Αν και ο καιρός δεν βοηθάει ώστε να καταλάβουμε πως το… καλοκαίρι ήρθε, εντούτοις οι περισσότεροι μισθωτοί -και όχι μόνον- ήδη έχουν αρχίσει να σχεδιάζουν τις διακοπές τους: Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, καλό θα είναι να γνωρίζουν πως κάθε εργαζόμενος δικαιούται άδεια από τον πρώτο μήνα κιόλας απασχόλησής του στην ίδια επιχείρηση. Άλλο ένα στοιχείο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών αλλά και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οποιονδήποτε λόγο.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Έτσι, η απόλυση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της άδειας θεωρείται άκυρη. Αναλυτικές οδηγίες για τις άδειες που δικαιούνται οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και γενικότερα τα δικαιώματά τους, παρέχει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ μέσω σχετικού οδηγού. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει τα είδη των αδειών που δικαιούται κάθε εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας και τις προϋποθέσεις χορήγησής τους,συμπεριλαμβάνοντας και όλες τις αλλαγές που προέκυψαν από το Ν. 4808/2021.
Πόσες ημέρες άδειας δικαιούται κάθε εργαζόμενος
Σύμφωνα πάντα με τον οδηγό, κάθε εργαζόμενος δικαιούται άδεια από τον 1ο μήνα απασχόλησής του στην ίδια επιχείρηση.
Οι ημέρες της δικαιούμενης άδειας υπολογίζονται ως εξής:
Από την έναρξη της σύμβασης εργασίας και μέχρι τη συμπλήρωση 12 μηνών συνεχούς απασχόλησης (εντός δηλαδή του 1ου ημερολογιακού έτους) στην επιχείρηση ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές, κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια επιχείρηση.
Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση την ετήσια άδεια:
24 ημερών (για εξαήμερη εργασία), δηλαδή 24/12 x μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου ή 2 ημέρες αδείας για κάθε μήνα απασχόλησης.
20 ημερών (για πενθήμερη εργασία), δηλαδή 20/12 x μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου ή 1,6667 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης.
Από τη συμπλήρωση του 12μήνου και έως 31-12 του 2ου ημερολογιακού έτους απασχόλησης:
25 ημέρες (για εξαήμερη εργασία) για όλο το έτος ή 25/12 μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου.
21 ημέρες (για πενθήμερη εργασία) για όλο το έτος ή 21/12 μήνες απασχόλησης με στρογγυλοποίηση του γινομένου.
Από τη συμπλήρωση των 24 μηνών και για κάθε επόμενο έτος απασχόλησης:
26 ημέρες για εξαήμερη εργασία.
22 ημέρες για πενθήμερη εργασία.
Από τη συμπλήρωση υπηρεσίας 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας η ετήσια άδεια φτάνει τις 30 εργάσιμες ημέρες (για εξαήμερη εργασία) ή τις 25 εργάσιμες ημέρες (για πενθήμερη εργασία).
Από τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, η ετήσια άδεια προσαυξάνεται κατά μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή συνολικά 31 ημέρες αδείας για εξαήμερη εργασία και 26 ημέρες αδείας για πενθήμερη εργασία.
Υπάρχουν πάντως και ημέρες που δεν συνυπολογίζονται σε αυτές της άδειας. Συγκεκριμένα:
Οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (με παραμονή του μισθωτού στο σπίτι ή νοσηλεία του) που εμπίπτουν στο διάστημα της χορηγηθείσας αδείας δεν περιλαμβάνονται σε αυτή. Επιπλέον, για τους μισθωτούς που απασχολούνται επί πενθημέρου, δεν συνυπολογίζεται στον αριθμό ημερών αδείας η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν εργάζονται λόγω πενθημέρου.
Τι ισχύει με το επίδομα αδείας και τις μηνιαίες αποδοχές
Ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις συνήθεις αποδοχές που θα λάμβανε αν απασχολούνταν πραγματικά στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνεται κάθε τακτικό και μόνιμο αντάλλαγμα που λαμβάνει για την εργασία του (μισθός ή ημερομίσθιο, αλλά και πρόσθετες παροχές, όπως τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κ.λπ.).
