ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
FUQUANS.R.O κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 01.06.2023 (αριθ. προσφ. 24827/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Πρόσβαση σε δικαστήριο. Παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να εξετάσουν την ουσία της ασκηθείσας αγωγής της προσφεύγουσας εταιρείας, εντάσσοντας τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στη διάταξη του σχετικού δικαίου βάσει της αρχής juranovitcuria, ελλείψει σχετικών επιχειρημάτων από την ενάγουσα. Δεν διαπιστώθηκε υπερβολικός φορμαλισμός και παραβίαση της πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρου 6 παρ. 1).
Έλεγχος της χρήσης περιουσίας. Παράλειψη της εταιρείας να υποβάλει δεόντως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ένδικα μέσα για τη μη φροντίδα των αρχών της κατασχεθείσας περιουσίας της και για αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην άρση της κατάσχεσης. Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου πρωτοκόλλου1 δεν εφαρμόζεται στην αγωγή αποζημίωσης της εταιρείας που δεν έχει επαρκή βάση στο εθνικό δίκαιο και βασίζεται στην αδικαιολόγητη δίωξη και κράτηση του διευθύνοντος συμβούλου και μέλους της.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, FUQUAN, s.r.o., είναι εταιρία που εδρεύει στην Τσεχική Δημοκρατία. Το 2005 δύο μέλη της εταιρείας, ένα εκ των οποίων ήταν ο διευθύνων σύμβουλος, κατηγορήθηκαν για φοροδιαφυγή και κρατήθηκαν προσωρινά. Οι εγχώριες αρχές διέταξαν την κατάσχεση της περιουσίας της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των εμπορευμάτων της, των κεφαλαίων και ενός μισθωμένου οχήματος. Η αξία των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων ήταν περίπου 62,4 εκατομμύρια τσεχικές κορώνες (CZK – περίπου 2,1 εκατομμύρια ευρώ εκείνη την περίοδο). Ο διευθύνων σύμβουλος και το άλλο μέλος υπέβαλαν ανακοπές στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την κατάσχεση, οι οποίες απορρίφθηκαν ως αβάσιμες από το Δημοτικό Δικαστήριο της Πράγας.
Το 2006 και το 2007 οι δύο κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για φοροδιαφυγή. Τελικά, κατόπιν ασκηθείσας έφεσης, αθωώθηκαν το 2009στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Τον Μάιο του 2010 ήρθη η κατάσχεση των κεφαλαίων της εταιρείας. Αργότερα το ίδιο έτος το Δημοτικό Δικαστήριο διέταξε την επιστροφή των εμπορευμάτων στην προσφεύγουσα, η οποία ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Τον Ιούνιο του 2011, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά του Δημοσίου ζητώντας αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αδικαιολόγητη κατάσχεση της περιουσίας της και από την αδικαιολόγητη κράτηση του διευθύνοντος συμβούλου της και του άλλου εταίρου της. Η εταιρεία επικαλέστηκε τον νόμο περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, αλλά δεν διευκρίνισε ρητώς αν η ζημία προκλήθηκε από παράνομη απόφαση ή από παράνομη ενέργεια οργάνων του δημοσίου, τους δύο πιθανούς λόγους ευθύνης του Δημοσίου. Το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντιμετώπισαν την αγωγή της προσφεύγουσας εταιρείας ως αγωγή βασισμένη σε παράνομη απόφαση και την απέρριψαν επειδή, σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία, μόνο οι διάδικοι στη διαδικασία στην οποία εκδόθηκε παράνομη απόφαση δικαιούνταν αποζημίωση για τον λόγο αυτό.
Η αναίρεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το Ανώτατο Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας, ενώ μια μεταγενέστερη συνταγματική προσφυγή κρίθηκε επίσης απαράδεκτη από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Επικαλούμενη το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και το άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να λάβει αποζημίωση για τη ζημία στην περιουσία της και ότι της απαγορεύτηκε η πρόσβαση σε δικαστήριο.
Με απόφαση της 17ηςΜαρτίου 2022, το Τμήμα του ΕΔΔΑ έκρινε ότι το κύριο αντικείμενο της προσφυγής ήταν η αδυναμία είσπραξης αποζημίωσης για ζημία σε εμπόρευμα που είχε απωλέσει την αξία του λόγω της κατάσχεσής του επί πέντε έτη και της παρόδου του χρόνου. Απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης σχετικά με την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων και, με 5 ψήφους έναντι 2, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, κρίνοντας ότιδεν υπήρχε κανένας δικαιολογημένος λόγος να κρατηθούν τα εμπορεύματα της προσφεύγουσας εταιρείας επί ενάμιση σχεδόν χρόνο μετά την αθώωση του διευθύνοντος συμβούλου και του εταίρου της.
