ΑΠΟΦΑΣΗ
B.F. κ.α. κατά Ελβετίας της 04/07/2023 (αριθ.πρoσφ. 13258/18, 15500/18, 57303/18 και 9078/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, υπήκοοι Ερυθραίας και Κίνας, εισήλθαν στην Ελβετία σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μεταξύ 2008 και 2012 και τους αναγνωρίστηκε καθεστώς επικουρικής προστασίας και όχι άσυλο, δεδομένου ότι οι λόγοι –φόβος δίωξης– για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα θεωρήθηκαν ότι προέκυψαν ως αποτέλεσμα της παράνομης εξόδου τους από το κράτος καταγωγής τους. Οι αρχές της Ελβετίας απέρριψαν τα αιτήματά τους για οικογενειακή επανένωση λόγω έλλειψης επαρκών πόρων διαβίωσης και εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια. Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρου 8) και για απαγορευμένη διάκριση.
Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ένα «περιθώριο εκτίμησης» όσον αφορά την απαίτηση μη εξάρτησηςαπό την κοινωνική πρόνοια πριν από τη χορήγηση οικογενειακής επανένωσης ωστόσο, η ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκονται όλοι οι πρόσφυγες θα έπρεπε να λαμβάνεται επαρκώς υπόψη.
Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι στις δύο προσφυγές, οι προσφεύγοντες είχαν αποκτήσει ικανοποιητικό εισόδημα στην Ελβετία και στην τρίτη ότι η προσφεύγουσα είχε πρόβλημα υγείας. Έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση περί μη εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια χωρίς ευελιξία θα συνιστούσε μόνιμο εμπόδιο στην οικογενειακή επανένωση. Έκρινε ότι απορρίπτοντας τα αιτήματα για οικογενειακή επανένωση, των τριών προσφευγόντων οι αρχές δεν είχαν επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του συμφέροντος των προσφευγόντων να επανενωθούν με την οικογένειά τους και του συμφέροντος της κοινότητας να ελέγχει τη μετανάστευση για την προστασία της οικονομικής ευημερίας της χώρας. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Αντιθέτως για την προσφεύγουσα η οποία αν και είχε την δυνατότητα, δεν είχε εξασφαλίσει εργασία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το καθ΄ου κράτος δεν είχε υπερβεί την διακριτική του ευχέρειακατά την εξισορρόπηση των ανταγωνιστικών συμφερόντων και την απόρριψη της αίτησής της για οικογενειακή επανένωση. Ωςεκτούτουδενδιαπίστωσεπαραβίασητουάρθρου 8.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει για ηθική βλάβη5.125 ευρώ σε καθένα των B.F. και D.E., 15.375 ευρώ στον J.K. και για έξοδα 15.325 ευρώ από κοινού σεB.F. και D.E. και 10.788 ευρώ στον J.K.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι τέσσερις υπήκοοι της Ερυθραίας, B.F., D.E., S.Y. και S.M., και ένας Κινέζος υπήκοος θιβετιανής καταγωγής, ο J.K.Όλοι ζουν στην Ελβετία.
Σύμφωνα με το άρθρο 51 του νόμου περί ασύλου, οι πρόσφυγες στους οποίους χορηγείται άσυλο δικαιούνται να φέρουν άμεσα μέλη της οικογένειάς τους με την ίδια ιθαγένεια στην Ελβετία χωρίς περίοδο αναμονής ή άλλες προϋποθέσεις. Αντιθέτως, για τους δικαιούχους προσωρινής προστασίας, η οικογενειακή επανένωση υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η τριετής περίοδος αναμονής και η μη εξάρτηση από την κοινωνική αρωγή.
Όλοι οι προσφεύγοντες αναγνωρίστηκαν ως πρόσφυγες λόγω του κινδύνου κακομεταχείρισης που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στις χώρες καταγωγής τους. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο κίνδυνος αυτός προερχόταν από τον τρόπο με τον οποίο εγκατέλειψαν τις χώρες καταγωγής τους και ήταν δική τους ευθύνη, τους χορηγήθηκε «προσωρινή προστασία» και όχι άσυλο, σύμφωνα με την ελβετική νομοθεσία. Στη συνέχεια, επιδίωξαν να φέρουν άμεσα μέλη της οικογένειάς τους στην Ελβετία μέσω οικογενειακής επανένωσης. Κατά τη διαδικασία που ακολούθησε, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν πληρούνταν η προϋπόθεση της μη επίκλησης της κοινωνικής αρωγής και οι προσφυγές απορρίφθηκαν. Ο B.F.κρίθηκε ότι εξαρτιόταν πλήρως από την κοινωνική πρόνοια και κρίθηκε ανίκανος προς εργασία από τις αρμόδιες ελβετικές αρχές μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Ο S.M. εξαρτιόταν επίσης πλήρως από την κοινωνική πρόνοια, αλλά κρινόταν κατάλληλος για εργασία μερικής απασχόληης. Ο J.K. εργαζόταν με πλήρες ωράριο ως νοσηλευτής σε οίκο ευγηρίας καιηS.Y. εργαζόταν με μερική απασχόληση και φρόντιζε επίσης τα τρία παιδιά της.
ΤοΟμοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν de facto καθεστώς εγκατάστασης στην Ελβετία, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόρριψη των αιτήσεων για οικογενειακή επανένωση δεν παραβίασε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ με την αιτιολογία ότι οι ισχυρισμοί ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις χώρες καταγωγής τους λόγω διώξεων δεν ήταν αξιόπιστοι.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι τους αρνήθηκαν την οικογενειακή επανένωση στην Ελβετία. Οι S. Y., J. K. και S. M. διαμαρτυρήθηκαν επίσης, δυνάμει του άρθρου 8, για τη διάρκεια της διαδικασίας για οικογενειακή επανένωση. Επικαλούμενοι το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8, οι B.F., D.E., J.K. και S.Y. ισχυρίστηκαν ότι η απόρριψη των αιτήσεών τους για οικογενειακή επανένωση ήταν αποτέλεσμα δυσμενούς διάκρισης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 σχετικά με την απόρριψη αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») όσον αφορά την απαίτηση μη επίκλησης της κοινωνικής πρόνοιας πριν από τη χορήγηση οικογενειακής επανένωσης στην περίπτωση προσφύγων που είχαν εγκαταλείψει τις χώρες καταγωγής τους χωρίς να εξαναγκαστούν να διαφύγουν από διώξεις και των οποίων οι λόγοι για το καθεστώς πρόσφυγα είχαν προκύψει μετά την αναχώρησή τους και ως αποτέλεσμα των δικών τους ενεργειών. Ωστόσο, η ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι τρειςπρόσφυγες έπρεπε να λαμβάνεται επαρκώς υπόψη κατά την εφαρμογή ενός όρου (όπως η απαίτηση μη εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια) στις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης, ενώ τα ανυπέρβλητα εμπόδια για την απόλαυση της οικογενειακής ζωής στη χώρα καταγωγής αποκτούν σταδιακά μεγαλύτερη σημασία στην αξιολόγηση της δίκαιης ισορροπίας με την πάροδο του χρόνου. Η απαίτηση της μη εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια έπρεπε να εφαρμόζεται με επαρκή ευελιξία, ως στοιχείο της συνολικής και εξατομικευμένης αξιολόγησης της δίκαιης ισορροπίας. Οι πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων ο φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής τους προέκυψε μόνο μετά την αναχώρησή τους από τη χώρα καταγωγής και ωςαποτέλεσμα των δικών τους ενεργειών (όπως οι προσφεύγοντες), δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να «κάνουν το αδύνατο» προκειμένου να τους επιτραπεί η οικογενειακή επανένωση.
Όταν ο πρόσφυγας δεν βρίσκεται σε θέση να ανταποκριθεί στις εισοδηματικές απαιτήσεις παρά το γεγονός ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να καταστεί οικονομικά ανεξάρτητος, η εφαρμογή της απαίτησης της μη εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια χωρίς καμία ευελιξία με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει στον οριστικό χωρισμό των οικογενειών.
Οι αρχές αποφάνθηκαν ότι, παρόλο που ο J.K. (αριθ. προσφ.15500/18) εργαζόταν, δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις εισοδηματικές απαιτήσεις για την τετραμελή οικογένειά του εάν μετακόμιζαν στην Ελβετία. Η τελική απόφαση εκδόθηκε επτά χρόνια μετά την αναγνώριση του J.K. ως πρόσφυγα. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε ενταχθεί στο εργατικό δυναμικό εκείνη την περίοδο και είχε κάνει ό,τι μπορούσε να αναμένεται από αυτόν για να κερδίσει τα προς το ζην για να καλύψει τα έξοδα του ίδιου και της οικογένειάς του. Έκρινε ότι οι ελβετικές αρχές, απορρίπτοντας το αίτημά του για οικογενειακή επανένωση, δεν είχαν επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του συμφέροντος του J.K. να είναι με την οικογένειά του και του συμφέροντος της κοινότητας να ελέγχει τη μετανάστευση για την προστασία της οικονομικής ευημερίας της χώρας.
