Έννοια παραγραφής
Παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μια αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στον νόμοΑΠ 148/2017. Η παραγραφή επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρονΑΠ 544/2011. Και αυτό, γιατί το δημόσιο συμφέρον απαιτεί εκκαθάριση των αναγόμενων στο παρελθόν, και εξ αυτού περιερχόμενων συνήθως σε αβεβαιότητα, σχέσεων, η οποία εκκαθάριση υπαγορεύεται και για λόγους κοινωνικής οικονομίαςΑΠ 544/2011.
Έναρξη της παραγραφής
Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η απαίτηση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή τηςΑΠ 192/2008άρ. 251 ΑΚ. Η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης δεν είναι δυνατή αν, από νομικούς λόγους, αποκλείεται η άσκηση της αγωγής από τον δικαιούχοΑΠ 192/2008. Η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρ. 250 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στο άρ. 251 ΑΚ και άρ. 252 ΑΚΑΠ 623/2011άρ. 253 ΑΚάρ. 250 ΑΚάρ. 251 ΑΚάρ. 252 ΑΚ.
Αναστολή της παραγραφής
Η παραγραφή αναστέλλεται
- εκ του νόμου, με την άσκηση αγωγήςΑΠ 148/2017άρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013), και
- για τις απαιτήσεις μεταξύ συζύγων, όσο διαρκεί ο γάμος, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί,άρ. 256 περ. 1 ΑΚ και
- για τις απαιτήσεις μεταξύ προσώπων που έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης, όσο αυτό ισχύει,άρ. 256 περ. 1 ΑΚ και
- για τις απαιτήσεις μεταξύ γονέων και τέκνων, κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας,άρ. 256 περ. 2 ΑΚ και
- για τις απαιτήσεις μεταξύ επιτρόπων και επιτροπευομένων, κατά τη διάρκεια της επιτροπείας,άρ. 256 περ. 3 ΑΚ και
- για τις απαιτήσεις μεταξύ των υπηρετών και των κυρίων, κατά τη διάρκεια της υπηρετικής σχέσης, όχι όμως πέρα από 15 χρόνιαάρ. 256 περ. 4 ΑΚ, και
- για τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται σε διαταγή πληρωμής, αν επιδοθεί η διαταγή πληρωμής, και ασκηθεί ανακοπή κατά αυτής, και η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί με τελεσίδικη απόφαση, για το διάστημα από την επίδοση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης για την ανακοπήΑΠ 1538/2007άρ. 634 παρ. 2 ΚΠολΔάρ. 632 ΚΠολΔάρ. 633 ΚΠολΔ, και
- λόγω δικαιοστάσιουΑΠ 148/2017άρ. 255 εδ. 1 ΑΚ, και
- λόγω ανώτερης βίαςΑΠ 148/2017άρ. 255 εδ. 1 ΑΚ, και
- λόγω δόλου του υποχρέουΑΠ 148/2017άρ. 255 εδ. 2 ΑΚ.
Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφήςάρ. 255 εδ. 1 ΑΚ. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσηςΑΠ 1802/2008. Ανώτερη βία συνιστά και η κατάθεση της έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, κατ’ άρ. 368 επ. ΚΠολΔ, σε χρόνο πέραν εκείνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής, καθώς ο διάδικος δεν έχει τη δυνατότητα να ενεργήσει κάποια διαδικαστική πράξη, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει τη διακοπή της παραγραφήςΑΠ 148/2017.
Διακοπή της παραγραφής
Η παραγραφή διακόπτεται, αν
- ασκηθεί η αγωγήάρ. 261 εδ. 1 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013), ή
- ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόποάρ. 260 ΑΚ, ή
- υποβληθεί ένσταση συμψηφισμού της αξίωσηςάρ. 264 περ. 4 ΑΚ, ή
- επιδοθεί διαταγή πληρωμήςάρ. 634 παρ. 1 ΚΠολΔ, ή
- επιδοθεί επιταγή προς πληρωμή κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφοάρ. 264 περ. 1 ΑΚ, ή
- γίνει αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμόάρ. 264 περ. 3 ΑΚ, ή
- γίνει αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευσηάρ. 264 περ. 2 ΑΚ.
Αν δεν έχει αρχίσει η παραγραφή, δεν νοείται διακοπή τηςΑΠ 1091/2006.
Διακοπή της παραγραφής λόγω άσκησης αγωγής
Αν ασκηθεί αγωγή για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικίαΑΠ 52/2018άρ. 261 παρ. 1 εδ. 1 ΑΚάρ. 221 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ. Αν ασκήσει την αγωγή ο πραγματικός δικαιούχος της αξίωσης, η άσκηση της αγωγής επιφέρει διακοπή της παραγραφής υπέρ του πραγματικού δικαιούχου και κατά του πραγματικού υποχρέου της διαγνωστέας οφειλήςΑΠ 190/2008 Αν ασκήσει την αγωγή ο μη δικαιούχος διάδικος, ο οποίος νομιμοποιείται στην άσκηση της αγωγής, η άσκηση της αγωγής επιφέρει διακοπή της παραγραφής υπέρ του πραγματικού δικαιούχου και κατά του πραγματικού υποχρέου της διαγνωστέας οφειλήςΑΠ 190/2008. Αν η παραγραφή διακοπεί με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή αρχίζει από την άσκηση της αγωγής, ακόμη και στις αξιώσεις του άρ. 250 ΑΚΑΠ 190/2008άρ. 250 ΑΚ. Αν η παραγραφή διακοπεί με την άσκηση της αγωγής, και διακοπεί εκ νέου μετά από νέα διαδικαστική πράξη, η διακοπή αρχίζει εκ νέου από τη διαδικαστική πράξηΑΠ 190/2008.
Διακοπή της παραγραφής με άσκηση αγωγής από 20-03-2013 και μετά
Αν η αγωγή ασκήθηκε από 20-03-2013 και μετά, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγήςάρ. 261 εδ. 1 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Αν η αγωγή ασκήθηκε από 20-03-2013 και μετά, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκηςΑΠ 148/2017άρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Αν η αγωγή ασκήθηκε από 20-03-2013 και μετά, και εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ή περατωθεί η δίκη κατ’ άλλον τρόπο, η παραγραφή που διακόπηκε από την άσκηση της αγωγής συνεχίζει από την έκδοση της απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκηςΑΠ 148/2017άρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Με τον όρο “τελεσίδικη απόφαση” εννοείται η επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως πχ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής τους, αποδοχή της απόφασης, αποδοχή της αγωγήςΑΠ 148/2017. Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου και με την περάτωση της δίκης με τρόπο πέραν της τελεσιδικίας, δηλαδή λόγω κατάργησης της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό, ή με παραίτηση από το δικόγραφο, ή με παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγήςΑΠ 148/2017άρ. 293 ΚΠολΔάρ. 294 ΚΠολΔάρ. 296 ΚΠολΔ. Επί παραίτησης από το δικόγραφο εφαρμόζεται το άρ. 263 ΑΚΑΠ 148/2017άρ. 263 ΑΚ.
- Αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγήάρ. 263 εδ. 1 ΑΚ, ή
- η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούςάρ. 263 εδ. 1 ΑΚ,
κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μην έγινεάρ. 263 εδ. 1 ΑΚ.
- Αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγήάρ. 263 εδ. 1 ΑΚ, ή
- η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούςάρ. 263 εδ. 1 ΑΚ,
- ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνεςάρ. 263 εδ. 2 ΑΚ,
η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγήάρ. 263 εδ. 2 ΑΚ. Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς, κατά την έννοια του νόμου, υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησηςΑΠ 190/2008. Μη ουσιαστικός λόγος απόρριψης της αγωγής μπορεί να είναι
- η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκηςΑΠ 190/2008, ή
- η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασηςΑΠ 190/2008, ή
- η αοριστία της αγωγήςΑΠ 190/2008, ή
- γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης, και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτήςΑΠ 190/2008.
Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, η οποία βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτίαΑΠ 190/2008. Το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής δεν επηρεάζεται
- από τον περιορισμό του αιτήματος της νέας αγωγήςΑΠ 190/2008, ή
- από την υποβολή με την αγωγή πρόσθετου ή διαφορετικού αιτήματος, το οποίο συνάπτεται με τη δικαστική νομιμοποίηση των διαδίκων και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξίωσηςΑΠ 190/2008.
Αίτημα που συνάπτεται με την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος προς παροχή δικαστικής προστασίας και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστεάς ουσιαστικής αξίωσης είναι και το αίτημα του ενάγοντος μηχανικού – μέλους του ΤΕΕ περί καταβολής στο ΤΕΕ της αμοιβής που οφείλει σ’ αυτόν ο εναγόμενος πελάτης του, το οποίο υποβάλλει με την ασκούμενη εκ νέου από τον ίδιο αγωγή, αντί του αιτήματος της αρχικής αγωγής του περί καταβολής απευθείας στον ίδιο της ίδιας αμοιβής, παρά την έλλειψη στο πρόσωπό του εξουσίας για απευθείας είσπραξη της αμοιβής και αντίστοιχης δυνατότητας για τη δικαστική επιδίωξη και καταβολή αυτής στον ίδιο, η οποία πρώτη αγωγή απορρίφθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, χωρίς να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής απαίτησηςΑΠ 190/2008. Η απόρριψη και της επανασκηθείσας αγωγής για μη ουσιαστικούς λόγους παρέχει στον ενάγοντα δικαίωμα άσκησης και νέας (τρίτης) αγωγής πριν παρέλθει εξάμηνο από την τελεσίδικη απόρριψη της δεύτερης αγωγής, οπότε η παραγραφή λογίζεται ότι διακόπηκε με την άσκηση της πρώτης αγωγής, εκτός αν αυτό γίνεται σκόπιμα για την επιμήκυνση της παραγραφής, οπότε μπορεί να αποκρουσθεί ως καταχρηστική κατά το άρ. 281 ΑΚΑΠ 190/2008άρ. 281 ΑΚ. Θα συμβουλευτείτε τον ΑΚ; Η νέα παραγραφή αρχίζει από την επομένη της τελεσιδικίας της απόφασης ή της περάτωσης της δίκης με άλλο τρόποΑΠ 148/2017άρ. 261 ΑΚάρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013)άρ. 270 ΑΚ.
