ΑΠΟΦΑΣΗ
Lorenzo Bragado κ.α. κατά Ισπανίας της 22.06.2023 (αρ. προσφ. 53193/21, 53193/21, 53707/21, 53848/21, 54582/21, 54703/21, και 54731/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπόθεση αφορούσε τη διαδικασία διορισμού στο Γενικό Δικαστικό Συμβούλιο (“GCJ”), το διοικητικό όργανο του δικαστικού σώματος στην Ισπανία. Το 2018 η σύνθεση του GCJ έπρεπε να ανανεωθεί και οι προσφεύγοντες, τότε Ισπανοί δικαστές, ήταν υποψήφιοι. Τα επόμενα χρόνια ωστόσο, μέχρι και σήμερα, το Κοινοβούλιο δεν είχε ολοκληρώσει τη διαδικασία διορισμών. Το 2020 οι προσφεύγοντες δικαστές άσκησαν προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο καταγγέλλοντας την αποτυχία του Κοινοβουλίου να ακολουθήσει τη διαδικασία για την ανανέωση της σύνθεσης του GCJ, αλλά αυτή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι το άρθρο 6 ήταν εφαρμοστέο στην υπόθεση, καθώς αφορούσε ένα αμφισβητούμενο αστικό δικαίωμα σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, συγκεκριμένα το δικαίωμα των προσφευγόντων να συμμετάσχουν στη διαδικασία για την ένταξη στο GCJ και την έγκαιρη εξέταση των υποψηφιοτήτων τους από τη Βουλή. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε αιτιολογήσει τις επιλεγμένες ημερομηνίες, ως σημείου εκκίνησης για την τρίμηνη προθεσμία της συνταγματικής προσφυγής. Οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν ως εκ τούτου να είχαν προβλέψει τον τρόπο με τον οποίο είχε ερμηνευθεί ο σχετικός νόμος για τις προθεσμίες και πως εφαρμόζονται στην περίπτωσή τους. Αυτό έβλαψε την ίδια τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασής τους σε δικαστήριο, που, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, συνδέθηκε επίσης στενά με τη διασφάλιση του σεβασμού της δίκαιης διαδικασίας για την ανανέωση της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου του δικαστικού σώματος και στην αρμονική λειτουργία του δικαστικού συστήματος.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με 4 ψήφους έναντι 3 κατά, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε πρόσβαση σε δικαστήριο).
ΔΙΑΤΑΞH
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι έξι Ισπανοί υπήκοοι, οι JuanLuisLorenzoBragado, ManuelMaríaJaénVallejo, MónicaGarcia de Yzaguirre, RafaelEstévezBenito, MariaTardonOlmos και τον JoseAntonioBaenaSierra.Το Γενικό Δικαστικό Συμβούλιο («GCJ») είναι το διοικητικό όργανο του δικαστικού σώματος στην Ισπανία.Η θητεία των μελών του ανανεώνεται κάθε πέντε χρόνια από το Κοινοβούλιο.
Το 2018, η σύνθεση του GCJ έπρεπε να ανανεωθεί και οι προσφεύγοντες τότε Ισπανοί δικαστές, ήταν υποψήφιοι. Ο τελικός κατάλογος των 51 υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων, δόθηκε στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο του 2018.
Έκτοτε το Κοινοβούλιο διαλύθηκε δύο φορές – τον Μάρτιο και τον Σεπτέμβριο του 2019 –με το θέμα της ανανέωσης της σύνθεσης του GCJ να παραπέμπεταισε επόμενες συνόδους (ιδίως την 13η και 14η κοινοβουλευτική περίοδο). Μέχρι της έκδοσης απόφασης από το ΕΔΔΑ όμως, το Κοινοβούλιο δεν είχε ακόμη ψηφίσει ποιον θα διορίσει από τον κατάλογο των υποψηφίων.
