Σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Μη εκπλήρωση εκ μέρους των τραπεζών και του προστηθέντος της της υποχρεώσεως για σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση του επενδυτή σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και εκδότρια αυτού, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του. Μη ενημέρωση περί της επισφάλειας της επένδυσης και διαβεβαίωση περί του αντιθέτου. Αδικοπραξία. Απόρριψη ισχυρισμού περί συνυπαιτιότητας. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Παραβίαση ευθέως και εκ πλαγίου διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, καθόσον προϋπόθεση για αυτόν είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία από το ίδιο επιζήμιο γεγονός.
Αριθμός 1564/2021
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο και Αναστασία Μουζάκη -Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: ., κατοίκου Λαμίας Φθιώτιδας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Φιλιώτη και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΕΔΑΚ» (πρώην «ALPHA ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ»), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) ., κατοίκου Λαμίας Φθιώτιδας και ήδη Ομβριακής Δομοκού, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλια και κατέθεσαν προτάσεις.
Β. Των αναιρεσειόντων: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ΑΛΦΑ ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΕΔΑΚ» ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) ., κατοίκου Ομβριακής Δομοκού, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλια και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: ., κατοίκου Λαμίας Φθιώτιδας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Φιλιώτη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/5/2012 αγωγή του υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Β ήδη ανιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5809/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4254/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν ο υπό στοιχείο Α αναιρεσείων με την από 27/3/2018 αίτησή του και οι υπό στοιχείο Β αναιρεσείοντες με την από 15/2/2018 αίτηση τους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της από 27/3/2018 αιτήσεως και την απόρριψη της από 15/2/2018 αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την παραδοχή της από 15/2/2018 αιτήσεως και την απόρριψη της από 27/3/2018 αιτήσεως και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση τη δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (16-12-2019) συζητήθηκαν οι ένδικες από 15-2-2018 και 27-3-2018 αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και συγκεκριμένα κατά της υπ’ αριθ. 4254/2017 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και, επομένως, πρέπει να συνεκδικαστούν, κατά το ως άνω άρθρο 246 ΚΠολΔ, αφού από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 104 Κ.Πολ.Δ. προκύπτουν τα ακόλουθα: α) στα πολιτικά δικαστήρια και μάλιστα στον ’ρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, β) η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με
προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει. Αν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται με πληρεξούσιο δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράσταση του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας που απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την ύπαρξη της οποίας αυτεπαγγέλτως ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται οικονομικώς απών. Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά δε την παρ. 3 εδ. β του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε σ’ αυτό με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς (Ολ. ΑΠ 14/2015). Στην προκείμενη περίπτωση από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης προκύπτει ότι κατά την συνεκφώνηση των αιτήσεων αναίρεσης στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όλοι οι αναιρεσείοντες της από 15-2-2018 αναίρεσης και αναιρεσίβλητοι, αντίστοιχα, της από 27-3-2018 αναίρεσης εκπροσωπήθηκαν από το δικηγόρο Νικόλαο Κανέλλια ως πληρεξούσιο αυτών κατά τη δήλωσή του. Πλην όμως από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, παραδεκτώς επισκοπούμενα, ουδόλως αποδεικνύεται χορήγηση πληρεξουσιότητας προς τον ανωτέρω εκ μέρους του τρίτου των αναιρεσειόντων και του τρίτου των αναιρεσιβλήτων, αντίστοιχα, … κατά ένα εκ των ρηθέντων νομίμων τρόπων, αφού δεν προσκομίζεται σχετική συμβολαιογραφική πράξη, από την οποία να προκύπτει ότι παρείχε στον ως άνω παραστάντα δικηγόρο την εντολή και πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση των ένδικων αιτήσεων, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και, συνεπώς, θεωρείται δικονομικώς απών. Εξάλλου δεν προκύπτει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση των αιτήσεων αναίρεσης, ούτε τέλος γίνεται οποιαδήποτε μνεία στα έγγραφα σημειώματα – προτάσεις των διαδίκων. Επομένως, δεδομένου ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, πρέπει να χωρισθούν οι υποθέσεις ως προς τον τρίτο των αναιρεσειόντων της από 15-2-2018 αίτησης αναίρεσης και τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων της από 27-3-2018 αίτησης αναίρεσης, αντίστοιχα και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς αυτόν.
III. Με τις κρινόμενες από 15-2-2018 και από 27-3-2018 αιτήσεις αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 4254/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν τις από 2-12-2015 και 4-12-2015 εφέσεις, που άσκησαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες – αναιρεσίβλητοι και ο εκκαλών – ενάγων και ήδη αναιρεσείων – αναιρεσίβλητος, αντίστοιχα, κατά της υπ’ αριθμ. 5809/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, μετά παραδοχή της ένστασης των εναγομένων περί συνυπολογισμού στη ζημία της ωφέλειας του ενάγοντος από την επένδυση, ήτοι την αξία από τα εισπραχθέντα του μερίδια, ποσού 38.859,62 ευρώ, είχε γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή από αδικοπραξία και επιδικάστηκε στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα – αναιρεσίβλητο …, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 116.073,4 ευρώ (150.933,02 € – 38.S59.62 € = 112.073,40 € +. 4000,00 €). Οι αιτήσεις αναίρεσης, πλην του μέρους που ‘ αφορούν τον αναιρεσείοντα – αναιρεσίβλητο …, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα(αρθ. 552, 553, 556, 558,564 ΚΠολΔ)και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Α) Επί της από 15-2-2018 αίτησης αναίρεσης:
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και, ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης: Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (Ολ. ΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα προγνώσεως του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ. ΑΠ 2/2019). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.»… Τρίτη αρχή: «Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.». Τέταρτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς.» … Έβδομη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς». Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ).
Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντας επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής.
Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της. τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. ’λλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» -και του ιδιώτη επενδυτή ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ – 9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του «προμηθευτή», συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).
II. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών… Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 538/2012). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, για να είναι ορισμένος πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, να καθορίζονται στο αναιρετήριο, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση συγκεκριμένο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ. ΑΠ 20/2005), όταν δε ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, πρέπει να εκτίθενται στο αναιρετήριο και οι σχετικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπό τις οποίες συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 20/2005, ΑΠ 532/2017), άλλως, εν ελλείψει της ως άνω αναφοράς, η αναίρεση τυγχάνει αόριστη. Η αοριστία αυτή, που ερευνάται και αυτεπάγγελτα από τον ’ρειο Πάγο, δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΑΠ 1602/2014). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο (ΑΠ 472/2017, ΑΠ 905/2017).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναίρεσης, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα κα χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 6/2006, ΑΠ 184/2017). Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. ΑΠ 15/2006, ΑΠ 166/2016).
Για να είναι ορισμένος ο από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να μνημονεύονται στο αναιρετήριο, εκτός από τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, και: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωση του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεση του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ’ επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (Ολ. ΑΠ 32/1999, ΑΠ 148/2008). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον ’ρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
III. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: «Ο ενάγων είναι πολιτικός μηχανικός, δραστηριοποιούμενος επαγγελματικά στο Νομό Φθιώτιδας. Τα εισοδήματα του αποταμίευε από το έτος 1995 στην πρώτη εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, συναλλασσόμενος κατά κύριο λόγο με τον προστηθέντα υπάλληλο αυτής, τρίτο εναγόμενο, τον οποίο γνώριζε ήδη από το έτος 1992, καθ όν χρόνο αυτός απασχολείτο, ως υπάλληλος, στην ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ. Μέχρι το έτος 2005 ο τρίτος εναγόμενος, ενεργώντας με την ιδιότητα του ως προστηθείς της πρώτης εναγομένης, αλλά και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», που στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από τη δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, ιδιότητα που δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους, παρείχε στον ενάγοντα επωφελείς επενδυτικές συμβουλές, τις οποίες αυτός ακολουθούσε, αποκομίζοντας κέρδη. Οι επενδυτικές αυτές συμβουλές αφορούσαν σε προθεσμιακές καταθέσεις, που απέδιδαν υψηλότερο επιτόκιο από αυτό του απλού ταμιευτηρίου, καθώς και σε αγορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Έτσι, καταρτίσθηκε σιωπηρώς μεταξύ του ενάγοντος και των δύο πρώτων εναγομένων σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, τις οποίες οι τελευταίες του παρείχαν διά του, ως άνω προστηθέντος υπαλλήλου τους, τρίτου εναγομένου. Η μακροχρόνια δε αυτή επιτυχής συναλλακτική σχέση του ενάγοντος με τους εναγομένους είχε δημιουργήσει σ’ αυτόν αισθήματα εμπιστοσύνης, σε σχέση με τις επενδυτικές συμβουλές, που του παρείχαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, παρά το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο, δεν διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εξειδικευμένη εμπειρία σε ζητήματα οικονομικών επενδύσεων, που θα του επέτρεπε να επιλέξει ο ίδιος τον τρόπο τοποθέτησης του κεφαλαίου του, για το λόγο δε αυτό ακολουθούσε τις επενδυτικές συμβουλές, που του παρείχε, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του, ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος διέθετε ειδικές προς τούτο γνώσεις και εμπειρία. Εξάλλου, ο ενάγων, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω επενδυτικών του επιλογών, ήταν συντηρητικός επενδυτής, χωρίς συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, επιδιώκοντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης και απόδοσης του κεφαλαίου του γεγονός που είχε γνωστοποιήσει στον τρίτο εναγόμενο. Ενόψει των ανωτέρω ο ενάγων, ως αποδέκτης των παρεχομένων από τις δύο πρώτες εναγόμενες δια του τρίτου εναγομένου, υπηρεσιών και ειδικότερα επενδυτικών συμβουλών, στα πλαίσια της σιωπηρώς, κατά τα ανωτέρω, καταρτισθείσας σύμβασης, είναι καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2251/1994. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Επομένως, ο συναφής τέταρτος λόγος της υπό κρίση από 2.12.2015 έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες – εναγόμενοι υποστηρίζουν το αντίθετο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις αρχές Ιουνίου 2005, ο τρίτος εναγόμενος, ενεργώντας υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του, ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον ενάγοντα ότι υπήρχε μια μεγάλη ευκαιρία ασφαλούς τοποθέτησης των αποταμιεύσεων του, που είχε καταθέσει στην πρώτη εναγομένη τράπεζα, σε τρεις (3) τραπεζικούς καταθετικούς λογαριασμούς, συνολικού ποσού 160.000 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι η συγκεκριμένη επένδυση θα του απέδιδε, χωρίς κίνδυνο για το κεφάλαιο του, μεγάλες σταθερές αποδόσεις, ύψους 3,5 και ότι οι τόκοι θα πιστώνοντο στο λογαριασμό του ανά τρίμηνο. Ο ενάγων, αφού πείσθηκε στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις του τρίτου εναγομένου περί της έλλειψης κινδύνου απώλειας του κεφαλαίου του, δεδομένης της εμπιστοσύνης του προς το πρόσωπο του τελευταίου, αποδέχθηκε τη συμβουλή του για επένδυση των χρημάτων του σε άγνωστο, κατά τα λοιπά, σ’ αυτόν ομόλογο, για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω.