Διακοπή της παραγραφής με άσκηση αγωγής έως και 19-03-2013
Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής αυτήςΑΠ 148/2017άρ. 261 εδ. 1 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκηςΑΠ 148/2017άρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή συνεχίζει από την έκδοση της απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκηςΑΠ 148/2017άρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Αν μέχρι και 19-03-2013 δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, και ο χρόνος παραγραφής είχε συμπληρωθεί εν επιδικία μέχρι και 19-03-2013, η παραγραφή λογίζεται ότι είχε ανασταλεί με την άσκηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκηςΑΠ 148/2017άρ. 261 παρ. 1 εδ. 2 ΑΚάρ. 261 παρ. 3 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Με τον όρο “τελεσίδικη απόφαση” εννοείται η επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως πχ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής τους, αποδοχή της απόφασης, αποδοχή της αγωγήςΑΠ 148/2017. Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου και με την περάτωση της δίκης με τρόπο πέραν της τελεσιδικίας, δηλαδή λόγω κατάργησης της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό, ή με παραίτηση από το δικόγραφο, ή με παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγήςΑΠ 148/2017άρ. 293 ΚΠολΔάρ. 294 ΚΠολΔάρ. 296 ΚΠολΔ. Αν μέχρι και 19-03-2013 είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής αυτήςάρ. 261 εδ. 1 ΑΚ. Αν μέχρι και 19-03-2013 είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί ήδη ασκηθείσας αγωγής, η παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίουάρ. 261 εδ. 2 ΑΚ. Αν μέχρι και 19-03-2013 είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για αξίωση που ήδη είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειτο η αξίωση μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίαςΑΠ 148/2017άρ. 261 ΑΚ. Ως διαδικαστική πράξη κατά την έννοια του άρ. 261 ΑΚ νοείται κάθε πράξη των διαδίκων, ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους, ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκηςΑΠ 148/2017. Για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης με πράξεις των διαδίκωνΑΠ 148/2017. Και αυτό, γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτεροΑΠ 148/2017.
Διακοπή της παραγραφής με νέα αγωγή
Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή, και δεν εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι δεν διακόπηκεάρ. 263 ΑΚ. Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή, και εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγήάρ. 263 ΑΚ. Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, και ο δικαιούχος δεν εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι δεν διακόπηκεάρ. 263 ΑΚ Αν η παραγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, και η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, και ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγήάρ. 263 ΑΚ. Για να έχει το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα η αρχική αγωγή, πρέπει το αίτημά της να ταυτίζεται κατά την ιστορική και νομική του βάση με αυτό της νέας αγωγήςΑΠ 1117/2000. Η διακοπή της παραγραφής στην περίπτωση αυτή αφορά μόνο την επίδικη αξίωση, δηλαδή την αξίωση της οποίας η πραγματική και νομική βάση ταυτίζεται με την αντίστοιχη βάση της αξίωσής του, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής αγωγήςΑΠ 1802/2008. Αν ασκηθεί νέα αγωγή, και η πραγματική και νομική βάση της και το αντικείμενό της δεν ταυτίζεται με τη βάση και το αντικείμενο της πρώτης, η άσκηση της νέας αγωγής δεν επιφέρει διακοπή των αξιώσεων που προβάλλονται με τη νέα αγωγήΑΠ 1802/2008.
Διακοπή της παραγραφής με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία
Άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή συνιστά και η εισαγωγή προς δικαστική κρίση, κατά την ποινική διαδικασία, της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγήςΑΠ Ποιν. 601/2017ΑΠ Ποιν. 617/2010ΑΠ Ποιν. 116/2010. Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής διακόπτει την παραγραφή της αξίωσης αν γίνει κατά οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίαςΑΠ 1366/2008. Η νομότυπη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εξομοιούται με την άσκηση αγωγής για το ποσό το οποίο αιτείται ο πολιτικώς ενάγωνΑΠ Ποιν. 1217/2017. Από 20-03-2013, η νομοτύπως δηλωθείσα (και με την έγκληση) παράσταση πολιτικής αγωγής διακόπτει την παραγραφή, η οποία δεν αρχίζει να μετρά εκ νέου από την επομένη της διακοπής, αλλά αναστέλλεται και δεν “τρέχει” μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης επί της εγερθείσας πολιτικής αγωγήςΑΠ Ποιν. 1217/2017άρ. 261 εδ. 1 ΑΚάρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Το ίδιο ισχύει και για την πολιτική αγωγή που είναι εκκρεμής κατά την ποινική διαδικασία στις 20-03-2013ΑΠ Ποιν. 1217/2017. Ο χρόνος της παραγραφής είναι δυνατόν να επανεκκινήσει μόνο αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ. 261 εδ. 3 ΑΚ, δηλαδή αδράνεια διαδίκου να επισπεύσει την πρόοδο της δίκης πέραν των 6 μηνών, και μη ύπαρξη άλλης προθεσμίας για τη διενέργεια της απαραίτητης διαδικαστικής πράξης εκ μέρους τουΑΠ Ποιν. 1217/2017άρ. 261 εδ. 3 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Η τελεσίδικη περάτωση της εγερθείσας πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη (δια της επιδίκασης ή απόρριψης της αιτηθείσας αστικής αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος), ως απολύτως παρεπόμενη της κύριας επί της κατηγορίας κρίσης, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην κυριαρχική εξουσία της Εισαγγελικής και δικαστικής αρχήςΑΠ Ποιν. 1217/2017. Η Εισαγγελική και δικαστική αρχή είναι η μόνη αρμόδια, υπεύθυνη αλλά και υποχρεωμένη να επισπεύδει την προώθηση της εγερθείσας πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της, σύμφωνα με την αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης ή της “δημόσιας επιμέλειας”ΑΠ Ποιν. 1217/2017. Η τελεσίδικη περάτωση της εγερθείσας πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη εκφεύγει παντελώς της δυνατότητας προώθησης της δίκης από τον πολιτικώς ενάγονταΑΠ Ποιν. 1217/2017. Η διακοπή και αναστολή της παραγραφής μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης εφαρμόζεται και στην πολιτική αγωγή που κρίνεται στο πλαίσιο της αυτεπαγγέλτως προωθούμενης ποινικής (προδικαστικής και κύριας) διαδικασίαςΑΠ Ποιν. 1217/2017άρ. 261 εδ. 1 ΑΚάρ. 261 εδ. 2 ΑΚάρ. 101 παρ. 1 ν. 4139/2013άρ. 104 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α 74/20-03-2013). Συνεπώς, ο πολιτικώς ενάγων που διέκοψε νομίμως και εμπροθέσμως την παραγραφή της εισαχθείσας στο ποινικό δικαστήριο αξίωσής του με τη νομότυπη δήλωση παράστασης της πολιτικής αγωγής δεν απαιτείται πλέον να προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια ή διαδικαστική πράξη ώστε να διακόψει εκ νέου την παραγραφή της απαίτησής τουΑΠ Ποιν. 1217/2017. Υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, από την επομένη της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής ξεκινούσε (ισόχρονη) προθεσμία παραγραφήςΑΠ Ποιν. 1217/2017. Πλέον δεν επαπειλείται η παραγραφή εν επιδικία της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντα λόγω καθυστέρησης εκδίκασης της υπόθεσης από το ποινικό δικαστήριο, καθώς ισχύει απόλυτα η “αναστολή” του χρόνου παραγραφής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασηςΑΠ Ποιν. 1217/2017. Η παραγραφή της πολιτικής αγωγής δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το ποινικό δικαστήριο, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικόΑΠ Ποιν. 1217/2017ΑΠ Ποιν. 601/2017άρ. 277 ΑΚ. Αν η ένσταση της παραγραφής διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), το δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής, και τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο προς ικανοποίηση των αξιώσεών τηςΑΠ Ποιν. 908/2018ΑΠ Ποιν. 1217/2017. Αν η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος έχει υποκύψει σε παραγραφή κατά το αστικό δίκαιο (άρ. 937 ΑΚ) κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτόδικο δικαστήριο, η ένσταση παραγραφής πρέπει να προβάλλεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίαςΑΠ Ποιν. 908/2018ΑΠ Ποιν. 1217/2017. Στην περίπτωση αυτή, αν η ένσταση παραγραφής δεν προβλήθηκε με λόγο έφεσης του κατηγορουμένου, η ένσταση της παραγραφής δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή στο ακροατήριο, το πρώτον, κατά τη συζήτηση στο εφετείο της υπόθεσης, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, αφού κατά το άρ. 502 παρ. 2 ΚΠοινΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσηςΑΠ Ποιν. 908/2018ΑΠ Ποιν. 1217/2017. Αν ο κατηγορούμενος είναι παρών στο πρωτόδικο δικαστήριο, πρέπει να προβάλει την παραγραφή της πολιτικής αγωγής μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίαςΑΠ Ποιν. 1217/2017ΑΠ Ποιν. 601/2017. Αν ο κατηγορούμενος ήταν απών στον πρώτο βαθμό, πρέπει να προβάλει την παραγραφή της πολιτικής αγωγής με ειδικό λόγο έφεσης κατά της ερήμην καταδικαστικής απόφασηςΑΠ Ποιν. 1217/2017ΑΠ Ποιν. 601/2017. Και αυτό, γιατί το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, κατά το κεφάλαιο όμως της απόφασης με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενέργειας, αλλά ενεργεί κατ’ ένσταση του υπόχρεουΑΠ Ποιν. 1217/2017ΑΠ Ποιν. 601/2017. Περισσότερα για την παραγραφή απαίτησης από αδικοπραξία που αποτελεί και ποινικά κολάσιμη πράξη.