Το 2020 οι προσφεύγοντες κατέθεσαν προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να παραπονεθούν για την παρατεταμένη και συνεχή αποτυχία του Κοινοβουλίου να ακολουθήσει τη διαδικασία διορισμού, αλλά κρίθηκε απαράδεκτη το 2021, ως εκπρόθεσμα κατατεθείσα. Ειδικότερα, έκρινε ότι η τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 42 του Ν. 2/1979, είχε ξεκινήσει είτε στις 4 Δεκεμβρίου 2018, όταν είχε λήξει η θητεία του GCJ, είτε στις 4 Δεκεμβρίου 2019, όταν είχε ανοίξει η 14η κοινοβουλευτική περίοδος. Σε κάθε περίπτωση, η προσφυγήείχε υποβληθεί στις 14 Οκτωβρίου 2020 και ως εκ τούτου ήταν εκπρόθεσμη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Αρχικά, το Δικαστήριο εξέτασε αν το άρθρο 6 είχε εφαρμογή στην επίμαχη διαφορά. Επανέλαβε ότι οι εγγυήσεις πρόσβασης σε δικαστήριο βάσει του άρθρου 6 § 1 ίσχυαν μόνο για όταν υπάρχει μια διαφωνία για ένα «δικαίωμα» που θα έπρεπε να αναγνωριστεί σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.
Επισήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν εγγυάται, ως εκ τούτου, το δικαίωμα διορισμού σε μια θέση ή την προαγωγή σε μία δημόσια υπηρεσία. Ωστόσο, αυτό που διακυβευόταν για τους προσφεύγοντες δεν ήταν το δικαίωμά τους να γίνουν μέλη του GCJ, αλλά το δικαίωμά τους ως προς την νόμιμη διαδικασία για την έγκαιρη εξέταση των υποψηφιοτήτων τους.
Θεώρησε, εξάλλου, ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, που στηρίζονται σε παραβίαση νομίμως τεκμηριωμένης διαδικασίας επιλογής και εγείροντας περίπλοκα νομικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της ερμηνείας και εφαρμογής της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμία δυνάμει του άρθρου 42 του Ν. 2/1979, ήταν επαρκώς βάσιμα.
Επομένως, διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο των επιτυχόντων δικαστικών υποψηφίων από τους οποίους το Κοινοβούλιο έπρεπε να επιλέξει τα νέα μέλη του GCJ, είχαν δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο, αναφορικά με την συμμετοχή τους στη διαδικασία ένταξης στο GCJ και εξέταση των υποψηφιοτήτων τους από τη Βουλή εγκαίρως.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε τα δύο αλληλένδετα επιχειρήματα της Κυβέρνησης που αμφισβήτησε τον «αστικό» χαρακτήρας του δικαιώματοςαυτού, μια άλλη πτυχή του ζητήματος εάν το άρθρο 6 είχε εφαρμογή στην εν λόγω υπόθεση.
Το πρώτο επιχείρημα της κυβέρνησης ήταν ότι η διαφορά αφορούσε ένα «πολιτικό» και όχι ένα «αστικό» δικαίωμα και, κατά συνέπεια, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6. Το δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι ο ισχυρισμός των προσφευγόντων, σχετικά με τη διαδικασία προσχώρησης στο GCJ, δεν συνεπαγόταν καμία «πολιτική υποχρέωση» ή την άσκηση οποιωνδήποτε «πολιτικών δικαιωμάτων». Είναι σημαντικό ότι ο ισχυρισμός τους σχετιζόταν με το κομμάτι της διαδικασίας που προηγείται οποιασδήποτε ψηφοφορίας από μέλη του κοινοβουλίου.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι το επίμαχο δικαίωμα δεν ήταν αστικό σύμφωνα με όσα είναι γνωστά στην νομολογία του Δικαστηρίου βάση των προϋποθέσεωνπου ορίζονται στην υπόθεση Eskelinen. Σύμφωνα με το παραπάνω, διαφορές που αφορούν δημόσιους υπαλλήλους θα μπορούσαν να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 εάν πληρούνται δύο προϋποθέσεις: πρώτον, το εθνικό δίκαιο πρέπει να έχει αποκλείσει την πρόσβαση σε δικαστήριο για την εν λόγω θέση ή κατηγορία και, δεύτερον, ο αποκλεισμός αυτός να δικαιολογήθηκε με αντικειμενικούς λόγους προς το συμφέρον του κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι η αξίωση των προσφευγόντων μπορούσε να είχε κριθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Ειδικότερα, αν και το πεδίο μιας συνταγματικής αναθεώρησης που αφορά κοινοβουλευτικές δραστηριότητες ήταν περιορισμένο, η πρόσβαση στο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε αποκλειστεί αναφορικά με τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων. Καθώς η πρώτη προϋπόθεση Eskelinen δεν είχε εκπληρωθεί, δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί η δεύτερη.
