ΑΠΟΦΑΣΗ
Mammadova κατά Αζερμπαϊτζάν της 29.06.2023 (αρ. προσφ. 38228/12)
Βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Έξωση της προσφεύγουσας από κτίριο μη οικιστικής χρήσης, στο οποίο διέμενε με την οικογένειά της επί σειρά ετών. Το 1996, αφού η προσφεύγουσα έμεινε άστεγη, της δόθηκε άδεια να εγκατασταθεί σε τμήμα ενός κτιρίου μη οικιστικής χρήσης που ανήκε στην Πειραματική Βάση Πρακτικής Γονιδιακής Πίστης Ganja του Ινστιτούτου. Το 2011 το Ινστιτούτο κατέθεσε αγωγή κατά της προσφεύγουσας στο Πρωτοδικείο του Kapaz, υποστηρίζοντας ότι η κατοχή του κτιρίου από αυτήν ήταν παράνομη και ζητώντας την έκδοση διαταγής έξωσης. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι ζούσε εκεί επί 15 χρόνια και δεν είχε αλλού να μείνει. Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 2017. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο δικηγόρος της προσφεύγουσας κατηγορήθηκε για ποινικά αδικήματα και κατά τη διάρκεια έρευνας στο γραφείο του κατασχέθηκαν οι φάκελοι των υποθέσεών του, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της προσφεύγουσας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το κτίριο ήταν η κατοικία της προσφεύγουσας κατά την έννοια του άρθρου 8 και, συνεπώς, εξέτασε την προσφυγή βάσει του άρθρου αυτού. Το εν λόγω κτίριο ήταν το μοναδικό της σπίτι και η ίδια και η οικογένειά της θα έμεναν άστεγοι σε περίπτωση έξωσης, καθώς δεν είχαν τα μέσα να αγοράσουν άλλο σπίτι. Κατά το Στρασβούργο τα εθνικά δικαστήρια αγνόησαν πλήρως αυτό το σημείο και δεν στάθμισαν τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ τους. Η έξωση της προσφεύγουσας αναμφισβήτητα ισοδυναμούσε με επέμβαση του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας. Ωστόσο η επέμβαση δεν ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας της (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Το αίτημα της προσφεύγουσας για ηθική βλάβηαπορρίφθηκε γιατί δεν το υπέβαλε έγκαιρα με τις παρατηρήσεις της, αλλά πολύ αργότερα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Σε άγνωστη ημερομηνία το 1996 η προσφεύγουσα έμεινε άστεγη αφού έχασε το διαμέρισμά της καθώς έπεσε θύμα απάτης. Σε επίσης άγνωστη ημερομηνία το 1996, το Επιστημονικό Ερευνητικό Ινστιτούτο Μεταξοποιΐας του Αζερμπαϊτζάν επέτρεψε σε αυτήν και την οικογένειά της να μετακομίσουν σε τμήμα ενός κτιρίου μη οικιστικής χρήσης που ανήκε στην Πειραματική Βάση Πρακτικής Γονιδιακής Πίστης Ganja του Ινστιτούτου. Στις 11 Ιουλίου 2005, ο αναπληρωτής επικεφαλής της εκτελεστικής αρχής της πόλης Ganja εξέδωσε επιστολή στην οποία ανέφερε ότι η εκτελεστική αρχή «δεν έχει αντίρρηση για τη διαμονή της προσφεύγουσας στο κτίριο».
Το 2011 το Ινστιτούτο κατέθεσε αγωγή κατά της προσφεύγουσας στο Πρωτοδικείο του Kapaz, υποστηρίζοντας ότι η κατοχή του κτιρίου από αυτήν ήταν παράνομη και ζητώντας την έκδοση διαταγής έξωσης.Στις 5 Ιουλίου 2011 το Πρωτοδικείο διέταξε την έξωση της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι κατείχε το κτίριο παράνομα. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι ζούσε εκεί επί 15 χρόνια χωρίς καμία αντίρρηση από το Ινστιτούτο και ότι δεν είχε πουθενά αλλού να μείνει.Στις 22 Νοεμβρίου 2011 το Εφετείο της Ganja και στις 16 Μαρτίου 2012 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσαν την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Η τελευταία επικοινωνία των μερών ανέφερε ότι η προσφεύγουσα εκδιώχθηκε από το κτίριο τον Ιούνιο του 2012. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, το κτίριο από το οποίο εκδιώχθηκε κατεδαφίστηκε το 2017.
Στις 8 Αυγούστου 2014 ο δικηγόρος της προσφεύγουσαςσυνελήφθη με την κατηγορία της φοροδιαφυγής, της παράνομης επιχειρηματικότητας και της κατάχρησης εξουσίας. Κατά τη διάρκεια έρευνας στο γραφείο του, κατασχέθηκε από τις κρατικές αρχές πλήθος εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων όλων των φακέλων υποθέσεων που αφορούσαν προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία είχε στην κατοχή του ως πληρεξούσιος των εντολέων του. Στις 25 Οκτωβρίου 2014 ορισμένα από τα κατασχεθέντα έγγραφα επεστράφησαν.