Διακοπή της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της αξίωσης
Η παραγραφή διακόπτεται αν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόποάρ. 260 ΑΚ. Τέτοια αναγνώριση αποτελεί οποιαδήποτε ενέργειαΑΠ 1802/2008 ή πραγματική συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία προκύπτει ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του δανειστή, και θεωρεί ότι υπάρχει η απαίτησηΑΠ 1043/2010. Τέτοια αναγνώριση αποτελεί η διαβεβαίωση του οφειλέτη στον δανειστή ότι θα του καταβάλει την απαίτησηΑΠ 1043/2010. Για να επιφέρει τη διακοπή της παραγραφής η αναγνώριση, πρέπει να γίνει πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφήςΑΠ 1802/2008. Η πρόταση του ηττημένου διαδίκου να πληρώσει το κεφάλαιο, τους τόκους και τη δικαστική δαπάνη όπως αναφέρονται στην απόφαση δεν αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της απόφασηςΑΠ 880/2007.
Επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής
Αν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρ. 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία της απόφασης αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάστηκε αποζημίωσηΑΠ 52/2018άρ. 268 εδ. 1 ΑΚ. Και αυτό, γιατί, παρότι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, το μέρος αυτό της αξίωσης θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή με την παρεμπίπτουσα κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος γενικώς για κάθε ζημία από την αδικοπραξίαΑΠ 52/2018. Αν η αξίωση δεν έχει ασκηθεί κατά ένα μέρος, και το μέρος αυτό της αξίωσης έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής (όπως αν ο χρόνος της παραγραφής διέδραμε χωρίς διακοπή κατ’ άρ. 261 ΑΚ), και η αξίωση επιδικαστεί τελεσίδικα, η τελεσίδικη επιδίκαση της αξίωσης δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης κατά το μέρος αυτόΑΠ 52/2018. Αν ο εναγόμενος προτείνει ένσταση πενταετούς παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία, και ο ενάγων προβάλει ισχυρισμό περί επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής της αξίωσής του λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης του εναγομένου, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντα αποτελεί αντένστασηΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIΑΠ 415/2015άρ. 937 ΑΚ.
Συνέπειες της παραγραφής
Αν συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσα ως φυσική ή ατελής ενοχήΑΠ 148/2017. Αν συμπληρωθεί η παραγραφή, ο υπόχρεος μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχήΑΠ 148/2017άρ. 272 εδ. 1 ΑΚ. Η παραγραφή της αξίωσης ενεργεί έναντι κάθε ενός των οφειλετών υποκειμενικάΑΠ 72/2007.
Παραγραφή και αναγνωριστική αγωγή
Αναγνωριστική αγωγή μπορεί να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον για τη δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης ή μη κάποιας έννομης σχέσηςΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIάρ. 70 ΚΠολΔ. Αν ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση έννομης σχέσης, και μόνο αν η διαγνωστέα έννομη σχέση ταυτίζεται με την πραγματική βάση της αξίωσης που αποτελεί το αντικείμενο της μη ασκηθείσας καταψηφιστικής αγωγής, η άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής διακόπτει την παραγραφή της αξίωσηςΑΠ 190/2008. Η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφήΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIΑΠ 310/2007. Αν, όμως, η αξίωση έχει υποκύψει σε παραγραφή ή αποκλειστική προθεσμία ή γενικά έχει αποσβεσθεί, και ζητείται η αναγνώριση της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η παραγεγραμμένη αξίωση, και δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, δεν συντρέχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγήςΑΠ 310/2007. Αν η καταψηφιστική αγωγή έχει υποπέσει σε παραγραφή, η αντίστοιχη αναγνωριστική αγωγή είναι απορριπτέαΑΠ 192/2008.
Ένσταση παραγραφής
Αν ο οφειλέτης δεν προτείνει την παραγραφή στο δικαστήριο, το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη την παραγραφήΑΠ 148/2017άρ. 277 ΑΚ. Η ένσταση παραγραφής υπόκειται στους περιορισμούς της παραδεκτής προβολής αυτής κατά τα άρ. 527 ΚΠολΔ και άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής της σε κάθε στάση της δίκηςΑΠ 1087/2014. Για να είναι ορισμένη η ένσταση της παραγραφής, πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο τηςΑΠ 761/2014ΑΠ 611/2006άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔάρ. 249 ΑΚάρ. 251 επ. ΑΚάρ. 277 ΑΚ. Στην περίπτωση των άρ. 251 ΑΚ και άρ. 937 ΑΚ, η επίκληση των στοιχείων αυτών εμπεριέχει και τη δυνατότητα της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης, που αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση της έναρξης της παραγραφής, χωρίς άλλη ειδική αναφορά στα νομικά κωλύματα τα οποία αποκλείουν στον δικαιούχο τη δυνατότητα της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης, και συνακόλουθα την έναρξη της παραγραφήςΑΠ 611/2006άρ. 251 ΑΚάρ. 937 ΑΚ. Για να είναι ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο άρ. 250 ΑΚ αξιώσεων, πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων, το αφετήριο αυτής χρονικό σημείο, που αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση έναρξης της πενταετούς παραγραφήςΑΠ 7/2015ΑΠ 1096/2008άρ. 250 ΑΚ. Αν από την ένσταση προκύπτει ο προτεινόμενος χρόνος παραγραφής (όπως πενταετία) για την ένδικη αξίωση, και στοιχεία με βάση τα οποία μπορεί να συναχθεί περαιτέρω ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής, η ένσταση είναι ορισμένηΑΠ 761/2014. Αφετήριο χρονικό σημείο της παραγραφής είναι, κατ’ άρ. 251 ΑΚ, το έτος εντός του οποίου γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή τηςΑΠ 7/2015ΑΠ 1096/2008. Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής επί αδικοπραξίας είναι διαφορετικός από τον χρόνο έναρξης της παραγραφής επί αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρ. 904 ΑΚΑΠ 7/2015άρ. 937 ΑΚάρ. 904 ΑΚ. Αν πρόκειται για αξίωση από αδικοπραξία, η ένσταση παραγραφής είναι ορισμένη αν ο ενιστάμενος επικαλεστεί:
- τον χρόνο κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωσηΑΠ 1412/2013, και
- την πάροδο πέντε ετών από τότε μέχρι την άσκηση της αγωγήςΑΠ 1412/2013.
Αν η ένσταση παραγραφής δεν αναφέρει τον χρόνο γέννησης της αξίωσης ή εκάστης των αξιώσεων, και το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής, η ένσταση είναι αόριστηΑΠ 1441/2017. Αν η ένσταση παραγραφής δεν αναφέρει με τρόπο σαφή και ορισμένο τον χρόνο έναρξης της παραγραφής, και δεν περιλαμβάνει αίτηση απόρριψης του σχετικού αιτήματος της αγωγής, είναι αόριστηΑΠ 192/2008. Αν οι τόκοι που συνιστούν την περιοδική παροχή δεν εξάγονται για όλη τη μελλοντική περίοδο βάσει σταθερού κεφαλαίου (όπως επί ανατοκισμού, δηλαδή τόκου επί τόκων), για να είναι ορισμένη η ένσταση παραγραφής τόκων,
- ο διάδικος πρέπει να επικαλεστεί
- τον χρόνο γέννησης κάθε επιμέρους ετήσιας περιοδικής παροχής (τόκων)ΑΠ 535/2015ΑΠ 1355/1998, και
- το ύψος κάθε επιμέρους ετήσιας περιοδικής παροχής (τόκων) ανά έτοςΑΠ 535/2015ΑΠ 1355/1998, και
- τον χρόνο έναρξης της παραγραφής κάθε επιμέρους περιοδικής παροχήςΑΠ 535/2015ΑΠ 1355/1998, και
- κατά μια άποψη, τον χρόνο λήξης της παραγραφής κάθε επιμέρους περιοδικής παροχήςΑΠ 535/2015
- η ένσταση να περιέχει αίτηση απόρριψης του σχετικού αιτήματος της αγωγήςΑΠ 192/2008άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Κατ’ άλλη άποψη, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της ένστασης η αναφορά του χρόνου λήξης της παραγραφής κάθε επιμέρους περιοδικής παροχής αν προκύπτει ο χρόνος παραγραφής (όπως πενταετία)ΑΠ 623/2011. Για να θεωρηθεί εμπροθέσμως ασκηθείσα, και επομένως παραδεκτή, η ένσταση, πρέπει να έχουν αναφερθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπειαΑΠ 488/2008άρ. 269 ΚΠολΔάρ. 527 ΚΠολΔάρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν έχουν προταθεί αορίστως στην πρώτη συζήτηση και επαναφερθούν σε μεταγενέστερη ή στο εφετείο σαφώς και με πληρότητα, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται στην απαγόρευση, εκτός αν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες από το άρ. 269 παρ. 2 ΚΠολΔ και άρ. 527 ΚΠολΔΑΠ 488/2008. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν η συμπλήρωση το πρώτο με την έφεση των ελλειπόντων στοιχείων της ένστασης έγινε χωρίς να υπάρχει δικαιολογημένη αιτία είναι αναιρετικά ανέλεγκτηΑΠ 1096/2008. Η παράλειψη αναφοράς των περιστατικών που θεμελιώνουν την ένσταση δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο έγγραφο, στο οποίο τυχόν αναγράφονταιΑΠ 1383/2008άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο διάδικος που προτείνει ένσταση φέρει και το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών τουΑΠ 90/2005άρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν η ένσταση παραγραφής γίνει δεκτή, το σχετικό αίτημα της αγωγής απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμοΑΠ 992/2017 σκέψ. 5.