Ειδικότερα, έδωσε τη συγκατάθεσή του, προκειμένου ποσό 150.933,02 ευρώ, από το συνολικό ποσό των αποταμιεύσεών του, να επενδυθεί για την αγορά του εν λόγω ομολόγου, ονομαστικής αξίας 150.000 ευρώ, θεωρώντας ότι πρόκειται για ομόλογο έκδοσης της πρώτης εναγόμενης. Πράγματι, προς το σκοπό αυτό, στις 2.6.2005 το, ως άνω, χρηματικό ποσό κατατέθηκε στον υπ’ αριθ. …. λογαριασμό του ενάγοντος, που τηρούσε στην πρώτη εναγομένη. Για την εκτέλεση δε της εντολής αγοράς του ομολόγου, κατόπιν υπόδειξης του τρίτου εναγομένου, υπεγράφη, στις 10.6.2005, η φέρουσα προγενέστερη ημερομηνία υπ’ αριθ. Ε 552015…./31.5.2005 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών υπό τον τίτλο «ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΙ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ», που καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός μεν του ενάγοντος, φέροντος κατά τα ανωτέρω, την ιδιότητα του καταναλωτή, αφετέρου δε, υπό τον κοινό τίτλο «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», της πρώτης εναγομένης και της, ως άνω εταιρίας με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», που, όπως προεκτέθηκε, συγχωνεύθηκε με απορρόφηση με τη δεύτερη εναγομένη. Στην ανωτέρω σύμβαση ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες αναλαμβάνουν τη λήψη και διαβίβαση εντολών του ενάγοντος προς κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, ότι λόγω μη προβλέψιμων στην αγορά διακυμάνσεων δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του ενάγοντος, ότι δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε ζημία που τυχόν θα υποστεί αυτός από συναλλαγή, που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτέλεσης της εντολής του, ο τελευταίος δε δήλωσε ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται από τις αντισυμβαλλόμενες του, είναι απόρροια ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές αυτών. Παράλληλα ο ενάγων χορήγησε στις, ως άνω, εταιρίες ανέκκλητη εντολή εξουσιοδότηση προς εκτέλεση συναλλαγών, η οποία (εντολή – εξουσιοδότηση), όπως, άλλωστε και η προαναφερόμενη σύμβαση, φέρει ημερομηνία 31.5.2005. Ακολούθως, στις 3.6.2005, αγοράσθηκε στο όνομα του ενάγοντος, αντί ποσού 150.947,50 ευρώ, κατά την τρέχουσα, τότε, αξία αγοράς του, ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 150.000 ευρώ και στις 10.6.2005 του χορηγήθηκε το με ημερομηνία 3.6.2005 «αποδεικτικό εντολής συναλλαγής». Στο εν λόγω έγγραφο, που έφερε την επωνυμία «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», καθώς και τις επωνυμίες «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ» και «ALPHA PRIVATE ΕΠΕΥ», αναγραφόταν το αγορασθέν ομόλογο ASPIS FINANCE PLC 10.2.2015 με ISIN: X., η ονομαστική αξία αυτού, η αξία αγοράς του, το επιτόκιο και η καταβολή τόκων ανά τρίμηνο, ενώ στη θέση εκδότης αναγραφόταν η λέξη «corporate». Δεν αναγραφόταν δηλαδή η επωνυμία του εκδότη και του εγγυητή του ομολόγου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τούτο είχε εκδοθεί στις 10.2.2005 με την εγγύηση της τράπεζας με την επωνυμία «ASPIS BANK ΑΕ» (μετέπειτα «Τ BANK ΑΤΕ») από τη θυγατρική αυτής «ASPIS FINANCE PLC», η οποία είχε συσταθεί μόνο προς το σκοπό έκδοσης του ομολόγου. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 50.000.000 ευρώ. Το ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, ενώ το τοκομερίδιο του πληρωνόταν κάθε τρίμηνο με βάση το τρίμηνο επιτόκιο euribor πλέον 0,75% έως 1,75%. Προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης. Η διαβάθμιση από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FITCH ήταν ΒΒ, που σύμφωνα με τον ίδιο Οίκο Αξιολόγησης καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στον ενάγοντα πριν την αγορά του ομολόγου, ούτε αναγράφονται στο προαναφερόμενο «αποδεικτικό εντολής συναλλαγής».