Με τηλεομοιοτυπία στις 28 Αυγούστου 2014, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας και ήδη κατηγορούμενος ενημέρωσε το Δικαστήριο για την κατάσχεση των φακέλων των υποθέσεων, επικαλούμενος παραβίαση του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ όσον αφορά όλες τις αιτήσεις. Στις επιστολές που απέστειλε στο Δικαστήριο τον Σεπτέμβριο του 2014 ο δικηγόρος της προσφεύγουσας επανέλαβε την καταγγελία του σχετικά με την κατάσχεση των φακέλων της υπόθεσης.
Επικαλούμενη το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι η έξωση παραβίασε τα δικαιώματά της που απορρέουν από τη Σύμβαση. Υποστήριξε επίσης ότι υπήρξε παρεμπόδιση στην άσκηση του δικαιώματός της ατομικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά της λόγω της έξωσης. Το Δικαστήριο, ως αρμόδιο του χαρακτηρισμού που πρέπει να δοθεί νομικά στα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης (βλ. Radomilja κ.α. κατά Κροατίας της 20.03.2018 [GC], αρ. προσφ. 37685/10 και 22768/12, § 126), έκρινε ότι η καταγγελία της προσφεύγουσας έπρεπε να εξεταστεί βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η έξωση συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμά της για σεβασμό της κατοικίας της και ότι η επέμβαση αυτή δεν επιδίωκε νόμιμο σκοπό. Υποστήριξε ότι το κτίριο παρέμεινε εγκαταλελειμμένο μέχρι την κατεδάφισή του το 2017 και ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι το κτίριο χρειαζόταν επειγόντως για δημόσια χρήση. Κατήγγειλε περαιτέρω ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει την αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου και δεν είχαν λάβει υπόψη τους το σκεπτικό ότι η ίδια και η οικογένειά της θα έμεναν άστεγοι αν τους επέβαλλαν έξωση.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρέμβαση των δημόσιων αρχών στο δικαίωμα της προσφεύγουσας για σεβασμό της κατοικίας της ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της οικονομικής ευημερίας της χώρας και ότι ήταν σύμφωνη με την εσωτερική νομοθεσία.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια της “κατοικίας” σύμφωνα με το άρθρο 8 δεν περιορίζεται σε χώρους που κατοικούνται νόμιμα ή που έχουν εγκατασταθεί νόμιμα. Πρόκειται για μια αυτόνομη έννοια που δεν εξαρτάται από την ταξινόμηση βάσει του εσωτερικού δικαίου. Το αν συγκεκριμένοι χώροι συνιστούν ή όχι «κατοικία» που τυγχάνει της προστασίας του άρθρου 8 εξαρτάται από τις πραγματικές περιστάσεις, δηλαδή από την ύπαρξη επαρκών και συνεχών δεσμών με ένα συγκεκριμένο τόπο (βλ. Prokopovich κατά Ρωσίας, αριθ. 58255/00, § 36). Το Δικαστήριο παρατήρησε στην παρούσα υπόθεση, και δεν αμφισβητήθηκε από την Κυβέρνηση, ότι η προσφεύγουσα ζούσε στο εν λόγω κτίριο με την οικογένειά της από το 1996. Έτσι, το κτίριο ήταν η κατοικία της προσφεύγουσας κατά την έννοια του άρθρου 8.
Το Δικαστήριο θεώρησε, και δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ότι η έξωση της προσφεύγουσας ισοδυναμούσε με επέμβαση στο δικαίωμά της για σεβασμό της κατοικίας της σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης.
Η έξωση της προσφεύγουσας από το εν λόγω κτίριο διατάχθηκε από τα εθνικά δικαστήρια βάσει των άρθρων 152 και 157 του Αστικού Κώδικα, των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν την παράνομη κατάληψη ακινήτου από τρίτους. Το Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι η εξουσία του να ελέγχει την τήρηση του εσωτερικού δικαίου είναι περιορισμένη, έκρινε ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που διέταξαν την έξωση της προσφεύγουσας ήταν σύμφωνες με το εσωτερικό δίκαιο. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι, μολονότι η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εν λόγω επέμβαση «ήταν αναγκαία … προς το συμφέρον της οικονομικής ευημερίας της χώρας», υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο θεώρησε καταλληλότερο να διαπιστώσει ότι η επέμβαση επιδίωκε τον νόμιμο σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων άλλων, δηλαδή του Ινστιτούτου.
Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον η επέμβαση ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, ως εκ τούτου, «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία», το Δικαστήριο παρατήρησε ότι όταν διέταξαν την έξωση της προσφεύγουσας στην παρούσα υπόθεση, τα εθνικά δικαστήρια επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στο γεγονός ότι η κατάληψη ήταν παράνομη (βλ. Bagdonaviciusκ.α. κατά Ρωσίας της 11.10.2016 αρ. προσφ. 19841/06 § 102). Παρόλο που ήταν σαφές ότι το εν λόγω κτίριο ήταν το μοναδικό της σπίτι και ότι η ίδια και η οικογένειά της θα έμεναν άστεγοι σε περίπτωση έξωσης, καθώς δεν είχαν τα μέσα να αγοράσουν άλλο, τα εθνικά δικαστήρια αγνόησαν πλήρως αυτό το σημείο και δεν στάθμισαν τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ τους (βλ. Ahmadova κατά Αζερμπαϊτζάν της 18.11.2021, αρ. προσφ. 9437/12§ 47).
Επιπλέον, η αναλογικότητα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρήση για την οποία οι αρχές επιδίωξαν να ανακτήσουν το κτίριο. Από τα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εκδιώχθηκε το 2012, αλλά οι εργασίες ανακαίνισης δεν ξεκίνησαν πριν το 2017, όταν το κτίριο κατεδαφίστηκε, οπότε δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το κτίριο ήταν επειγόντως απαραίτητο για τις ανάγκες του κράτους ή του κοινού.
Υπό τις συνθήκεςαυτές, δεν υπήρχε διαδικασία με την οποία η προσφεύγουσα θα μπορούσε να επιτύχει επαρκή έλεγχο της αναλογικότητας της επέμβασης -δηλαδή της έξωσης από το εν λόγω κτίριο- υπό το πρίσμα της προσωπικής της κατάστασης.
Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 34
Στις 28 Αυγούστου 2014 ο δικηγόρος της προσφεύγουσας υπέβαλε νέα προσφυγή για λογαριασμό της τελευταίας, υποστηρίζοντας ότι η κατάσχεση από το γραφείο του ολόκληρου του φακέλου της υπόθεσης που αφορούσε την εκκρεμή προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, μαζί με άλλους φακέλους υποθέσεων, συνιστούσε παρεμπόδιση της άσκησης του δικαιώματος ατομικής προσφυγής του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 34.
Οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος και της Κυβέρνησης ήταν παρόμοιοι με εκείνους που διατυπώθηκαν από τα μέρη σχετικά με την ίδια καταγγελία που διατυπώθηκε στην υπόθεση AnnagiHajibeyli κατά Αζερμπαϊτζάν της 22.10.2015 αρ. προσφ. 2204/11 §§ 57-60).Στην υπόθεση αυτή, αφού εξέτασε πανομοιότυπη καταγγελία βασισμένη σε παρόμοια πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εναγόμενο κράτος δεν είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 34. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ανάλυση και η διαπίστωση που έκανε στην απόφαση AnnagiHajibeyli ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση.
Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εναγόμενο κράτος παρέβη τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 34 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε κανένα αίτημα δίκαιης ικανοποίησης στις από 20 Νοεμβρίου 2017παρατηρήσεις της, οι οποίες υποβλήθηκαν ως απάντηση στις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης. Με επιστολές στις 8 Δεκεμβρίου 2017, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την παραλαβή των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας και τις διαβίβασε στην Κυβέρνηση για την υποβολή των περαιτέρω παρατηρήσεών της, ενημερώνοντας τα μέρη ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει αίτημα δίκαιης ικανοποίησης. Στις περαιτέρω παρατηρήσεις της με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2018, η Κυβέρνηση δήλωσε ότι έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση.
Εν τω μεταξύ, σε επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία παρελήφθη από το Δικαστήριο στις 16 Φεβρουαρίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε αξιώσεις για δίκαιη ικανοποίηση. Δήλωσε ότι δεν γνώριζε γιατί οι αξιώσεις δίκαιης ικανοποίησης δεν είχαν παραληφθεί μαζί με τις παρατηρήσεις της και ισχυρίστηκε ότι είχαν χαθεί από τα έγγραφα που είχαν αποσταλεί στο Δικαστήριο. Με επιστολή της 26 Φεβρουαρίου 2018, το Δικαστήριο ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι οι αξιώσεις της για δίκαιη ικανοποίηση θα εκδικαστούν σύμφωνα με το άρθρο 60 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο προσφεύγων πρέπει να υποβάλει αναλυτικά στοιχεία όλων των αιτημάτων, μαζί με κάθε σχετικό δικαιολογητικό, εντός της προθεσμίας που έχει οριστεί για την υποβολή των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος επί της ουσίας, εκτός εάν ο Πρόεδρος του τμήματος διατάξει διαφορετικά (άρθρο 60 § 2 του Κανονισμού). Εάν ο προσφεύγων δεν συμμορφωθεί με τις σχετικές απαιτήσεις, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει εν όλω ή εν μέρει τα αιτήματα (άρθρο 60 § 3). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα υπέβαλε τους ισχυρισμούς της για δίκαιη ικανοποίηση εκτός της προθεσμίας που όρισε το Δικαστήριο. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να δεχθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η εν λόγω καθυστέρηση οφειλόταν σε άγνωστους λόγους. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν έπρεπε να της επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό βάσει του άρθρου 41