Ο καταναλωτής, που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας όχι σε σταθερή τιμή, αλλά με κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει ότι η διακύμανση γίνεται στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας, της ρήτρας αναπροσαρμογής
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με πρόσφατη απόφασή του έκρινε επί συλλογικής αγωγής του άρθρου 10 παρ. 16 περ. α΄ του ν. 2251/1994 ενώσεων καταναλωτών κατά της ΔΕΗ ΑΕ, δεσπόζουσας προμηθεύτριας ηλεκτρικής ενέργειας, για τα κυμαινόμενα τιμολόγιά της και τις ρήτρες αναπροσαρμογής που αυτά περιέχουν ((ΠΠρΑθ 67/2023).
Ειδικότερα, στην προκειμένη υπόθεση, η οποία αφορά την αναγνώριση ως καταχρηστικών των σχετικών Γενικών Όρων Συναλλαγών, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, αλλά και διότι εμπίπτουν στις εξειδικευμένες περιπτώσεις καταχρηστικότητας του άρθρου 2 παρ. 7 του ανωτέρω νόμου, το δικαστήριο έκρινε ότι οι ρήτρες αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δεν υπόκεινται σε ευθύ έλεγχο καταχρηστικότητας, αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και τιμήματος δεν υποβάλλονται σε έλεγχο καταχρηστικότητας σύμφωνα με την 19η αιτιολογική σκέψη και τον κανόνα του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, καθώς και κατά το άρθρο 2 παράγραφο 6 εδ. α΄ ν. 2251/1994, ερμηνευμένο με τη μέθοδο της τελολογικής συστολής του κανονιστικού του περιεχομένου. Όμως, το ίδιο το άρθρο 4 παρ. 2, συμπληρώνοντας τη ρύθμιση του άρθρου 5 εδ. α΄ της Οδηγίας, επιβάλλει οι σχετικοί όροι, που ανάγονται στα ουσιώδη μέρη της συμβάσεως (essentialia negotii), να μην αποδίδονται κατά τρόπο ασαφή, ακατανόητο ή παραπλανητικό, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, σε σχέση με τις οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή με τη χρήση αδιαφανών ρητρών, που συγκαλύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση, προκαλώντας κίνδυνο ο τελευταίος είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχθεί αξιώσεις τις οποίες εμφανίζεται να έχει ο προμηθευτής.
Ο αποκλεισμός του ελέγχου καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων που περιγράφουν τη σχέση αναλογίας μεταξύ παροχής και τιμήματος προκαλείται εξαιτίας της αδυναμίας αναγωγής της δικαιοδοτικής κρίσης σε κάποιο υφιστάμενο αντικειμενικό πρότυπο επιμέτρησης. Κυρίως, όμως, αποδίδεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των σχετικών ρητρών, αφού μέσω αυτών διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό περιεχόμενο της συμβάσεως, σε σχέση με το οποίο είναι και παραμένει επικεντρωμένο το ενδιαφέρον αυτοπροστασίας του καταναλωτή και εκδηλώνεται επιμέλεια, εκ μέρους του, για τη συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών.
Υπό το πρίσμα και της ως άνω συμπεριφοράς, που είναι αναμενόμενο να εκδηλώνεται από τον καταναλωτή, οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι υποβάλλονται σε έλεγχο, ώστε να διαγνωστεί εάν είναι σύμφωνοι με την αρχή της διαφάνειας, η οποία αναλύεται ειδικότερα στην αρχή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της χρήσεως των όρων, που ταυτίζεται με τον αποκλεισμό απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων, με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους, με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι για τους καταναλωτές, που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας, μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μιας διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου.
Το δικαστήριο επεσήμανε δε ότι το πότε ένας όρος, που αναφέρεται σε ορισμένη οικονομική επιβάρυνση του συμβαλλομένου, αφορά πράγματι στην «τιμή» της παροχής, ώστε να εκφεύγει του άμεσου δικαστικού ελέγχου ως προς την καταχρηστικότητα, δεν είναι πάντοτε αναμφισβήτητο. Μεταξύ των περισσότερων απόψεων που έχουν διατυπωθεί και διακρίνουν τις σχετικές ρήτρες ανάλογα με το αν καθορίζουν ευθέως και αμέσως την κύρια οικονομική υποχρέωση ή μόνον τις παρεπόμενες-πρόσθετες επιβαρύνσεις, τελολογικώς ορθότερη και μάλλον κρατούσα κρίθηκε από το δικαστήριο η άποψη που θέλει οι ρήτρες αυτές να εκφεύγουν του σχετικού ελέγχου, εφόσον έχουν άμεση επίδραση στον καθορισμό του τιμήματος και είναι αναμενόμενες για τη συγκεκριμένη συναλλαγή.