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η επίδικη επένδυση του ενάγοντος εξελίχθηκε ως εξής: η συνολική αξία χαρτοφυλακίου στις 31.1.2006 ανήλθε στα 151.387,54 ευρώ, στις 31.1.2007 ανήλθε στα 152.027,74 ευρώ με ετήσιες αποδόσεις (για 52 εβδομάδες) στο ποσοστό 4,63%, στις 30.6.2007 ανήλθε στα 161.502,38 ευρώ, με ετήσιες αποδόσεις 4,34%, στις 31.1.2008 ανήλθε στα 149.253,78 ευρώ, με ετήσιες αποδόσεις 3,05%, ενώ εξακολουθούσε πτωτική τάση της αξίας του χαρτοφυλακίου, ώστε στις 31.1.2009 ανήλθε στα 112.501,86 ευρώ, με ετήσιες αποδόσεις 19,74%, στις 31.6.2009 ανήλθε στα 86.251,17 ευρώ, με ετήσιες αποδόσεις -37,39% και τελικά στις 31.6.2011 ανήλθε στο ποσό των 52.500,10 ευρώ, με ετήσια απόδοση 9,78%. Υπήρξε δε υποβάθμιση του ομολόγου από ΒΒ κατά την έκδοσή του, σε Β, στις 3.11.2008, σε CCC+ στις 29.7.2009, σε CCC στις 3.11.2009 και σε C στις 22.12.2011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις. Καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης ο ενάγων ελάμβανε μηνιαίως από τις δύο πρώτες εναγόμενες, υπό τον κοινό τίτλο «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση του, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του τηρουμένου επενδυτικού λογαριασμού και οι τόκοι. Το έτος 2009, ο ενάγων, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι εκδότρια του ενδίκου ομολόγου δεν ήταν η πρώτη εναγομένη, όπως ο ίδιος πίστευε, αλλά θυγατρική της τράπεζας με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», θορυβημένος από την πτωτική διακύμανση της αξίας του ομολόγου, καθώς και από τα δημοσιεύματα για τα σοβαρά προβλήματα της «ΑΣΠΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ» και φοβούμενος για την απώλεια του κεφαλαίου του, απευθύνθηκε στον τρίτο εναγόμενο, που, όπως προεκτέθηκε, ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του και εκείνος που του είχε συστήσει την επίδικη επένδυση, ο τελευταίος δε τον καθησύχασε ότι τα χρήματα του ήταν εξασφαλισμένα και ότι δεν θα έχανε το κεφάλαιο του. Ακολούθως, στις 4.1.2012, ο ενάγων έλαβε ταχυδρομικώς την από 28.12.2011 επιστολή της πρώτης εναγομένης, με την οποία, μεταξύ άλλων, ενημερώθηκε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 25/1/17.12.2011 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου «Τ BANK ΑΤΕ», η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεων του από το ανωτέρω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους μέχρι 10.2.2012. Ο ενάγων προέβη ο ίδιος σε αναγγελία των απαιτήσεων του, απορρίπτοντας σχετική πρόταση της πρώτης εναγομένης, που υποβλήθηκε με την από 23.1.2012 επιστολή της, να προβεί εκείνη για λογαριασμό του και με δαπάνες της στην εν λόγω ενέργεια. Εξάλλου, η τελευταία, με την από 2.11.2012 επιστολή της προς τον ενάγοντα ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι εγγυήτρια του ενδίκου ομολόγου ήταν η Τ BANK ΑΤΕ και εκδότρια αυτού η ASPIS FINANCE PLC, ενώ με την από 27.9.2013 επιστολή της ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης των ανωτέρω εταιριών, αυτός θα ελάμβανε το ποσό των 0,60 ευρώ ανά 1000 ευρώ ονομαστικής αξίας του ομολόγου, δηλαδή 90 ευρώ για το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς το ομόλογο τέθηκε στο χαρτοφυλάκιο της εκκαθάρισης. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του ομολόγου, ο ενάγων υπέστη ζημία, ίση με το ποσό των 150.933,02 ευρώ, που διέθεσε για την αγορά του. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος από τη μακροχρόνια σχέση του με τον ενάγοντα γνώριζε την έλλειψη εξειδικευμένης εμπειρίας αυτού σε ζητήματα οικονομικών επενδύσεων, το προφίλ του, ως συντηρητικού επενδυτή, καθώς και την επιθυμία του να επενδύει τις αποταμιεύσεις του χωρίς κίνδυνο απώλειας τους, κατά την παροχή σ’ αυτόν της επενδυτικής συμβουλής για την αγορά του ενδίκου ομολόγου, το οποίο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων αποτελούσε ακατάλληλη για τον ενάγοντα και ριψοκίνδυνη επένδυση, του χορήγησε μόνο τις προαναφερόμενες πληροφορίες, ισχυρίσθηκε δηλαδή ότι πρόκειται για μεγάλη ευκαιρία τοποθέτησης των χρημάτων του, με σταθερές αποδόσεις, ύψους 3,5% και με πίστωση των τόκων στο λογαριασμό του ανά τρίμηνο, καθώς και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο τρίτος εναγόμενος, αλλά και οι λοιποί προστηθέντες αυτών, ενημέρωσαν τον ενάγοντα ότι εγγυήτρια του ομολόγου είναι η «ASPIS BANK Α.Ε.» (μετέπειτα Τ BANK ΑΕ), εκδότρια αυτού η «ASPIS FINANCE PLC», ότι η δεύτερη είχε συσταθεί μόνο για την έκδοση του συγκεκριμένου ομολόγου, προς το σκοπό συγκέντρωσης κεφαλαίου για την πρώτη, καθώς και για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του ομολόγου, δηλαδή ότι τούτο προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ότι ήταν μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση ΒΒ, κατά μείζονα δε λόγο δεν τον ενημέρωσαν, λαμβανομένης υπόψη της, γνωστής σ’ αυτούς, μη ενασχόλησής του, μέχρι τότε, με την αγορά ομολόγων, πλην αυτών του ελληνικού δημοσίου, ότι η ανωτέρω διαβάθμιση καταδείκνυε μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Επίσης δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο ενάγων επέλεξε μόνος του, μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο ομόλογο, χωρίς συμβουλή και παρότρυνση του τρίτου εναγομένου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες, αλλά και ο προστηθείς από αυτές τρίτος εναγόμενος, δεν εκπλήρωσαν την απορρέουσα από την, σιωπηρώς καταρτισθείσα, με τον ενάγοντα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών υποχρέωση τους να προβούν σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση αυτού για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και εκδότρια αυτού, καθώς και για το κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, το οποίο γνώριζαν ότι ήθελε να εξασφαλίσει, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτού περί τις οικονομικές επενδύσεις. Η υποχρέωση τους δε αυτή απορρέουσα, όπως προεκτέθηκε, από τη σιωπηρώς καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, η εγγράφως καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που προαναφέρθηκε, αποτελεί σύμβαση εντολής προς εκτέλεση συναλλαγών χρηματοπιστωτικών μέσων και περιέχει απαλλακτικές της ευθύνης τους ρήτρες, καθόσον, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας ή όχι των επικαλούμενων απαλλακτικών ρητρών, ως αντικειμένων στην από τα άρθρα 332, 729 ΑΚ και 6 παρ. 12 ν. 2251/1994 προβλεπόμενη ακυρότητα «κάθε εκ των προτέρων συμφωνίας περιορισμού του παρέχοντος υπηρεσίες από την ευθύνη», στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες δεν περιορίσθηκαν στην εκτέλεση της εντολής για αγορά του ενδίκου ομολόγου, αλλά προηγουμένως, όπως έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκε, δια του προστηθέντος αυτών, τρίτου εναγομένου, υπέδειξαν στον ενάγοντα ως επωφελή και ασφαλή την εν λόγω επένδυση και με τις σχετικές διαβεβαιώσεις τους τον έπεισαν να την επιλέξει. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, πριν την υπογραφή της ανωτέρω έγγραφης σύμβασης ενημερώθηκε από τους εναγομένους, αφενός μεν περί των ειδών των συμβάσεων, που μπορούσαν να καταρτισθούν, αφετέρου δε περί των όρων της ανωτέρω σύμβασης, που υπέγραψε. Έτσι, οι εναγόμενοι, όχι μόνο παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα ενημέρωση του ενάγοντος για την επισφάλεια της συγκεκριμένης επένδυσης, αλλά αντιθέτως τον διαβεβαίωσαν ανακριβώς ότι δεν υφίσταται κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του. Ούτε, εξάλλου, αναιρείται η ανωτέρω υποχρέωση των εναγομένων από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζονται, παρείχαν στον ενάγοντα τις υπηρεσίες τους χωρίς αμοιβή, καθόσον οικονομικό όφελος αυτών δεν αποτελεί μόνο η αμοιβή, αλλά και η, δια της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, ενίσχυση της συνεργασίας τους με τον ενάγοντα.
Με την ανωτέρω συμπεριφορά τους οι δύο πρώτες εναγόμενες, αλλά και ο προστηθείς από αυτές τρίτος εναγόμενος, ο οποίος ενεργούσε κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, υπό τις εντολές και οδηγίες τους, που συνίσταται (η συμπεριφορά τους) στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης του ενάγοντος, καθώς και παροχής σ’ αυτόν σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και ασφάλεια του κεφαλαίου του, παρέβησαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, ταυτοχρόνως δε παρέβησαν υπαιτίως, επιδεικνύοντας αμέλεια, τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, καθώς και τις διατάξεις του ν. 2251/1994, ενόψει της ιδιότητας του ενάγοντος, ως καταναλωτή. Η υπαίτια δε παράβαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά των εναγομένων προκάλεσε τη ζημία που υπέστη ο ενάγων, καθόσον αυτός προέβη στην εν λόγω επένδυση, αγνοώντας τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του ομολόγου, για τα οποία δεν ενημερώθηκε, με την πεποίθηση, που του δημιούργησε ο τρίτος εναγόμενος, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του. Αν δε, είχε ενημερωθεί και γνώριζε τούτο, ότι δηλαδή το επίδικο ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και με μέτριες προοπτικές επιβίωσης και ότι υπήρχε ο εν λόγω κίνδυνος, απώλειας του κεφαλαίου του, δεν θα είχε αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση. Επομένως, η ανωτέρω ζημία, που υπέστη ο – ενάγων, συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγομένων, οι οποίοι υποχρεούνται να του καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για την αποκατάσταση της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την ίδια εν μέρει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Επομένως, οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι της υπό κρίση από 2.12.2015 έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες – εναγόμενοι υποστηρίζουν το αντίθετο, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Περαιτέρω, οι εναγόμενοι πρόβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρουν ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης τους, περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση, άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας του, λόγω της μη εκ μέρους του ρευστοποίησης του ενδίκου ομολόγου, παρότι από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωση του προέκυπτε η πτωτική πορεία της τιμής αυτού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση του, απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν τον εν λόγω ισχυρισμό, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Και τούτο διότι, όπως αποδείχθηκε, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου και των αποδόσεων αυτού, ο ενάγων δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου του οι εναγόμενοι δε, δεν προέβησαν, όπως όφειλαν, σε σχετική ενημέρωσή του. Αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε, ο τρίτος εναγόμενος, στον οποίο απευθύνθηκε ο ενάγων το έτος 2009, τον καθησύχασε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του. Σε κάθε δε περίπτωση, η επικαλούμενη από τους εναγομένους επιλογή της ρευστοποίησης του ομολόγου, καθ όν χρόνο η αξία του ήταν μειωμένη, θα αποκαθιστούσε, ενδεχομένως, μικρό μόνο μέρος της ζημίας του ενάγοντος, ο οποίος δεν θα διατηρούσε καμία άλλη αξίωση αποζημίωσης εκ του ομολόγου. Επομένως, ο συναφής, ως άνω, τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες – εναγόμενοι υποστηρίζουν το