Σε αυτή τη βάση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6 και οι εγγυήσεις πρόσβασης στο δικαστήριο είχαν εφαρμογή στην υπόθεση των προσφευγόντων.
Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η τρίμηνη προθεσμία σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν. 2/1979 ήταν σημαντική για τη συνταγματική αξίωση των προσφευγόντων. Τέτοια νομικά ζητήματα δεν είχαν προηγουμένως τεθεί ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ήταν το μοναδικό επίπεδο δικαιοδοσίας ικανό να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Σε αυτό το φόντο, θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι η απόρριψη της έφεσης θα ήταν αιτιολογημένη.
Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε παράσχει αιτιολογία για την έναρξη της τρίμηνης προθεσμίας από τις δύο ημερομηνίες που ανέφερε (04.12.2018 και 04.12.2019) όταν απέρριψε την προσφυγή.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να προβλέψουν τον τρόπο με τον οποίο ο Ν. 2/1979 είχε ερμηνευθεί και εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους. Αυτό είχε βλάψει τον ίδιοτον πυρήνα του δικαιώματός τους ως προς την πρόσβαση σε δικαστήριο για την προστασία του αμφισβητούμενου αστικού τους δικαιώματος. Μια τέτοια θεμελιώδης διασφάλιση ήταν στενά συνδεδεμένη, στις περιστάσεις της υπόθεσης, με τη διασφάλιση του σεβασμού για τη νόμιμη διαδικασία ανανέωσης της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου της δικαιοσύνης και την εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγόντων για πρόσβαση σε δικαστήριο(άρθρο 6 § 1).
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο έκρινε, με ψήφους 4 έναντι 3, ότι δεν χρειαζόταν να εξεταστεί επίσης το θέμα βάσει του άρθρου 8.
Άρθρο 41 (δίκαιη ικανοποίηση)
Το Δικαστήριο έκρινε, με ψήφους 4 έναντι 3, ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη.
Μειοψηφούσες απόψεις
Ο δικαστής Elósegui εξέφρασε σύμφωνη γνώμη υποστηρίζοντας πως στην απόφαση διαπιστώνεται ότι τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στον εγκεκριμένο κατάλογο υποψηφίων μελών του GCJ έχουν το δικαίωμα να λάβουν απόφαση σχετικά με τον διορισμό τους στο GCJ στο πλαίσιο του διαγωνισμού για τις θέσεις αυτές, διαδικασία η οποία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο διαθέτει περιθώριο διακριτικής ευχέρειας σε σχέση με τα αποτελέσματα και το γεγονός ότι η επιλογή αυτή δεν βασίζεται μόνο σε κριτήρια ικανότητας και προσόντων, αλλά και στην αξιολόγηση άλλων ικανοτήτων που τα πολιτικά κόμματα κρίνουν σκόπιμο να συμπεριλάβουν, δεν σημαίνει ότι η παρεμπόδιση των διορισμών αυτών ήταν σύμφωνη με τον νόμο, διότι η ανανέωση του οργάνου αυτού είναι υποχρεωτική βάσει του Συντάγματος και του θεσμικού νόμου για τη δικαστική εξουσία (βλ. σκέψη 34 της απόφασης).
Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι το ισπανικό νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να προσφέρει έναν μηχανισμό προστασίας των υποψηφίων που έχουν υποβάλει υποψηφιότητα και ότι σε περίπτωση αδιεξόδου ή μη ανταπόκρισης πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δικαστήριο προκειμένου να προστατεύσουν το δικαίωμά τους να οριστικοποιηθεί ο διαγωνισμός και να ανανεωθεί η ιδιότητα του μέλους του Συμβουλίου. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει επίσης ότι η προθεσμία για τη συνεκτίμηση των πιθανών παραλείψεων είναι αόριστη και συνεχίζεται μέχρι την εκκαθάριση του αποτελέσματος του διαγωνισμού. Από την έφεση των προσφευγόντων προκύπτει σαφώς ότι το αίτημά τους στρεφόταν κατά του Κοινοβουλίου και των οργάνων του. Οι προσφεύγοντες αναφέρθηκαν συγκεκριμένα σε εικαζόμενη παραβίαση συγκεκριμένων καθηκόντων που βαρύνουν τα όργανα του Κοινοβουλίου. Η αξίωση δεν σχετιζόταν με τη νομοθετική λειτουργία του Κοινοβουλίου ή με οποιαδήποτε πράξη του Κοινοβουλίου ή παράλειψη θέσπισης νόμου.
Οι θέσεις των δικαστών στο ισπανικό Γενικό Συμβούλιο του Δικαστικού Σώματος (οι οποίοι πρέπει να αποτελούνται από 12 από τα 20 μέλη που απαρτίζουν το όργανο αυτό, συν τον πρόεδρο του GCJ που είναι συγχρόνως πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος εκλέγεται στη συνέχεια από τα 20 αυτά μέλη με ελεύθερη ψηφοφορία) πληρούνται με δημόσια προκήρυξη και το λειτούργημά τους είναι δημόσιο αξίωμα, το οποίο ασκείται υπό την ιδιότητά τους ως δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων και περιλαμβάνει τεχνικά καθήκοντα- ως εκ τούτου, αποτελεί μέρος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας και δεν είναι πολιτικό αξίωμα. Πράγματι, στην Ισπανία απαγορεύεται στους δικαστές να ανήκουν σε πολιτικά κόμματα κατά τη διάρκεια της θητείας τους (σε αντίθεση με άλλες χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία, το Λιχτενστάιν και η Γαλλία). Επιπλέον, στην Ισπανία, η πρόσβαση στα εν λόγω διοικητικά όργανα διέπεται από τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και οι διαδικασίες πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζει ο νόμος. Η διαδικασία διορισμού στο ισπανικό GCJ αφορούσε την πρόοδο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των προσφευγόντων ως επαγγελματιών νομικών. Εξάλλου, το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα προστατεύεται από το ίδιο το νομικό σύστημα, το οποίο ρυθμίζει τους διαθέσιμους τρόπους προσφυγής σε περίπτωση παρατυπιών στις διαδικασίες αυτές. Όσον αφορά την πρόσβαση στην ιδιότητα του μέλους του GCJ, η διαδικασία αυτή προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα και από θεσμικό νόμο και, ως εκ τούτου, αποτελεί επίσης μέρος του συστήματος θεμελιωδών δικαιωμάτων του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, το αρμόδιο όργανο για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Αντιθέτως, οι δικαστές Ranzoni, Guyomar και Gnatovskyy εξέφρασαν κοινή αντίθετη γνώμη. Υποστήριξαν πως η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ήδη προχωρήσει αρκετά μακριά στην αναγνώριση της ύπαρξης «δικαιώματος» βάσει του αστικού σκέλους του άρθρου 6, αναπτύσσοντας μια ευρύτερη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία το «αστικό» σκέλος καλύπτει περιπτώσεις που μπορεί αρχικά να μην φαίνεται ότι αφορούν αστικό δικαίωμα, αλλά που μπορεί να έχουν άμεσες και σημαντικές επιπτώσεις σε ιδιωτικό περιουσιακό ή μη περιουσιακό δικαίωμα που ανήκει σε ένα άτομο. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο το έχει πράξει προκειμένου να αντιταχθεί σε τυχόν επιθέσεις κατά του κράτους δικαίου, προστατεύοντας τους δικαστές σε θέματα όπως η δικαστική πειθαρχία, οι εργασιακές διαφορές, ο μισθός, οι συνταξιοδοτικές παροχές και ούτω καθεξής.