Υπό το πρίσμα δε των ρητρών αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ευχερώς συνάγεται ότι συντρέχουν αμφότερες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, καθώς, οι ρήτρες αναπροσαρμογής αφενός μεν επιδρούν στον καθορισμό του τιμήματος, αφετέρου δε είναι απολύτως αναμενόμενες στις συμφωνίες κυμαινόμενου τιμολογίου. Ο καταναλωτής, που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας όχι σε σταθερή τιμή, αλλά με κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει ότι η διακύμανση γίνεται στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας, της ρήτρας αναπροσαρμογής. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ρήτρες, όπως και κάθε ρήτρα για την αναπροσαρμογή του τιμήματος στην περίπτωση κυμαινόμενου ύψους της παροχής, δεν υπόκεινται σε ευθύ έλεγχο καταχρηστικότητας, αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας.
Ειδικότερα, οι ρήτρες αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να εκθέτουν κατά τρόπο διαφανή την αιτία και τη μέθοδο μεταβολής του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να ελέγχει τη μεταβολή της τιμής με βάση σαφή, αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια. Συγχρόνως, τα τελευταία πρέπει να είναι εύλογα, με την έννοια ότι αφορούν παράγοντες που συνδέονται με τη μεταβολή του κόστους του ρεύματος για τον προμηθευτή. Τέτοια κριτήρια μπορούν πράγματι να είναι αυτά που αντανακλούν τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή εκκαθάρισης των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και δεικτών που θα μπορούσαν να αξιοποιούν, στηριζόμενες σε τυποποιημένες μεθόδους, τιμές και από τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Όσο, δε, περισσότερο απεξαρτάται η προμήθεια ενέργειας από το Χρηματιστήριο, αλλά και προκειμένου να ενθαρρύνεται η απεξάρτηση αυτή, τόσο περισσότερο αναγκαίοι είναι δείκτες που αντικατοπτρίζουν και τις εναλλακτικές πηγές προμήθειας.
Η αναπροσαρμογή της τιμής ρεύματος πρέπει να συνδέεται, πάντως, με παράγοντες κόστους, οι οποίοι είναι προσβάσιμοι και ελεγχόμενοι από τον καταναλωτή. Με αυτήν την έννοια, κριτήρια ή παράγοντες που παραπέμπουν σε εσωτερικά μεγέθη της επιχείρησης λογίζονται ως απρόσφορα για να καθοδηγήσουν τη διακύμανση του τιμολογίου. Προκειμένου να διευκολύνεται ο καταναλωτής στον έλεγχο της αναπροσαρμογής πρέπει να ενημερώνεται για τον τρόπο, με τον οποίο θα έχει πρόσβαση στο κριτήριο αναφοράς, με παραπομπή πλέον στην αντίστοιχη ηλεκτρονική διεύθυνση. Η ρήτρα πρέπει να περιγράφει τον μηχανισμό, στον οποίο στηρίζεται η αναπροσαρμογή και να ενημερώνει τον καταναλωτή για τις οικονομικές συνέπειες που συνεπάγεται η εφαρμογή τους. Προκειμένου να είναι σε θέση ο καταναλωτής να εκτιμά βάσει ακριβών και επαληθεύσιμων κριτηρίων τις συνέπειες που έχει ο όρος, πρέπει να δίνονται πληροφορίες με βάση παραδείγματα εφαρμογής ή και πρότυπα υπολογισμού. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορεί να είναι σε θέση ο καταναλωτής να κατανοήσει και να διαπεράσει τις αφηρημένα κατονομαζόμενες προϋποθέσεις και να γίνουν προβλέψιμες οι συνέπειες από την εφαρμογή της ρήτρας. Με τη σύμβαση πρέπει να διασφαλίζεται ότι θα λαμβάνει ενημέρωση που θα του επιτρέπει να παρακολουθεί, να ελέγχει και να επιβεβαιώνει τις συνέπειες της ρήτρας.
Περαιτέρω, ο συμβατικός όρος χρειάζεται να εξασφαλίζει ότι ο καταναλωτής δεν θα επιβαρύνεται μόνο με τις αυξήσεις των κατονομαζόμενων σε αυτόν παραγόντων, αλλά ότι θα επωφελείται και από τις τυχόν μειώσεις στην αξία τους. Μόνο έτσι θα διατηρείται η συμβατική ισορροπία, δηλαδή μόνο εφόσον η διακύμανση θα λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις. Διαφορετικά δεν θα υφίσταται δίκαιη και ισότιμη κατανομή του κινδύνου.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο sakkoulas-online.gr.