Η S.Y. (αριθ. προσφ. 57303/18) εργαζόταν με μερική απασχόληση εν αναμονή της απόφασης για οικογενειακήεπανένωση. Το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική πρόνοια. Το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε εύλογα να αναμένεται από αυτήν για να συντηρήσει τον εαυτό της και τα τρία παιδιά της. Η εφαρμογή της απαίτησης περί μη εξάρτησης από την κοινωνική πρόνοια, χωρίς ευελιξία, θα συνιστούσε μόνιμο εμπόδιο στην οικογενειακή επανένωση στην περίπτωσή της. Οι αρχές δεν είχαν βρει ισορροπία στην υπόθεσή της μεταξύ των αναγκών της ίδιας και της κόρης της και εκείνων της κοινότητας στο σύνολό της. Η κατάσταση για τους B.F. και D.E. (αριθ. προσφ. 13258/18) ήταν διαφορετική, δεδομένου ότι η B.F. ουδέποτε εργάστηκε στην Ελβετία. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης, είχε υποστηρίξει ότι έπασχε από διάφορα προβλήματα υγείας και μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, οι αρμόδιες ελβετικές αρχές αναγνώρισαν ότι ήταν 100 % ανίκανηγια εργασία. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν ήταν ικανοποιημένο ότι το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο είχε εξετάσει επαρκώς εάν η υγεία της προσφεύγουσας θα της επέτρεπε να εργαστεί, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, και κατά συνέπεια εάν η επίμαχη απαίτηση έπρεπε να εφαρμοστεί με ευελιξία ενόψει της υγείας της. Ως εκ τούτου, οι αρχές δεν είχαν εξισορροπήσει σωστά τις ανάγκες των αιτούντων για οικογενειακή επανένωση με τις ανάγκες της κοινότητας για έλεγχο των δαπανών.
Όσον αφορά την υπόθεση της S.M. (αριθ. προσφ. 9078/20), το Δικαστήριο σημείωσε ότι επίσης δεν εργάστηκε ποτέ στην Ελβετία. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει, βάσει ιατρικών γνωματεύσεων, ότι η προσφεύγουσα μπορούσε τουλάχιστον να εργαστεί με μερική απασχόληση, αλλά διαπίστωσε ότι δεν είχε καταβάλει καμία προσπάθεια να βρει εργασία. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο δεν είχε υπερβεί τη διακριτική του ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») όταν είχε λάβει υπόψη την έλλειψη πρωτοβουλίας της S.M. για τη βελτίωση της οικονομικής της κατάστασης κατά την εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων και την απόρριψη της αίτησής της για οικογενειακή επανένωση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης στις προσφυγές αριθ. 15500/18, 57303/18 και 13258/18 και καμία παραβίαση στην προσφυγή με αριθμ. 9078/20. Όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης δεδομένου των διαπιστώσεών του όσον αφορά την άρνηση οικογενειακής επανένωσης στις υποθέσεις των B.F. και D.Eκαι J.K., το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστούν αυτές οι καταγγελίες.
Όσον αφορά την προσφυγή της S.M., το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κρατική Γραμματεία Μετανάστευσης είχε εκδώσει την απόφασή της περίπου τρία έτη και τέσσερις μήνες μετά το αίτημά της S.M., η οποία οφειλόταν εν μέρει στην παράλειψή της να παράσχει πληροφορίες. Το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο αναγκάστηκε να ζητήσει επανειλημμένα πληροφορίες από αυτήν και εξέδωσε την απόφασή του ένα έτος και δέκα μήνες μετά την άσκηση έφεσης, αλλά μόλις δύο μήνες μετά τις τελευταίες παρατηρήσεις της S.M. στην υπόθεση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης εγείρει ανησυχίες ως προς τη συμμόρφωση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 8, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες περιστάσεις, οι ελβετικές αρχές δεν παρέλειψαν να συμμορφωθούν με αυτές τις απαιτήσεις. Έτσι, δεν διαπίστωσε παραβίαση.
Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8
Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματά του στις σχετικές προσφυγές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξεταστούν χωριστά οι αιτιάσεις αυτές.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει 5.125 ευρώ σε καθένα των προσφευγόντωνB.F. και D.E. και 15.375 ευρώ στον J.K. για ηθική βλάβη, καθώς 15.325 ευρώ από κοινού στους B.F. και D.E. και ποσό 10.788 ευρώ στον J.K. για έξοδα και δαπάνες
(επιμέλεια echrcaselaw.com).