Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, στη συνέχεια από το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και στη συνέχεια από το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3943/31-3-2011, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 31-3-2011: “1.Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ….”. Με το άρθρο 20 του ν. 4321/2015 ‘’Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας’’ επήλθε νέα αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 25 ν.1882/1990 για την τιμωρία της μη καταβολής των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών . Με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο στο ν. 4174/2013, με τη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 2 του οποίου τα άνω ποσά αναπροσαρμόστηκαν έτσι ώστε για το ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους (άρθρο 25 παρ. 1 ν.1882/1990) να τιμωρείται α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους εκείνος, του οποίου το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και β) τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων(200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ανωτέρω εγκλήματος, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 25 ν. 1882/1990, όπως έχει τροποποιηθεί και αντικατασταθεί, που συνιστά ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για την νομοτυπική του συγκρότηση, είναι: 1) η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον, κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου, καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί, και 5) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετράμηνου από το χρόνο καταβολής του, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της υπόψη πράξης (Α.Π. 292/2022, Α.Π. 176/2021, Α.Π. 414/2020). Ειδικότερα, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή άλλο αρμόδιο όργανο, όπως είναι και ο διευθυντής Τελωνείου στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λ.π). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή εννοία (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Το έγκλημα αυτό του άρθρου 25 ν. 1882/1990, δηλαδή, συνίσταται στην παραβίαση της προθεσμίας καταβολής των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, τα οποία είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες και για τα οποία ασκείται η ποινική δίωξη (Α.Π. 1320/2020, Α.Π. 200/2020).
( ….)
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της υπόψη αξιόποινης πράξης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, ήδη αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής αυτών των περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, ήτοι αυτή του άρθρου 25 παρ.1 περ.β΄ του ν.1882.1990, όπως ίσχυε. Πιο συγκεκριμένα, δέχθηκε ως αποτέλεσμα της απόδειξης, ότι ο κατηγορούμενος με πρόθεση δεν κατέβαλε το βεβαιωμένο χρέος, ποσού 560.170,82 ευρώ, όταν αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο την 2-4-2015, δηλαδή με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο που έπρεπε να καταβληθεί, την 1-2-2014, ήτοι της ορισθείσας εφ’ άπαξ καταβολής του, σύμφωνα με τον οικείο πίνακα χρεών. Ότι το χρέος αυτό προέρχεται από την υπ’ αριθμ…../11-05-2007 καταλογιστική πράξη της Διευθύντριας του Τελωνείου Ναυπλίου και από τελωνειακή παράβαση που αφορά λαθρεμπορία τσιγάρων, κατ’ άρθρο 155 1α΄, β΄ και 2 ε΄ ν.2960/2001, συνεπεία της οποίας προσδιορίστηκαν δασμοί και λοιποί φόροι που δεν καταβλήθηκαν, ύψους 2.596.990,32 ευρώ, ποσό από το οποίο επιβλήθηκαν σε βάρος του αναιρεσείοντα, καθώς επιμερίστηκαν τα πολλαπλά τέλη, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του στην πράξη της λαθρεμπορίας, σε 560.170, 82 ευρώ. Με τα παραπάνω περιστατικά που δέχθηκε, το Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 ν.1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε και ακολούθως ίσχυσε, καταδικάζοντας τον αναιρεσείοντα. Μετά από αυτά, το Δικαστήριο ορθώς απέρριψε και τον αυτοτελή ισχυρισμό της υπεράσπισης του κατηγορουμένου περί παραγραφής του χρέους του πίνακα χρεών, ποσού 560.170,82 ευρώ, συνιστάμενο κατά την υπεράσπιση στη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής του οικείου πλημμελήματος, ήδη από το 2012, αφού με την ως άνω καταλογιστική πράξη, η οποία του επιδόθηκε την 1-6-2007, βεβαιώθηκε ταμειακώς το εν λόγω χρέος στις 11-5-2007. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ως χρόνος τέλεσης του προκείμενου αδικήματος που αποτελεί ιδιότυπο (αθροιστικό) τέτοιο, προσδιορίζεται αυτός που καθιστά ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου και στη συνέχεια εκτελεστέα, οπότε τούτο εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο. Έτσι, ορθώς το Δικαστήριο της ουσίας προσδιόρισε αυτόν στις 2-4-2015, κατά τα παραπάνω, όταν παρήλθε το χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών από το ληξιπρόθεσμο του εν λόγω χρέους (1-12-2014), ποσού 560.170,82 ευρώ, κατά τα αναγραφόμενα στον οικείο πίνακα χρεών, με αποτέλεσμα, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, να μην έχει παρέλθει οκταετία από την αφετηρία της παραγραφής. Επομένως, ο πρώτος λόγος της δήλωσης αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, τόσο του άρθρου 25 παρ. 1 ν.1882/1990, όσο και των άρθρων 111, 112, 113 Π.Κ. περί παραγραφής των εγκλημάτων και επικουρικά για έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Με τον δεύτερο λόγο της δήλωσης αναίρεσής του ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για ελλιπή αιτιολογία και δη για εσφαλμένη και ‘’παραμορφωτική’’ αιτιολογία ως προς το περιεχόμενο της απόφασης υπ’ αρ.1878/2004 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ναυπλίου, που εσφαλμένα εκτίμησε το Δικαστήριο, αλλά και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 παρ.1 ν.1882/1990, επικαλούμενος ότι ανακριβώς δέχθηκε το Δικαστήριο ότι καταδικάστηκε για την πράξη της λαθρεμπορίας, ενώ αυτός αθωώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και επομένως, δεν στοιχειοθετείται δόλος του για την καταδίκη του. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του περιλαμβάνει επαρκή αιτιολογία στο σκεπτικό του επί του προβαλλομένου και στο ακροατήριο ως άνω ισχυρισμού της υπεράσπισης του κατηγορουμένου, δεχόμενο ότι λόγω της επιβληθείσας ποινής εις βάρος του, η οποία ήταν κατώτερη των έξι μηνών, παραγράφηκε υπ’ όρον η επιβληθείσα σε βάρος του ποινή για την πράξη της λαθρεμπορίας και δεν υπάρχει ως προς αυτόν αμετάκλητη αθωωτική σχετική απόφαση. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στον λόγο αυτόν, ο οποίος με αυτές αμφισβητεί την ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης και προβαίνει σε διαφορετική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Άλλωστε, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ο δόλος που απαιτείται από την ουσιαστική διάταξη, την οποία εφάρμοσε το Δικαστήριο και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, δεν χρήζει ιδιαιτέρας αιτιολογίας αφού ενυπάρχει στη βούληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Συνεπώς, και αυτός ο λόγος της δήλωσης αναίρεσης από τα στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του άρθρου 510 παρ.1 Κ.Π.Δ., παρίσταται αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των παραπάνω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση δήλωση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ.1 Κ.Π.Δ.).