Αντένσταση μακρότερης παραγραφής
Αν ο εναγόμενος προτείνει ένσταση πενταετούς παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία, και ο ενάγων προβάλει ισχυρισμό περί μακρότερης παραγραφής της αξίωσής του λόγω του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξης του εναγομένου, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντα αποτελεί αντένστασηΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIΑΠ 415/2015άρ. 937 ΑΚ. Στην αντένσταση μακρότερης παραγραφής αξίωσης από αδικοπραξία, ο ενάγων επικαλείται και αποδεικνύει
- τη μακρότερη παραγραφή της κολάσιμης πράξηςΑΠ 1041/2017 σκέψ. II, και
- τον χαρακτηρισμό της πράξης ως κακούργημαΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Αντένσταση αναστολής της παραγραφής
Για να είναι ορισμένη η αντένσταση αναστολής της παραγραφής, ο αντενιστάμενος ενάγων πρέπει κατά την πρώτη, στον πρώτο βαθμό, συζήτηση της υπόθεσης
- να προτείνει τα πραγματικά περιστατικά που αν αποδειχθούν αληθινά, επιφέρουν την αναστολή της παραγραφήςΑΠ 1372/2010άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔάρ. 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, και
- να διατυπώσει αίτημα απόρριψης για την αιτίαση αυτή της ένστασης της παραγραφήςΑΠ 1372/2010άρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔάρ. 269 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Διαχρονικό δίκαιο
Κατά γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, αν η παραγραφή δεν είχε συμπληρωθεί βάσει του ισχύοντος νόμου, και νεότερος νόμος ορίζει διαφορετικό χρονικό σημείο για τη συμπλήρωση της παραγραφής, και ο παλαιότερος νόμος ορίζει συντομότερο χρονικό σημείο συμπλήρωσης της παραγραφής από ότι ο νεότερος νόμος, για τη συμπλήρωση της παραγραφής εφαρμόζεται ο παλαιότερος νόμοςΑΠ 1546/1986άρ. 18 εδ. 4 ΕισΝΑΚ. Αν ο νόμος ορίζει προθεσμία για την άσκηση αγωγής ακύρωσης υιοθεσίας ή τριτανακοπήςάρ. 17 νδ. 610/1970, και ταυτόχρονα ορίζει καταληκτική αποκλειστική προθεσμία 3 ετών από την τελεσιδικία της απόφασης, και δεν ορίζει καταληκτική προθεσμία για τις ήδη υφιστάμενες υιοθεσίες, η καταληκτική προθεσμία για τις ήδη υφιστάμενες υιοθεσίες θα πρέπει να είναι 3ετής από την έναρξη ισχύος του νόμουΑΠ 1213/1986.
Παραγραφή απαίτησης από αδικοπραξία
Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά από πενταετία αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωσηΑΠ 28/2010άρ. 937 εδ. 1 υποεδ. 1 ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο 20 ετών από την πράξηάρ. 937 εδ. 1 υποεδ. 2 ΑΚ. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της κατ’ άρ. 937 εδ. 1 ΑΚ πενταετούς παραγραφής είναι η παρέλευση χρονικού διαστήματος 5 ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέουΑΠ 932/2014ΑΠ 141/2007. Για την έναρξη της παραγραφής, ως γνώση της ζημίας θεωρείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, χωρίς να απαιτείται και η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίαςΑΠ 52/2018ΑΠ 28/2010 ή του ποσού της αποζημίωσηςΑΠ 28/2010. Όσον αφορά την προϋπόθεση της γνώσης του υποχρέου προς αποζημίωση, αυτή δικαιολογείται γιατί μόνο από της γνώσεως της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση μπορεί να εγερθεί μια αγωγή με ελπίδες επιτυχίαςΑΠ 141/2007. Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημίωσης γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίαςΑΠ 932/2014ΑΠ 141/2007. Δεν αρκούν για την εν λόγω γνώση απλές εικασίες, ή υποψίες, ή εξ αμελείας άγνοιαΑΠ 932/2014ΑΠ 141/2007, ή υπόνοιαΑΠ 932/2014. Το πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό, εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περίπτωσηςΑΠ 932/2014ΑΠ 141/2007. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υποχρέου σε αποζημίωση προσώπου, ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υποχρέου σε αποζημίωση κατά τον χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθείΑΠ 141/2007. Το βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξίωσης, δηλαδή ο εναγόμενοςΑΠ 141/2007άρ. 937 εδ. 1 ΑΚάρ. 388 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι έλαβε γνώση του υπαιτίου σε αποζημίωση σε μεταγενέστερο χρόνο αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής, και όχι αντένσταση κατ’ αυτήςΑΠ 141/2007άρ. 937 εδ. 1 ΑΚάρ. 388 ΚΠολΔ. Αν η ζημία είναι εξακολουθητική, δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημίωσης εξακολουθητικάΑΠ 28/2010άρ. 937 εδ. 1 υποεδ. 1 ΑΚάρ. 247 επ. ΑΚάρ. 251 ΑΚάρ. 268 εδ. 1 ΑΚάρ. 297 ΑΚάρ. 298 ΑΚάρ. 914 ΑΚ. Αν η ζημία μπορεί να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η αξίωση αποζημίωσης γεννάται εξαρχής για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβάνουσας και της μέλλουσας, από τη στιγμή που η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειεςΑΠ 28/2010άρ. 247 επ. ΑΚάρ. 251 ΑΚάρ. 268 εδ. 1 ΑΚάρ. 297 ΑΚάρ. 298 ΑΚάρ. 914 ΑΚ. Αν δεν υπάρχει κώλυμα περί την άσκηση της αγωγής, από τη στιγμή της γέννησης της αξίωσης αρχίζει να τρέχει και η παραγραφή για την όλη ζημίαΑΠ 28/2010άρ. 247 επ. ΑΚάρ. 251 ΑΚάρ. 268 εδ. 1 ΑΚάρ. 297 ΑΚάρ. 298 ΑΚάρ. 914 ΑΚ. Σε περίπτωση αδικοπραξίας, αν η όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, γεννάται από τη στιγμή εκδήλωσης του ζημιογόνου γεγονότος αξίωση αποζημίωσης υπέρ του ζημιωθέντος για την όλη ζημίαΑΠ 52/2018ΑΠ 2143/2007 σκέψ. IIIάρ. 247 ΑΚάρ. 251 ΑΚάρ. 298 ΑΚ. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής, και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαία, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υποχρέου προς αποζημίωσηΑΠ 52/2018ΑΠ 2143/2007 σκέψ. IIIάρ. 914 ΑΚάρ. 937 ΑΚ. Αν η ζημία μπορούσε εξ αρχής να προβλεφθεί, η ασκούμενη με τη μεταγενέστερη αγωγή αξίωση καταβολής αποζημίωσης δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που έχει ήδη εκδοθείΑΠ 52/2018. Αν η ζημία είναι απρόβλεπτη, ισχύει νέα παραγραφή για εκείνες τις δυσμενείς συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους Κοινούς Κανόνες, η οποία παραγραφή αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημαΑΠ 52/2018. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη αποτελεί άρνηση της ένστασης παραγραφής, και όχι αντένστασηΑΠ 52/2018. Ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί τον χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, γιατί αυτό είναι το περιεχόμενο της ένστασής τουΑΠ 52/2018.
Παραγραφή απαίτησης από αδικοπραξία που αποτελεί και ποινικά κολάσιμη πράξη
Αν η αδικοπραξία αποτελεί ταυτόχρονα και ποινικά κολάσιμη πράξη, η οποία κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, η μακρότερη αυτή παραγραφή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσηςάρ. 937 εδ. 2 ΑΚ. Στην παραπάνω παραγραφή του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ υπόκειται και η, κατ’ άρ. 932 ΑΚ, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβηςΑΠ 932/2014ΑΠ Ποιν. 617/2010 ή ψυχικής οδύνηςΑΠ 932/2014. Η διάταξη του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ υπαγορεύθηκε από τον λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση, μέσω της παραγραφής, της αστικής απαίτησης προς αποζημίωση, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκηΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. II. Για την εφαρμογή του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
- η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί και κολάσιμη πράξη κατά τον ποινικό νόμοΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. II, και
- η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξης πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφήΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Η προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης και η τιμωρία του δράστη δεν αποτελούν προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. II. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαίτησης από την αδικοπραξία, θα ληφθεί υπόψη
- ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος, ή πταίσματοςΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. II, και
- η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, ανάλογα, ποινική παραγραφή, οριζόμενη ως προς τη διάρκειά της κατ’ άρ. 111 ΠΚ ή άλλον ειδικό ποινικό νόμοΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. II.
