ΑΠΟΦΑΣΗ
Erik Adamčo κατά Σλοβακίας της 01.06.2023 (αρ. προσφ. 19990/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αποδεικτική ισχύς καταθέσεων σε βάρος κατηγορουμένου από άτομα που έλαβαν ανταλλάγματα για την κατάθεσή τους. Δίκαιη δίκη.
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε και δικάστηκε για δύο ανθρωποκτονίες που σχετίσθηκαν με οργανωμένο έγκλημα, από τη δεκαετία του 1990. Τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη περιλάμβανανκαταθέσειςτριών ατόμων που είχαν ομολογήσει ότι συμμετείχαν στις δολοφονίες μαζί με τον προσφεύγοντα και οι οποίοι είχαν δεχτεί να συνεργαστούν με την εισαγγελία με αντάλλαγμα ασυλία ή άλλα προνόμια/πλεονεκτήματα. Με τον τρόπο αυτό δεν αποκλείονταν η ύπαρξη ιδιοτελώνκινήτρων εκ μέρους τους. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ένοχο τον προσφεύγοντα και τον καταδίκασαν σε κάθειρξη25 ετών.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εγχώρια δικαστήρια στήριξαν την καταδικαστική απόφασή τους κυρίως στις παραπάνω καταθέσεις και ότι η χρήση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων βασίσθηκε σε ανεπαρκή αιτιολογία και δεν συνοδεύτηκε από κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση του συνολικά δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας, καθώς τα δικαστήρια δεν έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην έκταση και τη φύση των αποκτηθέντων πλεονεκτημάτων που αποκόμισαν αυτοί που κατέθεσαν εναντίον του προσφεύγοντος. Σημείωσε επίσης ότι στο νομικό πλαίσιο δεν προβλεπόταν εποπτεία για τέτοιες ρυθμίσεις.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, ErikAdamčo, είναι Σλοβάκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1976 και εκτίει ποινή κάθειρξης. Είναι ο αδελφός του BranislavAdamčo, του προσφεύγοντος στην υπόθεση Adamčo κατά Σλοβακίας (αρ. προσφ. 45084/14).
Τον Ιούνιο του 2014 ο προσφεύγων κατηγορήθηκε ως συνεργός σε δύο ανθρωποκτονίες. Το κατηγορητήριο βασίστηκε σε μαρτυρίες τριών ατόμων: Του Β.που είχε ομολογήσει ότι είχε σχεδιάσει μια από τις ανθρωποκτονίες και εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης για αρκετούς άλλους άσχετους φόνους, του Ε.που αρχικά είχε αρνηθείοποιαδήποτε σχέση με τη δεύτερη ανθρωποκτονία, αλλά τελικά ομολόγησε ότι την διέπραξε μαζί με τον προσφεύγοντα και τουC.ο οποίος φέρεται να ήταν και συνεργός στην πρώτη ανθρωποκτονία, μεταφέροντας το θύμα, μαζί με τον προσφεύγοντα, στονB.
Τελικά κρίθηκε ένοχος το 2017 και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη. Η καταδίκη βασίστηκεκυρίως στις καταθέσειςτωνατόμων που εμπλέκονταν στις δολοφονίες, ιδίως των B., C. και E. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι είχαν λάβει πλεονεκτήματα από την εισαγγελία ως αντάλλαγμα για τις καταθέσεις εναντίον του.Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Ζιλίνα έκρινε ότι τα ενοχοποιητικά στοιχεία με αντάλλαγμα πλεονεκτήματαήταν νόμιμα και είχε εξετάσει τα στοιχεία «ιδιαίτερα προσεκτικά» και ιδιαιτέρως την εσωτερική λογική και συνοχή των αμφισβητούμενων καταθέσεων. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση.
Το περιφερειακό δικαστήριο της Ζιλίνα απέρριψε την έφεση, επικυρώνοντας ουσιαστικά την αξιολόγηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα αποδεικτικά στοιχεία και το σκεπτικό πίσω της καταδίκης του. Διαπίστωσε ότι τα στοιχεία αξιολογήθηκανορθά «όπως κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο».
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση και συνταγματική καταγγελία, οι οποίες απορρίφθηκανως απαράδεκτες. Το Συνταγματικό δικαστήριο δήλωσε ότι τα δικαστήρια είχαν αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία των συνεργών στο γενικό τους πλαίσιο και ότι «δεν ήταν δυνατό να συμπεράνουμε ότι τα είχαν αξιολογήσει όπως κάθε άλλο στοιχείο ή ότι δενείχαν λάβει υπόψη τα πιθανά πλεονεκτήματα που αποκόμισαν οι συνεργαζόμενοι μάρτυρες».
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η μαρτυρία των Β., C. και Ε. δεν ήταν το μόνο αποδεικτό που είχε οδηγήσει στην καταδίκη του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η καταδίκη βασιζόταν κυρίως στις καταθέσεις των ανωτέρω τριώνατόμων. Το ερώτημα ήταν αν είχε γίνει επαρκής έλεγχος αυτών των αποδεικτικών στοιχείων δεδομένων των πλεονεκτημάτων που είχαν δοθεί στους μάρτυρες.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Ζιλίνα είχε κάνει γενικές αναφορές μόνο επ’ αυτού του θέματος στο σκεπτικό του. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αιτιολογήσει ότι τα στοιχεία «αξιολογήθηκαν όπως κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο», και ότι τα πλεονεκτήματα που είχαν οι συνεργοί μάρτυρες είχαν ληφθεί υπόψη. Αντιφάσεις μεταξύ των μαρτυριών και έλλειψη σαφήνειας ως προς τα πλεονεκτήματα που δόθηκαν σε έναν από τους μάρτυρες, μεταξύ άλλων ζητημάτων, είχαν κριθεί ως ασήμαντα από τα σλοβακικά δικαστήρια. Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε και εξέφρασε την ανησυχία του για τα διαφορετικά συμπεράσματα γύρω από την αξιοπιστία του Ε. από τα σλοβακικά δικαστήρια. Τα δικαστήρια αυτά εξέτασαν ορισμένα από τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος κατά τρόπο που παραμόρφωσαν τα αποδεικτικά στοιχεία και με σκεπτικό που δεν είχε συνοχή, συμπεριλαμβανομένης της αιτιολόγησης των αντιφάσεων της μαρτυρίας του Ε. ως προερχόμενη από το άγχος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα σλοβακικά δικαστήρια δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο πεδίο εφαρμογήςκαι στη φύση των προνομίων που αποκτήθηκαν σε αντάλλαγμα για τις ενοχοποιητικέςκαταθέσεις, παρά τα συγκεκριμένα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σε αυτό το σημείο. Αυτά τα πλεονεκτήματα ήταν σημαντικά, συμπεριλαμβανομένης της ασυλίας,για τα εν λόγω άτομααφού αφορούσε υπόθεση ανθρωποκτονιών.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η σλοβακική νομοθεσία δεν είχε θεσπίσει ρυθμίσεις σχετικά με τη χορήγηση ασυλίας, και ότι τέτοιου είδους συμφωνίες διευθετήθηκαν εκτός δικαστικού ελέγχου. Ο προσφεύγων είχε λάβει μόνο συνοπτικές απαντήσεις στα σχετικά του επιχειρήματα.
Δεδομένου ότι η χρήση αποδεικτικών στοιχείων στη δίκη του προσφεύγοντος από τις μαρτυρικές καταθέσεις των συνεργών δεν είχε τις κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της δίκαιης δίκης, μη ανταποκρινόμενη στις εγγυήσεις του άρθρου 6.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και15.000 ευρώ για δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).