Η παρούσα απόφαση προχωράει σαφώς ακόμη παραπέρα, υπονοώντας ότι όταν ένα κοινοβούλιο είναι επιφορτισμένο με την εκλογή των μελών ενός δικαστικού συμβουλίου και δεν το πράττει λόγω πολιτικού αδιεξόδου ή για κάποιον άλλο λόγο, το άρθρο 6 § 1 θα απαιτούσε από τους υποψηφίους για το εν λόγω δικαστικό συμβούλιο να έχουν ατομική πρόσβαση σε δικαστήριο. Για να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, η πλειοψηφία εμβάθυνε πολύ βαθιά στην ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου, ιδίως του άρθρου 23 § 2 του Συντάγματος υπό το πρίσμα της άσκησης του δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 573 του Ν. 6/1985. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι, κατ’ αρχήν, καθήκον του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρούμε ότι μια τέτοια ερμηνεία, η οποία, εξάλλου, δεν στηρίζεται σε καμία απόφαση των εθνικών δικαστηρίων, δεν πείθει καθόλου.
Το άρθρο 23 § 2 του ισπανικού Συντάγματος προβλέπει ότι οι πολίτες «έχουν δικαίωμα πρόσβασης επί ίσοιςόροις στα δημόσια καθήκοντα και θέσεις, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζει ο νόμος», όπως η διαδικασία που αφορά την εκλογή των δικαστών του GCJ που θεσπίστηκε με τον Ν. 6/1985. Φαίνεται μάλλον προφανές ότι η καταγγελία των προσφευγόντων δεν είχε καμία σχέση με την αρχή της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις. Αντιθέτως, το πραγματικό ζήτημα που τίθεται είναι η αδράνεια του Κοινοβουλίου. Η διαπίστωση, υπό αυτές τις συνθήκες, της ύπαρξης ενός «αστικού δικαιώματος» και, εν πάση περιπτώσει, ενός δικαιώματος ατομικής πρόσβασης σε δικαστήριο απέχει πολύ από οποιαδήποτε άμεση και σημαντική επίπτωση σε ένα ιδιωτικό περιουσιακό ή μη περιουσιακό δικαίωμα που ανήκει στους προσφεύγοντες.
Επιπλέον, δεν συμφωνούν οι δικαστές με το συμπέρασμα ότι η αμφισβήτηση της κοινοβουλευτικής αδράνειας θα μπορούσε να εκληφθεί ως «πραγματική και σοβαρή» διαφορά, ούτε με την εκτίμηση ότι η έκβαση της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα ήταν «άμεσα καθοριστική» για τον διορισμό των προσφευγόντων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγοντες είχαν ενδεχομένως ένδικο μέσο για τις διαδικαστικές παρατυπίες που προέκυψαν κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην κατάρτιση του καταλόγου των υποψηφίων, το μέσο αυτό θα αφορούσε μόνο το πρώτο στάδιο της διαδικασίας, αλλά όχι το δεύτερο στάδιο, μετά την κατάρτιση του καταλόγου, δηλαδή τη διαδικασία επιλογής από το Κοινοβούλιο βάσει του καταλόγου αυτού. Η επιλογή του Ισπανού νομοθέτη να αναθέσει στο Κοινοβούλιο την αρμοδιότητα της εκλογής των μελών του GCJ σημαίνει ότι η λήψη της απόφασης αυτής ενέχει αναπόφευκτα πολιτικό στοιχείο. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν η έκβαση της διαδικασίας ήταν θετική για τους προσφεύγοντες, δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι άμεσα καθοριστική για το εν λόγω δικαίωμα, δεδομένου ότι κανένα δικαστήριο δεν θα μπορούσε να υποχρεώσει τα μέλη του Κοινοβουλίου να ψηφίσουν, πόσο μάλλον υπέρ οποιουδήποτε από τους προσφεύγοντες.
Εν κατακλείδι, οι μειοψηφούντες δικαστές τονίζουν ότι η υπερβολική χρήση της επιχειρηματολογίας όσον αφορά την εφαρμογή του αστικού σκέλους του άρθρου 6, όπως συνοψίστηκε πιο πρόσφατα στην υπόθεση Grzęda, προκειμένου να αντιμετωπιστεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία που σχετίζεται με το δικαστικό σώμα, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου
(επιμέλεια: echrcaselaw.com).