αντίθετο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί…». Ακολούθως, το Εφετείο με βάση τις άνω παραδοχές και, αφού απέρριψε τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο παραπονέθηκε ο ενάγων για την παραδοχή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της προβληθείσας από τους εναγόμενους ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, καθώς και τους λόγους έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες προσέβαλαν το κεφάλαιο για το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, που είχε επιδικαστεί στον ενάγοντα από την πρωτόδικη απόφαση, (κεφάλαια που δεν προσβάλλονται με την παρούσα αίτηση αναίρεσης), δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, την από 2-12-2015 έφεση των εναγομένων-εκκαλούντων και την από 4-12-2015 έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος, επικύρωσε την με αριθ. 5809/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, στον ενάγοντα, για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 116.073,40 (112.073,40 +4000) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Έτσι, που έκρινε, το Εφετείο, δεν παραβίασε, ευθέως ούτε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281,288, 297,298,300, 914 ΑΚ και αρθ. 8 του Ν. 2251/1994 και τον Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, που εφάρμοσε, αφού υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, η εκτιθέμενη ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων αποτελεί, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, υπαίτια και παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, πράξη, καθόσον, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, αφενός, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε αυτές και, αφετέρου, διέλαβε στην απόφαση του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στον ενάγοντα – καταναλωτή και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του προστηθέντος υπαλλήλου των εναγομένων και της προκληθείσας από αυτή ζημία του ενάγοντος, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν, με επάρκεια, το σαφές ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικώς πιο πάνω αναφερομένη) υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου των δυο πρώτων αναιρεσειουσών, κατά παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (συμπεριφορά), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου γεγονότος, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται δε με σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας του ενάγοντος, η οποία συνίσταται, όπως από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, στην αδυναμία του να εισπράξει, για τους προεκτεθέντες λόγους, που αφορούν τη φύση του επίδικου επενδυτικού προϊόντος, το επενδυμένο κεφάλαιο του. β) ότι ο ενάγων δεν διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εξειδικευμένη εμπειρία περί τις επενδύσεις σε ομόλογα, καθώς ήταν συντηρητικός επενδυτής και, ως εκ τούτου, ζήτησε τις επενδυτικές συμβουλές του προστηθέντος υπαλλήλου των αναιρεσειουσών, ο οποίος του υπέδειξε να προβεί στην επίδικη επένδυση που θα του απέδιδε, χωρίς κίνδυνο για το κεφάλαιο του, μεγάλες σταθερές αποδόσεις, χωρίς προηγούμενη σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση αυτού για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και εκδότρια αυτού, καθώς και για το κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, καθώς είχαν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του ενάγοντος επενδυτή, σύμφωνα με τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τις απορρέουσες από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, ενόψει του ότι ο ενάγων προέβη στη σύναψη της ένδικης επενδυτικής σύμβασης ως μέσος καταναλωτής γ) ότι, παρ’ όλα αυτά, όμως, ο προστηθείς από τις αναιρεσείουσες υπάλληλος, λειτουργώντας κατά την προώθηση των ανωτέρω ομολόγων στον ενάγοντα, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας μεταξύ τους συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ως άτυπος επενδυτικός σύμβουλος του τελευταίου, δεν παρείχε προσυμβατικά, όπως όφειλε, ορθές και πλήρεις συμβουλές στον ενάγοντα, ούτε και επαρκείς πληροφορίες για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν και, κυρίως, ενόψει του είδους αυτού, σε συνδυασμό και με την παντελή άγνοια του περί του αντικειμένου του δεν ανέλυσε ότι το συγκεκριμένο ομόλογο είχε τον πιο πάνω χαρακτήρα, προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν μειωμένης εξασφάλισης, αλλά, αντιθέτως, τον διαβεβαίωσε ότι το διατεθησόμενο για την αγορά του ομολόγου κεφάλαιο θα είχε αποδόσεις ανά έτος τοκομεριδίων υψηλότερες από εκείνες της προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους 3,5% και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σ’ αυτόν, από τον προστηθέντα υπάλληλο των αναιρεσειουσών, εντελώς εσφαλμένη εικόνα για το τι αγόρασε και να πιστέψει ότι επρόκειτο για μια επένδυση επωφελέστερη και εκείνης της προθεσμιακής κατάθεσης, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις, αφού, παρά το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο, δεν είχε οικονομικές γνώσεις που να του επιτρέπουν, να κατανοήσει το περιεχόμενο των προδιατυπωμένων εντύπων που υπέγραψε και, συνακόλουθα, τη σημασία αυτών, αλλά και τους κινδύνους που αναλάμβανε για το κεφάλαιο που διέθεσε για την αγορά του ομολόγου και τις αποδόσεις του. Δεν ήταν δε αναγκαία για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι υπό στοιχεία I, II, III και V (κατ’ ορθή αρίθμηση), κατά το οικείο έκαστος μέρος και κατά τη νοηματική τους εκτίμηση, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19, 559 αρ. 1,559 αρ. 1 και 19, 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αντίστοιχα.
III. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, υπό τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας, δεν θεμελιώνεται συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος – αναιρεσίβλητου στην πρόκληση άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας του, λόγω της μη εκ μέρους του ρευστοποίησης του ενδίκου ομολόγου, παρότι από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωση του προέκυπτε η πτωτική πορεία της τιμής αυτού. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου και των αποδόσεων αυτού, ο ενάγων δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου του, οι εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες δε, δεν προέβησαν, όπως όφειλαν, σε σχετική ενημέρωση του, ενώ αντιθέτως, ο προστηθείς υπάλληλος αυτών, στον οποίο απευθύνθηκε ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος το έτος 2009, τον καθησύχασε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου” του, ενώ η επικαλούμενη από τους αναιρεσείουσες επιλογή της ρευστοποίησης του ομολόγου, καθόν χρόνο η αξία του ήταν μειωμένη, θα αποκαθιστούσε, ενδεχομένως, μικρό μόνο μέρος της ζημίας του αναιρεσίβλητου, ο οποίος δεν θα διατηρούσε καμία άλλη αξίωση αποζημίωσης εκ του ομολόγου. Επομένως, ορθά το Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την προβληθείσα από τις αναιρεσείουσες ένσταση από το άρθρο 300 ΑΚ και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου υπό στοιχείο IV από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου (κατά το οικείο μέρος αυτού) είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Με τον ίδιο ως άνω αναιρετικό λόγο (υπό στοιχείο IV), κατά το οικείο σκέλος του, όπως εκτιμάται, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ.8 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον συναφή λόγο έφεσης, με τον οποίο επανέφεραν την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση συνυπαιτιότητας του αναιρεσίβλητου. Ο λόγος αυτός αναίρεσης πέραν του ότι είναι απαράδεκτος, διότι ενέχει αντίφαση σε σχέση με τον προεκτεθέντα λόγο αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες μέμφονται, την προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε την εν λόγω ένσταση, είναι και αβάσιμος, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον άνω ισχυρισμό και τον απέρριψε.
IV. Κατά τα λοιπά, όλοι οι λόγοι αναίρεσης, κατά το μέρος κατά το οποίο, υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσης τους δήθεν σε παραβίαση των ίδιων νομικών κανόνων, πλήττουν στην πραγματικότητα την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι.
Β) Επί της από 27-3-2018 αίτησης αναίρεσης:
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Περαιτέρω, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναίρεσης, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα κα χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 6/2006, ΑΠ 184/2017). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες και ήδη αναιρεσίβλητες με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου υπέβαλαν ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθησόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά την ζημία του ενάγοντος, το εισπραχθέν από τον τελευταίο ποσό των τοκομεριδίων, που αποτελεί κέρδος του, συνδεόμενο αιτιωδώς προς το ζημιογόνο γεγονός, το οποίο (κέρδος) ανερχόταν στο ποσό των 38.859,62 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε την ανωτέρω ένσταση και το Εφετείο δεχθέν τα ίδια, απέρριψε τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος με την εξής αιτιολογία: «…Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εισέπραξε πράγματι, ως απόδοση του επιδίκου ομολόγου, τοκομερίδια, συνολικού ύψους 38.859,62 ευρώ. Το εν λόγω ποσό αποτελεί κέρδος του ενάγοντος προερχόμενο από το ζημιογόνα γεγονός, δηλαδή από την αγορά του ομολόγου, του οποίου έτσι απέκτησε την κυριότητα, συνδεόμενο, επομένως, (το κέρδος) αιτιωδώς προς αυτό (ζημιογόνο γεγονός). Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η (μεταξύ των άλλων) υπόχρεη για αποζημίωση του πρώτη εναγομένη εκμεταλλεύθηκε η ίδια το απωλεσθέν, στη συνέχεια, κεφάλαιο του, αφού αποδείχθηκε ότι διέθεσε τούτο για την αγορά του ομολόγου στην εκδότρια αυτού «ASPIS FINANCE PLC». Ούτε εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούτο, κατά τη σύμβαση ή κατά το νόμο, να χορηγήσει στον ενάγοντα τα τοκομερίδια που απέδωσε το ομόλογο, τα οποία αποδείχθηκε ότι υποχρεούτο να του χορηγήσει και πράγματι του χορήγησε, δια της πρώτης εναγομένης, η ανωτέρω εκδότρια του ομολόγου. Ενόψει των ανωτέρω συντρέχει νόμιμος λόγος συνυπολογισμού της ζημίας και του κέρδους του ενάγοντος, κατά παραδοχή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής νόμιμης (άρθρο 298 ΑΚ) ένστασης των εναγομένων. Έτσι, για τον προσδιορισμό της ζημίας του ενάγοντος πρέπει, από το ποσό των 150.933,02 ευρώ, που αποτελεί τη ζημία του, λόγω της απώλειας του κεφαλαίου του, να αφαιρεθεί το ποσό των 38.859,52 ευρώ, που αποτελεί το κέρδος του από την αγορά του επιδίκου ομολόγου και την απόκτηση της