ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι, η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η αιτίαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 487 του Κ.Ποιν.Δ. «Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα, κατά το προηγούμενο άρθρο, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Μόνη η παράθεση στην έκθεση έφεσης των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου, με αναφορά στο κατηγορητήριο, και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε σχέση με αυτό, δεν αρκεί, κατά το νόμο, για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα, την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 9/2005, Α.Π. 963/2023, Α.Π.733/2021, Α.Π. 751/2020). Αν η έφεση δεν έχει τέτοια αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης (Α.Π. 733/2021), ενώ, αν η έφεση του εισαγγελέα είναι πλήρως αιτιολογημένη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όμως την απορρίψει ως απαράδεκτη, ιδρύεται ο από το άρθρο 509 παρ. 1 στοιχ. Η’ λόγος αναίρεσης, ταυτόχρονα δε υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει και τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης (Α.Π. 741/2020), καθόσον θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, αρνητική δε, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (Ολ. Α.Π. 1/2015). Περαιτέρω, η έφεση του εισαγγελέα στερείται της επιβαλλομένης από την άνω διάταξη του άρθρου 487 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ’ αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της έφεσης, προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα (Α.Π. 36/2022, Α.Π. 609/2021).
…
…
Συνεπώς, η επί τη βάσει των προαναφερομένων αιτιολογία της έφεσης του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου κατά της ανωτέρω αθωωτικής για την αναιρεσίβλητη – κατηγορουμένη απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά τη διάταξη του άρθρου 487 του Κ.Ποιν.Δ., όπως η έννοιά της έχει εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙV νομική σκέψη, διότι θεμελιώνει τον λόγο της έφεσής του για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν ποιες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων και από ποια συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της έφεσης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η προϋπόθεση του ειδικά και εμπεριστατωμένου της αιτιολογίας της εισαγγελικής έφεσης, ως όρος του παραδεκτού αυτής, είναι μέγεθος ποιοτικά διαφορετικό από την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία μιας δικαστικής απόφασης, ως αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου.
…»