Στις 5Σεπτεμβρίου 2022 η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης κατόπιν αιτήματος της Κυβέρνησης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 13,
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 και άρθρο 13
Η προσφεύγουσα εταιρεία υποστήριξε ότι τα εθνικά δικαστήρια ήταν υπερβολικά τυπολατρικά και θα έπρεπε να είχαν αντιμετωπίσει την αγωγή της ως αγωγή που βασίζεται σε παράνομη ενέργεια του δημοσίου. Το Τμήμα του ΕΔΔΑ είχε αποδεχθεί αυτό το επιχείρημα, δηλώνοντας ότι εναπόκειτο στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν τα πραγματικά περιστατικά όπως υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα εταιρεία σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του νόμου περί ευθύνης του Δημοσίου. Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, ωστόσο, έκρινε ότι το Τμήμα δεν είχε λάβει υπόψη ότι αυτό μπορεί να μην ήταν δυνατό βάσει του εσωτερικού δικαίου, συγκεκριμένα ότι τα πραγματικά περιστατικά όπως παρουσιάστηκαν από την προσφεύγουσα εταιρεία στην αγωγή της θα μπορούσαν να εμποδίσουν τα εθνικά δικαστήρια να θεωρήσουν την αγωγή της ως βασισμένη σε παράνομη ενέργεια οργάνων του δημοσίου. Επιπλέον, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε καν αναφέρει παράνομη ενέργεια οργάνων δημοσίου ούτε καν υποστήριξε ότι τα δικαστήρια αυτά είχαν παρερμηνεύσει την αγωγή της και θα έπρεπε να την είχαν αντιμετωπίσει ως αγωγή βασισμένη σε τέτοια συμπεριφορά. Κατά κανόνα, οι διάδικοι δεν μπορούσαν να προβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρήματα τα οποία δεν είχαν ήδη προβληθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσηςσημείωσε επίσης ότι, για τέσσερις επιπλέον μήνες μετά την τελεσιδικία της απόφασης που απέρριψε την αγωγή, η προσφεύγουσα εταιρεία θα μπορούσε να ασκήσει νέα αγωγή, βασισμένη σε παράνομη ενέργεια οργάνων του δημοσίου. Επομένως, η αιτίαση σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη κρίθηκε απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη. Η καταγγελία βάσει του άρθρου 13 θεωρήθηκε απορροφούμενη βάσει του άρθρου 6 § 1.
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσηςδιαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε εγείρει συνολικά τρεις καταγγελίες ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, συγκεκριμένα: (α) την καταγγελία σχετικά με τη ζημία στην περιουσία της μετά την αδικαιολόγητη δίωξη και κράτηση του διευθύνοντος συμβούλου της και του άλλου μέλους της, β) την καταγγελία ότι οι εγχώριες αρχές δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια επί των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων της και (γ) την καταγγελία για αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην άρση της κατάσχεσης μετά την αθώωση του διευθυντή και του άλλου μέλους της.
Όσον αφορά την καταγγελία υπό στοιχείο α) το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσηςεπανέλαβε ότι η αθώωση ή η παύση της ποινικής διαδικασίας δεν συνεπάγεται αυτομάτως υποχρέωση αποζημίωσης. Κάθε δικαίωμα αποζημίωσης απορρέει από το εθνικό δίκαιο. Στη συνέχεια, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσηςσημείωσε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν ήταν διάδικος στην ποινική διαδικασία κατά των μελών της. Σύμφωνα με τον νόμο περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, μόνο οι διάδικοι στη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας είχε εκδοθεί παράνομη απόφαση είχαν δικαίωμα αποζημίωσης. Δεδομένου ότι η αξίωση αποζημίωσης της προσφεύγουσας εταιρείας δεν είχε επαρκή βάση στο εσωτερικό δίκαιο και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν είχε εφαρμογή. Ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή κρίθηκε απαράδεκτη.
Όσον αφορά την καταγγελία υπό στοιχείο β), το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσηςεπανέλαβε ότι, όταν οι αρχές κατέσχεσαν περιουσιακά στοιχεία, ανέλαβαν καθήκον επιμέλειας έναντι των ιδιοκτητών τους. Έπρεπε να καταβάλλουν εύλογες προσπάθειες για τη διατήρησή τους. Η προσφεύγουσα εταιρεία είχε την ευκαιρία να λάβει αποζημίωση από το κράτος, καθώς η παράλειψη των αρχών να λάβουν τη δέουσα μέριμνα για τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Ωστόσο, από τα πορίσματα σχετικά με την καταγγελία της προσφεύγουσας εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 προέκυψε ότι δεν είχε αξιοποιήσει δεόντως αυτή την ευκαιρία. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή κρίθηκε απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων.
Όσον αφορά την υπό στοιχεία γ) αιτίαση, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσηςδιαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανένας δικαιολογημένος λόγος για τη διατήρηση της περιουσίας της προσφεύγουσας εταιρίας για ενάμιση έτος μετά την αθώωση των μελών της. Ωστόσο, το τμήμα μείζονος συνθέσεως διαπίστωσε ότι η αιτίαση αυτή δεν είχε προβληθεί στην αρχική προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά προστέθηκε αργότερα, όταν η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσηςδιευκρίνισε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να ακυρώσει τον κανόνα του εξαμήνου σχετικά με το παραδεκτό (οι προσφυγές πρέπει να φθάνουν στο Δικαστήριο το πολύ τέσσερις μήνες –τότε έξι μήνες– μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης σε υπόθεση ενώπιον των εθνικών αρχών. Βλέπε δελτίο Τύπου της 1ης Φεβρουαρίου 2022), ακόμη και αν η κυβέρνηση δεν έφερε αντίρρηση. Επιπλέον, όπως και με την καταγγελία υπό στοιχείο β), η προσφεύγουσα εταιρεία είχε την ευκαιρία να λάβει αποζημίωση από το κράτος, καθώς η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην άρση της κατάσχεσης συνιστούσε επίσης παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας. Ωστόσο, τα πορίσματα σχετικά με την καταγγελία της προσφεύγουσας εταιρείας βάσει του άρθρου 6 § 1 υποδηλώνουν ότι δεν είχε αξιοποιήσει δεόντως αυτή την ευκαιρία. Ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή κρίθηκε επίσης απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων(επιμέλεια echrcaselaw.com).