Πέραν των συνήθων αποδοχών ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, χωρίς όμως και να μπορεί να ξεπερνάει σε κάθε περίπτωση τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με άλλον τρόπο (άρθρο 3, παρ. 6, Ν. 4504/1996).
Οι ρυθμίσεις αυτές συμπεριλήφθησαν στην ΕΓΣΣΕ της 15/7/2010 (άρθρο 2) προκειμένου να καταστεί δυσχερής η τυχόν κατάργηση του επιδόματος με νομοθετική πράξη στο πλαίσιο των μέτρων λιτότητας.
Πότε πρέπει να καταβληθεί το επίδομα αδείας
Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας καταβάλλονται κατά την έναρξη αυτής και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.
Εάν ο εργαζόμενος δεν έχει λάβει την άδεια που δικαιούται και προκύψει λήξη της σύμβασης εργασίας (με απόλυση, παραίτηση, θάνατο εργαζομένου ή λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), οφείλονται αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας, ανάλογα με τον χρόνο που παρέχονταν υπηρεσίες από τον εργαζόμενο στον εργοδότη.
Ειδικότερα:
- Για το 1ο και το 2ο ημερολογιακό έτος από την πρόσληψη του εργαζομένου οφείλονται 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, καθώς και 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
- Από το 3ο ημερολογιακό έτος μετά την πρόσληψη οφείλονται οι αποδοχές πλήρους αδείας και το επίδομα αδείας το οποίο θα λάμβανε ο εργαζόμενος εάν λάμβανε την άδειά του το χρονικό διάστημα που λύθηκε η σχέση εργασίας.
Κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οποιονδήποτε λόγο. Η απόλυση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της άδειας θεωρείται άκυρη.
Πότε μπορεί να χορηγηθεί η άδεια
Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει, έως το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους, την άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος ανά ημερολογιακό έτος, έπειτα από αίτηση του εργαζομένου και εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης.
Εάν η άδεια δεν χορηγηθεί μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους με υπαιτιότητα του εργοδότη (π.χ. άρνηση, αμέλεια κλπ), τότε αυτός πρέπει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας, προσαυξημένες κατά 100%, καθώς και το επίδομα αδείας (χωρίς ποσοστό προσαύξησης).
Ο χρόνος χορήγησης της άδειας καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου.
Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των εργαζομένων που δικαιούνται ημέρες αδείας θα πρέπει να ικανοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως την 30ή Σεπτεμβρίου του αυτού ημερολογιακού έτους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να τηρούνται και τα ελάχιστα προβλεπόμενα ενιαία χρονικά διαστήματα αδείας.
Σε ποιες περιπτώσεις «σπάει» η άδεια
Όταν προκύπτει ιδιαίτερα σοβαρή ή επείγουσα ανάγκη στο πλαίσιο της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, ο εργοδότης μπορεί να προχωρήσει σε κατάτμηση του χρόνου αδείας σε δύο περιόδους μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος.
Η πρώτη περίοδος δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των έξι εργάσιμων ημερών (επί εξαημέρου εργασίας), των πέντε εργάσιμων ημερών (επί πενθημέρου εργασίας) και των δώδεκα εργάσιμων ημερών (εάν ο εργαζόμενος είναι ανήλικος).
Με έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας, επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου ετήσιας αδείας και σε περισσότερες από δύο περιόδους, υπό την προϋπόθεση ότι θα χορηγηθεί ενιαίο διάστημα αδείας δέκα εργάσιμων ημερών (για πενθήμερη εργασία) και δώδεκα εργάσιμων ημερών (για εξαήμερη εργασία ή για ανήλικο εργαζόμενο).
Σε επιχειρήσεις που απασχολούν τακτικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έκτακτο/εποχικό προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και παρουσιάζουν, λόγω του αντικειμένου τους, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του έτους μεγάλη σώρευση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ενιαίου τμήματος 10 ή 12 εργάσιμων ημερών (για πενθήμερη και εξαήμερη εργασία αντίστοιχα) στο τακτικό προσωπικό, σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα του έτους και κυρίως σε εκείνο που παρουσιάζεται μείωση του φόρτου εργασίας.
Και σε αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται έγκριση της απόφασης του εργοδότη από την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας. (Ν. 4093/2012, άρθρο 1, υποπαράγραφος ΙΑ.14, περίπτωση 3.