διάθεση του επίδικου αντικειμένου δεν επιφέρει καμία μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης. Ο ειδικός διάδοχος του μεταβιβάσαντος διαδίκου δεν αποκτά αυτοδίκαια την ιδιότητα του διαδίκου ούτε υπεισέρχεται στη δικονομική θέση του δικαιοπαρόχου του, έχει όμως το δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση, η οποία συνιστά αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, διότι καταλαμβάνεται από τις έννομες συνέπειες της απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί στην εκκρεμή δίκη μεταξύ του δικαιοπαρόχου του και του αντιδίκου του τελευταίου. Αν ο ειδικός διάδοχος δεν ασκήσει παρέμβαση δεν δύναται να ενεργήσει στο όνομα και για λογαριασμό του καμία διαδικαστική πράξη που σχετίζεται με την πρόοδο και τη διεξαγωγή της δίκης στην οποία διάδικος είναι ο δικαιοπάροχός του, τυχόν δε διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται, χωρίς προηγουμένως να έχει ασκηθεί παρέμβαση, πάσχουν από δικονομική ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο [ Απαλλαγάκη Χ. – Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν.4842 και 4855/2021, τόμος 1, εκδ.2022, [-Ευθυμίου], υπό άρθρο 225, §§ 1,3, σελ. 911-913].
H πρόσθετη παρέμβαση συνιστά τρόπο συμμετοχής σε εκκρεμή δίκη τρίτου προσώπου, το οποίο ενδιαφέρει. Σε αντίθεση με τον κυρίως παρεμβαίνοντα, που αντιποιείται το αντικείμενο της δίκης έναντι των αρχικών διαδίκων, ο απλώς προσθέτως παρεμβαίνων προσέρχεται στη δίκη για να υποστηρίξει τον έναν από τους δύο διαδίκους, χωρίς να διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης και χωρίς να υφίσταται αυτοτέλεια αυτής έναντι της τελευταίας. Επειδή δεν προσλαμβάνει θέση κύριου διαδίκου δεν αναπτύσσεται σχέση ομοδικίας μεταξύ εκείνου και του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου. Αντιθέτως, δεδομένης της άμεσης επενέργειας της ισχύος της απόφασης με τη δημοσίευσή της [δεδικασμένο, εκτελεστότητα, διαπλαστική ενέργεια] στον προσθέτως παρεμβαίνοντα , η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης δημιουργεί επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικίας, ο δε παρεμβαίνων αν και καθίσταται αναγκαίος ομόδικος δεν έχει την ιδιότητα του αναγκαίου ομοδίκου. Λόγω της θέσεως του ως αναγκαίου ομοδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη, ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων που παρίσταται αντιπροσωπεύει τον υπέρ ου η παρέμβαση όταν αυτός ερημοδικεί. Η παρέμβαση που ασκεί εκείνος που έγινε ειδικός διάδοχος του αρχικού διαδίκου όσο διαρκεί η δίκη ή μετά το πέρας αυτής είναι αυτοτελής, μπορεί δε να αναλάβει τη δίκη ως κύριος διάδικος μόνο κατόπιν συμφωνίας των αρχικών διαδίκων [ ΑΠ 1078/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Περαιτέρω, σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως [και εν γένει ενδίκου μέσου] από τον αντίδικο του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση διαδίκου, θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση ανάμεσα στην απλή πρόσθετη παρέμβαση και στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση. Συγκεκριμένα επί απλής προσθέτου παρεμβάσεως το ένδικο μέσο της εφέσεως στρέφεται μόνο κατά του κυρίου διαδίκου-αντιδίκου και όχι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ο οποίος δεν έχει καταστεί κύριος διάδικος στη δίκη. Επειδή όμως συμμετέχει στη δίκη δια παρεμβάσεως θα πρέπει να καλείται στη δίκη του ενδίκου μέσου επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Εντούτοις εάν ο εκκαλών στρέψει το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά του απλώς προσθέτως παρεμβαίνοντος δεν θα απορριφθεί αυτό ως απαράδεκτο κατά το μέρος αυτό αλλά θα ισχύσει ως κλήτευσή του να παραστεί στη συζήτηση της έφεσης. Η έφεση υποχρεωτικά στρέφεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, αν αμφισβητηθεί το παραδεκτό της πρόσθετης παρέμβασης, αν ο παρεμβαίνων υποκαταστάθηκε στη θέση του υπέρ ου η παρέμβαση κατά τη διάταξη του άρθρου 85 ΚΠολΔ, ή αν η εκκαλουμένη περιέχει ευνοϊκές διατάξεις υπέρ του προσθέτως παρεμβαίνοντος. Αντιθέτως, επί αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, επειδή μεταξύ του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος και του υπερ’ ου η παρέμβαση δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, αν και ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων δεν καθίσταται δια της παρεμβάσεώς του κύριος διάδικος, το ένδικο μέσο της εφέσεως στρέφεται αφενός κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος – υπέρ ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αφετέρου κατά του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, εκτός αν η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση έχει απορριφθεί [βλ. σχετ. Γκανάς Στ., Διπλωματική Εργασία με θέμα « Η άσκηση ενδίκων μέσων επί υποκειμενικά σύνθετων δικών», Σεπτέμβριος 2019, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ, ΠΜΣ Πολιτικής Δικονομίας και Εργατικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας Πανεπιστημιακό Έτος 2018-2019, ιδίως σελ. 61-62].