Για τη διακρίβωση αν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, το διάστημα της αναστολής της ποινικής παραγραφής δεν αυξάνει τη διάρκεια της ποινικής παραγραφήςΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIάρ. 113 παρ. 2 ΠΚάρ. 113 παρ. 3 ΠΚ. Αυτό ισχύει και επί πλημμελημάτωνΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III, και επί κακουργημάτωνΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIΑΠ 415/2015. Και αυτό, γιατί η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής, ενώ η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει, και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμουΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III. Η αρχή του κράτους δικαίου δεν ικανοποιείται με την άποψη περί συνυπολογισμού στη βασική (in abstracto) ποινική παραγραφή και του διαστήματος της αναστολήςΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. II. Άλλωστε, ο συνυπολογισμός του μέγιστου διαστήματος της ποινικής αναστολής, προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαίτησης αποζημίωσης, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρ. 255 επ. ΑΚ και άρ. 260 επ. ΑΚ, καθώς θα προκληθεί το φαινόμενο στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα τόσο η ποινική αναστολή όσο και η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III. Η ποινική παραγραφή και η αστική παραγραφή αποτελούν συστήματα κανόνων δικαίου, στα οποία οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στο πλαίσιο καθενός από τα συστήματα αυτάΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III. Επομένως, ο νομοθέτης, αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή κατ’ άρ. 937 εδ. 2 ΑΚ, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή χωρίς συνυπολογισμό σ’ αυτή και του διαστήματος της αναστολήςΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. III. Επί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή κατ’ άρ. 111 ΠΚ ανέρχεται σε 5 έτηΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIάρ. 111 παρ. 3 ΠΚ. Επί κακουργημάτων, αν δεν προβλέπεται γι’ αυτά ποινή ισόβιας κάθειρξης ή θανάτου, η ποινική παραγραφή κατ’ άρ. 111 ΠΚ ανέρχεται σε 15 έτηΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIΑΠ 415/2015άρ. 111 παρ. 2 ΠΚ. Επί κακουργημάτων, αν προβλέπεται γι’ αυτά ποινή ισόβιας κάθειρξης ή θανάτου, η ποινική παραγραφή κατ’ άρ. 111 ΠΚ ανέρχεται σε 20 έτηάρ. 111 παρ. 2 ΠΚ. Η ποινική παραγραφή αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσειΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIάρ. 17 ΠΚ. Η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής απαίτησης από αδικοπραξία όπως αυτή προβλέπεται στο άρ. 937 εδ. 1 ΑΚΟλομ. ΑΠ 21/2003 σκέψ. IIIΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIάρ. 937 εδ. 1 ΑΚ. Αν ο εναγόμενος προέβη σε πλημμεληματική πράξη και σε κακουργηματική πράξη, και η κακουργηματική πράξη αποτελεί μη τιμωρητή υστέρα πράξη της πλημμεληματικής, ως μη κολάσιμη πράξη δεν υπόκειται στη μακρότερη παραγραφή του άρ. 937 εδ. 2 ΑΚΑΠ 415/2015. Αν μετά την τέλεση της πράξης προστεθεί επιβαρυντική περίσταση, ώστε η πράξη που θεωρούνταν με τον παλαιότερο νόμο πλημμέλημα να θεωρείται με τον νεότερο νόμο κακούργημα, η νεότερη ρύθμιση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και να καταστήσει αναδρομικά την αρχικά πλημμεληματική πράξη κακούργημαΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIάρ. 7 παρ. 1 Συντάγματοςάρ. 1 ΠΚ. Και αυτό, γιατί η καθιερούμενη στο άρ. 7 παρ. 1 Συντάγματος και άρ. 1 ΠΚ αρχή “nullum crimen nulla poene sine lege” απαιτεί η πράξη να τιμωρείται βάσει του νόμου που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής οποιοσδήποτε μεταγενέστερος ουσιαστικός κανόνας δικαίου που συνεπάγεται δυσμενέστερα αποτελέσματα για τον δράστηΑΠ 1041/2017 σκέψ. IIάρ. 7 παρ. 1 Συντάγματοςάρ. 1 ΠΚ. Θα συμβουλευτείτε τον ΑΚ;
Παραγραφή απαίτησης από προσβολή της προσωπικότητας
Η απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από προσβολή της προσωπικότητας υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφήΑΠ 726/2015. Η παραγραφή της απαίτησης αυτής αρχίζει από την ημέρα της προσβολήςΑΠ 647/2011.
Παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014. Κάθε απαίτηση κατά του Δημοσίου, εκτός από απαιτήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίαςν. 4174/2013, παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εκτός αν από άλλη γενική ή ειδική διάταξη ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφήςάρ. 140 παρ. 1 ν. 4270/2014. Η απαίτηση κατά του Δημοσίου προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ή παρά τον νόμο καταβληθέντος σ’ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά από 3 έτη από την καταβολήάρ. 140 παρ. 2 εδ. 1 ν. 4270/2014. Για τα τελωνειακά έσοδα ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρ. 32 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001)άρ. 140 παρ. 2 εδ. 2 ν. 4270/2014. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και επί ποσών που εισπράττονται από το Δημόσιο για λογαριασμό τρίτωνάρ. 140 παρ. 2 εδ. 3 ν. 4270/2014. Η απαίτηση υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου, που αφορά σε αποδοχές, ή άλλης κάθε φύσης απολαβή του, ή αποζημίωση, παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γέννησή τηςάρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014. Αυτό ισχύει για οποιονδήποτε υπάλληλο του Δημοσίου, είτε πολιτικό είτε στρατιωτικό, είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε ιδιωτικού δικαίουάρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η απαίτηση βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξειςάρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014. Η παραγραφή του δικαιώματος των απαιτήσεων υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου είναι 10 ετώνάρ. 140 παρ. 4 ν. 4270/2014. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι 2 ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμέναάρ. 140 παρ. 5 εδ. 1 ν. 4270/2014. Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης ή βοηθήματος παραγράφονται σε 2 χρόνια, που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασηςάρ. 140 παρ. 5 εδ. 2 ν. 4270/2014. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την τελεσιδικίαάρ. 140 παρ. 6 ν. 4270/2014. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την αναγνώρισηάρ. 140 παρ. 6 ν. 4270/2014. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την έκδοση του τίτλου πληρωμήςάρ. 140 παρ. 6 ν. 4270/2014.
Έναρξη της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014. Αν άλλη ειδική διάταξη του ν. 4270/2014 δεν προβλέπει διαφορετικά, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξηάρ. 141 εδ. 1 ν. 4270/2014. Προκειμένου περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτώνάρ. 141 εδ. 2 ν. 4270/2014.
Αναστολή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014. Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρ. 257 ΑΚ, άρ. 258 ΑΚ, και άρ. 259 ΑΚ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον ν. 4270/2014, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίουάρ. 142 εδ. 1 ν. 4270/2014. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση έχει εμποδιστεί λόγω ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφήςάρ. 142 εδ. 2 ν. 4270/2014.
Διακοπή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014. Η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο:
- αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητέςάρ. 143 περ. α ν. 4270/2014, ή
- αν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτηση για την πληρωμή της απαίτησηςάρ. 143 περ. β ν. 4270/2014, ή
- αν υποβληθεί προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αίτηση για την αναγνώριση της απαίτησηςάρ. 143 περ. γ ν. 4270/2014, ή
- αν επιδοθεί επιταγή για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεταιάρ. 143 περ. δ ν. 4270/2014, ή
- αν εκδοθεί τίτλος πληρωμήςάρ. 143 περ. ε ν. 4270/2014, ή
- αν το Δημόσιο αναγνωρίσει την απαίτηση με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικώνάρ. 143 περ. στ ν. 4270/2014, ή
- αν προβλέπεται άλλος λόγος διακοπής από ειδική διάταξηάρ. 143 εδ. 1 ν. 4270/2014.
Αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητώνάρ. 143 περ. α ν. 4270/2014. Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχήςάρ. 143 περ. β εδ. 1 ν. 4270/2014. Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή δεν απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο 6 μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησηςάρ. 143 περ. β εδ. 2 ν. 4270/2014. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήάρ. 143 περ. β εδ. 3 ν. 4270/2014. Αν υποβληθεί αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, και εκδοθεί πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτουςάρ. 143 περ. γ εδ. 1 ν. 4270/2014. Αν υποβληθεί αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, και δεν εκδοθεί πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο 6 μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησηςάρ. 143 περ. γ εδ. 2 ν. 4270/2014. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήάρ. 143 περ. γ εδ. 3 ν. 4270/2014. Οι κατά την παρούσα περίπτωση διατάξεις εφαρμόζονται και για τις αιτήσεις που είχαν ήδη υποβληθεί προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους στις 28-06-2014, και η σχετική προθεσμία των 6 μηνών αρχίζει από την 01-01-2015άρ. 183 παρ. 2 περ. γ υποπερ. ββ ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014. Αν εκδοθεί τίτλος πληρωμής, η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφήάρ. 143 περ. ε ν. 4270/2014. Η ως άνω αναγνώριση από το Δημόσιο της απαίτησης κατά του Δημοσίου ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμόάρ. 143 περ. στ εδ. 2 ν. 4270/2014.
Συνέπειες της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 4270/2014
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-2015, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 1 ν. 4270/2014άρ. 183 παρ. 2 περ. γ ν. 4270/2014. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμόάρ. 144 εδ. 1 ν. 4270/2014. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για την απαίτηση μετά την παραγραφή, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, το Δημόσιο δικαιούται να αναζητήσει το ποσόάρ. 144 εδ. 2 ν. 4270/2014. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο παραιτηθεί από τη συμπληρωμένη παραγραφή, η παραίτηση είναι άκυρηάρ. 144 εδ. 3 ν. 4270/2014. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο αναγνωρίσει με οποιονδήποτε τρόπο την απαίτηση, η αναγνώριση είναι άκυρηάρ. 144 εδ. 3 ν. 4270/2014. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήριαάρ. 144 εδ. 4 ν. 4270/2014. Για τη λήψη υπόψη αυτεπαγγέλτως της ένστασης παραγραφής μιας απαίτησης πρέπει και αρκεί να έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται
- η έναρξη του χρόνου της παραγραφήςΑΠ 522/2018ΑΠ 992/2017 σκέψ. 3, και
- η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής πριν από την άσκηση της αξίωσης, δηλαδή, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της αγωγήςΑΠ 522/2018ΑΠ 992/2017 σκέψ. 3.