κυριότητας αυτού, οπότε η αποζημίωση που δικαιούται ανέρχεται στην προκύπτουσα διαφορά, δηλαδή στο ποσό των 112.073,40 ευρώ (150.933,02 -38.859,62). Μόνη δε η επικαλούμενη από τον ενάγοντα προηγηθείσα της ζημίας του είσπραξη των τοκομεριδίων και η, δια του συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους μείωση της αποζημίωσης του, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων και, ειδικότερα των προαναφερομένων (εκμετάλλευση του κεφαλαίου του ενάγοντος από την πρώτη εναγομένη, υποχρέωση αυτής για χορήγηση στον ενάγοντα των αναλογούντων τοκομεριδίων) δεν καθιστά τον, ως άνω, συνυπολογισμό αντίθετο προς την καλή πίστη…». Έτσι, που έκρινε το Εφετείο υπέπεσε στις αποδιδόμενες πλημμέλειες, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι παραβίασε, ευθέως και εκ πλαγίου με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α’, 914 και 930 παρ. 3 και 288 ΑΚ, τις οποίες εσφαλμένα εφάρμοσε, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, αφού προϋπόθεση γι’ αυτόν τον συνυπολογισμό είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία από το ίδιο επιζήμιο γεγονός. Στην προκειμένη δε περίπτωση ναι μεν το ως άνω ποσό των 38.859,62 ευρώ αποτελεί κέρδος του αναιρεσείοντος από τον ανωτέρω τίτλο, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτός υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, η οποία οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της πρώτης αναιρεσίβλητης όπως παραπάνω εκτίθεται, αλλά από το μη επιζήμιο διαφορετικό γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου του προς εκμετάλλευση, που στηριζόταν στην απόκτηση του τίτλου (ομολόγου) και απέδωσε ως καρπούς τους ~ εισπραχθέντες από τον αναιρεσείοντα τόκους, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία του τελευταίου. ’λλωστε, ο προτεινόμενος (από τις αναιρεσίβλητες) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος ενόψει και ότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, η διαχείριση του κεφαλαίου δεν έγινε από την πρώτη αναιρεσίβλητη και έτσι αυτή θα ωφελείτο από την καρποφορία της επένδυσης, που επιτεύχθηκε από τρίτο πρόσωπο, ήτοι την εκδότρια του ομολόγου. Επομένως, είναι βάσιμος ο τα αυτά υποστηρίζων λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Με τον ίδιο ως άνω αναιρετικό λόγο, κατά το οικείο σκέλος του, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο.559 αρ. 8 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον πρώτο λόγο της έφεσης του, με τον οποίο πρότεινε τον ουσιώδη ισχυρισμό ότι, με το να δεχθεί την ένσταση συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 288 και 930 παρ. 3 ΑΚ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη τον πρώτο λόγο έφεσης και τον απέρριψε και ως προς αυτό το σκέλος του (έστω και εσφαλμένα), αφού δέχθηκε ότι μόνη η επικαλούμενη από τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσείοντα) προηγηθείσα της ζημίας του είσπραξη των τοκομεριδίων και η, δια του συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους μείωση της αποζημίωσης του, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστάσεων και, ειδικότερα των προαναφερομένων (εκμετάλλευση του κεφαλαίου του ενάγοντος από την πρώτη εναγομένη, υποχρέωση αυτής για χορήγηση στον ενάγοντα των αναλογούντων τοκομεριδίων) δεν καθιστά τον, ως άνω, συνυπολογισμό αντίθετο προς την καλή πίστη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, α) η από 15-2-2018 αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί, κατά την παρ.3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος από τις αναιρεσείουσες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθούν οι ανωτέρω αναιρεσείουσες, λόγω της ήττας τους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, ο οποίος υπέβαλε προτάσεις (άρθ. 176, 183 ΚΠολΔ), β) η από 27-3-2018 αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το κεφάλαιο, που αφορά την παραδοχή της ανωτέρω ένστασης, συμψηφισμού κέρδους και ζημίας αναφορικά με το ποσό των 38.859,62 ευρώ και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, ο οποίος υπέβαλε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των δυο πρώτων αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου (άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 15-2-2018 και 27-3-2018 αιτήσεις για αναίρεση της υπ’ αριθ.4254/2017 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης, όσον αφορά τον τρίτο αναιρεσείοντα – αναιρεσίβλητο.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση των από 15-2-201 8 και 27-3-2018 αιτήσεων αναίρεσης ως προς αυτόν.
Απορρίπτει την από 15-2-2018 αίτηση αναίρεσης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τις δυο πρώτες αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4254/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, όσον αφορά την πρώτη και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, κατά το μέρος που αναφέρεται στο αιτιολογικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, παραβόλου.
Καταδικάζει τις πρώτη και δεύτερη αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