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι από τα δικόγραφα που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτουν τα ακόλουθα : Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της [α.ε.κ. …./2015] αίτησης του αιτούντος και ήδη εκκαλούντος ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας δεύτερη των καθ’ ών η αίτηση ήταν η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο και η εκκαλουμένη εκδόθηκε ερήμην αυτής. Ο εκκαλών άσκησε τη κρινόμενη έφεση, μεταξύ άλλων, και κατά της δεύτερης των καθών και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ……. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία δεν παραστάθηκε στη παρούσα δευτεροβάθμια δίκη κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο [13.4.2022] καθώς δεν προκύπτει κλήτευσή της δεδομένου του ότι ο εκκαλών δεν προσκόμισε ούτε επικαλείται έκθεση επίδοσης. Αντιθέτως, ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει με τις προτάσεις του την υπ’ αριθμ……/16.9.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Π…… Μ……, από την οποία αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [13.4.2022], επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «I…… H….. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «I….. HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», ως διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «P….. S….. D….. A…… C……», που εδρεύει στο Δουβλίνο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «P….. S….. D….. A….. C….», που εδρεύει στο Δουβλίνο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως ειδική διάδοχο της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ Π…… Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με επιμέλεια του εκκαλούντος, ο οποίος επέσπευσε τη συζήτηση της έφεσης [άρθρα 122 παρ.1, 123, 124 παρ.1 και 2, 126 παρ.1 περ. γ, 127 παρ.1, 129 παρ.1 ΚΠολΔ]. Και ενώ ο εκκαλών στρέφει την έφεση του (και) κατά της δεύτερης των καθ’ ών η αίτηση, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ Π…… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», με το δικόγραφο των προτάσεών του καθιστά δεύτερη εφεσίβλητη την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «I….. H……ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», για τη νομιμοποίηση της οποίας επικαλείται ότι κατά τις διατάξεις του Ν.4354/2015 συνιστά διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «P…… S….. D…… A….. C…..», η οποία κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας που δημιουργήθηκε με την κατάθεση της αιτήσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, απέκτησε τις επιχειρηματικές απαιτήσεις της δεύτερης καθ’ ής η αίτηση – εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από τα άρθρα 10 και 14 του Ν.3156/2003 νομίμως δημοσιευμένης σε περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου …./16.9.2019, στο τόμο …… και με αύξοντα αριθμό ……, στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών δημόσια βιβλία του Ν.2844/2000. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και την ίδια την εκκαλούμενη απόφαση [υπ’ αριθμ……/2021], η ανωτέρω ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» δεν συμμετείχε με άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης υπέρ της δεύτερης των καθών η αίτηση, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου αυτής, με αποτέλεσμα να μην καταστεί διάδικος στη πρωτόδικη δίκη και να μη δύναται η έφεση να ασκηθεί σε βάρος της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ. Σύμφωνα δε με τα όσα αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης δημιουργεί επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία και ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται αναγκαίος ομόδικος του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση, πλην όμως δεν μπορεί να αναλάβει τη δίκη παρά μόνο κατόπιν συμφωνίας των αρχικών διαδίκων. Έτι δε και εάν η ανωτέρω εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων ασκούσε πρωτόδικα αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η έφεση θα έπρεπε να απευθυνθεί σε βάρος της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας. Συνεπώς, εν προκειμένω, απαραδέκτως ο εκκαλών στρέφει