Για τη λήψη υπόψη της ένστασης παραγραφής αυτεπαγγέλτως, τα παραπάνω περιστατικά δύναται να έχουν προβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου εν μέρει με την αγωγή και εν μέρει με τις προτάσεις του εναγομένουΑΠ 522/2018ΑΠ 992/2017 σκέψ. 5. Για τη λήψη υπόψη της ένστασης παραγραφής αυτεπαγγέλτως, δεν απαιτείται η προβολή ένστασης παραγραφής με σαφή τρόπο από τον εναγόμενοΑΠ 992/2017 σκέψ. 5. Η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίουΑΠ 522/2018ΑΠ 992/2017 σκέψ. 3. Η ένσταση λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως αν λαμβάνεται υπόψη χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους των διαδίκωνΑΠ 522/2018.
Παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Κάθε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά από πενταετία, εκτός αν από άλλη γενική ή ειδική διάταξη ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφήςάρ. 90 παρ. 1 ν. 2362/1995. Η απαίτηση κατά του Δημοσίου προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ή παρά τον νόμο καταβληθέντος σ’ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά από 3 έτη από την καταβολήάρ. 90 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2362/1995. Για τα τελωνειακά έσοδα ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρ. 30 του ν. 1165/1928 του Τελωνειακού Κώδικαάρ. 90 παρ. 2 εδ. 2 ν. 2362/1995. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και επί ποσών που εισπράττονται από το Δημόσιο για λογαριασμό τρίτωνάρ. 90 παρ. 2 εδ. 3 ν. 2362/1995. Η απαίτηση υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου, που αφορά σε αποδοχές, ή άλλης κάθε φύσης απολαβή του, ή αποζημίωση, παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γέννησή τηςάρ. 90 παρ. 3 ν. 2362/1995. Αυτό ισχύει για οποιονδήποτε υπάλληλο του Δημοσίου, είτε πολιτικό είτε στρατιωτικό, είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε ιδιωτικού δικαίουάρ. 90 παρ. 3 ν. 2362/1995. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η απαίτηση βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου, ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξειςάρ. 90 παρ. 3 ν. 2362/1995. Χρόνος έναρξης της παραγραφής των σχετικών αξιώσεων, ως ειδική ρύθμιση έναντι της γενικής παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, είναι ο χρόνος γέννησης της κάθε αντίστοιχης αξίωσηςΑΕΔ 32/2008 (ΦΕΚ ΑΕΔ 1/2009). Η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατ’ άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, κατ’ άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας, κατ’ άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας, κατ’ άρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑΑΕΔ 1/2012 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2012) Η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το ΣύνταγμαΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Και κατά την ισχύ παλαιότερων διατάξεων του νδ. 321/1969, η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατ’ άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, κατ’ άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε στην αρχή της (δικονομικής) ισότητας, κατ’ άρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας, κατ’ άρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑΑΕΔ 2/2012 (ΦΕΚ ΑΕΔ 3/2012)άρ. 91 παρ. 1 νδ. 321/1969άρ. 91 παρ. 3 νδ. 321/1969. Η διετής παραγραφή των ως άνω αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατά του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιοΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Η παραγραφή του δικαιώματος των απαιτήσεων υπαλλήλου του Δημοσίου κατά του Δημοσίου είναι 10 ετώνάρ. 90 παρ. 4 ν. 2362/1995. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι 2 ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμέναάρ. 90 παρ. 5 εδ. 1 ν. 2362/1995. Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση, το πρώτο, πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης ή βοηθήματος παραγράφονται σε 2 χρόνια, που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασηςάρ. 90 παρ. 5 εδ. 2 ν. 2362/1995. Το προνόμιο του Δημοσίου περί διετούς παραγραφής των οφειλών του προς τους ως άνω δικαιούχους είναι ουσιαστικού χαρακτήραΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την τελεσιδικίαάρ. 90 παρ. 6 ν. 2362/1995. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την αναγνώρισηάρ. 90 παρ. 6 ν. 2362/1995. Χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την έκδοση του τίτλου πληρωμήςάρ. 90 παρ. 6 ν. 2362/1995.
Έναρξη της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Αν άλλη ειδική διάταξη του ν. 2362/1995 δεν προβλέπει διαφορετικά, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξηάρ. 91 εδ. 1 ν. 2362/1995. Προκειμένου περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτώνάρ. 91 εδ. 2 ν. 2362/1995. Αν πρόκειται για αξίωση κατά του Δημοσίου από αδικοπραξία, ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται κατά τον ν. 2362/1995, με ανώτατο χρονικό όριο την πενταετία, ανεξάρτητα από τον χρόνο κατά τον οποίο αυτός που ζημιώθηκε έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέουΑΠ 1372/2010.
Αναστολή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1996, και τα επαγόμενα την αναστολή της παραγραφής γεγονότα συντελέσθηκαν μετά την 01-01-1996, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995άρ. 107 παρ. 1 εδ. 2 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρ. 257 ΑΚ, άρ. 258 ΑΚ, και άρ. 259 ΑΚ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον ν. 2362/1995, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίουάρ. 92 εδ. 1 ν. 2362/1995. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση έχει εμποδιστεί λόγω ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφήςάρ. 92 εδ. 2 ν. 2362/1995.
Διακοπή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1996, και τα επαγόμενα τη διακοπή της παραγραφής γεγονότα συντελέσθηκαν μετά την 01-01-1996, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2362/1995άρ. 107 παρ. 1 εδ. 2 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο:
- αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητέςάρ. 93 περ. α ν. 2362/1995, ή
- αν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτηση για την πληρωμή της απαίτησηςάρ. 93 περ. β ν. 2362/1995, ή
- αν υποβληθεί προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αίτηση για την αναγνώριση της απαίτησηςάρ. 93 περ. γ ν. 2362/1995, ή
- αν επιδοθεί επιταγή για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεταιάρ. 93 περ. δ ν. 2362/1995, ή
- αν εκδοθεί τίτλος πληρωμήςάρ. 93 περ. ε εδ. 1 ν. 2362/1995, ή
- αν το Δημόσιο αναγνωρίσει την απαίτηση με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικώνάρ. 93 περ. στ εδ. 1 ν. 2362/1995, ή
- αν προβλέπεται άλλος λόγος διακοπής από ειδική διάταξηάρ. 93 εδ. 1 ν. 2362/1995.
Αν η υπόθεση υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητώνάρ. 93 περ. α ν. 2362/1995. Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχήςάρ. 93 περ. β εδ. 1 ν. 2362/1995. Αν υποβληθεί αίτηση στην αρμόδια δημόσια αρχή για την πληρωμή της απαίτησης, και ο διατάκτης ή η αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης αρχή δεν απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο 6 μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησηςάρ. 93 περ. β εδ. 2 ν. 2362/1995. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήάρ. 93 περ. β εδ. 3 ν. 2362/1995. Αν υποβληθεί αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία έγκρισης ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτουςάρ. 93 περ. γ εδ. 1 ν. 2362/1995. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήάρ. 93 περ. γ εδ. 2 ν. 2362/1995. Αν εκδοθεί τίτλος πληρωμής, η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφήάρ. 93 περ. ε εδ. 2 ν. 2362/1995. Η ως άνω αναγνώριση από το Δημόσιο της απαίτησης κατά του Δημοσίου ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμόάρ. 93 περ. στ εδ. 2 ν. 2362/1995.
Συνέπειες της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου κατά τον ν. 2362/1995
Αν η απαίτηση γεννήθηκε μετά την 01-01-1996, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις του ν. 2362/1995άρ. 107 παρ. 1 εδ. 1 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1996, οι διατάξεις του ν. 2362/1995 περί συνεπειών της συμπληρωθείσας παραγραφής εφαρμόζονται και επί αυτών των απαιτήσεων, ανεξάρτητα από τον χρόνο συμπλήρωσης της παραγραφήςάρ. 107 παρ. 2 ν. 2362/1995άρ. 119 ν. 2362/1995. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμόάρ. 94 εδ. 1 ν. 2362/1995. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για την απαίτηση μετά την παραγραφή, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, το Δημόσιο δικαιούται να αναζητήσει το ποσόάρ. 94 εδ. 2 ν. 2362/1995. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο παραιτηθεί από τη συμπληρωμένη παραγραφή, η παραίτηση είναι άκυρηάρ. 94 εδ. 3 ν. 2362/1995. Αν η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφηκε, και το Δημόσιο αναγνωρίσει με οποιονδήποτε τρόπο την απαίτηση, η αναγνώριση είναι άκυρηάρ. 94 εδ. 3 ν. 2362/1995. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια, αν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικάΑΠ 1366/2012ΑΠ 187/2009ΣτΕ 4024/2010άρ. 94 εδ. 4 ν. 2362/1995. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως, της παραγραφής οφειλής του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιοΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014.
Παραγραφή απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το νδ. 496/1974, κάθε απαίτηση κατά Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) παραγράφεται μετά από πενταετίαάρ. 48 παρ. 1 νδ. 496/1974. Η απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ή παρά τον νόμο καταβληθέντος σ’ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά από 3 έτη από την καταβολήάρ. 48 παρ. 2 νδ. 496/1974. Η απαίτηση υπαλλήλου του ΝΠΔΔ κατά του ΝΠΔΔ, που αφορά σε καθυστερούμενες αποδοχές, ή άλλης κάθε φύσης απολαβή του, παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γέννησή τηςάρ. 48 παρ. 3 νδ. 496/1974. Αυτό ισχύει για οποιονδήποτε υπάλληλο του ΝΠΔΔ, είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε ιδιωτικού δικαίουάρ. 48 παρ. 3 νδ. 496/1974. Αυτό ισχύει ακόμη και αν η απαίτηση βασίζεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξειςάρ. 48 παρ. 3 νδ. 496/1974. Η θέσπιση διετούς παραγραφής για τις ως άνω αξιώσεις των υπαλλήλων ΝΠΔΔ δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατ’ άρ. 4 παρ. 1 του ΣυντάγματοςΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009). Η παραγραφή του δικαιώματος των απαιτήσεων υπαλλήλου του ΝΠΔΔ κατά του ΝΠΔΔ είναι 10 ετώνάρ. 48 παρ. 4 νδ. 496/1974. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του ΝΠΔΔ, καθώς και των κληρονόμων αυτών από καθυστερούμενες συντάξεις, μερίσματα, επιδόματα και βοηθήματα είναι 2 ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμέναάρ. 48 παρ. 5 εδ. 1 νδ. 496/1974. Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, μερίσματα, βοηθήματα ή επιδόματα, κατά την εκτέλεση, το πρώτον, πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης, μερίσματος, επιδόματος ή βοηθήματος παραγράφονται σε 2 χρόνια, που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασηςάρ. 48 παρ. 5 εδ. 2 νδ. 496/1974. Χρηματική απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ, που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την τελεσιδικίαάρ. 48 παρ. 6 νδ. 496/1974. Χρηματική απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ, για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, που αρχίζει από την έκδοση του τίτλου πληρωμήςάρ. 48 παρ. 6 νδ. 496/1974.
Έναρξη της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση κατά του ΝΠΔΔ γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για την παραγραφή της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά ΝΠΔΔ αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξηάρ. 49 νδ. 496/1974.
Αναστολή της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1975, για την αναστολή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 2 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρ. 257 ΑΚ, άρ. 258 ΑΚ, και άρ. 259 ΑΚ, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά ΝΠΔΔάρ. 50 εδ. 1 νδ. 496/1974. Η παραγραφή απαίτησης κατά ΝΠΔΔ αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση έχει εμποδιστεί λόγω ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφήςάρ. 50 εδ. 2 νδ. 496/1974. Αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησης πριν τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, η έναρξη της παραγραφής της αξίωσης αναστέλλεται επί ένα εξάμηνο από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους της υποβολής της αίτησηςΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009)άρ. 49 νδ. 496/1974άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974.
Διακοπή της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1975, για τη διακοπή της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 2 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά ΝΠΔΔ διακόπτεται μόνο:
- αν η υπόθεση υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο ή σε διαιτητέςάρ. 51 περ. α νδ. 496/1974, ή
- αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησηςάρ. 51 περ. β εδ. 3 νδ. 496/1974, ή
- αν εκδοθεί τίτλος πληρωμήςάρ. 51 περ. γ νδ. 496/1974, ή
- αν προβλέπεται άλλος λόγος διακοπής από ειδική διάταξηάρ. 51 εδ. 1 νδ. 496/1974.
Η παραγραφή της χρηματικής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ δεν διακόπτεται από άτυπη αναγνώριση της απαίτησης90/2014 Εφ.Πειραιώς (παρ. εργασίας). Αν η υπόθεση υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο ή σε διαιτητές, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητώνάρ. 51 περ. α νδ. 496/1974. Αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησης, και η αρμόδια αρχή για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαίτησης απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας αρχήςάρ. 51 περ. β εδ. 1 νδ. 496/1974. Αν υποβληθεί αίτηση προς το ΝΠΔΔ για την πληρωμή της απαίτησης, και η αρμόδια αρχή για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαίτησης δεν απαντήσει εγγράφως, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο εξαμήνου από τη χρονολογία υποβολής της αίτησηςάρ. 51 περ. β εδ. 2 νδ. 496/1974. Αν η αίτηση υποβληθεί πριν τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι η αίτηση υποβλήθηκε κατά την πρώτη ημέρα μετά την έναρξη του επομένου έτουςΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009)άρ. 49 νδ. 496/1974άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974. Αν η αίτηση υποβληθεί πριν τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, η έναρξη της παραγραφής της αξίωσης αναστέλλεται επί ένα εξάμηνο από την κατά πλάσμα δικαίου υποβολή της αίτησηςΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009)άρ. 49 νδ. 496/1974άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974. Η διάταξη ερμηνεύεται ως έχουσα την άνω έννοια, προκειμένου να αποφευχθεί, επί τη βάσει αυστηρής και τυπικής ερμηνείας του όλου πλέγματος των σχετικών διατάξεων, ανεπιεικές αποτέλεσμα για τον επιμελή διοικούμενο, ο οποίος υπέβαλε αίτηση, ζητώντας την ικανοποίηση της απαίτησής του, πριν το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου η σχετική αξίωσή του γεννήθηκε, και ο οποίος περιέρχεται σε χειρότερη θέση από εκείνον που υποβάλει την αίτησή του προς το νομικό πρόσωπο έστω και ελάχιστο χρόνο μετά την έναρξη του χρόνου της παραγραφής, χωρίς να συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση αυτήΑΕΔ 9/2009 (ΦΕΚ ΑΕΔ 2/2009)άρ. 49 νδ. 496/1974άρ. 51 περ. β νδ. 496/1974. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήάρ. 51 περ. β εδ. 3 νδ. 496/1974. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει ορισμένα τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεταιΑΠ 187/2009.
Συνέπειες της παραγραφής απαίτησης κατά ΝΠΔΔ
Αν η απαίτηση γεννήθηκε από 01-01-1975 και μετά, για τις συνέπειες της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 1 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Αν η απαίτηση γεννήθηκε πριν την 01-01-1975, για τις συνέπειες της παραγραφής της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του νδ. 496/1974άρ. 54 παρ. 2 νδ. 496/1974άρ. 62 νδ. 496/1974. Αν η απαίτηση κατά ΝΠΔΔ παραγράφηκε, δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμόάρ. 52 εδ. 1 νδ. 496/1974. Αν η απαίτηση κατά ΝΠΔΔ παραγράφηκε, και το ΝΠΔΔ κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για την απαίτηση μετά την παραγραφή, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, το ΝΠΔΔ δικαιούται να αναζητήσει το ποσόάρ. 52 εδ. 1 νδ. 496/1974. Αν η απαίτηση κατά ΝΠΔΔ παραγράφηκε, και το ΝΠΔΔ παραιτηθεί από τη συμπληρωμένη παραγραφή, η παραίτηση είναι άκυρηάρ. 52 εδ. 2 νδ. 496/1974. Η παραγραφή απαίτησης κατά ΝΠΔΔ λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήριαΑΠ 1752/2008άρ. 52 εδ. 3 νδ. 496/1974.
Παραγραφή απαίτησης κατά ΟΤΑ
Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίουάρ. πρώτο άρ. 276 παρ. 2 εδ. 1 ν. 3463/2006. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ έχει καταργηθείάρ. πρώτο άρ. 276 παρ. 2 εδ. 3 ν. 3463/2006. Η ισχύς του προνομίου αυτού κατά τον ν. 3463/2006 αρχίζει από 01-01-2007άρ. τέταρτο ν. 3463/2006. Οι ΟΤΑ δεν απολαμβάνουν τα προνόμια των ΝΠΔΔ περί παραγραφής της απαίτησης κατά αυτώνάρ. 56 παρ. 1 περ. α νδ. 496/1974άρ. 15 ν. 369/1976 (ΦΕΚ Α 164/29-06-1976)άρ. 56 παρ. 1 νδ. 496/1974 (ΦΕΚ Α 204/19-07-1974).
Παραγραφή απαίτησης κατά του ΙΚΑ
Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) απολαμβάνει τα προνόμια του Δημοσίου για την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίουάρ. 19 παρ. 1 αν. 1846/1951ΑΠ 522/2018Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Και αυτό, γιατί το ΙΚΑ απολαμβάνει και τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, και στα δικαστικά προνόμια αυτά περιλαμβάνεται και κάθε ουσιαστικό προνόμιο του Δημοσίου, όπως το προνόμιο περί παραγραφής κατ’ άρ. 91 παρ. 1 ν. 2362/1995 και άρ. 94 ν. 2362/1995ΑΠ 522/2018. Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει από την παραπάνω ρύθμιση τα ουσιαστικά προνόμια, δεν θα αναφερόταν στο κείμενο της διάταξης του άρ. 19 παρ. 1 αν. 1846/1951 ότι το ΙΚΑ απολαμβάνει όχι μόνο των “δικαστικών” αλλά και των “δικονομικών” προνομίων του Δημοσίου, αποδίδοντας έτσι στα δικαστικά προνόμια έννοια διαφορετική από εκείνη των δικονομικώνΑΠ 522/2018. Το ΙΚΑ απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των ατελειών, καθώς και των δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών προνομίων του Δημοσίουάρ. 19 παρ. 1 αν. 1846/1951. Το προνόμιο του Δημοσίου περί διετούς παραγραφής απαιτήσεων υπαλλήλων του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιοΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Το ΙΚΑ δεν απολαμβάνει τα προνόμια των ΝΠΔΔ περί παραγραφής της απαίτησης κατά αυτώνπδ. 437/1977άρ. 56 παρ. 2 νδ. 496/1974άρ. 2 ν. 578/1977.