και δη το πρώτον με τις προτάσεις του την ένδικη έφεση κατά της ανωτέρω εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων με τον διακριτικό τίτλο «…..HELLAS ΑΕΔΑΔΠ», η οποία δεν κατέστη διάδικος στη πρωτοβάθμια δίκη, καθώς δεν ήταν καθ’ ής η αίτηση, ούτε και επιδόθηκε η αίτηση σε αυτή, δεν ορίστηκε η κλήτευσή της από τον Δικαστή προσδιορισμού συζήτησης ούτε και άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση [κατά άλλη άποψη κυρία παρέμβαση], παρά μόνο μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 04/06/2021 επέδωσε στον εκκαλούντα ακριβές αντίγραφό της (εκκαλουμένης) προκειμένου να εκκινήσει η προθεσμία της εφέσεως, γεγονός όμως που δεν της προσδίδει την ιδιότητα της διαδίκου. Και τούτο διότι ο ειδικός διάδοχος του μεταβιβάσαντος διαδίκου – κατ’ επέκταση η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων- δεν αποκτά αυτοδίκαια την ιδιότητα του διαδίκου ούτε υπεισέρχεται στη δικονομική θέση του δικαιοπαρόχου του, έχει, όμως, το δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση προκειμένου να επηρεάσει τον δικαστικό αγώνα [βλ. σχετ. Απαλλαγάκη Χ.-Σταματόπουλος Σ. Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’άρθρο μετά τους Ν. 4842 και 4855/2021, τόμος 1ος, έκδοση 2022, [-Ευθυμίου Χ.], υπό άρθρο 225,§ 3, σελ. 912]. Επιπλέον στη παρούσα δίκη δεν κατέστη διάδικος με την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, η δε κλήτευση αυτής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει την κλήτευση της δεύτερης των καθών η αίτηση – εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ……Α.Ε». Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εφεσίβλητη δεν έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [13.4.2022], ανακύπτει ζήτημα κατά πόσον μπορεί να χωριστεί η υπόθεση και να προχωρήσει η συζήτησή της ως προς τους παρισταμένους λοιπούς διαδίκους. Είναι δεδομένο ότι από τη στιγμή που στην αίτηση του οφειλέτη για τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών του με το Ν.3869/2010 αναφέρονται περισσότεροι πιστωτές και οι απαιτήσεις αυτών, η μη επίδοση της αίτησης και συνακόλουθα και της έφεσης σε κάποιον ή σε κάποιους πιστωτές εμποδίζει την περαιτέρω διαδικασία και ως προς τους πιστωτές εκείνους για τους οποίους έχει γίνει κανονικά η επίδοση. Και τούτο διότι ο οφειλέτης επιθυμεί την έναντι όλων των πιστωτών του ρύθμιση των χρεών του και την απαλλαγή του από αυτά. Άλλωστε το Δικαστήριο, σε περίπτωση ρύθμισης, θα ορίσει καταβολές σε όλους τους πιστωτές και όχι σε ορισμένους από αυτούς. Επομένως δεν νοείται ο χωρισμός της διαδικασίας και η έρευνα της υπόθεσης μόνον έναντι των πιστωτών ως προς τους οποίους έγινε νόμιμη επίδοση. Συνεπώς, στη περίπτωση που δεν μετέχουν στη διαδικασία κάποιοι από τους πιστωτές που αναφέρονται στο δικόγραφο της εφέσεως, θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ως προς όλους, διότι συνδέονται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης έφεσης και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης λόγω της συνένωσης της τελευταίας σε διαδικαστικό επίπεδο ως παρεπόμενης δίκης με τη κύρια δίκη της εφέσεως. Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο δεν προτάσσει ως δικονομικώς ορθή λύση την αναβολή εκδόσεως οριστικής απόφασης και τη κλήτευση, εκτός από τη δεύτερη εφεσίβλητη, και της ανωτέρω εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ.3 του ΚΠολΔ ως τρίτης έχουσας συμφέρον να μετέχει στη δίκη, γιατί θα την καθιστούσε αυτοδικαίως διάδικο ενώ η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων επί τη βάση ειδικής διαδοχής εισέρχεται σε εκκρεμή δίκη δια παρεμβάσεως δεδομένου του ότι η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν επιφέρει καμία δικονομική μεταβολή.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης ως προς όλους τους διαδίκους και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 08.7.2021 έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./08.7.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΕ./13.7.2021, και της από 13.4.2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πύργο Ηλείας, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 25 Μάϊου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