Παραγραφή απαίτησης κατά του ΟΓΑ
Ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) απολαμβάνει τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια του Δημοσίου για την παραγραφή των αξιώσεων κατά του ΔημοσίουΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014Ολομ. ΣτΕ 482/2018άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004άρ. 77 παρ. 1 Συντάγματοςάρ. 77 παρ. 2 Συντάγματος. Και αυτό, γιατί ο ΟΓΑ απολαμβάνει και τα δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, και στα δικαστικά προνόμια αυτά περιλαμβάνεται και κάθε ουσιαστικό προνόμιο του Δημοσίου, όπως το προνόμιο περί παραγραφής κατ’ άρ. 91 παρ. 1 ν. 2362/1995 και άρ. 94 ν. 2362/1995Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει από την παραπάνω ρύθμιση τα ουσιαστικά προνόμια, δεν θα αναφερόταν στο κείμενο της διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 ότι ο ΟΓΑ απολαμβάνει όχι μόνο των “δικαστικών” αλλά και των “δικονομικών” προνομίων του Δημοσίου, αποδίδοντας έτσι στα δικαστικά προνόμια έννοια διαφορετική από εκείνη των δικονομικώνΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Ο ΟΓΑ απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των ατελειών, καθώς και των δικαστικών, διοικητικών και δικονομικών προνομίων του Δημοσίουάρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961. Η έννοια της διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 είναι ότι ο ΟΓΑ απολαύει ανεξαιρέτως όλων των ατελειών και ουσιαστικών προνομίων του Δημοσίουάρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004. Η διάταξη του άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004 είναι γνήσια ερμηνευτική (και όχι ψευδοερμηνευτική), και καλύπτει αναδρομικά και την ερμηνευόμενη διάταξη του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014Ολομ. ΣτΕ 482/2018. Η διάταξη του άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004 έχει αναδρομική ισχύ, και καλύπτει το εξ υπαρχής περιεχόμενο της ερμηνευόμενης (ασαφούς) διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014Ολομ. ΣτΕ 482/2018άρ. 77 παρ. 1 Συντάγματοςάρ. 77 παρ. 2 Συντάγματος. Στην έννοια των δικαστικών προνομίων της ατελούς διάταξης του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961 περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικά προνόμια του ΔημοσίουΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Ο ΟΓΑ απολαμβάνει και των ουσιαστικών προνομίων του Δημοσίου, αναδρομικά από την ισχύ του άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961Πλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014άρ. 18 παρ. 1 ν. 4169/1961άρ. 29 παρ. 4 ν. 3232/2004άρ. 77 παρ. 1 Συντάγματοςάρ. 77 παρ. 2 Συντάγματος. Το προνόμιο του Δημοσίου περί διετούς παραγραφής απαιτήσεων υπαλλήλων του Δημοσίου κατά του Δημοσίου αποτελεί ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιοΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Το προνόμιο του Δημοσίου περί λήψης υπόψη, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, της παραγραφής οφειλής του Δημοσίου είναι ουσιαστικού περιεχομένου προνόμιοΠλ.Ολομ. ΑΠ 1/2014Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2014. Ο ΟΓΑ δεν απολαμβάνει τα προνόμια των ΝΠΔΔ περί παραγραφής της απαίτησης κατά αυτώνπδ. 437/1977άρ. 56 παρ. 2 νδ. 496/1974άρ. 2 ν. 578/1977.
Παραγραφή απαίτησης του ζημιωθέντος κατά ασφαλιστή
Η παραγραφή της αξίωσης του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή επέρχεται σε 5 έτηάρ. 10 παρ. 2 ν. 489/1976άρ. 10 παρ. 2 πδ. 237/1986άρ. 7 ν. 3557/2007. Η παραγραφή αρχίζει από την επόμενη ημέρα του ατυχήματοςΑΠ 1043/2010. Εντός της προθεσμίας παραγραφής πρέπει να γίνει τόσο η κατάθεση της αγωγής όσο και η επίδοση της αγωγήςΑΠ 1043/2010, διαφορετικά γίνεται δεκτή η τυχόν προβαλλόμενη ένσταση παραγραφήςΑΠ 1043/2010.
Παραγραφή ενοχικής σχέσης
Ο όρος “ενοχική σχέση” είναι διαφορετικός του όρου “ενοχή”ΑΠ 310/2007. Με τον όρο “ενοχική σχέση” δηλούται συνήθως ευρύτερη και περιεκτικότερη ενιαία έννομη σχέση (πχ. η όλη σύμβαση), από την οποία γεννώνται ειδικότερες ενοχές, δηλαδή οι διάφορες κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις (ή απαιτήσεις) για κάθε ένα από τα μέρηΑΠ 310/2007. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ’ αυτής εκδοθησομένης απόφασης, νοείται η νομικά ρυθμιζόμενη σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμαΑΠ 134/2015. Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας η προστασία ζητείται με την αγωγήΑΠ 134/2015. Δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, ακόμη και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτάΑΠ 134/2015. Για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρονΑΠ 134/2015. Έννομο συμφέρον υφίσταται αν η προκαλούμενη με την αναγνωριστική αγωγή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα, και να αποτρέψει σχετικές μ’ αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένουΑΠ 134/2015. Αν η απόφαση δεν διαλευκαίνει οριστικά την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανή για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσηςΑΠ 134/2015. Κάθε σύμβαση αποτελεί μεν ενιαία ενοχική σχέση, αλλά δεν εκφράζεται δια του όρου “ενοχή”ΑΠ 310/2007. Η διάκριση αυτή καταφαίνεται στη γέννηση, μεταβίβαση, παραγραφή και εν γένει απόσβεση των ενοχώνΑΠ 310/2007. Η παραγραφή της όλης ενοχικής σχέσης, όπως της σύμβασης, δεν είναι νοητή, διότι σε παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις, δηλαδή οι κατ’ ιδίαν ενοχές (απαιτήσεις)ΑΠ 310/2007. Όπου ο νόμος ομιλεί περί απόσβεσης ενοχής, εννοεί την κατ’ ιδίαν υποχρέωση (ή απαίτηση), ενώ απόσβεση της όλης ενοχικής σχέσης χωρεί όπου και όπως ορίζει ο νόμος, όπως στο άρ. 389 παρ. 2 ΑΚ, άρ. 509 ΑΚΑΠ 310/2007άρ. 389 παρ. 2 ΑΚάρ. 509 ΑΚ. Απόσβεση της όλης ενοχικής σχέσης σημαίνει απόσβεση της όλης σύμβασηςΑΠ 310/2007. Επί συμβάσεως εργασίας, η παραγραφή των πηγαζουσών εξ αυτής κατ’ ιδίαν αξιώσεων αποδοχών από διάφορες αιτίες, δεν συνεπάγεται και απόσβεση της όλης ενοχικής σχέσης που συνδέει τα μέρη, όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοιΑΠ 310/2007. Ειδικός λόγος συντρέχει και στην περίπτωση που ζητείται η αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας χρονικού διαστήματος εμπίπτοντος στην έγκυρη διάρκεια της σύμβασης, δηλαδή της κατ’ αυτό υπάρξεως της έννομης σχέσης, από την οποία απέρρεαν παραγεγραμμένες αξιώσεις του μισθωτού για το ίδιο χρονικό διάστημαΑΠ 310/2007. Ο μισθωτός έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, εγκείμενο στην προσμέτρηση του χρόνου αυτού για την ένταξή του στο προσήκον μισθολογικό κλιμάκιο και συνακόλουθα στη μισθολογική προαγωγή του, όταν μάλιστα η σύμβασή του, ως έννομη σχέση, συνεχίζεται και είναι ενεργόςΑΠ 310/2007.
Αποσβεστική προθεσμία
Αν για την άσκηση του δικαιώματος τάσσεται αποσβεστική προθεσμία, και παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία, επέρχεται έκπτωση από το ουσιαστικό δικαίωμαΑΠ 490/2001 σκέψ. VIII. Αποσβεστική προθεσμία υπάρχει και στην περίπτωση αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών για την άσκηση αίτησης – προσφυγής προς ανατροπή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου σωματείου περί αποβολής μέλους του σωματείου μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης στο μέλοςΑΠ 490/2001 σκέψ. VIIIάρ. 88 ΑΚάρ. 3 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ. Αν για την άσκηση του δικαιώματος ορίζεται ορισμένη προθεσμία, και η παραμέληση της προθεσμίας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος, δεν εφαρμόζεται η εκ νέου έναρξη της προθεσμίας από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου μετά την έγερση της αγωγήςΑΠ 194/2012άρ. 279 ΑΚάρ. 280 ΑΚάρ. 261 εδ. 2 ΑΚ. Η άσκηση του δικαιώματος για το οποίο προβλέπεται αποσβεστική προθεσμία μέσα στην αποσβεστική αυτή προθεσμία συντελεί στη διατήρηση του δικαιώματοςΑΠ 194/2012. Ο σκοπός θέσπισης αποσβεστικής προθεσμίας συνίσταται στην άρση της αβεβαιότητας που προκλήθηκε με την προσβολή του δικαιώματοςΑΠ 194/2012. Η αποσβεστική προθεσμία μπορεί να συμπληρωθεί ενώ διαρκεί η δίκη, αν παραμεληθεί από τον δικαιούχοΑΠ 194/2012. Η επίδοση διαταγής πληρωμής διακόπτει την αποσβεστική προθεσμίαάρ. 634 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν επιδοθεί διαταγή πληρωμής, και ασκηθεί ανακοπή κατά αυτής, και η διαταγή πληρωμής ακυρωθεί με τελεσίδικη απόφαση, η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται ότι έχει ανασταλεί από την επίδοση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης για την ανακοπήάρ. 634 παρ. 2 ΚΠολΔ. Με τη διάταξη του άρ. 157 εδ. 1 ΑΚ, περί απόσβεσης του δικαιώματος για ακύρωση δικαιοπραξίας δύο χρόνια από αυτή, τάσσεται αποσβεστική προθεσμία, και όχι παραγραφήΑΠ 194/2012άρ. 157 εδ. 1 ΑΚ. Αν το δικαστήριο της ουσίας δεν δέχθηκε ότι το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της αποσβεστικής προθεσμίας είχε προηγηθεί της άσκησης της αγωγής, και γίνει δεκτό ότι άρχισε η διαδρομή της αποκλειστικής προθεσμίας, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔΑΠ 129/2009 σκέψ. Iάρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.